Το διήμερο 8–9 Νοεμβρίου 1923, ο Αδόλφος Χίτλερ, τότε επικεφαλής του ασήμαντου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών και οι παρατρεχάμενοί του, ανάμεσά τους οι Χάινριχ Χίμλερ, Χέρμαν Γκέρινγκ και Ρούντολφ Ες, επιχειρούν να καταλάβουν με πραξικόπημα την εξουσία σε πολυσύχναστη μπυραρία του Μονάχου («πραξικόπημα της μπυραρίας»).
Ο Χίλερ και οι συνεργάτες του στο Κόμμα σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου. Πρότυπό του η Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένα χρόνο νωρίτερα. Η ευκαιρία τούς δόθηκε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923. Στη μεγάλη μπυραρία του Μονάχου με το όνομα «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιφανείς πολίτες της Βαυαρίας για να ακούσουν μία ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νίλιγκ.
Ο Χίτλερ, με 600 επίλεκτα μέλη του κόμματός τους, αιφνιδιάζει τους συγκεντρωμένους στις 8:30 το βράδυ. Ο Χίτλερ εισβάλει στην μπυραρία, ανεβαίνει σε μία καρέκλα και πυροβολεί το ταβάνι, πριν κηρύξει το τέλος «της κυβέρνησης των εγκληματιών του Νοεμβρίου», όρος που χρησιμοποιείται από τους επικριτές της Ανακωχής του 1918. Ομως αστυνομία και στρατός εξουδετερώνουν εν τη γενέσει της αυτήν την απόπειρα πραξικοπήματος, εκμεταλλευόμενοι λάθη τακτικ’ης του Χίτλερ.
Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, η απόπειρά του είναι φιάσκο, αλλά χρησιμεύει ως ιδρυτικός μύθος του μελλοντικού ΙΙΙ Ράιχ. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται την δίκη του για να γίνει γνωστός και να σκορπίσει τον αντιεβραϊκό του μίσος στη χώρα του και πέρα από αυτήν.
Η αστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα επιεικής προς τους πραξικοπηματίες: ο στρατάρχης Ε. Λούντεντορφ αθωώθηκε πλήρως, ενώ ο Α. Χίτλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή, από τα οποία εξέτισε μόλις 8 μήνες και αυτά σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες κράτησης.