Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σύγχρονη Σταχτοπούτα

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Μόνοι που εδώ αντί για γοβά­κι έχου­με αθλη­τι­κό παπού­τσι με τάπες. Κι αντί για στά­χτες κι υπη­ρέ­τριες, καλο­πλη­ρω­μέ­νους ποδο­σφαι­ρι­στές να βγά­ζουν λεφτά, που μόνο στα όνει­ρά του μπο­ρεί να δει ένας κοι­νός θνη­τός, αλλά ωχριούν μπρο­στά στις αμοι­βές και τα παχυ­λά συμ­βό­λαια άλλων συνα­δέλ­φων τους της αφρόκρεμας.

Οι αλε­πού­δες της Λέστερ πάνε για το κόλ­πο του αιώ­να, και για ένα θαύ­μα από αυτά που γίνο­νται μια φορά στα εκα­τό χρό­νια και αν… Πέρυ­σι τέτοιον και­ρό η Λέστερ πάλευε να ξεκολ­λή­σει από τον πάτο της βαθ­μο­λο­γί­ας της Rremier League και να απο­φύ­γει τον υπο­βι­βα­σμό. Φέτος εξα­σφά­λι­σε από νωρίς την παρα­μο­νή, μετά ένα ευρω­παϊ­κό εισι­τή­ριο, πρό­σφα­τα μια θέση στο επό­με­νο Champions League και πλέ­ον, επτά στρο­φές πριν το τέλος, είναι το μεγά­λο φαβο­ρί για την τελευ­ταία πρό­κλη­ση που έχει μεί­νει: την κατά­κτη­ση της κορυ­φής και το πρω­τα­θλή­μα­τος. Που απο­φεύ­γει συστη­μα­τι­κά να τον ορί­σει ανοι­χτά ως στό­χο, όχι λόγω ηττο­πά­θειας, ή για να κάνουν τον τίτλο κρε­μα­στά­ρια, αν τελι­κά τον χάσουν. Αλλά για­τί ξέρει πως το μόνο που μπο­ρεί να την γκρε­μί­σει από την κορυ­φή είναι η “βαθ­μο­λο­γι­κή υψο­φο­βία” και ο “ίλιγ­γος της επι­τυ­χί­ας”, μόλις συνει­δη­το­ποι­ή­σει πόσο σπου­δαίο είναι αυτό που πάει να καταφέρει.

Ένα μαγι­κό, κινη­μα­το­γρα­φι­κό σενά­ριο, που θυμί­ζει το μύθο του ασχη­μό­πα­που και τη μετα­μόρ­φω­σή του σε κύκνο. Με σχε­τι­κά άση­μους παί­κτες, δεύ­τε­ρης δια­λο­γής, που θεω­ρη­τι­κά υστε­ρούν, αλλά βάζουν τα γυα­λιά στους ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νους αντι­πά­λους τους, μες στο γήπε­δο. Με πρώ­το βιο­λί έναν παί­κτη (Βάρ­ντι) που έκα­νε το ξεπέ­ταγ­μα στα 29 του και μέχρι πρό­τι­νος έπαι­ζε σε ερα­σι­τε­χνι­κές κατη­γο­ρί­ες. Με προ­πο­νη­τή τον Κλα­ού­ντιο Ρανιέ­ρι, που μιμεί­ται τον Πινό­κιο στις συνε­ντεύ­ξεις τύπου, δεν έχει πάρει ποτέ στην καριέ­ρα του πρω­τά­θλη­μα, και στην Ελλά­δα προ­λά­βα­με να το βγά­λου­με άχρη­στο και ξοφλη­μέ­νο κυνη­γό απο­ζη­μιώ­σε­ων, εξαι­τί­ας του πρό­σφα­του απο­τυ­χη­μέ­νου περά­σμα­τος από τον πάγκο της Εθνικής.

Και με αντα­γω­νι­στές που μοιά­ζουν… ισο­α­δύ­να­μοι, γίγα­ντες με πήλι­να πόδια, που προ­σπα­θούν να αγο­ρά­σουν με λεφτά την επι­τυ­χία, αλλά έχουν το κατα­στρο­φι­κό άγγιγ­μα του Μίδα, μετα­μορ­φώ­νο­ντας σε λιγό­ψυ­χους μισθο­φό­ρους τα μεγά­λα τους απο­κτή­μα­τα. Σε ένα πρω­τά­θλη­μα, που έχει τα περισ­σό­τε­ρα κεφά­λαια, τα μεγα­λύ­τε­ρα πλυ­ντή­ρια μαύ­ρου χρή­μα­τος, το ακρι­βό­τε­ρο τηλε­ο­πτι­κό συμ­βό­λαιο (αλλά και δικαιό­τε­ρη κατα­νο­μή του σε όλες τις ομά­δες), τους κορυ­φαί­ους προ­πο­νη­τές (ιδί­ως από του χρό­νου, που θα είναι κι ο Γκουαρδιόλα).

Κανείς δεν ξέρει αν η Λέστερ λυγί­σει από την πίε­ση ή θα κατα­φέ­ρει να φτά­σει ως το τέλος. Το μόνο σίγου­ρο είναι πως στη συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία, οι ουδέ­τε­ροι φίλα­θλοι είναι μαζί της, πάνε μαζι­κά κι αυθόρ­μη­τα με το μέρος του αδύ­να­του, του αου­τσάι­ντερ, που τολ­μά να υψώ­σει ανά­στη­μα και να βγά­λει γλώσ­σα στα φαβορί.

Το παρα­μύ­θι της Λέστερ δεν είναι παρά μια γλυ­κιά πλην σπά­νια εξαί­ρε­ση στον αμεί­λι­κτο κανό­να του σύγ­χρο­νου ποδο­σφαί­ρου, όπου δεν υπάρ­χει χώρος για Στα­χτο­πού­τες, κι οι τίτλοι γίνο­νται μονο­πώ­λιο στα χέρια μιας μικρής ολι­γαρ­χί­ας των πλου­σιό­τε­ρων και πιο ισχυ­ρών συλ­λό­γων. Ο κόσμος του ποδο­σφαί­ρου δεν πρό­κει­ται να αλλά­ξει και να γίνει πιο δίκαιος από ένα ποδο­σφαι­ρι­κό θαύ­μα, πόσο μάλ­λον όταν μιλά­με για ένα μαρα­θώ­νιο 38 αγω­νι­στι­κών κι όχι για ένα μόνο αγώ­να, όπου προ­κύ­πτει πιο εύκο­λα το στοι­χείο του αιφ­νι­δια­σμού και της έκπληξης.

Αλλά το ποδό­σφαι­ρο οφεί­λει ένα μεγά­λο μέρος της γοη­τεί­ας και της δημο­φι­λί­ας του σε αυτήν ακρι­βώς τη δυνα­τό­τη­τα το Δαβίδ να βγά­λει νοκ άουτ με τη σφε­ντό­να του το Γολιάθ και το πυρη­νι­κό του οπλο­στά­σιο. Στη γενι­κή ψευ­δαί­σθη­ση (;) των μαζών πως μπο­ρούν να εκδι­κη­θούν συμ­βο­λι­κά τους ισχυ­ρούς, να νική­σουν το κατε­στη­μέ­νο μες στο γήπε­δο. Αρκεί η εκδί­κη­ση αυτή να μη μεί­νει στο συμ­βο­λι­κό χαρα­κτή­ρα και στα όρια του γηπέ­δου, σαν παρη­γο­ριά στον άρρω­στο, αλλά να περά­σει κάπως και στην πραγ­μα­τι­κή ζωή.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο