Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σβήνουν τα φώτα, ν’ ανάψουν τα σκοτάδια

Το βυσ­σι­νί που­κά­μι­σο μια νύχτα θα φορέσω
κι ένα μικρό θαλασ­σι­νό κοχύ­λι στο λαιμό
το πολυ­και­ρι­σμέ­νο μου μαντί­λι άστρο θα δέσω
πριν το φιλί στα χεί­λη σου, μού δεί­ξει τον γκρεμό.

Μια δακρυ­σμέ­νη προ­σευ­χή, να σβή­σου­νε τα φώτα,
συλ­λα­βι­στά ακού­γο­νται οι λέξεις στην αρχή,
την άβυσ­σο τής σκέ­ψης μου κάλε­σες όπως πρώτα
ν’ ανά­ψουν τα σκο­τά­δια σου, να φέγ­γει η ψυχή.

Ποια προσ­δο­κία, ποιο δέξι­μο, αγκά­λια­σμα του πόνου
ποιο ραγι­σμέ­νο κρύ­σταλ­λο ξεγέ­λα­σμα του νου,
απλώ­νεις τρια­ντά­φυλ­λα τής Μοί­ρας και του χρόνου
μενε­ξε­λί παρά­πο­νο στη δύση τ’ ουρανού.

Να περ­πα­τάς με τα βου­νά, να λιώ­νεις με την πάχνη
κρύο νερό στις χού­φτες μου και πάλι να διψώ
στον ήλιο αντί­κρυ σύν­νε­φο, στη θάλασ­σα αλισάχνη
και σ’ άγγιγ­μα αφα­νέ­ρω­το μια άλλη Καλυψώ.

Δικός μου ο τόπος κι ο και­ρός, ας σβή­σου­νε τα φώτα
οι ανά­σες όταν σμί­γου­νε ανά­βουν τα σκοτάδια
να μη ρωτή­σεις την καρ­διά για την και­νού­ρια ρότα
ανθί­σα­νε τα για­σε­μιά απ’ τής αυγής τα χάδια.

Σ’ ένα γεφύ­ρι τοξω­τό αψέ­ντι και μαχαίρι
μήλο και μέλι σου κρα­τώ, άσω­τη στη σιωπή
γρά­φω την αμαρ­τία μου με το δικό σου χέρι
γητειά στο φεγ­γα­ρό­φω­το, γυμνή χωρίς ντροπή.

Αν γίνεις ποτα­μός πλα­τύς, θα σβή­σου­νε τα φώτα
να γίνω ιτιά, να μου μιλούν τις νύχτες τα πουλιά
ν’ αγιά­σει το θολό νερό με τ’ αηδο­νιού μια νότα,
ν’ ανά­ψω τα σκο­τά­δια μου να κάψω τα παλιά.

Αύριο, εν ονό­μα­τι τής αγάπης

Ζωή Δικταί­ου,
Κέρ­κυ­ρα 8 Ιανουα­ρί­ου 2019

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο