Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Προκλητικός Πολ Βερχόφεν και ευαίσθητη Τζέιν Κάμπιον

   Η επα­νεμ­φά­νι­ση του προ­κλη­τι­κού Πολ Βερ­χό­φεν, που θέλει να σκαν­δα­λί­σει με το ερω­τι­κό δρά­μα επο­χής “Μπε­νε­ντέ­τα” και της Τζέιν Κάμπιον, με το δια­φο­ρε­τι­κό δρα­μα­τι­κό γου­έ­στερν “Η Εξου­σία του Σκύ­λου”, αλλά και η δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια από τη μακρι­νή Ινδία “Φευ­γα­λέα Σπουρ­γί­τια”, ξεχω­ρί­ζουν από τις έξι ται­νί­ες που κάνουν από­ψε πρεμιέρα.

      Μπενεντέτα

   Μπε­νε­ντέ­τα (Benedetta). Ερω­τι­κό δρά­μα επο­χής, γαλ­λι­κής και ολλαν­δο­βελ­γι­κής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Πολ Βερ­χό­φεν, με τους Βιρ­ζι­νί Εφι­ρά, Δάφ­νη Πατα­κιά, Σαρ­λότ Ράμπλινγκ, Λαμπέρ Γουίλ­σον, Ολι­βιέ Ραμπουρ­ντέν κ.ά.

Ο Πολ Βερ­χό­φεν, επι­στρέ­φο­ντας από το Χόλι­γουντ, αφή­νο­ντας πίσω του τερά­στιες εμπο­ρι­κές επι­τυ­χί­ες (“Βασι­κό Ένστι­κτο”, “Ολι­κή Επα­να­φο­ρά”, Ρόμπο­κοπ” κλπ), ξανα­κέρ­δι­σε τους πρώ­ην θαυ­μα­στές του, που είχαν χάσει την εκτί­μη­σή σε αυτόν απ’ τις “αμε­ρι­κα­νιές” του, όταν το 2016 παρου­σί­α­σε στο Φεστι­βάλ των Καν­νών το θρί­λερ “Εκεί­νη”, με την Ιζα­μπέλ Ιπέρ, απο­δει­κνύ­ο­ντας την ευκο­λία του να βγαί­νει από το καλού­πι των αμε­ρι­κά­νι­κης κινη­μα­το­γρα­φι­κής βιο­μη­χα­νί­ας και τις συντα­γές που φέρ­νουν εισιτήρια.

Πιά­νο­ντας πλέ­ον τα 83, ο Ολλαν­δός σκη­νο­θέ­της παρου­σί­α­σε, και πάλι στο φετι­νό Φεστι­βάλ των Καν­νών, την τελευ­ταία του ται­νία, ένα προ­κλη­τι­κό βλά­σφη­μο ερω­τι­κό δρά­μα επο­χής, βασι­σμέ­νος στην αλη­θι­νή ιστο­ρία μιας μονα­χής που φαντα­σιώ­νε­ται τον Χρι­στό στα βίαια ερω­τι­κά της όνει­ρα, πιστεύ­ει ότι μπο­ρεί να κάνει θαύ­μα­τα και συνά­πτει ερω­τι­κές σχέ­σεις με μία νεα­ρή μαθη­τευό­με­νη μονα­χή. Και όλα αυτά τον 17ο αιώ­να ενώ στην Τοσκά­νη η πανού­κλα σκορ­πά το θάνα­το. Το σενά­ριο, το οποίο συνέ­γρα­ψε με τον συνερ­γά­τη του Ντέι­βιντ Μπερκ, βασί­ζε­ται στο βιβλίο της ιστο­ρι­κού Τζού­ντιθ Μπρά­ουν “Άσε­μνες Πρά­ξεις: Η ζωή μιας λεσβί­ας μονα­χής”, το οποίο θα ήταν πιο ται­ρια­στό ως τίτλος σύμ­φω­να με το πνεύ­μα και τις επι­διώ­ξεις του σκη­νο­θέ­τη. Κι αυτό διό­τι ο Βερ­χό­φεν δεν στο­χεύ­ει απλώς στην ανά­δει­ξη των κιν­δύ­νων του θρη­σκευ­τι­κού φανα­τι­σμού και της εκκλη­σια­στι­κής υπο­κρι­σί­ας, όπως κάποιος εύλο­γα θα σκε­φτό­ταν, αλλά κυρί­ως στην πρό­κλη­ση, στο να σκαν­δα­λί­σει το κοι­νό. Ο Βερ­χό­φεν παρα­πέ­μπει σαφώς στα δια­δε­δο­μέ­να πορ­νό της δεκα­ε­τί­ας του ’70, θυμί­ζο­ντας άλλες επο­χές, με τις softcore ερω­τι­κές πρά­ξεις, μάτια που παρα­κο­λου­θούν από κλει­δα­ρό­τρυ­πες, άπλε­το γυμνό, βία, παί­ζο­ντας με τα ταμπού, τα φετίχ και τους θια­σώ­τες των σεξουα­λι­κών προ­κλή­σε­ων, θυμί­ζο­ντας περισ­σό­τε­ρο έναν Τίντο Μπρας, παρά έναν Μπουνιουέλ.

   Η παρα­γω­γή, από τα σκη­νι­κά, τα κοστού­μια και τη φωτο­γρα­φία, μέχρι τη σκη­νο­θε­σία, με τη σοβα­ρο­φά­νεια των δρα­μα­τι­κών σκη­νών και τις ερμη­νεί­ες δεί­χνουν ότι το φιλμ απο­τε­λεί έναν εκσυγ­χρο­νι­σμό των παλαιό­τε­ρων ερω­τι­κών ται­νιών του είδους, περιο­ρί­ζο­ντας, ωστό­σο, τη σέξι και χωρίς ανα­στο­λές δια­σκέ­δα­ση όσων ελκύ­ο­νται απ’ αυτές, ενώ επι­πλέ­ον η προ­σπά­θεια να ισορ­ρο­πή­σει μετα­ξύ μιας ψυχα­γω­γι­κής πρό­τα­σης, σχο­λιά­ζο­ντας τον θρη­σκευ­τι­κό φανα­τι­σμό, και του σαδο­μα­ζο­χι­στι­κού σοφτ πορ­νό, μιας άλλης επο­χής, τελι­κά τον αφή­νει ξεκρέ­μα­στο και τους θαυ­μα­στές του Τίντο Μπρας να υπο­μει­διούν ειρωνικά.

Η Βιρ­ζι­νί Εφι­ρά στον ρόλο της μονα­χής κολ­λά με τη νεα­ρά Δάφ­νη Πατα­κιά, η Σάρ­λοτ Ράπλινγκ μας κάνει να νοσταλ­γού­με τις επο­χές που με το πάθος της γέμι­ζε την οθό­νη, ενώ οι έμπει­ροι Λαμπέρ Γουίλ­σον και Ολι­βιέ Ραμπουρ­ντέν συμπλη­ρώ­νουν απλώς το καστ.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα τέλη του 17ου αιώ­να, με την πανού­κλα να θερί­ζει τη χώρα, η Μπε­νε­ντέ­τα Καρ­λί­νι μπαί­νει στο μονα­στή­ρι της Πέσκια, στην Τοσκά­νη. Ικα­νή από νεα­ρή ηλι­κία να κάνει θαύ­μα­τα, βλέ­πει την επί­δρα­ση που έχει στη ζωή τής κοι­νό­τη­τας να εξε­λίσ­σε­ται άμε­σα και συγκλο­νι­στι­κά. Όταν η Μπε­νε­ντέ­τα παίρ­νει στο μονα­στή­ρι της μια νεα­ρή γυναί­κα για να τη σώσει από την κακο­ποι­η­τι­κή της οικο­γέ­νεια, οι δυο γυναί­κες θα συνά­ψουν μια παθια­σμέ­νη ερω­τι­κή σχέ­ση με απρό­βλε­πτες συνέπειες.

   Η Εξουσία του Σκύλου

   Η Εξου­σία του Σκύ­λου (The Power of the Dog). Γου­έ­στερν, αυστρα­λια­νής παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Τζέιν Κάμπιον, με τους Μπε­νε­ντικτ Κάμπερ­μπατς, Κρί­στεν Ντανστ, Τζέ­σε Πλέ­μονς, Κόντι Σμιτ-Μακ­Φι, Τομα­σίν Μακ­Κέν­ζι κ.ά.

Περισ­σό­τε­ρο ένα βρα­δυ­φλε­γές δρά­μα, ένα μελαγ­χο­λι­κό λυρι­κό κοι­νω­νι­κό σινε­μά, ται­ρια­στό με την ιδιο­συ­γκρα­σία της Τζέιν Κάμπιον, παρά ένα γου­έ­στερν που μιλούν τα όπλα, είναι τού­το δω το φιλμ με το οποίο η Κάμπιον κέρ­δι­σε το βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας στο Φεστι­βάλ Βενετίας.

   Η ιστο­ρία μάς μετα­φέ­ρει στην Μοντά­να του 1925, όπου μια κου­ρα­σμέ­νη λιγο­μί­λη­τη χήρα απο­φα­σί­ζει να ξανα­φτιά­ξει τη ζωή της με έναν καλό­τρο­πο ισχυ­ρό κτη­μα­τία, παίρ­νο­ντας μαζί της στο νέο της σπί­τι και τον θηλυ­πρε­πή μονα­χο­γιό της, κι ενώ ο ιδιόρ­ρυθ­μος αδελ­φός του άνδρα της βάζει σκο­πό να κάνει δύσκο­λη τη ζωή τη δική της και του παι­διού της.

   Το σενά­ριο, βασι­σμέ­νο στο ομώ­νυ­μο βιβλίο (1967) του Τόμας Σάβατζ, βρί­σκε­ται μπρο­στά από την επο­χή του, καθώς διε­ρευ­νά το εύρος των κατα­πιε­σμέ­νων συναι­σθη­μά­των, σε μια επο­χή που οι χαρα­κτή­ρες περιο­ρί­ζο­νταν, κατά κύριο λόγο, σε γεν­ναί­ους άνδρες και εγκλη­μα­τί­ες, μοι­ραί­ες γυναί­κες και υπο­μο­νε­τι­κές μανά­δες. Η Κάμπιον, όμως, δεν το εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται πάντα σωστά, επι­λέ­γο­ντας να αφή­σει την ορμη­τι­κό­τη­τα και τα κατα­στρο­φι­κά συναι­σθή­μα­τα των ηρώ­ων της στο περι­θώ­ριο, για να μιλή­σει συμ­βα­τι­κά για την κατα­πί­ε­ση των συναι­σθη­μά­των, φέρ­νο­ντας σε πρώ­το πλά­νο την υπό­γεια έντα­ση, την απει­λή μιας εκρη­κτι­κής σύγκρου­σης, που τρα­βά σε μάκρος, με το χαλα­ρό μοντάζ, κάνο­ντας η ται­νία κοι­λιά, μετα­ξύ της έξο­χης εκκί­νη­σης και του εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρο­ντος φινάλε.

   Πάντως, ουδείς μπο­ρεί να αμφι­σβη­τή­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή ματιά της Κάμπιον, τη σκη­νο­θε­τι­κή της δεξιο­τε­χνία, τη δια­κρι­τι­κή ανα­φο­ρά στο κλα­σι­κό γου­έ­στερν και ειδι­κά στον Τζον Φορντ, με τα πανέ­μορ­φα ανοι­χτά πλά­να, την κίνη­ση της κάμε­ρας και τις σεκάνς που το θέμα περι­βάλ­λε­ται από ένα μαύ­ρο κάδρο. Επί­σης, ουδείς μπο­ρεί να αμφι­σβη­τή­σει τις καλές της προ­θέ­σεις, την ανά­δει­ξη ευαί­σθη­των χαρα­κτή­ρων σε ένα σκλη­ρό ανδρι­κό κόσμο, αλλά σε μεγά­λο βαθ­μό αυτή η εμμο­νή της, περιο­ρί­ζει και την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της ται­νί­ας, χάνο­ντας, ωστό­σο, δρα­μα­τουρ­γι­κά και από τις ανα­πά­ντε­χες εμφα­νί­σεις των ηρώ­ων της και τις αχρεί­α­στες πολ­λές φορές απο­σπα­σμα­τι­κές παράλ­λη­λες προ­σω­πι­κές αφηγήσεις.

   Σίγου­ρα, μια ενδια­φέ­ρου­σα ματιά, ένα αξιό­λο­γο φιλμ, που όμως ποτέ δεν απο­γειώ­νε­ται και κυρί­ως δεν εισχω­ρεί βαθιά στο θεα­τή, όπως και οι ερμη­νεί­ες, που είναι μεν ικα­νο­ποι­η­τι­κές, αλλά εγκλω­βι­σμέ­νες στις εμμο­νές της Κάμπιον.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο χαρι­σμα­τι­κός κτη­νο­τρό­φος Φιλ Μπέρ­μπανκ προ­κα­λεί φόβο και θαυ­μα­σμό στους γύρω του. Όταν ο αδελ­φός του φέρ­νει στο σπί­τι τη νέα του γυναί­κα και τον γιο της, ο Φιλ τους βασα­νί­ζει μέχρι που έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με το ενδε­χό­με­νο να ερωτευτεί.

      Φευγαλέα Σπουργίτια 

   Φευ­γα­λέα Σπουρ­γί­τια (Jhalki). Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, ινδι­κής παρα­γω­γής του 2019, σε σκη­νο­θε­σία Μπραχ­μα­νάντ Σιγκ, με τους Άαρ­τι Τζα, Μπο­μάν Ιρά­νι, Τανί­σθα Τζά­τερ­τζι, Ντί­βια Ντού­τα κ.ά.

   Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, με την ινδι­κή μαγεία να πλήτ­τε­ται από μία βασα­νι­στι­κή ιστο­ρία εμπο­ρί­ου παι­διών, βασι­σμέ­νη σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα, με αξιο­πρό­σε­κτη αλλά και με αδυ­να­μί­ες σκη­νο­θε­σία και με τη μικρή πρω­τα­γω­νί­στρια να κερ­δί­ζει την καρ­διά μας. Τη μικρή Τζάλ­κι, μια ηρω­ί­δα της ζωής, που χάνει το μικρό­τε­ρο αδελ­φό της σε μια στιγ­μή και μπαί­νει σε μια Οδύσ­σεια, για την εξεύ­ρε­σή του, στην αχα­νή ασια­τι­κή χώρα.

Ο σκη­νο­θέ­της Μπραχ­μα­νάντ Σιγκ μας μετα­φέ­ρει στη μαγεία της Ινδί­ας, με τον εξω­τι­σμό της και το πολύ­χρω­μο ατε­λεί­ω­το πλή­θος, μιας τερά­στιας χώρας του 1,4 δισε­κα­τομ­μυ­ρί­ου, που ένα κομ­μά­τι της έχει μπει στους νόμους της αγο­ράς, του κατα­να­λω­τι­σμού της υπε­ρα­νά­πτυ­ξης αλλά και μιας σύγ­χρο­νης εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας και ένα άλλο να παρα­μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νο στις παρα­δό­σεις, την ευγέ­νεια και τη φτώχεια.

   Μια σύζευ­ξη και μια σύγκρου­ση δυο κόσμων, με θύμα ένα αγο­ρά­κι και τη θαρ­ρα­λέα αδελ­φή του, που κάνει τα πάντα για να το σώσει, πιστεύ­ο­ντας ακό­μη στα λαϊ­κά παρα­μύ­θια και στον άνθρω­πο. Εξό­χως ελκυ­στι­κό και ενδια­φέ­ρον φιλμ, απ΄ τη χώρα που γέν­νη­σε έναν από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες όλων των επο­χών, τον Σατζια­ζίτ Ράι και που πέρα από τις προ­κα­τα­λή­ψεις και τα στε­ρε­ό­τυ­πα περί Μπό­λι­γουντ, έχει επι­δεί­ξει ένα σημα­ντι­κό κινη­μα­το­γρα­φι­κό έργο.

Ο Σιγκ, οδη­γεί το φιλμ του με επι­δε­ξιό­τη­τα, κερ­δί­ζει το στοί­χη­μα με τα γυρί­σμα­τα στους φυσι­κούς χώρους, αλλά χάνει στην κλι­μά­κω­ση της έντα­σης και αρκού­με­νος στο δυνα­τό, αλλά συμ­βα­τι­κό στό­ρι του, δεν προ­χω­ρά ένα βήμα παρα­πέ­ρα, σκά­βο­ντας λίγο παρα­κά­τω από την επι­φά­νεια για τα αίτια, τους λόγους που το εμπό­ριο παι­διών είναι ακό­μη μία “μπίζ­να” σε ένα παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νο κόσμο.

Η εξαι­ρε­τι­κή και χαρι­σμα­τι­κή νεα­ρά Άαρ­τι Τζα, οι ικα­νο­ποι­η­τι­κές ερμη­νεί­ες από το υπό­λοι­πο καστ και το ωραίο τρα­γού­δι στην αρχή της ται­νί­ας, στα συν της ταινίας.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μέσα σε ένα μόλις φευ­γα­λέο ανοι­γό­κλει­μα του ματιού, ο 7χρονος αδελ­φός της νεα­ρής Τζάλ­κι εξα­φα­νί­ζε­ται. Τίπο­τα πια δεν είναι ίδιο, με την κοπέ­λα να αφή­νει τη ζωή της στην άκρη, και να ξεκι­νά­ει μια απο­στο­λή που πρέ­πει να ολο­κλη­ρω­θεί με κάθε τίμη­μα. Μόνα της όπλα ένα λαϊ­κό παρα­μύ­θι που μιλά­ει για ένα ακού­ρα­στο σπουρ­γί­τι, αλλά και ένα ισχυ­ρό πνεύ­μα μέσα της που έχει ξεχω­ρί­σει εντός της κοι­νό­τη­τας της, η Τζάλ­κι θα ξεκι­νή­σει την οδύσ­σεια της ανεύ­ρε­σης κι απε­λευ­θέ­ρω­σης του αγα­πη­μέ­νου της αδελφού.

     Οι Άγιοι της Μαφίας

   Οι Άγιοι της Μαφί­ας (The Many Saints of Newark) Αστυ­νο­μι­κό δρά­μα, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Άλαν Τέι­λορ, με τους Αλε­σά­ντρο Νιβό­λα, Λέσλι Οντομ Τζ., Κόρεϊ Στολ, Μάικλ Γκα­ντολ­φί­νι κ.ά.

Δια­ψεύ­δο­ντας κάθε προσ­δο­κία, ακό­μη και στους φαν της μακρο­χρό­νιας πετυ­χη­μέ­νης σει­ράς “Sorpanos”, αυτό το πρί­κου­ελ, με την παι­δι­κή και νεα­νι­κή ηλι­κία του Τόνι Σοπρά­νο, όχι μόνο είναι αχρεί­α­στο αλλά και παρά­δειγ­μα πώς σε μια ται­νία, που έχει τις βάσεις για ‑αν μη τι άλλο- ένα αξιο­πρε­πές κινη­μα­το­γρα­φι­κό προ­ϊ­όν, μπο­ρούν να πάνε όλα στρα­βά και ανάποδα.

 Το προ­χει­ρο­γραμ­μέ­νο και ορι­σμέ­νες φορές εντε­λώς ανού­σιο σενά­ριο, μας γυρί­ζει στη δεκα­ε­τία του ’60, σε μια ταραγ­μέ­νη περί­ο­δο, με τους μαύ­ρους να αντι­δρούν στη ρατσι­στι­κή βία και επι­κε­ντρώ­νε­ται στο πρό­σω­πο του μαφιό­ζου Ντί­κι Μολ­τι­σά­ντι, τον αγα­πη­μέ­νο θείο του νεα­ρού Τόνι, που τον επη­ρε­ά­ζει καθο­ρι­στι­κά, μη γνω­ρί­ζο­ντας το απο­τρό­παιο πρό­σω­πό του, που έκρυ­βε απ’ όλη την οικογένεια.

Η ενδια­φέ­ρου­σα επο­χή στα τέλη του ’60, που σημειώ­νο­νται αλλα­γές ακό­μη και στην εγκλη­μα­τι­κή δρά­ση, οι μαζώ­ξεις της φαμί­λιας, τα φονι­κά, οι ενδο­οι­κο­γε­νεια­κές προ­στρι­βές, οι παρά­νο­μοι και μη έρω­τες, που έρχο­νται να φορ­τώ­σουν το φιλμ, χάνουν κάθε δυνα­μι­κή απ’ τις πρώ­τες σκη­νές, που γεμί­ζουν με γκρο­τέ­σκα υπερ­βο­λή, με τους ηθο­ποιούς να παρω­δούν ουσια­στι­κά τους Ιτα­λο­α­με­ρι­κά­νους της επο­χής και ξεπερ­νούν τα όρια της καρικατούρας.

Από κει και πέρα, η ται­νία είναι γεμά­τη από τετριμ­μέ­να κλι­σέ των μαφιό­ζι­κων φιλμ, απο­σπα­σμα­τι­κή, δίχως αφη­γη­μα­τι­κή συνέ­χεια, με ανού­σιες επα­να­λή­ψεις, σκη­νο­θε­τι­κά φλύ­α­ρη, επι­λέ­γο­ντας πολ­λές φορές εύκο­λες λύσεις, λες και απευ­θύ­νε­ται σε νηπια­κό κοι­νό, αφή­νο­ντας τους χαρα­κτή­ρες ξεκρέ­μα­στους, ακό­μη και στα προφανή.

   Ο Τέι­λορ, δεί­χνει ανέ­τοι­μος να δια­χει­ρι­στεί το θέμα του, πλα­τειά­ζει, αφή­νει κενά στην ιστο­ρία του, ενώ φορ­τώ­νει με άχρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες το φιλμ και ορι­σμέ­νες φορές γίνε­ται αφό­ρη­τα πλη­κτι­κός, ενώ προ­κα­λεί εντύ­πω­ση ότι μπο­ρεί να έχει τη μια στιγ­μή μία εξαί­ρε­τη σκη­νή (αυτές δεν είναι και πολ­λές) και αμέ­σως μετά να σε προ­σγειώ­νει ανώ­μα­λα με ερα­σι­τε­χνι­κά πλά­να και το κυριό­τε­ρο, με ακα­τα­νό­η­τες ανοη­σί­ες, που δεν προ­σφέ­ρουν τίπο­τα στην ιστο­ρία του.

Οι ανδρι­κές ερμη­νεί­ες ‑ανά­με­σά τους και ο γιος του Τζέιμς Γκα­ντολ­φί­νι, Μάικλ στο ρόλο του νεα­ρού Τόνι Σοπρά­νο- ακό­μη και έμπει­ρων κατα­ξιω­μέ­νων ηθο­ποιών, στο σύνο­λό τους κακές, εν αντι­θέ­σει με τις γυναι­κεί­ες, που χωρίς να είναι κάτι το ιδιαί­τε­ρο, στέ­κο­νται επαρ­κώς, ξεφεύ­γο­ντας από την υπερ­βο­λή και την μπρου­τάλ βαρ­βα­τί­λα και γελοιό­τη­τα που τις περιβάλλει.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο νεα­ρός Τόνι Σοπρά­νο μεγα­λώ­νει σε μία από τις πιο ταρα­χώ­δεις περιό­δους στην ιστο­ρία του Νιού­αρκ και ανδρώ­νε­ται, καθώς αντί­πα­λες συμ­μο­ρί­ες ανε­λίσ­σο­νται και διεκ­δι­κούν την εξου­σία από την πανί­σχυ­ρη εγκλη­μα­τι­κή οργά­νω­ση των Ντι­Μέο, που κυριαρ­χεί στη διχα­σμέ­νη από τον ρατσι­σμό πόλη. Εγκλω­βι­σμέ­νος σε μία επο­χή που αλλά­ζει ραγδαία είναι ο θεί­ος που θαυ­μά­ζει, ο Ντί­κι Μολ­τι­σά­ντι, ο οποί­ος παλεύ­ει να αντα­πο­κρι­θεί στις επαγ­γελ­μα­τι­κές και προ­σω­πι­κές του υπο­χρε­ώ­σεις. Η επιρ­ροή που ασκεί στον ανι­ψιό είναι τέτοια που ο θεί­ος θα πλά­σει τον εύπι­στο έφη­βο και θα τον μετα­μορ­φώ­σει στον πανί­σχυ­ρο αρχι­μα­φιό­ζο, τον Τόνι Σοπράνο.

      Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

      Karditsa Forever. Χοντρο­κομ­μέ­νη, τηλε­ο­πτι­κής αισθη­τι­κής, ελλη­νι­κή φαρ­σο­κω­μω­δία του 2021, σε σκη­νο­θε­σία του Στρά­του Μαρ­κί­δη, που θέλει να επα­να­λά­βει την επι­τυ­χία του 2010, όταν το “I Love Karditsa” έκο­βε 350.000 εισι­τή­ρια. Χωρίς να προ­σθέ­τει τίπο­τα το και­νούρ­γιο, με το φτη­νό χιού­μορ και δια­λό­γους- ανέκ­δο­τα που ακού­γο­νται σε στρα­τό­πε­δο νεο­συλ­λέ­κτων να παρε­λαύ­νουν, όπως και οι τηλε­περ­σό­νες δίπλα στους πρω­τα­γω­νι­στές τής ται­νί­ας, οι παρα­γω­γοί ποντά­ρουν για ακό­μη μία φορά σε ένα κοι­νό που διψά να γελά­σει με οτι­δή­πο­τε και να ξεχά­σει έστω και για περί­που δυο ώρες ‑ούτε λεπτό παρα­πά­νω- τα καθη­με­ρι­νά του προ­βλή­μα­τα. Για ακό­μη μια φορά, το δαι­μό­νιο του Έλλη­να, ίντρι­γκες, απά­τες, σκάν­δα­λα, κρυ­φά πάθη με φόντο κάποιο χωριό της Καρ­δί­τσας, στην ταλαί­πω­ρη μεγά­λη οθό­νη. Παί­ζουν οι Θανά­σης Βισκα­δου­ρά­κης, Λευ­τέ­ρης Ελευ­θε­ρί­ου, Τάσος Κωστής, Τάνια Τρύ­πη, Δανάη Παπ­πά, Κων­στα­ντί­νος Καζά­κος κ.ά.

      Βαβέλ: Από τη Σιω­πή στην Έκρη­ξη. Ντο­κι­μα­ντέρ από τον Μελέ­τη Μοί­ρα για το θρυ­λι­κό περιο­δι­κό κόμικς “Βαβέλ”, που προ­βάλ­λε­ται απο­κλει­στι­κά στο σινέ Ανδό­ρα. Οι άνθρω­ποι που έστη­σαν το έντυ­πο και δού­λε­ψαν με πάθος για αυτό, μιλούν για την ιστο­ρία του, για την πρώ­τη του έκδο­ση, στις αρχές του 1981, μέχρι το τελευ­ταίο τεύ­χος 27 χρό­νια μετά, αλλά και για την επί­δρα­ση που είχε στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία και ειδι­κά στους νεότερους.

Πηγή: ΑΠΕ

che guevara 008

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο