Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Αποικιοκρατία, Κέιτ Μπλάνσετ, Μάικλ Κίτον και Μινόρε τρόμου

Δύο εξαι­ρε­τι­κές ται­νί­ες για την αποι­κιο­κρα­τία, η πρώ­τη «Οι Άποι­κοι», από τη Χιλή και η δεύ­τε­ρη «Το Νέο Αγό­ρι», με την Κέιτ Μπλάν­σετ, ξεχω­ρί­ζουν εμφα­νώς από το νέο κινη­μα­το­γρα­φι­κό επτα­ή­με­ρο. Επί­σης, προ­βάλ­λο­νται τα φιλμ «Μινό­ρε» του Κων­στα­ντί­νου Κου­τσο­λιώ­τα, «Το Χρέ­ος του Εκτε­λε­στή» με τον Μάικλ Κίτον, «Kung Fu Panda 4», η συνέ­χεια του πασί­γνω­στου φραν­τσάιζ animation και «Άσπι­λη», με την Σίντ­νεϊ Σουίνι.

Οι Άποι­κοι

(“The Settlers”) Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια επο­χής, χιλια­νής και διε­θνούς συμπα­ρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Φελί­πε Γκαλ­βέζ, με τους Καμί­λο Αραν­τσί­μπια, Μπέν­τζα­μιν Γου­έ­στφαλ, Μαρκ Στάν­λεϊ, Αλφρέ­ντο Κάστρο, Μισέλ Γκουά­να, Μαρ­τσέ­λο Αλόν­σο, Σαμ Σπρού­ελ κα.

Τα Όσκαρ πέρα­σαν. Οι προ­βο­λείς που τυφλώ­νουν έσβη­σαν, όπως και τα λαμπε­ρά χαμό­γε­λα. Τα κόκ­κι­να χαλιά μαζεύ­τη­καν, ενώ τα στρας, οι πανά­κρι­βες τουα­λέ­τες και τα κοστού­μια ξανα­μπή­καν στις ντου­λά­πες. Ας επι­στρέ­ψου­με, λοι­πόν, στον μεγά­λο κινη­μα­το­γρά­φο και μάλι­στα μέσω της Χιλής και του πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Φελί­πε Γκαλ­βέζ, που με τους «Αποί­κους» του θα μας θυμί­σει τη σπου­δαιό­τη­τα των ται­νιών, όταν αυτές, χωρίς να χάνουν στά­λα από το κινη­μα­το­γρα­φι­κό είδος που υπη­ρε­τούν, επα­να­φέ­ρουν ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα τερά­στιας σημα­σί­ας και ανα­δει­κνύ­ουν τις πλη­γές της ανθρω­πό­τη­τας που δυστυ­χώς παρα­μέ­νουν ακό­μη ανοι­χτές — τοπο­θε­τού­νται για πάντα στη μνή­μη μας.

Ο Φελί­πε Γκαλ­βέζ, πρώ­ην μοντέρ, στο σκη­νο­θε­τι­κό του ντε­μπού­το, με τού­το το βάναυ­σο και ανα­τρι­χια­στι­κό δρα­μα­τι­κό γου­έ­στερν, με το οποίο θα κερ­δί­σει και το βρα­βείο FIPRESCI, στο τελευ­ταίο φεστι­βάλ Καν­νών, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μονα­δι­κά τους κώδι­κες του μεγά­λου σινε­μά, ανα­τέ­μνει την ιστο­ρία της μαρ­τυ­ρι­κής χώρας του, για να ασκή­σει κρι­τι­κή στις θηριω­δί­ες της ευρω­παϊ­κής αποι­κιο­κρα­τί­ας. Ένα φαι­νό­με­νο των περα­σμέ­νων αιώ­νων, που ακό­μη και σήμε­ρα, έστω και καλυμ­μέ­να, τρο­φο­δο­τεί με πλού­τη ορι­σμέ­νες χώρες και τυραν­νά πολ­λούς λαούς, που η δύση τους χαρα­κτη­ρί­ζει με το περι­φρο­νη­τι­κό «τρί­τος κόσμος». Και το χει­ρό­τε­ρο, το πνεύ­μα της αποι­κιο­κρα­τί­ας, έστω και εξευ­γε­νι­σμέ­να, παρα­μέ­νει ζωντα­νό και πάντα απει­λη­τι­κό, ειδι­κά αν πέσου­με στην παγί­δα του «περα­σμέ­να ξεχασμένα».

Το ιδιαι­τέ­ρως προ­σεγ­μέ­νο σενά­ριο, μας πάει στη Χιλή, στα τέλη του 19ου αιώ­να και στην ιστο­ρία της εκμε­τάλ­λευ­σης από τον αποι­κι­σμό της Γης του Πυρός από ευρω­παϊ­κά εμπο­ρι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και το πολι­τι­κό κατε­στη­μέ­νο του αποι­κιο­κρα­τι­κού Σαντιά­γο. Ένας δια­βό­η­τος γαιο­κτή­μο­νας, ο Ισπα­νός Χοσέ Μενέ­ντεζ (υπαρ­κτό πρό­σω­πο), ένα είδος ολι­γάρ­χη της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, ο οποί­ος είχε απο­κτή­σει τα δικαιώ­μα­τα γης και εκτρο­φής προ­βά­των, χρη­σι­μο­ποί­η­σε μισθο­φό­ρους για να κυνη­γή­σει και να σφα­γιά­σει τους ιθα­γε­νείς της Πατα­γο­νί­ας που του στά­θη­καν εμπό­διο. Ανά­με­σα στους πλη­ρω­μέ­νους φονιά­δες είναι και ένας πρώ­ην στρα­τιώ­της του βρε­τα­νι­κού στρα­τού, γνω­στός και ως «κόκ­κι­νο γου­ρού­νι», για­τί συνε­χί­ζει να φορά τον κόκ­κι­νο στρα­τιω­τι­κό χιτώ­να και παίρ­νει άρι­στα στα φονι­κά. Μαζί του θα έχει ακό­μη έναν δολο­φό­νο, με προ­ϋ­πη­ρε­σία στο κυνή­γι ινδιά­νων, αλλά και έναν μιγά ιχνηλάτη.

Ένα σκο­τει­νό, εικα­στι­κά εκθαμ­βω­τι­κό δρα­μα­τι­κό γου­έ­στερν, που δανεί­ζε­ται εκλε­κτι­κά στοι­χεία θρί­λερ, το φιλμ του Γκαλ­βέζ υπη­ρε­τεί εκπλη­κτι­κά τους κώδι­κες των ειδών που δια­χει­ρί­ζε­ται, ενώ δεν χάνει ούτε στιγ­μή την προ­σή­λω­σή του στην υπεν­θύ­μι­ση της αποι­κια­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας, που ανα­μεί­χθη­κε με τα θεμέ­λια της χώρας του (και κατ’ επέ­κτα­ση σε όποια γη πάτη­σαν το πόδι τους οι αποι­κιο­κρά­τες) και υπο­νο­ώ­ντας σαφώς ότι ήταν αυτή η ιστο­ρία υπήρ­ξε κι ένα μάθη­μα πολι­τι­κής βίας και κατα­πί­ε­σης για τα επό­με­να χρό­νια, είτε με τη μορ­φή δικτα­το­ριών, είτε με το ένδυ­μα των πολιτικών.

Ο Γκαλ­βέζ, όμως, δια­κρί­νε­ται και για την οικο­νο­μία και την περιε­κτι­κό­τη­τά του, τον στο­χα­σμό του, αλλά και τα υπέ­ρο­χα πλά­να στην έρη­μη γη που πλημ­μυ­ρί­ζουν από τη ιδιο­συ­γκρα­σια­κή μου­σι­κή του Χάρι Άλους.

Ωστό­σο, η σημα­ντι­κό­τε­ρη παρα­τή­ρη­ση του Γκαλ­βέζ αφο­ρά την επι­χεί­ρη­ση δια­στρέ­βλω­σης της ιστο­ρί­ας (κάτι που έκα­νε και ο Σκορ­σέ­ζε με τους «Δολο­φό­νους του Ανθι­σμέ­νου Φεγ­γα­ριού») όταν οι αυτό­χθο­νες εξα­να­γκά­ζο­νται να ποζά­ρουν για φωτο­γρα­φί­ες με δυτι­κά ρού­χα, να δια­γρά­ψουν τη δική τους ξεχω­ρι­στή ταυ­τό­τη­τα και να «συνερ­γα­στούν» σε μια νέα «εθε­λο­ντι­κή» υπο­τα­γή, στη λευ­κή κουλτούρα…

Ικα­νο­ποι­η­τι­κές και οι ερμη­νεί­ες από το καστ, το οποίο ακο­λού­θη­σε με συνέ­πεια τους δου­λε­μέ­νους, στη λεπτο­μέ­ρεια, σχε­δια­σμέ­νους χαρα­κτή­ρες του Γκαλ­βέζ, από τον οποίο ανα­μέ­νου­με με ανυ­πο­μο­νη­σία την επό­με­νη δου­λειά του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη Χιλή του τέλους του 19ου αιώ­να, τρεις ιππείς προ­σλαμ­βά­νο­νται από έναν πλού­σιο γαιο­κτή­μο­να για να σημειώ­σουν την περί­με­τρο της εκτε­τα­μέ­νης περιου­σί­ας του. Σύντο­μα, όμως, αυτή η διοι­κη­τι­κή απο­στο­λή θα μετα­τρα­πεί σ’ ένα αιμα­το­βαμ­μέ­νο κυνή­γι των ιθα­γε­νών της περιοχής.

Το Νέο Αγόρι

(“The New Boy”) Δρά­μα επο­χής, αυστρα­λια­νής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Γουό­ρικ Θόρ­ντον, με τους Ασουάν Ριντ, Κέιτ Μπλάν­σετ, Ντέ­μπο­ρα Μέλ­μεν, Γου­έιν Μπλερ κα.

Η δεύ­τε­ρη ται­νία της εβδο­μά­δας που έχει σχέ­ση με την αποι­κιο­κρα­τία, αν και σε εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό ύφος και χωρίς τη δυνα­μι­κή των «Αποί­κων», αλλά με μία ξεχω­ρι­στή τρυ­φε­ρή ματιά για τις μετα­φυ­σι­κές αγω­νί­ες, την ταυ­τό­τη­τα, την πίστη και τη θρη­σκεία, τον δυτι­κό πολι­τι­σμό και την αγάπη.

Ένα δρά­μα επο­χής, από τον πολ­λά υπο­σχό­με­νο Αυστρα­λό σκη­νο­θέ­τη Γουό­ρικ Θόρ­ντον και με πρω­τα­γω­νί­στρια και παρα­γω­γό την Κέιτ Μπλάν­σετ, που πετά το ένδυ­μα της σταρ και αρκεί­ται — και υπο­κρι­τι­κά — στην ταπει­νό­τη­τα ενός ράσου.

Η ιδέα για την ται­νία, που προ­βλή­θη­κε στις Κάν­νες, στο Τμή­μα Ένα Βλέμ­μα και κέρ­δι­σε αρκε­τές δια­κρί­σεις στα εθνι­κά βρα­βεία Αυστρα­λί­ας, είχε μπει στο μυα­λό του Θόρ­ντον πολ­λά χρό­νια τώρα, καθώς το στό­ρι πηγά­ζει από τις δικές του αρνη­τι­κές εμπει­ρί­ες που είχε μικρός σε καθο­λι­κό οικοτροφείο.

Οι δυο τους — Γουό­ρικ και Μπλάν­σετ — δια­μόρ­φω­σαν εκ νέου το σενά­ριο, απο­φεύ­γο­ντας τις δρα­μα­τι­κές υπερ­βο­λές ή τις θλι­βε­ρές κατα­στά­σεις, με την κακο­με­τα­χεί­ρι­ση των παι­διών, αγγί­ζο­ντας με μία απα­λό­τη­τα την ιστο­ρία, δίνο­ντας έμφα­ση στις απο­χρώ­σεις, στις μετα­φυ­σι­κές αγω­νί­ες και χτυ­πώ­ντας την αποι­κιο­κρα­τία δίχως να προ­βάλ­λο­νται αρνη­τι­κοί λευ­κοί χαρακτήρες.

Η ιστο­ρία, τοπο­θε­τη­μέ­νη στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’40 κι ενώ μαί­νε­ται ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος, ξεκι­νά όταν σε ένα απο­μο­νω­μέ­νο μονα­στή­ρι, στα βάθη της Αυστρα­λί­ας, ένας αστυ­νο­μι­κός παρα­δί­δει έναν μικρό Αβο­ρι­γί­να στην αδελ­φή Αϊλίν, που το διευ­θύ­νει. Μαζί, με άλλα ορφα­νά αυτό­χθο­να παι­διά, θα του παρά­σχει φρο­ντί­δα, στέ­γη και τρο­φή. Ο ατί­θα­σος μικρός, όμως, αρνεί­ται να συμ­μορ­φω­θεί και να μιλή­σει, δεν ακο­λου­θεί τους κανό­νες και μένει μακριά από τον πολι­τι­σμό και τη θρη­σκεία που θέλουν να επι­βά­λουν οι καλό­γριες. Στα­δια­κά, θα έρθει κοντά με την αδελ­φή Αϊλίν, η οποία αρχί­ζει να κατα­λα­βαί­νει ότι το αλλό­κο­το παι­δί, ένα σωστό αγρί­μι, είναι αλη­θι­νά ξεχω­ρι­στό και με ιδιαί­τε­ρες δυνά­μεις. Όταν όμως το μονα­στή­ρι απο­κτά έναν πολύ­τι­μο Εσταυ­ρω­μέ­νο, που επη­ρε­ά­ζει καθο­ρι­στι­κά το αγό­ρι, η αδελ­φή Αϊλίν, θα αρχί­σει να αμφι­βά­λει για τον μικρό και θα πρέ­πει να επι­λέ­ξει ανά­με­σα στις παρα­δό­σεις τής πίστης της και την αλή­θεια που ενσαρ­κώ­νει το αγό­ρι και ο πολι­τι­σμός των αυτο­χθό­νων που μεταφέρει.

Ο Θόρ­ντον, δεν βιά­ζε­ται να ανα­πτύ­ξει τους χαρα­κτή­ρες και τη σχέ­ση που δημιουρ­γεί ο μικρός του ήρω­ας, ένα πανέ­ξυ­πνο εκπλη­κτι­κό χαμί­νι, με υπερ­φυ­σι­κές ιδιό­τη­τες, με τις καλό­γριες και τα άλλα ορφα­νά. Ο Θόρ­ντον κεντά­ει, δίνο­ντας έμφα­ση στη λεπτο­μέ­ρεια, ανα­δει­κνύ­ει εξαι­ρε­τι­κά τα από­κο­σμα και πανέ­μορ­φα τοπία και των ανοι­χτών ορι­ζό­ντων της αχα­νούς Αυστρα­λί­ας — η διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας του ιδί­ου είναι απα­ρά­μιλ­λης ομορ­φιάς. Με λεπτές πινε­λιές φαντα­σί­ας και δίνο­ντας έμφα­ση στο μυστη­ρια­κό περι­βάλ­λον, αλλά και με μικρά δείγ­μα­τα εξαι­ρε­τι­κού χιού­μορ, ο σκη­νο­θέ­της ανα­πτύσ­σει νωχε­λι­κά την ιστο­ρία του, φτά­νο­ντας, σε ορι­σμέ­να σημεία να δίνει την εντύ­πω­ση ότι μακρη­γο­ρεί χωρίς ιδιαί­τε­ρο λόγο, αλλά έχει τον σκο­πό του.

Και δικαιώ­νε­ται καθώς αφή­νει περι­θώ­ριο για συγκί­νη­ση και ελπί­δα, χωρίς να στα­μα­τά να μας εκπλήσ­σει ακό­μη και στις πιο απρό­σμε­νες στιγ­μές, κυρί­ως ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη βλά­βη που προ­κά­λε­σε η αποι­κιο­κρα­τία και ο δυτι­κός πολι­τι­σμός ακό­μη και όταν αυτός είχε τις καλύ­τε­ρες των προθέσεων.

Ο 11χρονος Αβο­ρί­γι­νας Ασουάν Ριντ είναι μία πραγ­μα­τι­κή απο­κά­λυ­ψη, ένας υπέ­ρο­χος δια­βο­λά­κος, που συνε­παίρ­νει με τα πηγαία χαρί­σμα­τά του, η Κέιτ Μπλάν­σετ, για μια ακό­μη φορά είναι άψο­γη, πραγ­μα­τι­κά εξαι­ρε­τι­κή η Ντέ­μπο­ρα Μέλ­μεν, στο ρόλο της δεύ­τε­ρης μονα­χής, όπως και τα υπό­λοι­πα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­να αγό­ρια, που συμπλη­ρώ­νουν το καστ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε ένα απο­μα­κρυ­σμέ­νο μονα­στή­ρι και οικο­τρο­φείο για παι­διά Αβο­ρί­γι­νων, στην Αυστρα­λία τη δεκα­ε­τία του 1940, που διευ­θύ­νει η αντι­συμ­βα­τι­κή αδελ­φή Αϊλίν, ένας αστυ­νο­μι­κός φέρ­νει ένα ατί­θα­σο ορφα­νό αγό­ρι. Γρή­γο­ρα, η αδελ­φή Αϊλίν θα κατα­λά­βει ότι το παι­δί έχει ξεχω­ρι­στές δυνά­μεις. Όταν το μονα­στή­ρι απο­κτά έναν πολύ­τι­μο Εσταυ­ρω­μέ­νο, το αγό­ρι μένει άναυ­δο, ενώ η μυστη­ριώ­δης δύνα­μή του μικρού αυτό­χθο­να εκλαμ­βά­νε­ται ως απειλή.

Μινό­ρε

Κωμω­δία τρό­μου και φαντα­σί­ας, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κων­στα­ντί­νου Κου­τσο­λιώ­τα, με τους Ντα­βί­ντε Τού­τσι, Δάφ­νη Αλε­ξά­ντερ, Απόλ­λων Μπόλ­λα, Νικό­λα Μπρά­βο, Στέ­λιο Δημό­που­λο, Μελέ­τη Γεωρ­γιά­δη, Γιάν­νη Χατζη­γιάν­νη, Έφη Παπα­θε­ο­δώ­ρου, Μάκη Παπα­δη­μη­τρά­το κα.

Από τις σπά­νιες περι­πτώ­σεις που το ελλη­νι­κό σινε­μά μπαί­νει στον κόσμο του horror και μάλι­στα με αξιώ­σεις, από την έμπνευ­ση και το μερά­κι του Κων­στα­ντί­νου Κου­τσο­λιώ­τα. Έτσι, έπει­τα από δέκα χρό­νια από το παρά­ξε­νο και πάλι φιλμ «Ο Χει­μώ­νας», ο Έλλη­νας σκη­νο­θέ­της, που δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο εξω­τε­ρι­κό ως τεχνι­κός οπτι­κών εφέ, επι­στρέ­φει φέρ­νο­ντας φρι­κτά τέρα­τα σε μια γρα­φι­κή παρα­λία της χώρας μας και μαζί μια καλτ ται­νία του είδους.

Ο Κου­τσου­λιώ­τας, έχο­ντας απο­κτή­σει την εμπει­ρία για τους κανό­νες που διέ­πουν οι b movies τρό­μου και φαντα­σί­ας, τους οποί­ους συν­δυά­ζει με την μαύ­ρη κωμω­δία, θα μας χαρί­σει και ορι­σμέ­νες ανα­φο­ρές από τον παλιό ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο — ακό­μη και με το πέρα­σμα του Βασί­λη Καΐ­λα, τον περί­φη­μο «Βασι­λά­κη» του «Λου­στρά­κου» και πολ­λών άλλων μελο­δρα­μά­των εκεί­νης της εποχής.

Σε μια ελλη­νι­κή παρα­θα­λάσ­σια μικρή πόλη, όπου συνα­θροί­ζο­νται οι εκκε­ντρι­κοί κάτοι­κοί της, ένας νέος ξένος ναυ­τι­κός ανα­ζη­τά τον εξα­φα­νι­σμέ­νο πατέ­ρα του, από τον οποίο του έμει­νε μόνο ένα μπου­ζού­κι. Το οικείο φυσι­κό σκη­νι­κό της γρα­φι­κής παρα­λί­ας, με τον κόσμο να απο­λαμ­βά­νει τη μου­σι­κή και τους χορούς, το φαγη­τό και την παρέα, θα καλυ­φτεί από μία ομί­χλη, ενώ την περιο­χή αρχί­ζουν να πολιορ­κούν τρο­με­ρά όντα, που επι­τί­θε­νται στους ανθρώ­πους, ενώ άλλους τους παρα­σύ­ρουν στη θάλασ­σα, μέσα από φρι­κτά όνειρα.

Ακό­μη μια ελλη­νι­κή ται­νία που έχει μία πολύ ωραία ιδέα, αυτή της συνά­ντη­σης του ρεμπέ­τι­κου, που κατα­τρο­μο­κρά­τη­σε κάπο­τε τα χρη­στά ήθη της καθω­σπρέ­πει κοι­νω­νί­ας, με τον κοσμι­κό τρό­μο του Χάουαρντ Φίλι­πς Λάβρ­κραφτ, αλλά γρή­γο­ρα δεί­χνει να αγκο­μα­χά, το σενά­ριο να δεί­χνει τις εμφα­νείς αδυ­να­μί­ες του και ο σκη­νο­θέ­της να ανα­γκά­ζε­ται να τρα­βά την υπό­θε­ση με επα­να­λή­ψεις, πλα­τειά­ζο­ντας υπερ­βο­λι­κά. Ακό­μη και η σατι­ρι­κή του διά­θε­ση, για τα στρα­βά και ανά­πο­δα της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, μοιά­ζει να τσα­λα­βου­τά στα ρηχά.

Ωστό­σο, η προ­σπά­θεια του Κου­τσο­λιώ­τα για μία ται­νία φαντα­σί­ας και τρό­μου, ελλη­νι­κής παρα­γω­γής, πρέ­πει να ανα­γνω­ρι­στεί, καθώς δεν υπο­λεί­πε­ται των ξένων, με τις τρο­μα­χτι­κές εικό­νες και τις εφιαλ­τι­κές σεκάνς να έχουν τη δική τους δυνα­μι­κή και βεβαί­ως να προ­σφέ­ρει δια­σκέ­δα­ση στους φαν του είδους,

Το πολυ­πρό­σω­πο καστ δεν ξεφεύ­γει από τα καθιε­ρω­μέ­να, αν και έχει την πλά­κα του να βλέ­πεις την χαλ­κέ­ντε­ρη και αγα­πη­μέ­νη Έφη Παπα­θε­ο­δώ­ρου να μετα­τρέ­πε­ται σε τέρας…

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια καυ­τή, καλο­και­ρι­νή νύχτα, σε μια παρα­λία της Ελλά­δας που είναι γεμά­τη κόσμο που απο­λαμ­βά­νει μου­σι­κή, φαγη­τό και χορούς, μια ομί­χλη καλύ­πτει την περιο­χή και παρά­ξε­να όντα πολιορ­κούν την πόλη, επι­τί­θε­νται σε ανθρώ­πους, ενώ άλλους τους παρα­σύ­ρουν στην θάλασ­σα μετά από φρι­κτά όνειρα.

Το Χρέ­ος του Εκτελεστή

(“Knox Goes Away”) Αστυ­νο­μι­κό θρί­λερ, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Κίτον, με τους Μάικλ Κίτον, Αλ Πατσί­νο, Μάρ­σα Γκέι Χάρ­ντεν, Τζέιμς Μάρν­τσεν, Σού­ζι Νακα­μού­ρα, Τζον Χου­γκε­νά­γκερ κα.

Η επι­στρο­φή του Μάικλ Κίτον στη σκη­νο­θε­σία, έπει­τα από δεκα­πέ­ντε χρό­νια και τον «Σιω­πη­λό Εκτε­λε­στή», με ένα ακό­μη θρί­λερ, που ακο­λου­θεί τη φόρ­μα ενός νεο­νουάρ κι έχο­ντας την τρα­βη­χτι­κή ιδέα, με τον ήρωα, ένα πλη­ρω­μέ­νο δολο­φό­νο, να πάσχει από μία σπά­νια μορ­φής άνοια.

Από μόνη της η ιδέα αυτή, δίνει το δικαί­ω­μα στον Κίτον να «παί­ξει» σε πολ­λά επί­πε­δα, πέρα από τη δρά­ση και το μυστή­ριο της ιστο­ρί­ας του, εμβα­θύ­νο­ντας στην ψυχο­λο­γία του «εκτε­λε­στή» του, μιλώ­ντας ταυ­τό­χρο­να για μια ασθέ­νεια που πλέ­ον παίρ­νει δια­στά­σεις επιδημίας.

Ο Κίτον υπο­δύ­ε­ται έναν πλη­ρω­μέ­νο δολο­φό­νο, τον Νοξ, που αρχί­ζει να συνει­δη­το­ποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τη μνή­μη του. Ο για­τρός θα του πει ότι πάσχει από μια ταχέ­ως εξε­λισ­σό­με­νη μορ­φή άνοιας και βεβαί­ως θα πρέ­πει να απο­συρ­θεί από το «επάγ­γελ­μα». Όταν ο απο­ξε­νω­μέ­νος γιος του θα του ζητή­σει πανι­κό­βλη­τος και μέσα στα αίμα­τα βοή­θεια για­τί όπως του λέει σκό­τω­σε τον βια­στή της ανή­λι­κης κόρης του και όλα τα απο­δει­κτι­κά στοι­χεία του φόνου είναι εις βάρος του. Η αστυ­νο­μία γρή­γο­ρα βρί­σκε­ται στο κατό­πι του γιου και ο Νοξ θα πρέ­πει να καθυ­στε­ρή­σει την απώ­λεια της μνή­μης του για να τον σώσει.

Η ται­νία παρα­κο­λου­θεί­ται με ενδια­φέ­ρον, αν και το περί­πλο­κο σενά­ριο, το στιλ σκη­νο­θε­σί­ας και οι φωτι­σμοί, που παρα­πέ­μπουν σε νουάρ, μάλ­λον δεν είναι και η καλύ­τε­ρη προ­σέγ­γι­ση από τον Κίτον. Δεί­χνει ανα­πο­φά­σι­στος σε πολ­λά σημεία της ται­νί­ας, χάνο­ντας την ευκαι­ρία να κάνει τελι­κά μία παρά­λο­γη μαύ­ρη κωμω­δία, αφή­νο­ντας κατά μέρος το δρά­μα και την προ­σέγ­γι­ση μίας ασθέ­νειας, που η διά­δο­σή της μπο­ρεί να χτυ­πή­σει ακό­μη και έναν δολο­φό­νο επί πληρωμή.

Ο Μάικλ Κίτον, που μοιά­ζει ιδιαι­τέ­ρως λαμπε­ρός και φρέ­σκος, για το ρόλο του και σκο­τει­νό τοπίο που κινεί­ται, είναι, όπως πάντα, καλός, ο γοη­τευ­τι­κός Μάρσ­ντεν είναι ικα­νο­ποι­η­τι­κός, η Σού­ζι Νακα­μού­ρα απο­λαυ­στι­κή και ο Αλ Πατσί­νο, κάνει μία διευ­κό­λυν­ση στον φίλο του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.… Ένας επί πλη­ρω­μή δολο­φό­νος που δια­γνώ­στη­κε με μια ταχέ­ως εξε­λισ­σό­με­νη μορ­φή άνοιας έχει την ευκαι­ρία να λυτρω­θεί σώζο­ντας τη ζωή του ενή­λι­κου γιου του, με τον οποίο έχουν αποξενωθεί.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Kung Fu Panda 4

Μπο­ρεί να απέ­χει σε πρω­το­τυ­πία και δημιουρ­γι­κό­τη­τα από τα δύο πρώ­τα φιλμ του αγα­πη­μέ­νου φραν­τσάιζ, αλλά παρα­μέ­νει μία εγγυ­η­μέ­νη ψυχα­γω­γία για τους μικρούς μας φίλους, το τελευ­ταίο animation της Dreamworks (παρα­γω­γής 2024). Οχτώ χρό­νια έπει­τα από τις τελευ­ταί­ες του περι­πέ­τειες, ο λιχού­δης αρκου­δά­κος Πο επι­στρέ­φει, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Μίτσελ και Στέ­φα­νι Στάιν, πιο σοφός και συναι­σθη­μα­τι­κός, παρα­πέ­μπο­ντας νοσταλ­γι­κά αλλά χωρίς να προ­σθέ­τει κάτι και­νούρ­γιο, στις δόξες του παρελθόντος.

Ο αγα­πη­μέ­νος Πο, δεξιο­τέ­χνης των πολε­μι­κών τεχνών, καλεί­ται πλέ­ον να ανα­λά­βει το ρόλο του πνευ­μα­τι­κού ηγέ­τη στην Κοι­λά­δα της Ειρή­νης. Ο Πο, δεν έχει ιδέα πώς να μετα­φέ­ρει τις γνώ­σεις του και να εκπαι­δεύ­σει τον αντι­κα­τα­στά­τη του στη θέση του Δρά­κου Πολε­μι­στή και σαν να μην έφτα­ναν όλα αυτά, κάνει την εμφά­νι­σή της και μια πανούρ­γα μάγισ­σα, μια μικρή σαύ­ρα που έχει την ικα­νό­τη­τα να μετα­μορ­φώ­νε­ται σε οποιο­δή­πο­τε πλά­σμα επι­θυ­μεί, προ­κει­μέ­νου να κατα­κτή­σει τον κόσμο.

Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελληνικά.

Άσπι­λη

(“Immaculate”) Η γνώ­ρι­μη παρέ­λα­ση ται­νιών τρό­μου συνε­χί­ζε­ται με τού­το δω το horror, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2024, που θα προ­σφέ­ρει αρκε­τές ανα­τρι­χί­λες και κραυ­γές φόβου και μάλ­λον θα ικα­νο­ποι­ή­σει τους φανα­τι­κούς του είδους. Η ται­νία του Μάικλ Μόχον, με πρω­τα­γω­νί­στρια την Σίντ­νεϊ Σουί­νι, δια­θέ­τει όλα τα συστα­τι­κά και μια φρο­ντι­σμέ­νη παρα­γω­γή, για μιά­μι­ση ώρα αγω­νί­ας, αν και τα κλι­σέ περιο­ρί­ζουν το όποιο ενδια­φέ­ρον. Η Σεσί­λια, μια νεα­ρή καλό­γρια, που απο­στέλ­λε­ται να υπη­ρε­τή­σει σε ένα δαι­μο­νι­σμέ­νο μονα­στή­ρι στην ιτα­λι­κή επαρχία..

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο