Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Από την Ιαπωνία ως την Τζαμάικα και τον Μπομπ Μάρλεϊ

Η τελευ­ταία δημιουρ­γία του σημα­ντι­κού και βρα­βευ­μέ­νου Ριγιου­σού­κε Χαμα­γκού­τσι «Ο Διά­βο­λος Δεν Υπάρ­χει» Evil Does Not Exist _Aku wa sonzai shinai, είναι η σημα­ντι­κό­τε­ρη πρε­μιέ­ρα της εβδο­μά­δας. Από τις υπό­λοι­πες πέντε και­νούρ­γιες ται­νί­ες, που βγαί­νουν από­ψε στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες, ανα­μέ­νε­ται να τρα­βή­ξουν το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού το βιο­γρα­φι­κό «Bob Marley: One Love» του Ρεϊ­νάλ­ντο Μάρ­κους Γκριν, το δρά­μα φαντα­σί­ας «Άγνω­στοι Μετα­ξύ μας» του Άντριου Χέιγκ και η υπε­ρη­ρω­ι­κή περι­πέ­τεια «Madame Web» με την Ντα­κό­τα Τζόνσον.

Ο Διά­βο­λος Δεν Υπάρ­χει (“Evil Does Not Exist”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, ιαπω­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ριγιου­σού­κε Χαμα­γκού­τσι, με τους Άικο Ισα­μπά­σι, Χιτό­σι Ομί­κα, Αγιά­κα Σιμπου­τά­νι κα.
Από τις ται­νί­ες που η υπο­μο­νή του θεα­τή επι­βρα­βεύ­ε­ται πλή­ρως. Ένα χαμη­λό­φω­νο οικο­λο­γι­κό και όχι μόνο παρα­μύ­θι, που συνε­παίρ­νει με τις συγκλο­νι­στι­κές εικό­νες μίας ανέγ­γι­χτης φύσης, την αρμο­νία συνύ­παρ­ξης άγριας ζωής και ανθρώ­που, αλλά και ευγε­νι­κών μηνυ­μά­των που στό­χο έχουν την αφύπνιση.

Ο Ριγιου­σού­κε Χαμα­γκού­τσι, μετά το πολυ­βρα­βευ­μέ­νο «Drive My Car» (σσ. και το ακό­μη καλύ­τε­ρο Happî awâ _2015 …κρα­τη­θι­τε 5ω+17λ!!), με τη γνω­στή υπνω­τι­στι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή του αφή­γη­ση, θα κατα­στή­σει τη φύση το παν στην ται­νία του, ενώ­νο­ντας τους ήχους της με μία λυρι­κή μελω­δία, βάζο­ντας στην καρ­διά του θεα­τή τα πολυ­τι­μό­τε­ρα στοι­χεία της ζωής.
Στην ιαπω­νι­κή ύπαι­θρο ο Τακού­μι μεγα­λώ­νει μόνος το κορί­τσι του, την Χάνα. Έχει μάθει να αφου­γκρά­ζε­ται τη φύση, να ακο­λου­θεί τις προ­στα­γές της, να τη σέβε­ται ως μία θεό­τη­τα. Όταν έρχο­νται στην περιο­χή οι εκπρό­σω­ποι ενός φιλό­δο­ξου επι­χει­ρη­μα­τι­κού σχε­δί­ου, για ένα κάμπινγκ πολυ­τε­λεί­ας, ο Τακού­μι αντι­λαμ­βά­νε­ται τις κοι­νω­νι­κές και περι­βαλ­λο­ντι­κές συνέ­πειες και έρχε­ται σε αντι­πα­ρά­θε­ση μαζί τους, με απρό­σμε­νες συνέπειες.

Ο Χαμα­γκού­τσι, αφή­νει τον χρό­νο και τις εικό­νες να ανα­πτυ­χθούν σε ειρή­νη, χωρίς να βιά­ζε­ται να απο­κα­λύ­ψει τις πραγ­μα­τι­κές πτυ­χές της ιστο­ρί­ας του. Η ειδυλ­λια­κή καθη­με­ρι­νό­τη­τα, η εξάρ­τη­ση του ανθρώ­που από τη φύση και την παρ­θέ­να μορ­φή της, που κόβει την ανά­σα με την ομορ­φιά της, αλλά και με τη ζωντά­νια της, απειλούνται.
Όπως το συνη­θί­ζει, απο­κρύ­πτο­ντας κρί­σι­μες λεπτο­μέ­ρειες της ιστο­ρί­ας του, ο μινι­μα­λι­στής Ιάπω­νας σκη­νο­θέ­της θα φέρει δεξιο­τε­χνι­κά στο προ­σκή­νιο το μυστή­ριο. Θα προ­σθέ­σει στην αφή­γη­σή του μία υπό­γεια έντα­ση, με τους κιν­δύ­νους και τις απει­λές να βρί­σκο­νται εκτός των υπέ­ρο­χων κάδρων του.

Πιά­νο­ντας τον θεα­τή στον ύπνο, αφού προη­γου­μέ­νως τον έχει σαγη­νεύ­σει με τους αργό­συρ­τους ρυθ­μούς του και τα υπέ­ρο­χα πλά­να του, θα απο­κα­λύ­ψει τις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις της ιστο­ρί­ας του και τότε θα πρέ­πει να αντι­λη­φθού­με όλοι τις ευθύ­νες μας, το ευκο­λό­πι­στο «δεν έγι­νε και τίπο­τα» μπρο­στά σε μια μικρή μόλυν­ση του νερού, τη δηλη­τη­ρί­α­ση της γης, τη δια­τα­ρα­χή της αρμο­νί­ας που επι­ζη­τά η φύση. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κυρί­ως ερα­σι­τέ­χνες ηθο­ποιούς, πιστός στη νατου­ρα­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση και ακο­λου­θώ­ντας πιστά τους μηχα­νι­σμούς της φύσης, ο Χαμα­γκού­τσι θα απο­δεί­ξει για μια ακό­μη φορά ότι ο βαθύς στο­χα­σμός του μπο­ρεί να κολ­λά­ει θαυ­μα­στά με το ταλέ­ντο του.

Με λίγα λόγια… Ο Τακού­μι και η κόρη του, Χάνα, ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Τόκιο, μία αρμο­νι­κή παρα­δο­σια­κή ζωή σύμ­φω­να με τους κύκλους και την τάξη της φύσης. Όταν μια μεγά­λη εται­ρία απο­φα­σί­ζει να φτιά­ξει ένα χωριό ανα­ψυ­χής δίπλα στο σπί­τι του Τακού­μι, γρή­γο­ρα οι κάτοι­κοι θα αντι­λη­φθούν ότι η επέν­δυ­ση αυτή θα είναι κατα­στρο­φι­κή για την περιο­χή και ορθώ­νουν το ανά­στη­μά τους.

Άγνω­στοι Μετα­ξύ μας (“All of Us Strangers”) Δρά­μα φαντα­σί­ας, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Άντριου Χέιγκ, με τους Άντριου Σκοτ, Πολ Μέσκαλ, Κλερ Φόι, Τζέι­μι Μπελ κα. Μελαγ­χο­λι­κό, επώ­δυ­νο ψυχο­λο­γι­κό δρά­μα φαντα­σί­ας, από τον Άγγλο σκη­νο­θέ­τη Άντριου Χέιγκ των αξιο­πρό­σε­κτων δρα­μά­των «Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο» και «45 Χρό­νια». Ο Χέιγκ, αντλώ­ντας έμπνευ­ση από το μυθι­στό­ρη­μα «Ξένοι» του Τάι­τσι Για­μά­ντα, κάνει μια οδυ­νη­ρή βου­τιά στη μονα­ξιά, στην απο­ξέ­νω­ση, στις από­μα­κρες σχέ­σεις γονιών και παι­διών, τα ψυχι­κά τραύ­μα­τα της νιό­της, αλλά και τον φόβο μπρο­στά στην αγάπη.

Ο Άνταμ, ένας μονα­χι­κός ένοι­κος σε έναν ουρα­νο­ξύ­στη του Λον­δί­νου, θα κατα­λά­βει ένα βρά­δυ ότι δεν είναι μόνος του στο τερά­στιο οικο­δό­μη­μα, όταν θα χτυ­πή­σει την πόρ­τα του ένας γεί­το­νας, με τον οποίο θα έρθουν πολύ κοντά. Όμως, η ζωή του Άνταμ δια­τα­ράσ­σε­ται περαι­τέ­ρω όταν συνει­δη­το­ποιεί ότι οι νεκροί γονείς του, εδώ και 20 χρό­νια, από ένα αυτο­κι­νη­τι­στι­κό δυστύ­χη­μα, εξα­κο­λου­θούν να ζουν στο πατρι­κό τους σπί­τι και μάλι­στα τον περι­μέ­νουν για να τους πει τα νέα του.

Αυτή η ύπαρ­ξη των πεθα­μέ­νων γονιών τού ήρωα είναι και μια σύμ­βα­ση, όπως του­λά­χι­στον αυτή εισβά­λει στην ται­νία, που πρέ­πει να δεχθούν οι θεα­τές για να συνε­χί­σουν να παρα­κο­λου­θούν απρό­σκο­πτα την ιστο­ρία. Χωρίς να είναι ευδιά­κρι­το, είναι ένα μετα­φυ­σι­κό εύρη­μα, που βρί­σκε­ται στον πυρή­να του στό­ρι και παρό­τι ξενί­ζει έχει ίσως το μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον στην ται­νία. Ένα δυσκο­λο­χώ­νευ­το εύρη­μα που όμως δίνει την ευκαι­ρία — ποιος δεν θα το ήθε­λε — στον ήρωα να κλεί­σει τους επώ­δυ­νους λογα­ρια­σμούς με το παρελ­θόν του, να πει με τους γονιούς του για όσα δεν πρό­λα­βε ή δεν μπό­ρε­σε ή ακό­μη, όπως στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση, δεν τόλ­μη­σε. Να ανταλ­λά­ξουν κου­βέ­ντες άλλο­τε συγκα­τα­βα­τι­κές, άλλο­τε γλυ­κές ή πικρές, αλλά που κατα­λή­γουν με τη συγ­χώ­ρε­ση και φυσι­κά την αγάπη.

Στα ενδιά­με­σα, όμως, παρα­κο­λου­θού­με και την εξέ­λι­ξη της σχέ­σης του Άνταμ με τον μονα­δι­κό του γεί­το­να, που δεν φτά­νει ίσως στο βάθος που θα ‘πρε­πε και σε συν­δυα­σμό με την επα­φή του ήρωα με τους πεθα­μέ­νους γονιούς του, κάνει ακό­μη πιο ασφυ­κτι­κό το κλί­μα της ται­νί­ας, δίνο­ντας την αίσθη­ση ενός συνο­λι­κού ονεί­ρου αγω­νί­ας, απ’ αυτά που δεν σε πετούν όρθιο, αλλά σε ταλαι­πω­ρούν και σε βγά­ζουν κάθι­δρο από το κρεβάτι.

Έτσι, πέρα από τα καλά και τα στρα­βά της ται­νί­ας, ένα από τα οποία είναι και η συγκι­νη­σια­κή, σχε­δόν εκβια­στι­κή, φόρ­τι­ση του θεα­τή, που τονί­ζε­ται υπερ­βο­λι­κά με τα επι­λεγ­μέ­να τρα­γού­δια του σάου­ντρακ, υπάρ­χει και ο ευδιά­κρι­τος σχο­λια­σμός για την απο­ξέ­νω­ση, τη μονα­χι­κό­τη­τα στις μεγα­λου­πό­λεις, τον φόβο της εμπι­στο­σύ­νης στον άλλο, την κοι­νω­νι­κή κατα­πί­ε­ση και την κυριαρ­χία των στε­ρε­ό­τυ­πων, την απου­σία της πραγ­μα­τι­κής αγά­πης. Μιας αγά­πης, η οποία απο­θε­ώ­νε­ται με το γλυ­κε­ρό φινά­λε, εκεί που έχουν αρχί­σει να τελειώ­νουν και τα χαρτομάντιλα.

Καλή όλη η τετρά­δα του καστ, αλλά ξεχω­ρί­ζουν εμφα­νώς οι Κλερ Φόι και Τζέι­μι Μπελ, απο­φεύ­γο­ντας τις παγί­δες του μελοδραματισμού.

Με λίγα λόγια… Σε έναν σχε­δόν άδειο ουρα­νο­ξύ­στη στο σύγ­χρο­νο Λον­δί­νο, ο Άνταμ συνα­ντά τυχαία έναν μυστη­ριώ­δη γεί­το­να, τον Χάρι, και η καθη­με­ρι­νό­τη­τά του αλλά­ζει. Καθώς η σχέ­ση μετα­ξύ τους εξε­λίσ­σε­ται, ο Άνταμ κατα­κλύ­ζε­ται από μνή­μες του παρελ­θό­ντος και βρί­σκε­ται να επι­στρέ­φει στην επαρ­χια­κή πόλη όπου μεγά­λω­σε και στο σπί­τι της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας, όπου μοιά­ζει να ζουν ακό­μα οι γονείς του, όπως ακρι­βώς τη μέρα που σκο­τώ­θη­καν, πριν από 20 χρόνια…

Νέα Ήπει­ρος (“New Continent”) Ερω­τι­κό δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, ελλη­νι­κής, γαλ­λι­κής και σέρ­βι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Παντε­λή Παγου­λά­του, με τους Χάρη Φρα­γκού­λη, Μαρία Αρζό­γλου, Θεο­δώ­ρα Τζή­μου, Όθω­να Μετα­ξά, Νίκο Αντω­να­κό­που­λο κα.
Ο Παντε­λής Παγου­λά­τος φωτί­ζει τις βρό­μι­κες γωνί­ες του κέντρου της Αθή­νας και των ανθρώ­πων που προ­σπα­θούν να πιά­σουν την καλή, έχο­ντας μία ιστο­ρία ερω­τι­κού πάθους, ανεκ­πλή­ρω­των ονεί­ρων και εμμο­νών. Έπει­τα από 20 χρό­νια και τα συμπα­θή «Γλυ­κά Όνει­ρα», ο Έλλη­νας σκη­νο­θέ­της θα στή­σει σε αυτή τη δεύ­τε­ρη ται­νία του, ένα υψη­λής τάσης ερω­τι­κό θρί­λερ, με ατμό­σφαι­ρα που θυμί­ζει κάτι από νεό-νουάρ και νου­βέλ βαγκ, αλλά και με αρκε­τή βωμο­λο­χία, αλά Οικονομίδη.

Το στό­ρι θέλει τον Φάνη και τη Μαρία, δυο νέους, που τα όνει­ρά τους έχουν δια­ψευ­στεί και έχουν τεθεί στο περι­θώ­ριο πριν ενη­λι­κιω­θούν, να ψάχνουν την ευκαι­ρία, για να τα κονο­μή­σουν χωρίς, όμως να βλέ­πουν τις προ­φα­νείς παγί­δες και ειδι­κά αυτές που τους καθι­στά εύκο­λη λεία στα αρπα­κτι­κά των βολεμένων.
Ο Παγου­λά­τος, με μια δόση νοσταλ­γί­ας και ρομα­ντι­σμού, κινη­μα­το­γρα­φεί με ιδιαί­τε­ρη έντα­ση τους ήρω­ές του, που ζουν στα όρια, θυμώ­νουν και συνει­δη­το­ποιούν ότι πρέ­πει να ενη­λι­κιω­θούν βίαια, σε έναν κόσμο που τους έχει τοπο­θε­τή­σει στον από­πα­το της κοι­νω­νί­ας. Μία καλή ιδέα και ένα ενδια­φέ­ρον στό­ρι που όμως δεν φτά­νει πάντα απο­τε­λε­σμα­τι­κά στον θεα­τή, καθώς δεν βρί­σκει τη σωστούς ρυθ­μούς, να συνται­ριά­ξει την υψη­λή έντα­ση με την εσω­τε­ρι­κή μάχη, που δίνουν οι ήρω­ές του. Μπο­ρεί τα σχό­λιά του για την απο­ξέ­νω­ση των μεγα­λου­πό­λε­ων, τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και οι πολι­τι­κές του παρα­τη­ρή­σεις να βρί­σκουν στό­χο τις περισ­σό­τε­ρες φορές, αλλά οι υπερ­βο­λές στην αφή­γη­ση, ο ηλε­κτρι­σμός στα όρια της ηλε­κτρο­πλη­ξί­ας που ανα­δύ­ουν οι εικό­νες του, πολ­λές φορές ισο­πε­δώ­νουν τα πάντα, ακό­μη και τις φιλό­τι­μες προ­σπά­θειες των ηθοποιών.

Ο Χάρης Φρα­γκού­λης, μετα­δί­δει την μονα­ξιά ενός νέου τσα­κι­σμέ­νου ανθρώ­που και η πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Μαρία Αρζό­γλου, με τα μεγά­λα υγρά μάτια, που εκλι­πα­ρούν από λίγη ανθρω­πιά, ανα­δει­κνύ­ουν, πάντως, την ευαι­σθη­σία και την ανθρω­πιά του Παγουλάτου.

Με λίγα λόγια.… Ο Φάνης ζει με τη Μαρία κάπου κοντά στην Ομό­νοια. Αυτός δια­κι­νεί κλο­πι­μαία, η Μαρία κάνει περι­στα­σια­κές δου­λειές ‑κυρί­ως κομπαρ­σι­λί­κια. Θεω­ρεί «καλή ευκαι­ρία» τη δου­λειά που βρί­σκει σε ένα escape-room, μέσω της Μίνας ‑ιδιο­κτή­τριας κομπαρ­σά­δι­κου και μάνα­τζερ εκδι­δό­με­νων κορι­τσιών. Εκεί την πολιορ­κεί ο ιδιο­κτή­της του escape, ο Άρης. Η Μίνα, έχο­ντας ψύχω­ση με τον Φάνη, του προ­τεί­νει συνερ­γα­σία για να σώσει το γρα­φείο της από χρε­ο­κο­πία. Ο Φάνης αντα­πο­κρί­νε­ται. Σκαρ­φί­ζε­ται μάλι­στα την ιδέα παρα­γω­γής πορ­νο­ται­νιών, αλλά τα πράγ­μα­τα δεν πηγαί­νουν όπως τα περίμενε.

Bob Marley _One Love: Μου­σι­κή δρα­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2024, σε σκη­νο­θε­σία Ρεϊ­νάλ­ντο Μάρ­κους Γκριν, με τους Κίν­γκ­σλεϊ Μπεν-Αντίρ, Λοσά­να Λιντς, Μάικλ Καντολ­φί­νι, Τζέιμς Νόρ­τον κα. Μπο­ρεί οι υπέ­ρο­χες μελω­δί­ες του Μπομπ Μάρ­λεϊ να σε ταξι­δεύ­ουν και ορι­σμέ­νες φορές, συνο­δεία των πολύ­χρω­μων πλά­νων της Τζα­μάι­κα, να δημιουρ­γούν μία ευχά­ρι­στη νοσταλ­γία, αλλά τελι­κά η βιο­γρα­φι­κή ται­νία του Ρεϊ­ναλ­ντο Μάρ­κους Γκριν, του πρό­σφα­του άνι­σου βιο­γρα­φι­κού δρά­μα­τος «Η Μέθο­δος των Ουί­λια­μας», μένει και πάλι στα μισά. Ο Γκριν, παρό­τι επι­χει­ρεί να δια­τρέ­ξει τη ζωή του εμβλη­μα­τι­κού τρα­γου­δο­ποιού και ακτι­βι­στή, με μία ρεα­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση, δίνο­ντας την αίσθη­ση ενός ντο­κι­μα­ντέρ, δεν θα τολ­μή­σει να σκά­ψει βαθιά για τους λόγους που κατέ­στη­σαν τον Μάρ­λεϊ έναν θρύ­λο, παρα­μέ­νο­ντας στη σιγου­ριά μιας ανώ­δυ­νης υμνο­γρα­φί­ας, που έχει και την πλή­ρη συγκα­τά­θε­ση της οικο­γέ­νειάς του.

Ο Μάρ­λεϊ, από ένα ταπει­νό χωριό θα ταξι­δέ­ψει στην πρω­τεύ­ου­σα Κίν­γκ­στον, όπου θα κάνει τα πρώ­τα του βήμα­τα και θα γίνει, σε μια επο­χή δύσκο­λη για την Τζα­μάι­κα, από τους πλέ­ον διά­ση­μους τρα­γου­δι­στές και συν­θέ­τες του πλα­νή­τη και ταυ­τό­χρο­να ένα παγκό­σμιο σύμ­βο­λο. Η μου­σι­κή, η δεξιο­τε­χνία του στην κιθά­ρα, η ερμη­νευ­τι­κή του δει­νό­τη­τα και οι στί­χοι του, θα δώσουν φωνή στους κατα­φρο­νη­μέ­νους, ενώ, λόγω και των θρη­σκευ­τι­κών του πεποι­θή­σε­ων (μέλος του ραστα­φα­ρια­νού κινή­μα­τος), θα στεί­λει με τα τρα­γού­δια του τα μηνύ­μα­τα για ενό­τη­τα, ειρή­νη και κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη σε όλο τον κόσμο.
Υπήρ­χαν, όμως και οι συν­θή­κες για να ανα­πτυ­χθεί η φιλο­σο­φία του Μάρ­λεϊ, καθώς η Τζα­μάι­κα εκεί­νες τις επο­χές (δεκα­ε­τί­ες 60–70) δοκι­μα­ζό­ταν και πάλι από έντο­νη φτώ­χεια, ανι­σό­τη­τα και πολι­τι­κές αναταραχές.

Ο Γκριν, όχι ότι αφή­νει έξω από την ται­νία του τα γεγο­νό­τα, απο­φεύ­γει, όμως, να δώσει τα βαθύ­τε­ρα αίτια, για την κατά­στα­ση στη νησιω­τι­κή χώρα, ενώ ο Μάρ­λεϊ, παρου­σιά­ζε­ται με θεϊ­κό φωτο­στέ­φα­νο και όχι ως ένας ανή­συ­χος νέος αγα­να­κτι­σμέ­νος με όσα ζει αυτός και οι συμπα­τριώ­τες του. Ο Μάρ­λεϊ ήθε­λε να αλλά­ξει τον κόσμο, αλλά προ­εί­χε η αλλα­γή στην κατα­πιε­σμέ­νη χώρα του, η αξιο­πρέ­πεια του λαού του και αυτά που παρου­σιά­ζο­νται στην ται­νία ως «στρογ­γυ­λε­μέ­να» επί­και­ρα. Ωστό­σο, η ται­νία δεν είναι αδιά­φο­ρη, καθώς κάτι η γοη­τεία της Τζα­μάι­κα, κάτι η πλη­θω­ρι­κή μορ­φή του Μάρ­λεϊ και βεβαί­ως τα αξέ­χα­στα τρα­γού­δια του (ακού­γο­νται σχε­δόν όλες οι επι­τυ­χί­ες του), που πλημ­μυ­ρί­ζουν την οθό­νη, προ­σφέ­ρουν περί­που δυο ώρες ευχα­ρί­στη­σης — ειδι­κά για τους φανα­τι­κούς της ρέγκε και του μεγά­λου τρα­γου­δο­ποιού, που πέθα­νε πρό­ω­ρα, εκτο­ξεύ­ο­ντας περαι­τέ­ρω τη φήμη του.

Απλά συμπα­θής ο πρω­τα­γω­νι­στής Κίν­γκ­σλεϊ Μπεν-Αντίρ, ενώ το υπό­λοι­πο καστ δεν έχει κάτι το ιδιαί­τε­ρο να προ­σφέ­ρει — εξαι­ρεί­ται η Λοσά­να Λιντς, ως Ρίτα και δεύ­τε­ρη σύζυ­γος του Μάρ­λεϊ, που δίνει τον μαχη­τι­κό τόνο της εποχής.

Με λίγα λόγια… Ο Μπομπ Μάρ­λεϊ γεν­νή­θη­κε στην Τζα­μάι­κα και πριν τα 20 του χρό­νια αφο­σιώ­θη­κε στη μου­σι­κή. Με όπλο του την επα­να­στα­τι­κό­τη­τα και με μηνύ­μα­τα ενό­τη­τας και αγά­πης, έγι­νε ένας από τους πλέ­ον εμβλη­μα­τι­κούς μου­σι­κούς του 20ού αιώ­να. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που έμελ­λε να ολο­κλη­ρω­θεί πολύ γρήγορα.


_                              Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:
Madame Web: Ακό­μη μία περι­φε­ρεια­κή ηρω­ί­δα — η αινιγ­μα­τι­κή Madame Web — από την πινα­κο­θή­κη της Marvel έρχε­ται στο προ­σκή­νιο, με τη δική της υπε­ρη­ρω­ι­κή ται­νία και στο διευ­ρυ­μέ­νο σύμπαν της Sony, από τη Βρε­τα­νί­δα σκη­νο­θέ­τι­δα Σι Τζέι Κλάρκ­σον. Μία δια­σκε­δα­στι­κή γυναι­κεία υπε­ρη­ρω­ι­κή περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, που θα ικα­νο­ποι­ή­σει τους λάτρεις του είδους, παρό­τι αυτό δεί­χνει εξα­ντλη­μέ­νο και να περ­νά μία περί­ο­δο παρακ­μής. Η παρου­σία της Ντα­κό­τα Τζόν­σον και ορι­σμέ­νες έξυ­πνες ιδέ­ες, που σπά­νε τα κλι­σέ και τις γνω­στές συντα­γές, δεν δεί­χνουν, ωστό­σο, αρκε­τές για να εξα­σφα­λί­σουν μια ιδιαί­τε­ρη πορεία στο σύμπαν των υπε­ρη­ρω­ι­κών ται­νιών. Το φιλμ της Κλάρκ­σον, που κάνει παγκό­σμια πρε­μιέ­ρα σήμε­ρα, θέλει την Κασά­ντρα Γου­εμπ να είναι μιας δια­σώ­στρια με μαντι­κές ικα­νό­τη­τες. Όταν έρχε­ται αντι­μέ­τω­πη με απο­κα­λύ­ψεις για το παρελ­θόν της, δημιουρ­γεί μια ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση με τρεις νεα­ρές κοπέ­λες, που μαζί προ­ο­ρί­ζο­νται για ένα δυνα­μι­κό μέλ­λον… αν κατα­φέ­ρουν να επι­βιώ­σουν στο θανα­τη­φό­ρο παρόν. Σημειώ­νε­ται ότι η Madame Web εμφα­νί­στη­κε ως δευ­τε­ρεύ­ον χαρα­κτή­ρας για πρώ­τη φορά στο τεύ­χος 210 της σει­ράς κόμικς The Amazing Spider-Man της Marvel, τον Νοέμ­βριο του 1980. Παί­ζουν ακό­μη οι Σίντ­νεϊ Γουί­νι, Ιζα­μπέ­λα Μερ­σέντ, Έμα Ρόμπερτς, Σέλεστ Ο’ Κόνορ και Ταχάρ Ραχίμ.


Γαμή­λια Κατα­στρο­φή (“Beautiful Wedding”) Αμε­ρι­κά­νι­κη αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία (2024) του Ρότζερ Κιμπλ και εντε­λώς αχρεί­α­στο — και άμε­σο — σίκου­ελ της περ­σι­νής «Γλυ­κιάς Κατα­στρο­φής», που άφη­σε αδιά­φο­ρους ακό­μη και αυτούς που πιστεύ­ουν μόνο στον Άγιο Βαλε­ντί­νο. Ο Κιμπλ με προ­ϋ­πη­ρε­σία στο είδος («Ερω­τι­κά Παι­χνί­δια», «Γλυ­κός Πει­ρα­σμός» κλπ) αλλά χωρίς ιδιαί­τε­ρη επι­τυ­χία, θα παρα­τά­ξει όλα τα κλι­σέ και θα δώσει χώρο στο ται­ρια­στά μέτριο πρω­τα­γω­νι­στι­κό ζευ­γά­ρι να ζήσει μία γαμή­λια και όχι μόνο, κατα­στρο­φή. Η Άμπι και ο Τρά­βις ξυπνούν μετά από μια τρε­λή νύχτα στο Βέγκας ως νεό­νυμ­φοι. Με τους καλύ­τε­ρους φίλους τους και τα εξα­ψή­φια κέρ­δη της Άμπι στο πόκερ, ταξι­δεύ­ουν στο Μεξι­κό, όπου μπο­ρούν να απο­λαύ­σουν έναν περι­πε­τειώ­δη και άγριο μήνα του μέλι­τος. Πρω­τα­γω­νι­στούν οι Ντί­λαν Σπρά­ους και Βιρ­τζί­νια Γκάρντνερ.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης
συν­δρο­μη­τι­κή σελί­δα του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο