Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πώς η πυρκαγιά του Έβρου επηρεάζει την άγρια πανίδα του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς

Η σφο­δρό­τη­τα και η ταχύ­τη­τα εξά­πλω­σης της πυρ­κα­γιάς που εξα­κο­λου­θεί να καί­ει στον Έβρο είναι τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που καθο­ρί­ζουν το μέγε­θος της κατα­στρο­φής όχι μόνο στην εικό­να που παρου­σιά­ζει πλέ­ον το Εθνι­κό Πάρ­κο Δαδιάς- Λευ­κί­μης- Σου­φλί­ου αλλά και στην άγρια πανί­δα που δια­βιεί στην περιο­χή. Με δύο από τα μέτω­πα της πυρ­κα­γιάς να παρα­μέ­νουν ενερ­γά και τις προ­σπά­θειες της κατά­σβε­σης να συνε­χί­ζο­νται, ενδε­χο­μέ­νως είναι νωρίς για απο­τί­μη­ση του μεγέ­θους του συνό­λου των ζημιών. Ωστό­σο η κατα­στρο­φή είναι ορα­τή, υπαρ­κτή με αδιά­ψευ­στους μάρ­τυ­ρες ό,τι αφή­νει πίσω της η πύρι­νη λαί­λα­πα και το απο­τύ­πω­μά της είναι ήδη αισθη­τό στην ευρύ­τε­ρη δασι­κή περιο­χή του Εθνι­κού Πάρ­κου Δαδιάς- Λευ­κί­μης- Σου­φλί­ου (Ε.Π. Δ.Λ.Σ.).

Ο καθη­γη­τής Οικο­λο­γί­ας και Δια­χεί­ρι­σης Άγριας Πανί­δας του Τμή­μα­τος Δασο­λο­γί­ας και Φυσι­κού Περι­βάλ­λο­ντος του ΑΠΘ Δημή­τρης Μπα­κα­λού­δης και πρό­ε­δρος στο παρελ­θόν του Δ.Σ. του Φορέα Δια­χεί­ρι­σης του Εθνι­κού Πάρ­κου, ο οποί­ος επι­σκέ­φθη­κε την πλη­γεί­σα περιο­χή μιλά­ει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της συγκε­κρι­μέ­νης πυρ­κα­γιάς, για το αν και πώς επη­ρε­ά­ζει την άγρια πανί­δα καθώς και για τις ενδε­δειγ­μέ­νες ενέρ­γειες αντι­με­τώ­πι­σης των επι­πτώ­σε­ων σε σχέ­ση με την άγρια πανί­δα και τη βλάστηση.

Τα χαρακτηριστικά της πυρκαγιάς

«Η πρό­σφα­τη πυρ­κα­γιά, εκτός από την υψη­λή συγκέ­ντρω­ση βιο­μά­ζας, που είχε και η περ­σι­νή, έχει δύο σημα­ντι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά: τη σφο­δρό­τη­τα τις δύο πρώ­τες μέρες και το μέγε­θος της έκτα­σης που έπλη­ξε. Μετα­δό­θη­κε ταχύ­τα­τα από το σημείο έναρ­ξης στη θέση “Γκί­μπρε­να” προς τα δυτι­κά στις “Τρεις Βρύ­σες” δια­νύ­ο­ντας από­στα­ση περί­που 16 χλμ στο πρώ­το 24ωρο, λόγω της μεγά­λης ταχύ­τη­τας του ανέ­μου (5–7 μπο­φόρ) που επι­κρα­τού­σε τις δύο πρώ­τες μέρες από την έναρ­ξή της» επι­ση­μαί­νει ο κ. Μπακαλούδης.

Εκτι­μά ότι «αυτό το πρώ­το κύμα πρέ­πει να ήταν και το πιο κατα­στρο­φι­κό, καθώς η πυρ­κα­γιά ήταν επι­κό­ρυ­φη, μετα­δι­δό­ταν ταχύ­τα­τα και δεν άφη­νε μεγά­λα περι­θώ­ρια δια­φυ­γής των ζώων που βρί­σκο­νταν μπρο­στά στο μέτω­πό της. Τις επό­με­νες μέρες, με την έντα­ση να έχει μειω­θεί, η πυρ­κα­γιά έκαι­γε με μικρό­τε­ρη σφορ­δρό­τη­τα, μετα­δι­δό­ταν με μικρό­τε­ρη ταχύ­τη­τα και συνε­πώς τα ζώα είχαν αρκε­τό χρό­νο να αντι­δρά­σουν και να δια­φύ­γουν τον κίν­δυ­νο της φωτιάς».

Το δεύ­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της πρό­σφα­της πυρ­κα­γιάς, σύμ­φω­να με τον ίδιο, είναι το μέγε­θος της έκτα­σης που έχει πλη­γεί στο Εθνι­κό Πάρ­κο (Ε.Π.). Σε συν­δυα­σμό με την πυρ­κα­γιά που είχε εκδη­λω­θεί στο νότιο τμή­μα του Ε.Π. το 2011, αυτή στον νότιο πυρή­να το 2022 (περί­που 40.000 στρ.), την πρό­σφα­τη που έκα­ψε όλο το υπό­λοι­πο του νότιου πυρή­να (28.000 στρ. περί­που), αλλά και το υπό­λοι­πο νότιο τμή­μα του ΕΠ ΔΛΣ προς τη Λευ­κί­μη (συνο­λι­κά έχει καεί περισ­σό­τε­ρο από το μισό της έκτα­σής του), καθώς και την περιο­χή δυτι­κά του Ε.Π. που είναι επί­σης Ζώνη Ειδι­κής Προ­στα­σί­ας για την ορνι­θο­πα­νί­δα (Δάσος Δαδιάς-Δερεί­ου-Αισύ­μης, GR1110010), δίκαια θεω­ρεί­ται “μεγα­πυρ­κα­γιά”. Το μεγά­λο μέγε­θος της καμέ­νης έκτα­σης, ίσως να επη­ρε­ά­ζει περισ­σό­τε­ρο αρνη­τι­κά την άγρια πανί­δα, για­τί αρκε­τά είδη απαι­τούν εκτε­τα­μέ­νες περιο­χές με ώρι­μα δάση, πολ­λά είδη είναι δασό­βια, δηλ. απαι­τούν πυκνό δάσος για να βρί­σκουν κατα­φύ­γιο και αρκε­τά είδη εξαρ­τώ­νται ισχυ­ρά από το συν­δυα­σμό δασω­μέ­νων-ανοι­κτών εκτά­σε­ων. Αυτό σημαί­νει ότι η απώ­λεια μεγά­λου μέρους του δάσους θα έχει σημα­ντι­κές επι­πτώ­σεις σε μεγά­λο αριθ­μό ειδών της άγριας πανί­δας, τόσο στα πτη­νά όσο και στα μεγά­λα θηλαστικά.

Η άγρια πανίδα

Ειδι­κό­τε­ρα για τα είδη που δια­βιούν στη συγκε­κρι­μέ­νη περιο­χή, ο κ. Μπα­κα­λού­δης ανα­φέ­ρει: «Στο τμή­μα της Ζώνης Α, που κατα­στρά­φη­κε φέτος ολο­σχε­ρώς, υπήρ­χε η αποι­κία με τις περισ­σό­τε­ρες φωλιές του Μαυ­ρό­γυ­πα. Σ’ αυτό το τμή­μα της Ζώνης Α, όπως και στην καμέ­νη περιο­χή εκτός της Ζώνης Α, υπήρ­χαν και αρκε­τές φωλιές από άλλα αρπα­κτι­κά πτη­νά, όπως από Φιδα­ε­τό, Κραυ­γα­ε­τό, Σταυ­ρα­ε­τό, Διπλο­σάϊ­νο, Γερα­κί­να, κ.ά., αλλά και από άλλα πτη­νά με ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον, όπως του Μαυ­ρο­πε­λαρ­γού. Στην περιο­χή που κάη­κε φώλια­ζαν αρκε­τά είδη στρου­θιό­μορ­φων (πχ Σπί­νος, Καλό­γε­ρος, Γαλα­ζο­πα­πα­δί­τσα, Κοκ­κι­νο­λαί­μης, Συκο­φά­γος, Δεν­δορ­φυλ­λο­σκό­πος, Στα­χτο­πε­τρό­κλης, Στα­χτο­μυ­γο­χά­φτης, Κότσυ­φας, Αετο­μά­χος, κ.ά.), κορα­κοει­δών (π.χ. Κορά­κι), νυκτό­βιων αρπα­κτι­κών (π.χ. Νανό­μπου­φος), περι­στε­ρό­μορ­φων (Τρυ­γό­νι, Φάσα), και πολ­λά άλλα είδη πτη­νών με ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον προ­στα­σί­ας. Επί­σης, δια­βιού­σαν πλη­θυ­σμοί από αρκε­τά θηλα­στι­κά, όπως Ζαρ­κά­δι, Λύκος, Αλε­πού, Πετρο­κού­να­βο, Ασβός, Σκί­ου­ρος, Δασο­μυω­ξός, τρω­κτι­κά κ.ά. καθώς και από ερπε­τά, όπως χελώ­νες, σαύ­ρες και φίδια.

Σημειώ­νει δε, ότι δεν υπάρ­χουν ακρι­βή αριθ­μη­τι­κά δεδο­μέ­να και ορι­σμέ­νες εκτι­μή­σεις απαι­τούν αρκε­τό χρό­νο για να γίνουν, ώστε να γνω­ρί­ζου­με πόσες φωλιές αρπα­κτι­κών έχουν καεί. Πιθα­νο­λο­γεί ωστό­σο ότι φωλιές του Μαυ­ρό­γυ­πα έχουν καεί και η συνέ­χεια των ενα­πο­μει­να­σών (σ.σ. φωλιών) εξαρ­τά­ται από την επι­βί­ω­ση των δέντρων.

Οι αλλαγές που φέρνει η φυσική καταστροφή

Ανα­φο­ρι­κά με το πώς η πυρ­κα­γιά επη­ρε­ά­ζει την παρου­σία της άγριας πανί­δας στην περιο­χή, εξη­γεί: «Τα είδη που διέ­φυ­γαν της πυρ­κα­γιάς, πιθα­νόν να επι­στρέ­ψουν στις θέσεις τους. Τα περισ­σό­τε­ρα είδη της άγριας πανί­δας (πτη­νά και θηλα­στι­κά) εκδη­λώ­νουν φιλο­πα­τρία στις γενέ­θλιες θέσεις τους και επι­στρέ­φουν εκεί που ανα­πα­ρά­γο­νταν. Το κρί­σι­μο είναι εάν θα παρα­μεί­νουν και θα προ­σπα­θή­σουν την επό­με­νη χρο­νιά να ανα­πα­ρα­χθούν. Αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει ύπαρ­ξη δια­θέ­σι­μης και επαρ­κούς τρο­φής και κατάλ­λη­λες συν­θή­κες φωλε­ο­ποί­η­σης για τα που­λιά. Εφό­σον αυτές οι δύο συν­θή­κες δεν ικα­νο­ποιού­νται, συνή­θως μετα­το­πί­ζο­νται σε γει­το­νι­κές περιο­χές. Αυτό μπο­ρεί να συμ­βεί και σε βάθος 2–3 ετών. Αλλά είναι κάτι που δεν γνω­ρί­ζου­με και έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον να το μελε­τή­σου­με με τους ραδιο­πο­μπούς που έχουν τοπο­θε­τη­θεί στους Μαυ­ρό­γυ­πες και σε άλλα αρπα­κτι­κά της περιο­χής που επλή­γη. Αρκε­τά είδη της άγριας πανί­δας κάη­καν (πχ ερπε­τά και θηλα­στι­κά), επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να δια­φύ­γουν από το μέτω­πο της πυρ­κα­γιάς την πρώ­τη και δεύ­τε­ρη μέρα, που έτρε­χε με μεγά­λη ταχύ­τη­τα. Στην πρώ­τη επί­σκε­ψη έχω εντο­πί­σει νεκρά ζώα (πχ Ζαρ­κά­δι και χελώ­νες) πλη­σί­ον των δασι­κών δρό­μων, αλλά σίγου­ρα υπάρ­χουν περισ­σό­τε­ρα στο εσω­τε­ρι­κό του δάσους».

«Θετι­κά», λέει ο κ. Μπα­κα­λού­δης, «θα επη­ρε­α­στούν ορι­σμέ­να είδη, όπως οι δρυο­κο­λά­πτες, μετά την πυρ­κα­γιά εφό­σον παρα­μεί­νουν ιστά­με­να δέντρα σε μικρές ομά­δες. Άλλα είδη που θα ευνοη­θούν μακρο­χρό­νια είναι αυτά των ανοι­χτών περιο­χών, όπως το Γιδο­βύ­ζι. Θετι­κό ρόλο θα παί­ξουν οι άκαυ­τες νησί­δες, στις οποί­ες εφό­σον βρή­καν κατα­φύ­γιο κάποια ζώα, αυτά θα απο­τε­λέ­σουν την πηγή δημιουρ­γί­ας νέων πλη­θυ­σμών που θα επα­να­ποι­κί­σουν στα­δια­κά τις καμέ­νες εκτά­σεις. Επει­δή η περιο­χή θεω­ρεί­ται αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νη, δεν ανα­μέ­νε­ται προ­σέγ­γι­ση στις κατοι­κη­μέ­νες περιο­χές. Ωστό­σο, ενδε­χό­με­νο μετα­κι­νή­σε­ων ανα­μέ­νε­ται εφό­σον τα ζώα δεν βρί­σκουν επαρ­κή τρο­φή να συντη­ρη­θούν, να ανα­πα­ρα­χθούν και να μεγα­λώ­σουν τους απο­γό­νους τους, δεν βρί­σκουν κατάλ­λη­λες συν­θή­κες να φωλιά­σουν τα που­λιά (ή να ανα­πα­ρα­χθούν τα θηλα­στι­κά), δεν βρί­σκουν κατάλ­λη­λο ενδιαί­τη­μα κατα­φυ­γί­ου και προ­στα­σί­ας από τους φυσι­κούς τους εχθρούς».

Η διαχείριση της επόμενης μέρας της πυρκαγιάς

«Οι άμε­σες ενδε­δειγ­μέ­νες ενέρ­γειες για την αντι­με­τώ­πι­ση των επι­πτώ­σε­ων στην άγρια πανί­δα από την πυρ­κα­γιά είναι η απα­γό­ρευ­ση του κυνη­γιού στην καμέ­νη έκτα­ση, αλλά πιθα­νόν και σε περιο­χές που γειτ­νιά­ζουν με αυτήν. Η συνέ­χι­ση της τρο­φι­κής ενί­σχυ­σης στην ταΐ­στρα για τα πτω­μα­το­φά­γα και πιθα­νόν με μεγα­λύ­τε­ρες ποσό­τη­τες τρο­φής, λόγω της έλλει­ψης στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή. Η παρο­χή πρό­σθε­της τρο­φής (πχ μηδι­κή ή τρι­φύλ­λι) για τα φυτο­φά­γα ζώα (Ζαρ­κά­δι, λαγό) μέχρι τα πρω­το­βρό­χια, όπου θα εμφα­νι­στεί η φυσι­κή βλά­στη­ση. Η παρο­χή τρο­φής σε ειδι­κές ταΐ­στρες για τα σπο­ρο­φά­γα είδη πτη­νών, ιδιαί­τε­ρα σε περιο­χές όπου η σφο­δρό­τη­τα της πυρ­κα­γιάς ήταν μεγά­λη. Η παρο­χή τρο­φής των δύο τελευ­ταί­ων περι­πτώ­σε­ων πρέ­πει να γίνε­ται μακριά από κατοι­κη­μέ­νες περιο­χές και δρό­μους, σε απο­μα­κρυ­σμέ­να σημεία και να απο­φεύ­γε­ται η συχνή τοπο­θέ­τη­ση της τρο­φής για απο­φυ­γή εξοι­κεί­ω­σης των ζώων με τον άνθρω­πο αλλά και προ­σέλ­κυ­ση θηρευ­τών» επι­ση­μαί­νει ο αθη­γη­τής Οικο­λο­γί­ας και Δια­χεί­ρι­σης Άγριας Πανί­δας του Τμή­μα­τος Δασο­λο­γί­ας και Φυσι­κού Περι­βάλ­λο­ντος του ΑΠΘ.

Τέλος σε ό,τι αφο­ρά τη δια­χεί­ρι­ση της καμέ­νης βλά­στη­σης σε σχέ­ση με την άγρια πανί­δα δηλώ­νει πως «η βλά­στη­ση που έχει επη­ρε­α­στεί από την πυρ­κα­γιά θα πρέ­πει να παρα­μεί­νει του­λά­χι­στον έναν χρό­νο όπως είναι, ώστε να είναι εύκο­λη η διά­γνω­ση της νέκρω­σης των δέντρων. Θα πρέ­πει να αξιο­λο­γη­θούν όλες οι συστά­δες που έχουν νεκρά δέντρα και να γίνει ειδι­κή δια­χεί­ρι­ση των νεκρών ιστά­με­νων. Το Εργα­στή­ριό μας έχει ανα­πτύ­ξει ειδι­κό πρω­τό­κολ­λο για την αξιο­λό­γη­ση της κατά­στα­σης των δέντρων άγριας πανί­δας. Στο Ειδι­κό Δια­χει­ρι­στι­κό των Έκτα­κτων Καρ­πώ­σε­ων θα πρέ­πει να προ­βλε­φθεί η παρα­κρά­τη­ση νεκρών ιστά­με­νων δέντρων είτε μεμο­νω­μέ­να ή σε μικρές ομά­δες ή και λόχμες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο