Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σα προσπασήσουμε

markarian

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Το ντε­μπού­το του Σέρ­χιο Μαρ­κα­ριάν στον πάγκο της Εθνι­κής ήταν αφορ­μή να ξανα­θυ­μη­θού­με τα ωραία ελλη­νι­κά του και τις φιλό­τι­μες προ­σπά­θειές του να πετύ­χει δύσκο­λους γραμ­μα­τι­κούς τύπους στη γλώσ­σα μας. Και μετά να κάνου­με κατα­λυ­τι­κές συγκρί­σεις με άλλους προ­πο­νη­τές της αλλο­δα­πής, που στέ­ριω­σαν στην χώρα μας. Τον Μπά­γε­βιτς, που απαι­τού­σε διερ­μη­νέα ως τα γερά­μα­τα ή μουρ­μού­ρι­ζε τα ελλη­νι­κά, για να μην χτυ­πά­νε άσχη­μα στο αυτί τα λάθη του και τσα­λα­κώ­σουν το προ­φίλ του. Τον Ευγέ­νιο Γκέ­ραρντ, που τα μιλού­σε πολύ καλύ­τε­ρα, αλλά έλε­γε πάντα «ποντό­σφαι­ρο», χωρίς Δέλ­τα –όπως και ο Λατι­νο­α­με­ρι­κά­νος Μαρ­κα­ριάν δεν μπο­ρεί με καμία δύνα­μη να πει το Θήτα. Και τον τίμιο Γιά­τσεκ Γκμοχ, για τον οποίο ήταν τελι­κά πιο εύκο­λο να πάρει πρω­τά­θλη­μα με μια επαρ­χια­κή ομά­δα (ΑΕΛ), που δεν το κατά­φε­ρε κανείς άλλος μετά από αυτόν, παρά να μάθει να μιλά­ει στρω­τά ελλη­νι­κά, τόσα χρό­νια κοντά μας.

Ο Μαρ­κα­ριάν από την άλλη, φρό­ντι­σε αρχι­κά, με μια ελλη­νι­κό­τα­τη μπα­γα­μπο­ντιά, να απο­κρύ­ψει πως γνώ­ρι­ζε κάμπο­σα ελλη­νι­κά από τα παι­δι­κά του χρό­νια (λόγω και της αρμέ­νι­κης κατα­γω­γής του, που απο­τυ­πώ­νε­ται και στο επώ­νυ­μό του) και άφη­σε τους δημο­σιο­γρά­φους να πιστεύ­ουν πως τα έμα­θε σε χρό­νο ρεκόρ (λίγες μόλις εβδο­μά­δες). Του­λά­χι­στον μας απάλ­λα­ξε νωρίς από διά­φο­ρους τυχάρ­πα­στους δρα­γου­μά­νους του χώρου, που αφή­νουν τον προ­πο­νη­τή να μιλά­ει ένα λεπτό σερί στη συνέ­ντευ­ξη τύπου, για να μετα­φρά­σουν ξερά: «ήταν μια δύσκο­λη και σημα­ντι­κή νίκη» και να σε αφή­σουν με την απο­ρία τι μπο­ρεί να έλε­γε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο άνθρωπος.

Δεν ήταν μόνο αυτό όμως που (μας) τον καθι­στού­σε τόσο οικεία και συμπα­θή φυσιο­γνω­μία, σα να ήταν ένας από εμάς. Οι κακές γλώσ­σες έλε­γαν πως το έχα­νε στον πει­θαρ­χι­κό τομέα και πως οι προ­πο­νή­σεις του ήταν παι­δι­κή χαρά, με εσω­τε­ρι­κά διπλά «παντρε­μέ­νοι-ανύ­πα­ντροι». Αλλά ο προ­σι­τός και πρό­σχα­ρος Ουρου­γουα­νός ήρθε να κου­μπώ­σει στην ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να βρει με τη σει­ρά του τα κου­μπιά του Έλλη­να ποδο­σφαι­ρι­στή και της ιδιο­συ­γκρα­σί­ας του. Το δυσφη­μι­σμέ­νο πλην άκρως απο­τε­λε­σμα­τι­κό «τσού­κου-τσού­κου μπολ» με το τρι­φύλ­λι, απέ­να­ντι σε ανώ­τε­ρους αντι­πά­λους στην Ευρώ­πη, ήταν εν πολ­λοίς και η βάση της επι­τυ­χί­ας της Εθνι­κής στο Euro της Πορ­το­γα­λί­ας, το 2004.

Ο Μαρ­κα­ριάν ανα­λάμ­βα­νε συνή­θως «απο­στο­λές αυτο­κτο­νί­ας», μεσού­σης της σεζόν, για να βγά­λει τα κάστα­να από τη φωτιά, εκεί που είχαν απο­τύ­χει οι υπό­λοι­ποι. Όπως πχ στα δύο περά­σμα­τά του από το τρι­φύλ­λι, με ντε­μα­ράζ κι ισά­ριθ­μες τρε­λές κούρ­σες, που σκό­ντα­ψαν αμφό­τε­ρες στο τελευ­ταίο εμπό­διο: τον Ολυ­μπια­κό. Και σε δύο άκρως επει­σο­δια­κά ντέρ­μπι που σημά­δε­ψαν την προϊ­στο­ρία των δύο αιω­νί­ων αντι­πά­λων. Το πρώ­το πέρα­σε στην ιστο­ρία για την επί­θε­ση στο διαι­τη­τή Ευθυ­μιά­δη (που τόλ­μη­σε να σφυ­ρί­ξει «πέναλ­τι» στις καθυ­στε­ρή­σεις) και το παρα­λί­γο λιν­τσά­ρι­σμά του, ώσπου να φτά­σει στην προ­στα­τευ­τι­κή φυσού­να. Και το δεύ­τε­ρο για όσα έγι­ναν μες στη φυσού­να και τις συν­θή­κες τρο­μο­κρα­τί­ας στον «τελι­κό» της Ριζούπολης.

Η τρα­γι­κή ειρω­νεία είναι πως αυτές οι στιγ­μές συν­δέ­θη­καν (και) με το όνο­μα του Μαρ­κα­ριάν, παρά τους χαμη­λούς τόνους και το γνω­στό, σεμνό του ήθος. Αφού η πιο «χου­λι­γκα­νι­κή» του στιγ­μή ήταν, όταν τον έπια­σε η κάμε­ρα στον πάγκο να μονο­λο­γεί για μια λαν­θα­σμέ­νη διαι­τη­τι­κή από­φα­ση: «τι μ…,τι μ…»! Η εθνι­κή μας ατά­κα-λέξη με τα τρία άλφα, κι η αγα­πη­μέ­νη μας εθνι­κή συνή­θεια: η γκρί­νια για τα μαύ­ρα «κορά­κια» (με νύχια γαμ­ψά) και τις απο­φά­σεις τους. Γεν­νη­μέ­νος Έλληνας.

Εκτός συνό­ρων η ομά­δα του Μαρ­κα­ριάν έφτα­σε δύο φορές στην τελι­κή οκτά­δα. Μία στο Τσου-λου, όπου το όνει­ρο στα­μά­τη­σε στη Βαρ­κε­λώ­νη και το «αχ!» στην ευκαι­ρία του Βλά­ο­βιτς, στην εκπνοή. Και την επό­με­νη χρο­νιά στο ΟΥΕΦΑ, με τους πρά­σι­νους να δυσκο­λεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλο αντί­πα­λο την Πόρ­το του Μου­ρί­νιο, στη διε­τία της από­λυ­της κυριαρ­χί­ας της. Τότε ήταν που είχε βγει και το οπα­δι­κό ανέκ­δο­το για τις ομά­δες μας, τις ευρω­παϊ­κές δια­κρί­σεις και… τις πορεί­ες «που κάνουν μονά­χα οι οικοδόμοι».

Με το «Σέρ­γιο» (απλή συνω­νυ­μία με το Μάνο Σέρ­γιο της δια­φή­μι­σης) στη θέση του ομο­σπον­δια­κού, οι έλλη­νες φίλα­θλοι ονει­ρεύ­ο­νται αντί­στοι­χες δια­κρί­σεις (και πορεί­ες παντός είδους) για το εθνι­κό μας συγκρό­τη­μα, που σπα­τά­λη­σε έναν ολό­κλη­ρο γύρο και κιν­δυ­νεύ­ει να απο­κλει­στεί από τα προ­κρι­μα­τι­κά του επό­με­νου Euro –κάζο ολκής, αν σκε­φτεί κανείς πως έχουν αυξη­θεί σε 24 οι ομά­δες της τελι­κής φάσης. Κι αν τελι­κά τα θαύ­μα­τα στε­ρεύ­ουν ενί­ο­τε, ακό­μα και στον αθλη­τι­σμό, το μόνο σίγου­ρο είναι πως με το Μαρ­κα­ριάν στο τιμό­νι, ακό­μα κι αν δεν τα κατα­φέ­ρου­με, «σα προ­σπα­σή­σου­με» ‑όπως θα μας βεβαί­ω­νε κι ο ίδιος, με τα ωραία ελλη­νι­κά του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο