Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ο εντυπωσιακός Λάνθιμος και ο μέγιστος μαέστρος Φωτο_Video

Στην αυγή του 2024 οι κινη­μα­το­γρά­φοι υπο­δέ­χο­νται — από την Πρω­το­χρο­νιά ‑την τελευ­ταία πολυα­να­με­νό­με­νη και βρα­βευ­μέ­νη με τον Χρυ­σό Λέο­ντα στη Βενε­τία, ται­νία του Γιώρ­γου Λάν­θι­μου «Poor Things», με την Έμα Στό­ουν. Από σήμε­ρα, όμως, οι σινε­φίλ και οι λάτρεις της μου­σι­κής, θα μπο­ρούν να απο­λαύ­σουν το ντο­κι­μα­ντέρ για τον ανυ­πέρ­βλη­το Ένιο Μορι­κό­νε «Ο Μαέ­στρος» του Τζου­ζέ­πε Τορ­να­τό­ρε, ενώ προ­βάλ­λε­ται και η περι­πέ­τεια «Άγρα­φος Νόμος» με τον Λίαμ Νίσον.

Poor Things: Δρα­μα­τι­κή κομε­ντί επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Γιώρ­γου Λάν­θι­μου, με τους Έμα Στό­ουν, Μαρκ Ράφα­λο, Γουί­λεμ Ντα­φόε, Ράμι Γιού­σεφ, Κρί­στο­φερ Άμποτ, Τζέ­ροντ Καρ­μάικλ, Λοράν Μπο­ρέλ, Χάνα Σίγκου­λα κα.

Ο Γιώρ­γος Λάν­θι­μος, με την «Ευνο­ού­με­νη» έκα­νε ένα σημα­ντι­κό βήμα στην καριέ­ρα του, μπαί­νο­ντας για τα καλά στα διε­θνή σαλό­νια, ανε­βά­ζο­ντας τον πήχη και βάζο­ντας από μόνος του τα δύσκο­λα στο ανα­γνω­ρι­σμέ­νο ήδη όνο­μά του στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό κύκλω­μα. Και αυτό χωρίς, προς τιμήν του, να υπο­κύ­πτει στις σαλο­νά­τες ιδέ­ες, τις φόρ­μες και τα προ­α­παι­τού­με­να της κινη­μα­το­γρα­φι­κής ελίτ, για να μπει και στον κύκλο των οσκα­ρο­θή­ρων ή του ευνο­ού­με­νου των μεγά­λων στούντιο.

Έρχε­ται, λοι­πόν, το παι­δί από το Παγκρά­τι, με τη νέα του ται­νία, να βάλει στα καλά­θια όλους αυτούς που τον αμφι­σβή­τη­σαν ή τον χαρα­κτή­ρι­σαν ως ένα φαι­νό­με­νο, έναν κομή­τη που θα σβή­σει γρή­γο­ρα. Και τα κατα­φέρ­νει όχι μόνο για την εξαι­ρε­τι­κή του θεμα­τι­κή ή την εμπνευ­σμέ­νη σκη­νο­θε­σία του, αλλά κυρί­ως για­τί τολ­μά να δοκι­μά­σει κάτι και­νούρ­γιο, να χτυ­πή­σει στο ψαχνό τον κλα­σι­κι­σμό ή τα καθιε­ρω­μέ­να, τη σιγου­ριά και ταυ­τό­χρο­να να διαιω­νί­σει το brand name του «σκη­νο­θε­σία: Γιώρ­γος Λάνθιμος».

Έχο­ντας αφή­σει πίσω του τα στε­νά περι­θώ­ρια του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου κι έχο­ντας δίπλα του έναν εξαι­ρε­τι­κό σχε­δια­σμό παρα­γω­γής, που αξιο­ποιεί στον μέγι­στο βαθ­μό, ο Λάν­θι­μος δια­τη­ρεί τα καλ­λι­τε­χνι­κά του στά­νταρ και απο­φεύ­γει τη «μονα­ξιά» του φεστι­βα­λι­κού κοι­νού. Στη φάση που βρί­σκε­ται πλέ­ον ο Έλλη­νας σκη­νο­θέ­της αυτό δεν είναι εύκο­λο και κρύ­βει πάντα παγί­δες, με κυριό­τε­ρη αυτή της κατά­τα­ξής του στους επι­τη­δευ­μέ­νους «καλ­λι­τέ­χνες» της σκηνοθεσίας.

Άλλω­στε, είχε την τύχη και τον χρό­νο να δου­λέ­ψει, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, σκλη­ρά πάνω στην αφή­γη­ση, για να κάνει κάτι το εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό απ’ τα συνή­θη, παρό­τι βασί­ζε­ται στον σκε­λε­τό ενός δια­δε­δο­μέ­νου μύθου, του «Φραν­κε­στάιν».

Η ιστο­ρία μας μετα­φέ­ρει στο Λον­δί­νο του 19ου αιώ­να, όπου ένας πρω­το­πό­ρος ορα­μα­τι­στής για­τρός θα επα­να­φέ­ρει στη ζωή την Μπέ­λα, από τα νερά του Τάμε­ση, στα οποία βρέ­θη­κε αυτο­βού­λως. Θα την πάρει στην ιδιό­μορ­φη έπαυ­λή του και θα ανα­θέ­σει στον βοη­θό του Μαξ να την προ­σέ­χει, καθώς η Μπέ­λα συμπε­ρι­φέ­ρε­ται σαν παι­δί, θέλο­ντας να ανα­κα­λύ­ψει τη ζωή. Θα ανα­ζη­τή­σει την ελευ­θε­ρία της και παρό­λο που θα υπο­σχε­θεί να παντρευ­τεί τον καλό­καρ­δο Μαξ, απο­φα­σί­ζει να φύγει μακριά με τον σαγη­νευ­τι­κό τυχο­διώ­κτη Ντάν­καν, για να ανα­κα­λύ­ψει τον έρω­τα, τον εαυ­τό της, τον κόσμο.

Από τη Λισα­βό­να έως την Αλε­ξάν­δρεια και το Παρί­σι, η Μπέ­λα ταξι­δεύ­ει σε μια ενή­λι­κη χώρα των θαυ­μά­των, ανα­κα­λύ­πτο­ντας το σεξ, την αυτο­διά­θε­ση, την πολι­τι­κή, τη φιλο­σο­φία, τα κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα και τις αλή­θειες ή και τα κατά συν­θή­κη ψεύ­δη, που γιγα­ντώ­νο­νται και κάποια στιγ­μή κυριεύ­ουν τον κόσμο, δημιουρ­γούν την περι­βό­η­τη αστι­κή υποκρισία.

Εδώ, όμως, για μια ακό­μη φορά, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι το σενά­ριο είναι πολύ σπου­δαίο πράγ­μα για μια ται­νία. Και η δου­λειά που έχει κάνει ο σενα­ριο­γρά­φος Τόνι ΜακΝα­μά­ρα, με τον οποίο είχε συνερ­γα­στεί και στην «Ευνο­ού­με­νη», είναι εκπλη­κτι­κή. Μετα­μορ­φώ­νει το ομό­τι­τλο και πολυ­σύν­θε­το βιβλίο του Άλασ­ντερ Γκρέι, σε ένα σενά­ριο στέ­ρεο και δια­πε­ρα­στι­κά σαρ­κα­στι­κό και πιο πολι­τι­κό, αλλά το βασι­κό­τε­ρο ρίχνει τα θεμέ­λια, πάνω στα οποία μπο­ρεί να οικο­δο­μή­σει ο σκη­νο­θέ­της ζητή­μα­τα σημε­ρι­νά, του δίνει το περι­θώ­ριο να βάλει και τη λοξή του ματιά στο σενά­ριο και τη σκηνοθεσία.

Με σαρ­κα­σμό, ο Λάν­θι­μος δίνει ψυχή και σάρ­κα σε έναν και­νούρ­γιο κόσμο, η φαντα­σία του, μέσω των πλά­νων του, αλλά και της αξιο­ποί­η­σης των σκη­νι­κών, κοστου­μιών και φωτι­σμών, του δημιουρ­γι­κού μοντάζ από τον Μαυ­ρο­ψα­ρί­δη, δεί­χνει αχα­λί­νω­τη, για να φτιά­ξει ένα γοτ­θι­κό παρα­μύ­θι, βου­τηγ­μέ­νο σε κατά­μαυ­ρο χιού­μορ και ιδιαί­τε­ρο ερω­τι­σμό. Να τολ­μή­σει, να φλερ­τά­ρει με το εξε­ζη­τη­μέ­νο, χωρίς να περι­χα­ρα­κω­θεί σε αυτό, να παί­ξει με το ασπρό­μαυ­ρο και τα υπερ­κο­ρε­σμέ­να χρώ­μα­τα, βοη­θού­με­νος και από τον διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας του Ρόμπι Ράιαν.

Ταυ­τό­χρο­να, ο Λάν­θι­μος μπαί­νει στον πει­ρα­σμό να κάνει ένα δια­λο­γι­σμό πάνω στη σχέ­ση του δημιουρ­γού και του δημιουρ­γή­μα­τός του, ανα­τρέ­πο­ντας το μύθο του Φραν­κε­στάιν, καπε­λώ­νο­ντας τη γρα­φι­κό­τη­τα του θέμα­τος από την πολι­τι­κή σκέ­ψη. Για­τί η ται­νία του θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και ως ένα φιλμ γυναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης και συνει­δη­το­ποί­η­σης και στο δικαί­ω­μα της χαράς στον έρω­τα, στην επι­θυ­μία και την υπο­χρέ­ω­ση να προ­χω­ρή­σου­με μπρο­στά αφή­νο­ντας κατά μέρος τις υπο­κρι­σί­ες και τον καθω­σπρε­πι­σμό. Και συνά­μα να μην κάνει τα στρα­βά μάτια μπρο­στά στις ταξι­κές δια­φο­ρές, τις ανι­σό­τη­τες και όλα αυτά επι­λέ­γο­ντας τον δύσκο­λο δρό­μο να μιλή­σει παι­χνι­διά­ρι­κα, να γελά­σει με όλα αυτά και μαζί και οι θεα­τές, απο­κα­λύ­πτο­ντας δεξιο­τε­χνι­κά μία τερά­στια φάρ­σα, αυτή της ζωής.

Οι Γουί­λεμ Ντα­φόε, Μαρκ Ραφά­λο, Ράι­μι Γιου­σέφ και τ’ άλλα «παι­διά» είναι ιδιαι­τέ­ρως ικα­νο­ποι­η­τι­κοί και με ευκο­λία ξεπερ­νούν τις απαι­τή­σεις των δύσκο­λων ρόλων τους, αλλά η Έμα Στό­ουν, είναι απο­λαυ­στι­κή, με την τολ­μη­ρή ερμη­νεία της, που μπο­ρεί να ισορ­ρο­πεί σαν μπα­λα­ρί­να στον εύθραυ­στο χαρα­κτή­ρα της και να ξεφεύ­γει από την υπερ­βο­λή ή την επί­δει­ξη, στην οποία ορι­σμέ­νες φορές υπέ­κυ­ψε ο Λάν­θι­μος, με τις αχρεί­α­στες βιρ­τουο­ζι­τέ λήψεις του.

Με λίγα λόγια… Η απί­στευ­τη ιστο­ρία και φαντα­στι­κή εξέ­λι­ξη της Μπέ­λα Μπάξ­τερ, μιας νεα­ρής γυναί­κας στη βικτω­ρια­νή Αγγλία που ανα­σταί­νε­ται χάρη στον ιδιο­φυή και αντι­συμ­βα­τι­κό επι­στή­μο­να Δρ Γκού­ντ­γουιν Μπάξ­τερ. Υπό την προ­στα­σία του, η Μπέ­λα ανυ­πο­μο­νεί να μάθει. Διψα­σμέ­νη από την εμπει­ρία που στε­ρεί­ται, το σκά­ει με τον Ντάν­καν Γου­έ­ντερ­μπερν, έναν ικα­νό και με μειω­μέ­νη ηθι­κή δικη­γό­ρο, σε μια περι­πέ­τεια περι­πλά­νη­σης σε όλες τις ηπείρους.

Ένιο Μορικόνε_ Ο Μαέ­στρος (“Ennio”) Ντο­κι­μα­ντέρ, ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Τζου­ζέ­πε Τορνατόρε.

Ο Ένιο Μορι­κό­νε, ο αθά­να­τος Ρωμαί­ος συν­θέ­της, του οποί­ου οι μελω­δί­ες θα συνε­παίρ­νουν τους λάτρεις του κινη­μα­το­γρά­φου και φυσι­κά της μου­σι­κής για πάντα, σε ένα αγα­πη­σιά­ρι­κο όσο και συγκι­νη­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ από τον ανε­πι­τή­δευ­το αισθη­μα­τία Τζου­ζέ­πε Τορνατόρε.

Ο maestro έχει χαρα­κτη­ρι­στεί απο­λύ­τως σωστά ως «ο μου­σι­κός που άλλα­ξε τον τρό­πο που βλέ­που­με το σινε­μά». Ωστό­σο, θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και ως ο μονα­δι­κός συν­θέ­της που μπο­ρού­σε να βάλει στη σκο­τει­νή αίθου­σα ανθρώ­πους, που αδια­φο­ρού­σαν για την ται­νία. Τους ακρο­α­τές του κινη­μα­το­γρά­φου. Έτσι και σε τού­το το καλο­γυ­ρι­σμέ­νο και συγκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νο φιλμ, μπαί­νεις στην αίθου­σα, κλεί­νεις τα μάτια και αφή­νε­σαι στις μου­σι­κές του συνε­σταλ­μέ­νου διο­πτρο­φό­ρου συν­θέ­τη, που χάσα­με πριν από τρία χρόνια.

Συνά­μα, όμως, ο Τορ­να­τό­ρε, κατα­φέρ­νει να ανοί­ξει τα μάτια του μαγε­μέ­νου θεα­τή, όταν περ­νούν από την οθό­νη τερά­στια ονό­μα­τα του κινη­μα­το­γρά­φου, συνερ­γά­τες του Μορι­κό­νε, που είχαν την Θεία τύχη να τους γρά­ψει τη μου­σι­κή της ται­νί­ας ή των ται­νιών τους. Σκη­νο­θέ­τες αγα­πη­μέ­νοι, με τερά­στιο έργο, ανά­με­σά τους και οι Κλιντ Ίστ­γουντ, Κου­έ­ντιν Ταρα­ντί­νο, Ρόλαντ Τζό­φι, αλλά και συνά­δελ­φοί του, όπως οι Χανς Ζίμερ, Κουίν­σι Τζό­ουνς, Μπρους Σπρίν­γκ­στιν και πολ­λοί άλλοι. Η από­λαυ­ση, ωστό­σο, δεν τελειώ­νει εδώ, καθώς ο Τορ­να­τό­ρε του περί­φη­μου, για να μην ξεχνιό­μα­στε, «Σινε­μά, ο Παρά­δει­σος», μοντά­ρει δεξιο­τε­χνι­κά σκη­νές και κάδρα από ται­νί­ες που σημά­δε­ψε με τις νότες του ο Μορι­κό­νε, φέρ­νο­ντας στη μνή­μη μας σχε­δόν όλους τους λατρε­μέ­νους πρω­τα­γω­νι­στές. Νοσταλ­γι­κά και απο­θε­ω­τι­κά, θυμί­ζο­ντάς μας και τις όχι και τόσο διά­ση­μες ται­νί­ες του, όπως εκεί­νες στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’60. Αλλά και τον ίδιο τον maestro να εξο­μο­λο­γεί­ται τις αγω­νί­ες του, την από­φα­σή του το ’70 να στα­μα­τή­σει να γρά­φει για το σινε­μά, αλλά και την βού­λη­σή του, αμέ­σως μετά, ότι θα συνε­χί­σει για να «τιμω­ρή­σει» όλους αυτούς που θεω­ρού­σαν τη μου­σι­κή για τον κινη­μα­το­γρά­φο δευ­τέ­ρας διαλογής.

Ο Τορ­να­τό­ρε φτιά­χνει ένα τρί­ω­ρο μου­σι­κό έπος, τον από­λυ­το φόρο τιμής στον μεγα­λύ­τε­ρο μου­σι­κο­συν­θέ­τη του κινη­μα­το­γρά­φου, παρό­τι το εύρος της δημιουρ­γί­ας του, με τις πάνω από 400 συν­θέ­σεις για ται­νί­ες, δεν μπο­ρεί να εξα­ντλη­θεί ούτε στον διπλά­σιο χρόνο.

Ο μέγας Σέρ­τζιο Λεό­νε τον έκα­νε παγκο­σμί­ως διά­ση­μο, όταν του έδω­σε τον χώρο και τον χρό­νο, αφαι­ρώ­ντας από τη σκη­νο­θε­σία. Ο πανούρ­γος συν­θέ­της θα δώσει στα κλα­σι­κά σπαγ­γέ­τι- γου­έ­στερν μια θεό­πνευ­στη χάρη. Για πρώ­τη φορά θα ακού­σου­με κου­δού­νια, σφυ­ρί­χτρες, ιτα­λι­κά λαϊ­κά όργα­να, φυσι­κούς ήχους να συν­δέ­ο­νται με τόσο μαγι­κό τρό­πο. Για­τί αν τα σπαγ­γέ­τι — γου­έ­στερν του Λεό­νε άξι­ζαν πολ­λά, οι μου­σι­κές του Μορι­κό­νε τα έστει­λαν σε άλλη διά­στα­ση. Μπο­ρεί ένα πλά­νο του Λεό­νε να μην είναι απα­ραί­τη­τα ανα­γνω­ρί­σι­μο, είναι όμως δυο νότες του Μορικόνε.

Το να απα­ριθ­μή­σεις τις ται­νί­ες που μας συνε­πή­ραν με τις συν­θέ­σεις του, είναι μάλ­λον μάταιο. Αν στο υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κό Χόλι­γουντ και στην Ακα­δη­μία δεν κυριαρ­χού­σαν στε­ρε­ό­τυ­πα και η άρνη­ση του Μορι­κό­νε να εγκα­τα­λεί­ψει τη Ρώμη για το Λος Άντζε­λες, κανο­νι­κά θα χρεια­ζό­ταν την τρο­παιο­θή­κη της Γιου­βέ­ντους για να χωρέ­σει τα Όσκαρ και τα άλλα βαρύ­τι­μα βρα­βεία. Αντι­θέ­τως, θα τιμη­θεί μόνο με το Όσκαρ μου­σι­κής το 2007 για το σύνο­λο του έργου του και το 2016 με το χρυ­σό αγαλ­μα­τί­διο καλύ­τε­ρης πρω­τό­τυ­πης μου­σι­κής για το γου­έ­στερν του Ταρα­ντί­νο «Μιση­τοί 8». Τελι­κά, οι τιμές, τα Όσκαρ, τα BAFTA, τα Ντο­να­τέ­λο, τα Γκρά­μι, οι Χρυ­σοί Λέο­ντες και όλα τα βρα­βεία του κόσμου δεν αξί­ζουν τίπο­τα μπρο­στά στις ανε­πα­νά­λη­πτες μου­σι­κές του Μορι­κό­νε. Θυμη­θεί­τε μόνο την υπέ­ρο­χη σύν­θε­ση στην «Απο­στο­λή» του Τζό­φι, μια σύν­θε­ση ερχό­με­νη από ψηλά που κατε­βαί­νει στη ζού­γκλα του Αμα­ζο­νί­ου λει­τουρ­γώ­ντας ως μέσο σωτη­ρί­ας για όλους μας και συνά­μα ανα­δει­κνύ­ο­ντας την ανοι­χτή πλη­γή της αποι­κια­κής κατα­πί­ε­σης. Με λίγες νότες ο Μορι­κό­νε είπε όσα δεν μπο­ρεί να πει κανέ­νας σκη­νο­θέ­της σε ολό­κλη­ρη ται­νία. Ένα μόνο μικρό δείγ­μα της ιδιο­φυ­ΐ­ας του, το οποίο κατα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει και ο Τορ­να­τό­ρε με το ντο­κι­μα­ντέρ του, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας και υπήρ­ξε τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία στην Ιταλία.

Άγρα­φος Νόμος (“In the Land of Saints and Sinners”) Περι­πέ­τεια, ιρλαν­δι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ρόμπερτ Λόρεντζ, με τους Λίαμ Νίσον, Τζακ Κλί­σον, Κέρι Κόντον, Ντέ­σμοντ Ίστ­γουντ, Σαΐ­ραν Χάιντς, Κολμ Μίνι κα.

Ακό­μη μία περι­πέ­τεια προ­στί­θε­ται στον μακρύ κατά­λο­γο των ται­νιών του είδους που γυρί­ζει συνε­χώς εδώ και του­λά­χι­στον 20 χρό­νια ο Λίαμ Νίσον, ο οποί­ος παρα­δό­ξως δια­τη­ρεί την εμπο­ρι­κό­τη­τά του και στη χώρα μας. Εδώ, θα συνερ­γα­στεί για δεύ­τε­ρη φορά, μετά το προ­πέρ­σι­νο «Ο Προ­στά­της», με τον Αμε­ρι­κά­νο σκη­νο­θέ­τη Ρόμπερτ Λόρεντζ, παρό­τι πρό­κει­ται για ιρλαν­δι­κή παρα­γω­γή και με το σενά­ριο να μας μετα­φέ­ρει στη γενέ­τει­ρα του Λίαμ Νίσον και στα ταραγ­μέ­να χρό­νια της δεκα­ε­τί­ας του ’70.

Μία περι­πέ­τεια, που είναι ελα­φρώς δια­φο­ρε­τι­κή από τις τελευ­ταί­ες του Νίσον, καθώς δεν είναι τόσο ύμνος στην μπου­νο­κλω­τσιά, έχει στά­λες δρα­μα­τι­κό­τη­τας κι ένα άρω­μα της πρό­σφα­της ιρλαν­δι­κής ιστο­ρί­ας, που καλύ­τε­ρα να είχε παρα­λεί­ψει ο σκηνοθέτης.

Στην Ιρλαν­δία του 1974, έπει­τα από μία τρο­μο­κρα­τι­κή επί­θε­ση στο Μπέλ­φαστ τα μέλη του IRA θα κατα­φύ­γουν σε ένα απο­μα­κρυ­σμέ­νο χωριό, όπου ζει ο Φίν­μπαρ Μέρ­φι, ένας πλη­ρω­μέ­νος εκτε­λε­στής που «καθα­ρί­ζει» κακο­ποιούς, αλλά το χωριό δεν γνω­ρί­ζει την ιδιό­τη­τά του αυτή. Έχει, μάλι­στα, απο­φα­σί­σει να κρε­μά­σει τα όπλα του και να ασχο­λη­θεί με τον κήπο του. Όταν θα κατα­λά­βει ότι η ομά­δα των τρο­μο­κρα­τών αρχί­ζει να απει­λεί τη ζωή των γει­τό­νων και φίλων του, θα ξανα­πά­ρει τα όπλα και θα φανε­ρώ­σει το επάγ­γελ­μά του.

Το σενά­ριο, μπο­ρεί να μη δια­θέ­τει κάποια ιδιαί­τε­ρη πρω­το­τυ­πία, αλλά εκ πρώ­της όψε­ως φαί­νε­ται να έχει το ενδια­φέ­ρον του και αν μη τι άλλο να κρα­τή­σει τον θεα­τή μέχρι το τέλος. Αμ δε. Το σενά­ριο είναι και το μεγα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα στην ται­νία. Κακο­γραμ­μέ­νο, με μονο­διά­στα­τους «κακούς» (τα μέλη του IRA), χλω­μούς χαρα­κτή­ρες που περι­φέ­ρο­νται δίπλα στον Νίσον, εξω­πραγ­μα­τι­κές κατα­στά­σεις και με σαφή πρό­θε­ση να δια­στρε­βλώ­σει την πρό­σφα­τη ιστο­ρία της Ιρλανδίας.

Απ’ την άλλη, η σκη­νο­θε­σία, παρό­τι και αυτή έχει τα θέμα­τά της, είναι σε άλλο εντε­λώς κλί­μα. Ο Ρόμπερτ Λόρεντς, για χρό­νια βοη­θός του Κλιντ Ίστ­γουντ, θα μας χαρί­σει αρκε­τές καλο­γυ­ρι­σμέ­νες σκη­νές, θα κρα­τη­θεί στο ύψος του από τα γενι­κά πλά­να της άγριας ομορ­φιάς της ιρλαν­δι­κής φύσης, τα σκο­τει­νά χρώ­μα­τα, που ται­ριά­ζουν με το περι­βάλ­λον και την ψυχο­λο­γία των ηρώ­ων. Ορι­σμέ­νες φορές, βέβαια, χάνει την αφη­γη­μα­τι­κή του ικα­νό­τη­τα και δεί­χνει αμή­χα­νος με σκη­νές που δεν οδη­γούν που­θε­νά. Αλλά είπα­με το σενά­ριο είναι κατα­στρο­φι­κό και ίσως γι’ αυτό ο Λόρεντζ δεί­χνει ορι­σμέ­νες φορές να το αγνο­εί, να το παρα­κάμ­πτει, ακο­λου­θώ­ντας τις δικές του ιδέ­ες — ίσως για μία άλλη παρα­πλή­σιου θέμα­τος ταινία.

Κακά τα ψέμα­τα, όμως, η τελι­κή ευθύ­νη είναι του σκη­νο­θέ­τη και ο Λόρεντζ κατα­γρά­φει στο ενερ­γη­τι­κό του ακό­μη μία του­λά­χι­στον μέτρια ται­νία, που θα τρα­βή­ξει το ενδια­φέ­ρον μόνο των φανα­τι­κών του εμφα­νώς, πλέ­ον, γερα­σμέ­νου Λίαμ Νίσον.

Με λίγα λόγια…  Ιρλαν­δία, δεκα­ε­τία του 1970. Σε ένα απο­μα­κρυ­σμέ­νο ιρλαν­δι­κό χωριό, ο κατε­στραμ­μέ­νος από τις πολι­τι­κές ανα­τα­ρα­χές Φίν­μπαρ Μέρ­φι ανα­γκά­ζε­ται να πολε­μή­σει ξανά, αυτή τη φορά για λύτρω­ση μετά από μια ζωή αμαρ­τιών. Αλλά ποιο τίμη­μα είναι δια­τε­θει­μέ­νος να πλη­ρώ­σει; Στη χώρα των αγί­ων και των αμαρ­τω­λών, μερι­κές αμαρ­τί­ες δεν μπο­ρούν να ταφούν.

Προ­βάλ­λε­ται ακό­μη η ται­νία: Μυστή­ριο στη Φάρ­μα των Ζώων _ (A Mystery on the Cattle Hill Express) Φετι­νή, παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων από τη Νορ­βη­γία, που είναι αρκε­τά καλύ­τε­ρη από τα συνη­θι­σμέ­να β’ κατη­γο­ρί­ας animation που μας έρχο­νται σωρη­δόν, για να καλύ­ψουν το πολυά­ριθ­μο κοι­νό της πιτσι­ρι­κα­ρί­ας. Ο συν­δυα­σμός παι­δι­κής δια­σκέ­δα­σης και μυστη­ρί­ου βρί­σκει στό­χο αν και ορι­σμέ­νες φορές απευ­θύ­νε­ται σε νηπια­γω­γείο και άλλες σε αρκε­τά μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά. Όταν τα ζώα που συμ­βιώ­νουν σε μια φάρ­μα συνει­δη­το­ποιούν ότι το έδα­φος δεν είναι πλέ­ον καλ­λιερ­γή­σι­μο, απο­φα­σί­ζουν να δοκι­μά­σουν έναν «σού­περ σπό­ρο», ο οποί­ος ίσως τους λύσει τα χέρια. Τότε, όμως, κάποιος κλέ­βει την εφεύ­ρε­σή τους και πλέ­ον καλού­νται να εντο­πί­σουν το μυστη­ριώ­δη δρά­στη για να σωθούν. Το φιλμ του Γουίλ Άσχερστ, που δια­θέ­τει και αρκε­τές σινε­φι­λι­κές ανα­φο­ρές, προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελληνικά.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης

Ατέχνως info

21–27_Δεκ STUDIO new star art cinema: Τηλ 210–8640054 _6932479731
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΛΙΜΑΤΙΖΕΤΑΙ

  • “Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ” του Δημή­τρη Αθανίτη 
    • ΠΕΜΠΤΗ ΕΩΣ ΚΥΡΙΑΚΗ στις 17:30
    • “Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ” του WILLIAM FRIEDKIN
  • ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ στις 22:30
    • “Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΜΠ” του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ
  • ΠΕΜΠΤΗ ΕΩΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 22:30 & ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΩΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 20:30
    • “GAZA” των GARRY KEANE & ANDREW McCONNEL
  • ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ στις 17:00
    • “ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ” του Τραν Αν Χουνγκ
  • ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στις 15:00
    • «ΜΠΛΕ ΚΑΦΤΑΝΙ»της ΜΑΡΙΑΜ ΤΟΥΖΑΝΙ
  • ΣΑΒΒΑΤΟ, ΚΥΡΙΑ­ΚΗ­στις 15:30
    • “ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΙΝ” του ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ
  • ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ στις 18:30
    • «TAKE A TRIP» του  ΧΡΉΣΤΟΥ Ν. ΚΑΡΑΚΆΣΗ
  • ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ στις  14:30
    • ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
    • PALESTINE LIVES film festival
  • ΠΕΜΠΤΗ21/12 19:49
  • HANTUSH – A – FAIRYTALE (SHORT)
    • GHOST HUNTING
  • ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ22/12 19:40
    • THE PRESENT (SHORT)
    • GAZA FIXER
  • ΣΑΒΒΑΤΟ23/12 19:40
    • IN VITRO (SHORT)
    • STITCHING PALESTINE
  • ΚΥΡΙΑΚΗ24/12  19:40
  • OPEN BETHLEHEM
    • 22:00
    • PALESTINIAN XMAS EVE
  • ΤΕΤΑΡΤΗ 27/12 18:30
  • “Η ΝΙΚΗ” ται­νία μικρού μήκους Σκη­νο­θε­σία: Ιωάν­νης Μακρό­που­λος _ Συζή­τη­ση με θέμα την νόσο Αλτσχάιμερ

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο