Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ξεχωρίζουν οι «Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ’ Αρτανιάν»

Εννέα ακό­μη ται­νί­ες κάνουν από­ψε πρε­μιέ­ρα, λίγες ημέ­ρες πριν το άνοιγ­μα των πρώ­των θερι­νών κινη­μα­το­γρά­φων και τον ερχο­μό του Μαΐ­ου που θα σημά­νει και την καλο­και­ρι­νή περί­ο­δο. Η γαλ­λι­κή υπερ­πα­ρα­γω­γή «Οι Τρεις Σωμα­το­φύ­λα­κες: Ντ’ Αρτα­νιάν» ανα­μέ­νε­ται να προ­σελ­κύ­σει το ευρύ κοι­νό, ενώ το δικα­στι­κό δρά­μα «Σεντ Ομέρ», το θρί­λερ «Πέρα από τον Τοί­χο» και η κομε­ντί «Καρα­ό­κε» έχουν το ενδια­φέ­ρον τους.

Οι Τρεις Σωμα­το­φύ­λα­κες: Ντ’ Αρτα­νιάν (Les Τrois Μousquetaires: D’Artagnan). Περι­πέ­τεια επο­χής, γαλ­λι­κής και διε­θνούς συμπα­ρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μαρ­τάν Μπουρ­μπου­λόν, με τους Φραν­σουά Σιβίλ, Βεν­σάν Κασέλ, Ρομέν Ντου­ρίς, Πίο Μαρ­μάι, Εύα Γκριν, Λουί Γκα­ρέλ, Βίκι Κρι­πς κ.ά.

Εκα­τό χρό­νια τώρα, το κλα­σι­κό μυθι­στό­ρη­μα του Αλέ­ξαν­δρου Δου­μά μοιά­ζει ανε­ξά­ντλη­το για τους κινη­μα­το­γρα­φι­κούς παρα­γω­γούς, δίνο­ντάς τους την ευκαι­ρία να το μετα­φέ­ρουν στη μεγά­λη οθό­νη ξανά και ξανά, έχο­ντας την εγγύ­η­ση ενός θαυ­μά­σιου κει­μέ­νου, ιδα­νι­κού για το σινε­μά, καθώς δια­θέ­τει επι­κές περι­πέ­τειες, ηρω­ι­σμό, ξιφο­μα­χί­ες, ίντρι­γκες και φυσι­κά τον αθά­να­το ρομα­ντι­σμό του.

Εδώ, έχου­με μια από τις πλέ­ον φιλό­δο­ξες υπερ­πα­ρα­γω­γές του ευρω­παϊ­κού σινε­μά, με 150 ημέ­ρες γυρι­σμά­των, πλού­σια σκη­νι­κά και κοστού­μια, ανα­σύ­στα­ση της επο­χής, θεα­μα­τι­κό­τα­τες ξιφο­μα­χί­ες και ένα λαμπρό καστ, από Φραν­σουά Σιβίλ, Βεν­σάν Κασέλ και Ρομέν Ντου­ρίς μέχρι Εύα Γκριν και Λουί Γκαρέλ.

Το μόνο παρά­δο­ξο είναι η εμπι­στο­σύ­νη που έδει­ξαν οι άνθρω­ποι της Pathé για την υπερ­πα­ρα­γω­γή τους αυτή στον σκη­νο­θέ­τη Μαρ­τάν Μπουρ­μπου­λόν του μέτριου «Άιφελ» που είδα­με το 2021.

Όχι, ότι τα πάει άσχη­μα, αφού η ται­νία του δια­θέ­τει όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά μιας επι­κής περι­πέ­τειας επο­χής, με τη δρά­ση να κυριαρ­χεί, οι ξιφο­μα­χί­ες να είναι θεα­μα­τι­κές, οι ρυθ­μοί να είναι σφι­χτοί και γεμά­τοι έντα­ση, ενώ η γνώ­ρι­μη ιστο­ρία των τριών σωμα­το­φυ­λά­κων και του Ντ’ Αρτα­νιάν, ορι­σμέ­νες φορές είναι πιο σκο­τει­νή και «βρό­μι­κη» απ’ τα συνη­θι­σμέ­να, δίνο­ντας μια δόση ανα­νέ­ω­σης του μύθου, ταυ­τό­χρο­να με τις φεμι­νι­στι­κές αναφορές.

Ωστό­σο, ο Μπουρ­μπου­λόν, που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται τα μέγι­στα τα δεδο­μέ­να μιας υπερ­πα­ρα­γω­γής, είναι φανε­ρό ότι προ­τι­μά τη δρά­ση, το θέα­μα και τη δια­σκέ­δα­ση του ευρύ­τε­ρου κοι­νού, από το να μπει στο πνεύ­μα του έργου. Έτσι, αφή­νει μετέ­ω­ρους τους χαρα­κτή­ρες του, οι διά­λο­γοι εκμο­ντερ­νί­ζο­νται, γίνο­νται μοδά­τοι, αφαι­ρώ­ντας τον πλού­το και τη μαγεία του αρχι­κού κει­μέ­νου και εν τέλει δεί­χνει να προ­σεγ­γί­ζει το στό­ρι του με μία αμε­ρι­κά­νι­κη επι­φα­νεια­κή πολ­λές φορές οπτική.

Οι ηθο­ποιοί του, με την επάρ­κειά τους στέ­κο­νται ικα­νο­ποι­η­τι­κά, με τον Λουί Γκα­ρέλ, στον ρόλο του Λου­δο­βί­κου, να ξεχω­ρί­ζει με την σαρ­κα­στι­κή, γοη­τευ­τι­κή του ερμη­νεία. Εννο­εί­ται, ότι περι­μέ­νου­με και το σίκου­ελ της κλα­σι­κής περι­πέ­τειας, που είναι ήδη έτοι­μο και θα δού­με προς το τέλος του έτους. Όπως έχει ανα­κοι­νω­θεί, τιτλο­φο­ρεί­ται «Milady» και τη σκη­νο­θε­σία υπο­γρά­φει και πάλι ο Μπουρμπουλόν.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Από το Λού­βρο μέχρι τα ανά­κτο­ρα του Μπά­κιγ­χαμ, από τις τρώ­γλες του Παρι­σιού μέχρι την πολιορ­κία της Λα Ροσέλ… σε ένα βασί­λειο διχα­σμέ­νο από τους θρη­σκευ­τι­κούς πολέ­μους και υπό την απει­λή της εισβο­λής από την Αγγλία, μία χού­φτα αντρών και γυναι­κών θα δια­σταυ­ρώ­σουν τα ξίφη τους και θα ενώ­σουν το πεπρω­μέ­νο τους με τη μοί­ρα της Γαλλίας.

Σεντ Ομέρ (Saint Omer). Δρα­μα­τι­κή ται­νία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Άλις Ντιόπ, με τις Γκο­σλα­ζί Μαλα­ντά, Ορέ­λια Πετί, Ζαβιέ Μαλί κ.ά.

Αν και πρό­κει­ται για ται­νία που το κεί­με­νο την καθο­ρί­ζει, πρω­τα­γω­νι­στεί δίπλα στις ηρω­ί­δες της ιστο­ρί­ας, πρό­κει­ται για ένα άκρως ενδια­φέ­ρον ιδιόρ­ρυθ­μο δικα­στι­κό δρά­μα, που κέρ­δι­σε το Ειδι­κό Βρα­βείο του Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας για το ντε­μπού­το της Άλις Ντιόπ, μιας Σενε­γα­λέ­ζας δεύ­τε­ρης γενιάς, που ζει στο Παρί­σι και έχει εμπει­ρία στο ντοκιμαντέρ.

Μια πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία παι­δο­κτο­νί­ας του 2013, που διέ­πρα­ξε μια νέα, σενε­γα­λέ­ζι­κης κατα­γω­γής και απα­σχό­λη­σε το δικα­στι­κό σύστη­μα της Γαλ­λί­ας και παρα­κο­λού­θη­σε η σκη­νο­θέ­τις όταν εκδι­κά­στη­κε το 2016, μετα­φέ­ρε­ται στη μεγά­λη οθό­νη, χωρίς φιο­ρι­τού­ρες, δρα­μα­τι­κές εξάρ­σεις, συγκι­νη­τι­κές κορυ­φώ­σεις ή ηθι­κο­λο­γί­ες, αλλά με σκη­νο­θε­τι­κή λιτό­τη­τα, στε­γνό ρεα­λι­σμό και κάποιες δια­κρι­τι­κές ποι­η­τι­κές πινε­λιές στο φινάλε.

Η Ράμα, μια νεα­ρή μυθι­στο­ριο­γρά­φος, παρα­κο­λου­θεί στη γαλ­λι­κή πόλη Σεντ Ομέρ τη δίκη της Λορένς Κολί, η οποία κατη­γο­ρεί­ται ότι σκό­τω­σε τη 16 μηνών κόρη της, εγκα­τα­λεί­πο­ντάς την σε μια παρα­λία της Βόρειας Γαλ­λί­ας, την ώρα της παλίρ­ροιας, για να πνι­γεί. Όμως, κατά τη διάρ­κεια της δίκης, τα λόγια τής κατη­γο­ρού­με­νης, η οποία ανα­φέ­ρει ότι έπε­σε θύμα μαύ­ρης μαγεί­ας, οι κατα­θέ­σεις και η συνή­γο­ρός της θα κλο­νί­σουν τις βεβαιό­τη­τες και θα δημιουρ­γη­θούν αμφι­βο­λί­ες για την ενο­χή της.

Παι­δο­κτό­νος μάνα, το ειδε­χθέ­στε­ρο έγκλη­μα όλων, στη συλ­λο­γι­κή συνεί­δη­ση προ­κα­λεί απο­τρο­πια­σμό. Ωστό­σο, κάθε άνθρω­πος δικαιού­ται μια σωστή δίκη, πέρα από το ανά­θε­μα της κοι­νω­νί­ας ή τον κανι­βα­λι­σμό των ΜΜΕ. Πίσω από τα προ­φα­νή υπάρ­χουν και όλα αυτά που συν­θέ­τουν την πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία. Η δια­μά­χη ιδε­ών για τις προ­κα­τα­λή­ψεις, τη γυναί­κα, τη μόρ­φω­ση, τη μητρό­τη­τα και συγκε­κρι­μέ­να στην περί­πτω­σή μας, τη δια­φο­ρά και την αδυ­να­μία του δυτι­κού πολι­τι­σμού να κατα­νο­ή­σει κάθε τι δια­φο­ρε­τι­κό, άλλες κουλ­τού­ρες, ακό­μη και αν πρό­κει­ται για την ιερό­τη­τα της μητρότητας.

Σχε­δόν εξ ολο­κλή­ρου γυρι­σμέ­νη μέσα στη δικα­στι­κή αίθου­σα και βασι­σμέ­νη στα πρα­κτι­κά της πραγ­μα­τι­κής δίκης, η Ντιόπ τα ανα­πλά­θει δρα­μα­τουρ­γι­κά και επι­κε­ντρώ­νε­ται χωρίς δρα­μα­το­ποι­ή­σεις, στα βασι­κά πρό­σω­πα της δίκης, στα όρια του ντο­κι­μα­ντέρ και μίας ανα­γκα­στι­κής θεα­τρι­κό­τη­τας, η οποία, ωστό­σο, δεν είναι υπέρ του έργου. Οι σιω­πές, οι δυο λέξεις, ένας μορ­φα­σμός δίνουν ανα­τρι­χια­στι­κά την ηλε­κτρι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα της ψυχο­λο­γί­ας του ακρο­α­τη­ρί­ου και ως εκ τού­του του θεα­τή. Ένα δικα­στι­κό δρά­μα, που σπά­ει πολ­λά απ’ τα κλι­σέ του είδους, αλλά ταυ­τό­χρο­να μιλά για καυ­τά ζητή­μα­τα, όπως αυτά προ­κύ­πτουν από τη δίκη. Αλλά και τις εμβό­λι­μες παρεμ­βά­σεις με τον λυρι­κό λόγο της Μαρ­γκε­ρίτ Ντι­ράς για τη δημό­σια δια­πό­μπευ­ση της γυναί­κας, στην έναρ­ξη και στο φινά­λε, με την ανα­πό­φευ­κτη μορ­φή της Μήδειας, με την εμβλη­μα­τι­κή Μαρία Κάλας, από την ομώ­νυ­μη ται­νία του Παζολίνι.

Η Ντιόπ δεν κατα­φεύ­γει σε εύκο­λες λύσεις και πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν δίνει απα­ντή­σεις, δεν μοι­ρά­ζει αφο­ρι­σμούς. Στα ερω­τή­μα­τα για τις «αόρα­τες» μαύ­ρες γυναί­κες στον κόσμο μας, τη σύγκρου­ση της αφρι­κα­νι­κής κουλ­τού­ρας με τον ευρω­παϊ­κό τρό­πο σκέ­ψης, τη μητρό­τη­τα και την άρνη­σή της ως πρά­ξη εξέ­γερ­σης, αφή­νει τον θεα­τή να ψάξει και να βρει τις απα­ντή­σεις. Και αν αδυ­να­τεί ‑το πιθα­νό­τε­ρο- να απα­ντή­σει, δεν είναι λίγο να σκε­φτεί του­λά­χι­στον τα αμεί­λι­κτα ερω­τή­μα­τα, έστω και αν αυτά έρχο­νται κατά βάση από τον δυτι­κό τρό­πο σκέψης.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο δικα­στή­ριο της μικρής πόλης Σεντ Ομέρ, στη Γαλ­λία, μια νεα­ρή γυναί­κα από τη Σενε­γά­λη δικά­ζε­ται για τον εσκεμ­μέ­νο θάνα­το του παι­διού της. Καθώς ξετυ­λί­γε­ται η δια­δι­κα­σία τίπο­τε δεν μοιά­ζει με αυτό που φαίνεται.

Πέρα από τον Τοί­χο (Beyond the Wall). Δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, ιρα­νι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Τζα­ΐντ Τζα­λιλ­βάντ, με τους Ναβίντ Μοχα­μα­τζα­ντέχ, Ντιά­να Χαμπι­μπί, Αλι­ρε­ζά Καμα­λί, Αμίρ Αγκάι κ.ά.

Αδυ­σώ­πη­το, σπλα­χνι­κό δρα­μα­τι­κό θρί­λερ, που τσι­τώ­νει τα νεύ­ρα η αγχω­τι­κή του εξέ­λι­ξη, σε ένα δυστο­πι­κό μπρου­τάλ σκη­νι­κό, συμπα­ρα­σύ­ρο­ντας με βιαιό­τη­τα τους φιλο­σο­φι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς της ται­νί­ας. Ο Τζα­ΐντ Τζα­λιλ­βάντ, Ιρα­νός ικα­νό­τα­τος σκη­νο­θέ­της που γνω­ρί­σα­με πριν λίγα χρό­νια με το εξαι­ρε­τι­κό φιλμ «Περί­πτω­ση Συνεί­δη­σης», εδώ στή­νει μία αλλη­γο­ρία για τον ασφυ­κτι­κό κρα­τι­κό έλεγ­χο και την κατα­πί­ε­ση, έχο­ντας για ήρω­ες δυο απελ­πι­σμέ­νους. Έναν τυφλό που θέλει να αυτο­κτο­νή­σει και μια γυναί­κα που κατα­διώ­κε­ται από την αστυ­νο­μία, ως υπεύ­θυ­νη για τον θάνα­το ενός αστυ­νο­μι­κού σε μία δια­δή­λω­ση κι ενώ της έχουν «εξα­φα­νί­σει» το τετρά­χρο­νο παι­δί της οι Αρχές.

Από τα πρώ­τα του πλά­να κιό­λας, ο Τζα­λιλ­βάντ μας εισα­γά­γει σε έναν εφιάλ­τη, μια ασφυ­κτι­κά ζοφε­ρή ιστο­ρία, με τον τυφλό ήρωα της ται­νί­ας του να προ­σπα­θεί να αυτο­κτο­νή­σει με έναν παρά­δο­ξα βάναυ­σο τρό­πο, που έχου­με δει μόνο σε βασα­νι­στή­ρια στο Γκουα­ντά­να­μο ή σε άλλα κολαστήρια.

Ο ήρω­άς του θα σωθεί, παρά τις προ­σπά­θειές του, απο­κα­λύ­πτο­ντας τις συν­θή­κες της ζωής του, αφού εκτός από τυφλός, ζει μόνος του σε ένα δια­μέ­ρι­σμα, που φέρ­νει στο μυα­λό αυτό που νομί­ζου­με ως κόλα­ση κι ενώ βρί­σκε­ται πάντα κάτω από το άγρυ­πνο μάτι του δια­χει­ρι­στή και φύλα­κα της πολυ­κα­τοι­κί­ας. Το μόνο πρό­σω­πο που δίνει μία αίσθη­ση ανθρω­πιάς, είναι ο για­τρός που τον επι­σκέ­πτε­ται καθη­με­ρι­νά για να τον πεί­σει να κάνει τα για­τρο­σό­φια του, ώστε να μην χει­ρο­τε­ρέ­ψει η κατά­στα­σή του.

Αυτή η δυσοί­ω­νη κατά­στα­ση του τυφλού μονα­χι­κού ανθρώ­που θα χει­ρο­τε­ρέ­ψει, καθώς στη ζωή του θα μπει μια γυναί­κα, που κατα­ζη­τεί­ται για τον θάνα­το ενός αστυ­νο­μι­κού και θα βρει κατα­φύ­γιο στο αχα­νές κτί­ριο που κατοι­κεί. Μια γυναί­κα που ανοί­γει και την ιστο­ρία έξω από το ρημαγ­μέ­νο κτί­ριο και μέσα από τη δική της οπτι­κή θα μάθου­με για­τί από μία δια­μαρ­τυ­ρία έξω από ένα εργο­στά­σιο θα βρε­θεί στο μάτι του κυκλώ­να και μαζί να ψάχνει για τον τετρά­χρο­νο γιο της. Οι δυο τους θα βρε­θούν απο­κλει­σμέ­νοι, ασφυ­κτι­κά περι­κυ­κλω­μέ­νοι από τους αστυ­νο­μι­κούς κι έναν ντε­τέ­κτιβ, φτά­νο­ντάς τους στα ψυχο­λο­γι­κά τους όρια, ενώ η μόνη λύση είναι να ενώ­σουν τις δυνά­μεις τους κόντρα στις αρχές καταστολής.

Ο Τζα­λιλ­βάντ, πατώ­ντας συνε­χώς το γκά­ζι της έντα­σης και της αγω­νί­ας, της απαι­σιο­δο­ξί­ας κι ενός ζοφε­ρού μέλ­λο­ντος κι επι­λέ­γο­ντας μια αφή­γη­ση που ξεφεύ­γει από τα συνη­θι­σμέ­να ‑θα πρέ­πει να πάρει τα εύση­μα και για τις θαυ­μά­σιες σκη­νές συγκρού­σε­ων έξω από το εργο­στά­σιο- στο τέλος θα υπο­νο­μεύ­σει με το αδύ­να­μο φινά­λε του σε σχέ­ση με το βασι­κό κορ­μό της ται­νί­ας του.

Μια οξεία καταγ­γε­λία για τον ασφυ­κτι­κό έλεγ­χο και την κατα­πί­ε­ση του ανθρώ­που. Ένα θέμα που δεν αφο­ρά μόνο το ιρα­νι­κό καθε­στώς, δεν είναι μία μεμο­νω­μέ­νη περί­πτω­ση, μία υπερ­βο­λή, αλλά μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε όλο τον κόσμο, που όλο και γιγαντώνεται.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Αλί, ένας απελ­πι­σμέ­νος τυφλός, επι­χει­ρεί να αυτο­κτο­νή­σει όταν τον δια­κό­πτει ο θυρω­ρός του κτι­ρί­ου του. Τον ενη­με­ρώ­νει πως μια δρα­πέ­της έχει κρυ­φτεί κάπου στο κτί­ριο. Ο Αλί ανα­κα­λύ­πτει τη δρα­πέ­τη Λέι­λα μέσα στο δια­μέ­ρι­σμα του. Μέσα σε μια δια­δή­λω­ση που δια­κό­πη­κε βίαια προ­κα­λώ­ντας χάος, έχα­σε τον τετρά­χρο­νο γιο της καθώς τη μετέ­φε­ραν σε βαν της αστυ­νο­μί­ας. Στα­δια­κά ο Αλί θα δεθεί συναι­σθη­μα­τι­κά μαζί της…

Kαρα­ό­κε (Karaoke). Κομε­ντί, ισραη­λι­νής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Μος Ρόζε­νταλ, με τους Σασόν Γκα­μπάι, Ρίτα Σου­κρούν, Κόμπι Φάραγκ, Ταλίν Αμπού Χάνα, Λιόρ Ασκε­νά­ζι κ.ά.

Γλυ­κό­πι­κρη όσο και δια­σκε­δα­στι­κή κομε­ντί από το Ισρα­ήλ, με χαρι­σμα­τι­κούς πρω­τα­γω­νι­στές, από τον Μος Ρόζε­νταλ, στην πρώ­τη του μεγά­λου μήκους ται­νία, που γνώ­ρι­σε πολ­λές διακρίσεις.

Ο Ρόζε­νταλ, χωρίς να έχει το άγχος να απο­δεί­ξει το ταλέ­ντο του ή να τρα­βή­ξει πάνω του το ενδια­φέ­ρον, θα κατα­φέ­ρει να ξεδι­πλώ­σει το καλο­γραμ­μέ­νο σενά­ριό του, να ανα­δεί­ξει τις κατα­πιε­σμέ­νες επι­θυ­μί­ες και τις ξεχα­σμέ­νες φιλο­δο­ξί­ες και τη συμ­βα­τι­κό­τη­τα του γάμου, μέσα από μία ιστο­ρία που έχει την πίκρα της. Μία ώρι­μη ρομα­ντι­κή κομε­ντί, για το πέρα­σμα του χρό­νου, το χάσι­μο της ζωής από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα και την ανθρώ­πι­νη διά­θε­ση για επι­βε­βαί­ω­ση ακό­μη και όταν ο χρό­νος εξαντλείται.

Ένα ηλι­κιω­μέ­νο ζευ­γά­ρι, με 46 χρό­νια γάμου, που ζει τη μικρο­α­στι­κή του ζωή στα προ­ά­στια κι έχει πλέ­ον παραι­τη­θεί από τη χαρά του έρω­τα, θα ανα­στα­τω­θεί όταν μετα­κο­μί­ζει στο πολυ­τε­λές ρετι­ρέ της πολυ­κα­τοι­κί­ας τους ένας κοσμο­πο­λί­της εργέ­νης, που είναι χαρι­σμα­τι­κός και κάνει βρα­διές καρα­ό­κε στο σπί­τι του.

Η βού­λη­ση του ανθρώ­που να αισθά­νε­ται ζωντα­νός, σε κάθε ηλι­κία, να επι­ζη­τά την επι­βε­βαί­ω­ση, στιγ­μές λάμ­ψης από τον νεα­νι­κό του ενθου­σια­σμό, να γνω­ρί­ζει νέα πράγ­μα­τα, ακό­μη και αν δεν τα πολυ­κα­τα­λα­βαί­νει, είναι το βασι­κό θέμα της ται­νί­ας του Ρόζε­νταλ, που δεν αφή­νει ασχο­λί­α­στο τον γάμο και τη χαμέ­νη σεξουα­λι­κό­τη­τα, την πολυ­πλο­κό­τη­τα της ανθρώ­πι­νης ύπαρξης.

Και όλα αυτά με έναν ιδιαι­τέ­ρως χαρι­τω­μέ­νο τρό­πο, μια σκη­νο­θε­σία που έχει και έμπνευ­ση και φρέ­σκια ματιά, αλλά και εξαι­ρε­τι­κούς φωτι­σμούς και μου­σι­κές, χαλα­ρούς εύθυ­μους ρυθ­μούς, πνευ­μα­τώ­δεις δια­λό­γους, ξεκαρ­δι­στι­κές ατά­κες και ζωντα­νούς χαρα­κτή­ρες που υπο­δύ­ο­νται εξαι­ρε­τι­κά η Ρίτα Σου­κρούν και οι Λιόρ Ασκε­νά­ζι, Σασόν Γκα­μπάι. Θα μπο­ρού­σε να είναι μια μικρή ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη αν δεν υπήρ­χε μια δόση υπερ­βο­λής, που μάλι­στα τρα­βά­ει ιδιαί­τε­ρα προς το τέλος.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Τόβα και ο Μέιρ είναι ένα ζευ­γά­ρι στα 60 που αγα­πιού­νται ακό­μα αλλά τους έχει κατα­πιεί η ρου­τί­να της μικρο­α­στι­κής ζωής τους στα προ­ά­στια. Όταν ένας κοσμο­πο­λί­της εργέ­νης μετα­κο­μί­ζει στο ρετι­ρέ της πολυ­κα­τοι­κί­ας τους, η μαγνη­τι­κή του παρου­σία και οι βρα­διές καρα­ό­κε στο δια­μέ­ρι­σμά του μετα­τρέ­πο­νται σε εμμο­νή για το φιλή­συ­χο ζευγάρι.

Άρρη­κτος Δεσμός (Guy Ritchie’s the Covenant). Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Γκάι Ρίτσι, με τους Τζέικ Τζί­λεν­χαλ, Νταρ Σαλίμ, Αλε­ξά­ντερ Λού­ντ­βιγκ, Άντο­νι Σταρ, Έμι­λι Μπί­καμ, Τζέι­σον Γουόνγκ κ.ά.

Θεα­μα­τι­κή χορ­τα­στι­κή πολε­μι­κή περι­πέ­τεια, από τον γνώ­ρι­μο Βρε­τα­νό σενα­ριο­γρά­φο και σκη­νο­θέ­τη Γκάι Ρίτσι, με τους φανα­τι­κούς θαυ­μα­στές και στη χώρα μας για τις στι­λι­ζα­ρι­σμέ­νες βίαιες περι­πέ­τειές του. Αυτή τη φορά θα μπει στο είδος τής πολε­μι­κής περι­πέ­τειας που τόσο αγα­πά, όπως έχει πει ο ίδιος, ξεπα­τι­κώ­νο­ντας κανο­νι­κά την εξαί­ρε­τη δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια του Ρόλαντ Τζό­φι «Κραυ­γές στη Σιω­πή» του μακρι­νού 1984. Με τη δια­φο­ρά ότι ο ήρω­ας δεν είναι δημο­σιο­γρά­φος αλλά στρα­τιω­τι­κός και ο τόπος τής δρά­σης δεν είναι η Καμπό­τζη, αλλά το Αφγα­νι­στάν. Και το βασι­κό­τε­ρο, εν αντι­θέ­σει με το πρω­τό­τυ­πο, δεν υπάρ­χει η βαθιά κρι­τι­κή για τις αμε­ρι­κά­νι­κες ενο­χές στις στρα­τιω­τι­κές επεμ­βά­σεις τους και την ανή­θι­κη στά­ση τους ένα­ντι βασα­νι­σμέ­νων λαών.

Βεβαί­ως, αν εξαι­ρέ­σεις όλα τα παρα­πά­νω, η ται­νία του Γκάι Ρίτσι («Sherlock Holmes», «Δυο Καπνι­σμέ­νες Κάν­νες») βλέ­πε­ται με κάποιο ενδια­φέ­ρον, έχει εντυ­πω­σια­κές εικό­νες από μάχες και κυνη­γη­τά, σφα­γές και αγω­νιώ­δεις σκη­νές, αλλά και έναν μονα­χι­κό ‑Αμε­ρι­κα­νό- ήρωα, στα γνω­στά πρό­τυ­πα ενός κινη­μα­το­γρά­φου ενταγ­μέ­νου στο ψυχρο­πο­λε­μι­κό κλίμα.

Κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου στο Αφγα­νι­στάν, ο λοχί­ας Τζον Κίν­λεϊ στρα­το­λο­γεί τον ντό­πιο Αχμέντ για διερ­μη­νέα, του οποί­ου τον γιο σκό­τω­σαν οι Ταλι­μπάν. Μετά από μια επί­θε­ση με μονα­δι­κούς επι­ζώ­ντες τους δύο άντρες, ο Αχμέντ θα μετα­φέ­ρει τον τραυ­μα­τι­σμέ­νο Τζον σε ασφα­λές μέρος, έπει­τα από μια δια­δρο­μή χιλιο­μέ­τρων σε αφι­λό­ξε­να βου­νά. Όταν ο Τζον γυρί­σει στις ΗΠΑ και μάθει πως ο Αχμέντ έχει παρα­μεί­νει στο Αφγα­νι­στάν και κιν­δυ­νεύ­ει η ζωή του, θα απο­φα­σί­σει να επι­στρέ­ψει για να σώσει τον φίλο του, έστω και χωρίς καμία βοήθεια.

Δηλα­δή, μια ακό­μη περι­πέ­τεια για την ανδρι­κή φιλία, αλλά και τον αμε­ρι­κά­νι­κο ηρω­ι­σμό, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε μια χώρα, απ’ την οποία οι αμε­ρι­κά­νι­κες δυνά­μεις έφυ­γαν κακήν κακώς πριν λίγα χρό­νια (η ται­νία βεβαί­ως είναι γυρι­σμέ­νη μακριά από το Αφγα­νι­στάν και συγκε­κρι­μέ­να στην Ισπα­νία). Ένα φιλμ που σηκώ­νει τη σημαία των πολε­μο­κά­πη­λων της Αμε­ρι­κής, που του­λά­χι­στον κινη­μα­το­γρα­φι­κά, δεί­χνει ότι παρα­μέ­νει η «μονα­δι­κή υπερ­δύ­να­μη» και μπο­ρεί να σώσει ‑μέσω της σωτη­ρί­ας ενός ταπει­νού Αφγα­νού- τον κόσμο, να δια­τη­ρή­σει και να εξα­πλώ­σει τον περι­βό­η­το αμε­ρι­κά­νι­κο τρό­πο ζωής.

Ένα φιλμ, που εμφα­νώς απευ­θύ­νε­ται στο αμε­ρι­κα­νι­κό κοι­νό, αλλά όπως συμ­βαί­νει συνή­θως «τρέ­χει» και σε σχε­δόν όλο τον κόσμο, με τα γνω­στά απο­τε­λέ­σμα­τα χει­ρα­γώ­γη­σης και κυρί­ως των νέων, που απλώς θέλουν να ξεσαλώσουν.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στην τελευ­ταία του απο­στο­λή στο Αφγα­νι­στάν, ο λοχί­ας Τζον Κίν­λι συνερ­γά­ζε­ται με έναν τοπι­κό διερ­μη­νέα, τον Αχμέντ. Μετά από μια επί­θε­ση με μονα­δι­κούς επι­ζώ­ντες τους δύο άντρες, ο Αχμέντ θα μετα­φέ­ρει τον τραυ­μα­τι­σμέ­νο Τζον σε ένα ασφα­λές μέρος, χιλιό­με­τρα μακριά. Όταν ο Τζον γυρί­σει στην Αμε­ρι­κή και μάθει πως ο Αχμέντ βρί­σκε­ται σε κίν­δυ­νο, απο­φα­σί­ζει να επι­στρέ­ψει πίσω για να βοη­θή­σει τον φίλο του, ξεπλη­ρώ­νο­ντας το χρέ­ος του προ­τού να είναι αργά.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Evil Dead Rise. Αμε­ρι­κα­νι­κή ται­νία τρό­μου (2022) σε σκη­νο­θε­σία του Λι Κρό­νιν («Η Τρύ­πα»), που προ­σπα­θεί να ανοί­ξει ένα νέο κεφά­λαιο του πετυ­χη­μέ­νου τρο­μο-φραν­τσάιζ που δημιούρ­γη­σε το 1981 ο Σαμ Ράι­μι. Χωρίς, όμως, το ταλέ­ντο και το μακά­βριο χιού­μορ του Ράι­μι, που κέρ­δι­σε το κοι­νό. Από την ύπαι­θρο, θα μετα­φέ­ρει το στό­ρι του στο Λος Άντζε­λες, όπου μια γυναί­κα θα επι­σκε­φτεί τη μεγα­λύ­τε­ρη αδελ­φή της, η οποία παλεύ­ει να ανα­θρέ­ψει τα τρία παι­διά της. Η επα­νέ­νω­ση θα δια­κο­πεί βίαια, όταν ανα­κα­λύ­πτουν στα έγκα­τα του σπι­τιού, ένα παρά­ξε­νο βιβλίο, που απε­λευ­θε­ρώ­νει σαρ­κο­φά­γα σατα­νι­κά πνεύ­μα­τα. Η ται­νία που προ­κα­λεί ανα­ρίθ­μη­τες ανα­τρι­χί­λες, πολ­λές φορές μοιά­ζει με μίξη πολ­λών ται­νιών του είδους, γρή­γο­ρα εξα­ντλεί­ται και προ­σπα­θεί να ανα­νε­ώ­σει την αγω­νία με χοντρο­κομ­μέ­να, πολ­λές φορές, ευρή­μα­τα. Παί­ζουν οι Λίλι Σάλι­βαν, Αλί­σα Σάδερ­λαντ κ.ά.

Σπα­σμέ­νος Ήχος. Αρκού­ντως ενδια­φέ­ρον ντο­κι­μα­ντέρ (2022) του Φοί­βου Κοντο­γιάν­νη, για το μπου­ζού­κι. Ένα ταξί­δι μνή­μης στον ήχο του πιο αγα­πη­τού λαϊ­κού οργά­νου της χώρας ειπω­μέ­νο μέσα από τα μάτια μεγά­λων προ­σω­πι­κο­τή­των τής σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας του μπου­ζου­κιού και σπά­νιο αρχεια­κό υλι­κό. Από τους σκο­τει­νούς τεκέ­δες και στα χρό­νια παρα­νο­μί­ας και διώ­ξε­ων στα μεγά­λα σαλό­νια της ελλη­νι­κής μου­σι­κής βιο­μη­χα­νί­ας και από το ρεμπέ­τι­κο στο λαϊ­κό τρα­γού­δι, από το τρί­χορ­δο στο τετρά­χορ­δο όργα­νο, από το περι­θώ­ριο στο προ­σκή­νιο, το μπου­ζού­κι κατέ­χει επά­ξια τη θέση του στην αιω­νιό­τη­τα. Πάνω στην ιδέα του Ανέ­στη Μπαρ­μπά­τση (έρευ­να-σενά­ριο), τη σκη­νο­θε­σία ανέ­λα­βε ο Φοί­βος Κοντο­γιάν­νης. Ο πλέ­ον κατάλ­λη­λος, καθώς ο πατέ­ρας του Γιώρ­γος και ο θεί­ος του Δημή­τρης Κοντο­γιάν­νης ίδρυ­σαν τη Ρεμπέ­τι­κη Κομπα­νία τη δεκα­ε­τία του ’70, μια περί­ο­δο που ανα­γεν­νή­θη­κε το ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι. Μισό αιώ­να μετά κι ενώ κάποιοι άρχι­σαν να μιλούν για το τέλος, τον θάνα­το του μπου­ζου­κιού, ένα κύμα ανα­ζω­ο­γό­νη­σης του λαϊ­κού και ρεμπέ­τι­κου τρα­γου­διού, κυρί­ως από νέους ερμη­νευ­τές και δεξιο­τέ­χνες, δια­ψεύ­δει όλους τους εχθρούς της λαϊ­κής μου­σι­κής και παρά­δο­σης. Κυρί­ως νέοι αγκα­λιά­ζουν αυτή την ανα­γέν­νη­ση, ανα­κα­λύ­πτο­ντας τις ρίζες τους, κατα­λα­βαί­νο­ντας το δέσι­μο με το μπου­ζού­κι, ότι απο­τε­λεί την από­λη­ξη της ρωμαί­ι­κης ψυχής.

Ο Γάμος στο Αφρίν. Ελλη­νι­κό ντο­κι­μα­ντέρ και τελευ­ταίο μέρος της τρι­λο­γί­ας του Θωμά Σίδε­ρη για τον πόλε­μο και την προ­σφυ­γιά. Δέκα χρό­νια μετά τα πρώ­τα γυρί­σμα­τα, ο Σίδε­ρης επι­στρέ­φει το 2022 στο Αφρίν, όπου έχουν συμ­βεί πολ­λά. Ο εμφύ­λιος πόλε­μος στη Συρία και η χαο­τι­κή κατά­στα­ση που επι­κρά­τη­σε στη χώρα, η γιγά­ντω­ση της ISIS, η παρου­σία ξένων στρα­τιω­τι­κών δυνά­με­ων, η εισβο­λή τουρ­κι­κών στρα­τιω­τι­κών δυνά­με­ων το 2018. Νέα ερεί­πια πάνω στα ερεί­πια, προ­σφυ­γι­κοί καταυ­λι­σμοί. Αυτό που δεν άλλα­ξε όλα αυτά τα χρό­νια ήταν ο φόβος των ανθρώ­πων για την επό­με­νη μέρα και κυρί­ως για τους Κούρ­δους που έγι­ναν πρό­σφυ­γες μέσα στην ίδια την πόλη τους.

Το Τελευ­ταίο Ταν­γκό στο Παρί­σι (Last Tango in Paris). Η διά­ση­μη ται­νία του Μπερ­νάρ­ντο Μπερ­το­λού­τσι που προ­κά­λε­σε πάτα­γο στην επο­χή της (1973) σε επα­νέκ­δο­ση. Σεξ και υπαρ­ξια­κή αγω­νία, ένα σκλη­ρό σχό­λιο για την επο­χή, που κρα­τά ακό­μη, για τους ανθρώ­πους που δεν μπο­ρούν να αισθαν­θούν τον έρω­τα, την αγά­πη, πλέ­ουν στη μονα­ξιά. Ο Πολ, ένας μεσή­λι­κας Αμε­ρι­κα­νός που ζει στο Παρί­σι, προ­σπα­θεί να υπερ­βεί την αυτο­κτο­νία τής γυναί­κας του. Η Ζαν, μια όμορ­φη νεα­ρή κοπέ­λα, ετοι­μά­ζε­ται να παντρευ­τεί. Ο Πολ και η Ζαν θα χτί­σουν μια γεμά­τη πάθος σχέ­ση που βασί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά στο σεξ, προ­σπα­θώ­ντας μάταια να γεμί­σουν τα κενά της ζωής τους. Η «ται­νία σκάν­δα­λο» σήμε­ρα βλέ­πε­ται κυρί­ως για ιστο­ρι­κούς λόγους, αλλά και για το ξακου­στό ζευ­γά­ρι Μάρ­λον Μπρά­ντο — Μαρία Σνάι­ντερ. Για τους συλ­λέ­κτες εμπει­ριών, η διεύ­θυν­ση φωτο­γρα­φί­ας είναι του Βιτό­ριο Στο­ρά­ρο και η αξέ­χα­στη μου­σι­κή του Γκά­το Μπαρμπιέρι.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο