Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Υπέροχες ανθρώπινες ιστορίες και κλασικός «Πολίτης Κέιν»

Τρεις σημα­ντι­κές δημιουρ­γί­ες και ένα έξο­χο ντο­κι­μα­ντέρ από τη Χιλή, έρχο­νται αυτή την εβδο­μά­δα στους κινη­μα­το­γρά­φους. Πρό­κει­ται για τις ται­νί­ες «Περα­σμέ­νες Ζωές» της Σελίν Σονγκ, «Shayda» της Νού­ρα Νια­σά­ρι, «Ξερά Χόρ­τα» του Νού­ρι Μπίλ­γκε Τσεϊ­λάν, καθώς και το ντο­κι­μα­ντέρ «Η Φαντα­στι­κή Χώρα μου» του σπου­δαί­ου ντο­κι­μα­ντε­ρί­στα Πατρί­σιο Γκουζ­μάν. Επί­σης, προ­βάλ­λο­νται ακό­μη τέσ­σε­ρις νέες ται­νί­ες, ενώ σε επα­νέκ­δο­ση προ­βάλ­λε­ται και το κλα­σι­κό αρι­στούρ­γη­μα, ανε­ξί­τη­λο στον χρό­νο, «Πολί­της Κέιν» του Όρσον Γουέλς.

Περα­σμέ­νες Ζωές

(“Past Lives”) Αισθη­μα­τι­κό δρά­μα, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Σελίν Σονγκ, Τεό Γιου, Γκρέ­τα Λι, Τζον Μάγκα­ρο κα.

Απλώς υπέ­ρο­χη. Μια ται­νία έμπλεη συναι­σθη­μά­των, που η απλό­τη­τα και η αφο­πλι­στι­κή ανθρω­πιά της, το λιτό και ευαί­σθη­το σενά­ριό της, θυμί­ζει εντό­νως τις μεγά­λες ρομα­ντι­κές δρα­μα­τι­κές δημιουρ­γί­ες ενός σινε­μά που νομί­ζα­με ότι έχει απο­κτή­σει μου­σεια­κή αξία. Πρέ­πει να πάμε πολύ πίσω, ίσως και στη δεκα­ε­τία του ’70, για να αισθαν­θού­με τέτοια συγκί­νη­ση, τέτοια ανθρω­πιά και μάλι­στα ανα­νε­ω­μέ­νη με μία ιδιαί­τε­ρη φρεσκάδα.

Μπο­ρεί η παρα­γω­γή να έχει γίνει στην Αμε­ρι­κή, αλλά η ται­νία θα πρέ­πει να χρε­ω­θεί εξ ολο­κλή­ρου στην 35χρονη Νοτιο­κο­ρε­ά­τισ­σα Σελίν Σονγκ, που κάνει ένα εντυ­πω­σια­κό ντε­μπού­το, ανα­στα­τώ­νο­ντας το φεστι­βάλ Βερο­λί­νου, στο οποίο προ­τά­θη­κε και για τη Χρυ­σή Άρκτο.

Η ανά­λα­φρη και συνά­μα στο­χα­στι­κή ται­νία, δια­θέ­τει αρκε­τά από τα βιώ­μα­τα της Σονγκ, η οποία αξί­ζει ειδι­κή μνεία όχι μόνο για το σπου­δαίο απο­τέ­λε­σμα, αλλά και για­τί κρά­τη­σε από την παι­δι­κή της μνή­μη, τα νιά­τα της, μια ιστο­ρία που μας θυμί­ζει ότι πέρα από το σεξ, υπάρ­χει και η ανι­διο­τε­λής φιλία, ο έρω­τας, με την πλα­τω­νι­κή του διά­στα­ση, τα αγνά συναι­σθή­μα­τα και η ανε­ξί­τη­λη σχέ­ση με τις ρίζες μας, την ταυ­τό­τη­τα που θα μας καθο­ρί­ζει για πάντα.

Το στό­ρι θέλει την 11χρονη Ναν, να μετα­να­στεύ­ει από τη Νότια Κορέα, με τους γονιούς της, δύο κατα­ξιω­μέ­νους καλ­λι­τέ­χνες, στον Κανα­δά, χάνο­ντας έναν καλό φίλο και συμ­μα­θη­τή της, τον Χέι-Σανγκ, που όλοι πίστευαν ότι ήταν ερω­τευ­μέ­νοι. Η Ναν, έπει­τα από 12 χρό­νια θα μετα­κο­μί­σει στη Νέα Υόρ­κη, αλλά­ζο­ντας το όνο­μά της σε Νόρα, για να εξε­λι­χθεί ως συγ­γρα­φέ­ας. Από ένα περί­ερ­γο παι­χνί­δι της τύχης, θα αρχί­σουν και πάλι να επι­κοι­νω­νούν μέσω Skype, να συνει­δη­το­ποιούν ότι η σχέ­ση τους παρα­μέ­νει δυνα­τή, αλλά θα ξανα­κό­ψουν από­το­μα την επα­φή τους, για να ανα­νε­ώ­σουν το ραντε­βού τους στο απώ­τε­ρο μέλ­λον. Κάτι που θα γίνει, όταν πια έχουν περά­σει ακό­μη 12 χρό­νια, η Ναν έχει παντρευ­τεί έναν Αμε­ρι­κά­νο συνά­δελ­φό της κι ο Χέι-Σανγκ έχει μπει στη ρου­τί­να της ενή­λι­κης ζωής. Όμως, ο παι­δι­κός του έρω­τας ανα­θερ­μαί­νε­ται και η Ναν ακό­μη και παντρε­μέ­νη νιώ­θει την έλξη του πρώ­του αγνού έρω­τα. Έτσι, ο Χέι-Σανγκ θα ταξι­δέ­ψει στη Νέα Υόρ­κη, για μια συνά­ντη­ση που θα γεμί­σει το κενό της ζωής του και για­τί εκτός από τον ίδιο και η Ναν πιστεύ­ει στο «ιν γιουν», στο κάρ­μα δυο ανθρώ­πων, που δεν μπο­ρεί ποτέ να διακοπεί.

Φαι­νο­με­νι­κά μία ρομα­ντι­κή δρα­με­ντί, αλλά ουσια­στι­κά μια ται­νία πολύ πιο διεισ­δυ­τι­κή, πνευ­μα­τώ­δης, με μελε­τη­μέ­νους χαρα­κτή­ρες και σενά­ριο ψιλο­βε­λο­νιά από την ίδια τη σκη­νο­θέ­τι­δα. Οικεί­οι χαρα­κτή­ρες, που ανταλ­λά­σουν ειλι­κρι­νά συναι­σθή­μα­τα, παρό­τι τους χωρί­ζει η από­στα­ση, τους απο­μα­κρύ­νει το πεπρωμένο.

Μια ται­νία, που ξεφεύ­γει από τα νοση­ρά ή παρακ­μια­κά φαι­νό­με­να που συνη­θί­ζουν να μας μετα­δί­δουν οι νοτιο­κο­ρε­ά­τι­κες ται­νί­ες τελευ­ταί­ως, καθώς όλα κυλούν ήρε­μα, με εγκαρ­διό­τη­τα, ευγε­νι­κά αισθήματα.

Είναι τόση η σκη­νο­θε­τι­κή δύνα­μη και το ψυχο­λο­γι­κό ψηλά­φι­σμα των ηρώ­ων, η εκμε­τάλ­λευ­ση του θαυ­μα­στού σενα­ρί­ου, που νομί­ζεις ότι δεν χρειά­ζε­σαι μετά­φρα­ση από τα κορε­ά­τι­κα, για να κατα­λά­βεις την υπό­θε­ση, τα συναι­σθή­μα­τα των ηρώ­ων, την ελα­φρά μελαγ­χο­λι­κή κατά­λη­ξη, η οποία, όμως, τελι­κώς απε­λευ­θε­ρώ­νει και τους δυο πρω­τα­γω­νι­στές και για­τί όχι και τα ευγε­νή αισθή­μα­τα που κρα­τά­με κρυμ­μέ­να ως άμυ­να από τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τον σύγ­χρο­νο τρό­πο ζωής.

Αν και άγνω­στοι οι δυο πρω­τα­γω­νι­στές, ο Τεό Γιου και η Γκρέ­τα Λι, που δια­θέ­τουν και μια ξεχω­ρι­στή φωτο­γέ­νεια, δίνουν την αίσθη­ση ότι τους γνω­ρί­ζεις πολύ καλά και σίγου­ρα παρα­δί­δουν δυο εκπλη­κτι­κές ερμη­νεί­ες, συμ­βάλ­λο­ντας στο υπέ­ρο­χο απο­τέ­λε­σμα της ται­νί­ας, μίας απο­θέ­ω­σης του ανθρω­πι­σμού που πλέ­ον εκλείπει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Νόρα και ο Χε-Σαν, δύο βαθιά συν­δε­δε­μέ­νοι παι­δι­κοί φίλοι, χωρί­ζο­νται όταν η οικο­γέ­νεια της Νόρα μετα­να­στεύ­ει από τη Νότια Κορέα. Δύο δεκα­ε­τί­ες μετά, επα­να­συν­δέ­ο­νται στη Νέα Υόρ­κη και περ­νά­νε μία μοι­ραία εβδο­μά­δα, καθώς βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­ποι με το πεπρω­μέ­νο, την αγά­πη και τις επι­λο­γές που καθο­ρί­ζουν μία ζωή.

Shayda

(“Shayda”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, αυστρα­λια­νής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Νού­ρα Νια­σά­ρι, με τους Ζαρ Αμίρ Εμπρα­χί­μι, Οσά­μα Σάμι, Ρίνα Μου­σά­βι, Μοζε­άν Αρία κα.

Άξια μαθή­τρια του σημα­ντι­κό­τε­ρου ίσως αεί­μνη­στου Ιρα­νού σκη­νο­θέ­τη, Αμπάς Κια­ρο­στά­μι, η νεα­ρή Νού­ρα Νια­σά­ρι, στο σκη­νο­θε­τι­κό της ντε­μπού­το, μας ξαφ­νιά­ζει ευχά­ρι­στα, αν και στην ται­νία της μας διη­γεί­ται μία επώ­δυ­νη ιστο­ρία, αλλά τόσο ανθρώ­πι­νη και ψυχω­μέ­νη, που θα συντα­ρά­ξει το κοινό.

Η Νια­σά­ρι, που γεν­νή­θη­κε στην Τεχε­ρά­νη και σε μικρή ηλι­κία μετα­νά­στευ­σε με τη μητέ­ρα της στην Αυστρα­λία, μετα­φέ­ρει τα προ­σω­πι­κά της βιώ­μα­τα στην οθό­νη, αφή­νο­ντας στην άκρη τα δικά της ψυχι­κά τραύ­μα­τα, για να ανα­δεί­ξει τη γεν­ναιό­τη­τα μιας μητέ­ρας, μιας νέας γυναί­κας, που θα πρέ­πει να βρει ένα απα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος για να αντι­με­τω­πί­σει έναν κόσμο εχθρικό.

Ηρω­ί­δα της, μία Ιρα­νή μετα­νά­στρια, νέα γυναί­κα και μητέ­ρα. Δηλα­δή, το ιδα­νι­κό θύμα για τις σκλη­ρό­τα­τες κοι­νω­νί­ες, τους απρό­σω­πους θεσμούς, το αδυ­σώ­πη­το σύστη­μα εκμε­τάλ­λευ­σης. Μια γυναί­κα, που κρύ­βε­ται, με την κόρη της, σε μια δομή φιλο­ξε­νί­ας στην Αυστρα­λία, για να ξεφύ­γει από τον κακο­ποι­η­τι­κό σύζυ­γό της και πρέ­πει να παλέ­ψει με όλους, να αντι­με­τω­πί­σει την εφιαλ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να κρα­τή­σει κοντά της την κόρη της.

Χωρίς φλυα­ρί­ες ή δακρύ­βρε­χτους μελο­δρα­μα­τι­σμούς, η Νια­σά­ρι, μας εισα­γά­γει αμέ­σως στο αγω­νιώ­δες κλί­μα της ιστο­ρί­ας της, που κλι­μα­κώ­νε­ται συνε­χώς και άψογα.

Ο καθη­με­ρι­νός αγώ­νας της ηρω­ί­δας, οι δυσκο­λί­ες (η αδυ­να­μία του δικα­στι­κού συστή­μα­τος να προ­στα­τεύ­σει ουσια­στι­κά τις γυναί­κες — θύμα­τα της ενδο­οι­κο­γε­νεια­κής βίας), η σκλη­ρή καθη­με­ρι­νό­τη­τα, κατα­δει­κνύ­ουν την απάν­θρω­πη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα υμνούν την αγά­πη της μητέ­ρας προς την κόρη, την ιερό­τη­τα της μητρό­τη­τας, το νήμα της ζωής με την ελπίδα.

Πανά­ξια συμπα­ρα­στά­τρια η πρω­τα­γω­νί­στρια Ζαρ Αμίρ Ιμπρα­ΐ­μι, η έξο­χη Ιρα­νο­γαλ­λί­δα ηθο­ποιό — την απο­λαύ­σα­με πέρ­σι στην «Ιερή Αρά­χνη» — που η αυθε­ντι­κή της ερμη­νεία συγκι­νεί και θα την κατα­στή­σει σύμ­βο­λο όλων των γυναι­κών, που παλεύ­ουν για το παι­δί τους, τη ζωή τους, την ελευ­θε­ρία και ανοί­γει μία μικρή χαρα­μά­δα φωτός στα γενι­κευ­μέ­να σκοτάδια.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια Ιρα­νή μετα­νά­στρια κρύ­βε­ται με την κορού­λα της σε μια δομή φιλο­ξε­νί­ας γυναι­κών στην Αυστρα­λία, προ­κει­μέ­νου να ξεφύ­γει από τον κακο­ποι­η­τι­κό της σύζυ­γο. Η θέση της είναι δύσκο­λη: Αν γυρί­σει στην πατρί­δα της, θα χάσει την κηδε­μο­νία του παι­διού της. Αν μεί­νει στην Αυστρα­λία, ο άντρας της δεν πρέ­πει να μάθει για το κρη­σφύ­γε­τό της έως ότου ολο­κλη­ρω­θούν οι δια­δι­κα­σί­ες της για διαζύγιο.

Ξερά Χόρ­τα

(“About Dry Grasses”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, τουρ­κι­κής και διε­θνούς συμπα­ρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Νού­ρι Μπίλ­γκε Τσεϊ­λάν, με τους Nτε­νίζ Τσέ­λιο­γλου, Μέρ­βε Ντιζ­ντάρ, Μου­σάμπ Εκί­τσι κα.

Με την τελευ­ταία του ται­νία, που προ­βλή­θη­κε στο επί­ση­μο δια­γω­νι­στι­κό τμή­μα τού φετι­νού φεστι­βάλ Καν­νών, ο Νού­ρι Μπίλ­γκε Τσεϊ­λάν πιστο­ποιεί ότι είναι ο μεγα­λύ­τε­ρος εν ζωή δημιουρ­γός στην Τουρκία.

Στην όγδοη ται­νία του, ο Τσεϊ­λάν, ο οποί­ος εκτι­μά­ται ιδιαι­τέ­ρως στις Κάν­νες, όπου το 2014 κέρ­δι­σε και τον Χρυ­σό Φοί­νι­κα για την υπέ­ρο­χη «Χει­με­ρία Νάρ­κη», ξεδι­πλώ­νει, με τη σκη­νο­θε­τι­κή του δεξιο­τε­χνία, ένα φλο­γε­ρό δρά­μα, ένα λυρι­κό έπος τριών ωρών, βασι­σμέ­νος στο προ­σω­πι­κό ημε­ρο­λό­γιο ενός δάσκαλου.

Ο Σαμέτ, ένας μεσή­λι­κας δάσκα­λος καλ­λι­τε­χνι­κών, που δια­νύ­ει τον τέταρ­το χρό­νο της υπο­χρε­ω­τι­κής θητεί­ας του σε ένα παρα­δο­σια­κό οικι­σμό στα βάθη της Ανα­το­λί­ας, εκεί που υπάρ­χουν μόνο δυο επο­χές, ο βαρύς χει­μώ­νας και το καυ­τό καλο­καί­ρι, ονει­ρεύ­ε­ται μια μετά­θε­ση στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ενώ έχει μία απρε­πή εμμο­νή με μία μαθή­τριά του. Όταν στην τσά­ντα του 14χρονου κορι­τσιού βρε­θεί ένα ερω­τι­κό σημεί­ω­μα, οι φαντα­σιώ­σεις του Σαμέτ φου­ντώ­νουν, ενώ μία συνά­δελ­φός του τον βοη­θά­ει να ανα­θε­ω­ρή­σει τις αντι­λή­ψεις του.

Ο Τσεϊ­λάν, ανα­πτύσ­σει, με τους γνω­στούς πλέ­ον ρυθ­μούς των μεγά­λων σε έκτα­ση δια­λο­γι­κών σκη­νών, το πυκνο­γραμ­μέ­νο σενά­ριό του, κορυ­φώ­νο­ντας κάθε φορά τη δρα­μα­τουρ­γία και το ενδια­φέ­ρον του θεα­τή, για να προ­ω­θή­σει τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του γύρω από τη διαρ­κή σύγκρου­ση του ατο­μι­κού με το συλ­λο­γι­κό, τις μικρές ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες, την υπο­κρι­σία που φωλιά­ζει ακό­μη και σε αυτούς που βρί­σκο­νται ακό­μη και απέ­να­ντι στο καθιε­ρω­μέ­νο σύστη­μα εξου­σί­ας, τους εκπρο­σώ­πους μίας εγγε­νής υποκρισίας.

Η αφη­γη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα του Τούρ­κου σκη­νο­θέ­τη είναι συναρ­πα­στι­κή, που κάνει τα 197 λεπτά διάρ­κειας της ται­νί­ας να φαί­νο­νται λίγα, καθώς κατα­φέρ­νει να απλώ­σει το πορ­τρέ­το μίας ολό­κλη­ρης χώρας, που βρί­σκε­ται στο μεταίχ­μιο της ιστο­ρί­ας, αλλά με απαι­σιό­δο­ξη προοπτική.

Η ται­νία δια­θέ­τει μία ξεχω­ρι­στή χάρη, ο Τσεϊ­λάν δεν αφή­νει τίπο­τα στην τύχη, από την εκμε­τάλ­λευ­ση του φυσι­κού σκη­νι­κού, τις παγω­μέ­νες στέ­πες της Ανα­το­λί­ας, μέχρι το κέντρο της ιστο­ρί­ας του, ένα σχο­λείο, σύμ­βο­λο της εκπαί­δευ­σης, που απλώς δια­θέ­τει κανό­νες ή ακό­μη και τον πρω­τα­γω­νι­στή του, που δεν θέλει τη συμπά­θειά μας αλλά την κατα­νό­η­σή μας. Κατέ­χο­ντας την τέχνη του σινε­μά στα δάχτυ­λα και με την ωρι­μό­τη­τα ενός σκη­νο­θέ­τη που δεν έχει πλέ­ον να απο­δεί­ξει τίπο­τα, ο Τσεϊ­λάν παί­ζει με τις επο­χές, καθώς το χιό­νι σκε­πά­ζει το σφρί­γος μιας χώρας και η κάψα του καλο­και­ριού μαραί­νει τα όνει­ρα, ενώ ανα­ζη­τεί­ται η άνοι­ξη της ελπί­δας και το φθι­νό­πω­ρο που θα φέρει μια ισορ­ρο­πία στη σχέ­ση ενός έθνους που γιγα­ντώ­νε­ται αλλά δεί­χνει εύθραυ­στο όταν εστιά­ζει στην πραγ­μα­τι­κή ζωή.

Εξαι­ρε­τι­κές ερμη­νεί­ες και ειδι­κά από την Μερ­βέ Ντιζ­ντάρ, η οποία κέρ­δι­σε και το βρα­βείο στις Κάν­νες, με τη φυσι­κό­τη­τά της και την αφο­πλι­στι­κή παρου­σία της.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας νεα­ρός δάσκα­λος ελπί­ζει πως θα διο­ρι­στεί στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, έπει­τα από την υπο­χρε­ω­τι­κή του θητεία σε ένα μικρό χωριό. Μετά από πολ­λή ανα­μο­νή, χάνει κάθε ελπί­δα από­δρα­σης από αυτή τη μου­ντή ζωή. Ωστό­σο, η συνά­δελ­φός του Νου­ράι, τον βοη­θά­ει ανα­θε­ω­ρή­σει τις αντι­λή­ψεις του.

Η Φαντα­στι­κή Χώρα μου

(“My Imaginary Country”) Ντο­κι­μα­ντέρ, χιλια­νής και γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Πατρί­σιο Γκουζμάν.

Ακό­μη ένα συγκλο­νι­στι­κό ντο­κι­μα­ντέρ από τον σπου­δαίο σκη­νο­θέ­τη Πατρί­σιο Γκουζ­μάν, αυτή τη φορά για τη λαϊ­κή δια­μαρ­τυ­ρία, που έλα­βε δια­στά­σεις εξέ­γερ­σης το 2019 στη χώρα του.

Η ται­νία, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο φεστι­βάλ Καν­νών του 2022, αφη­γεί­ται με θέρ­μη και διεισ­δυ­τι­κή ματιά, το ξέσπα­σμα ενός λαού που έχει υπο­στεί τα πάν­δει­να και κυρί­ως ανα­δει­κνύ­ει τη συμ­βο­λή των γυναι­κών, που μπή­καν μπρο­στά, μαζί με τη νεο­λαία στον αγώνα.

Το ντο­κι­μα­ντέρ, του μετρ του είδους Γκουζ­μάν («Νοσταλ­γώ­ντας το Φως», «Το Μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο Κου­μπί», «Η Ορο­σει­ρά των Ονεί­ρων»), είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από μία κατα­γρα­φή των γεγο­νό­των, που ξεκί­νη­σαν από τους μαθη­τές και σπου­δα­στές, αντι­δρώ­ντας στην αύξη­ση των τιμών των εισι­τη­ρί­ων στο μετρό, τη στα­γό­να που ξεχεί­λι­σε το ποτή­ρι, στις ανάλ­γη­τες πολι­τι­κές της κυβέρ­νη­σης. Μια χώρα, που πλη­γώ­θη­κε αφά­ντα­στα, όταν μια ξενό­φερ­τη χού­ντα, πριν από μισό ακρι­βώς αιώ­να, εκτός από νεκρούς και ανεί­πω­τα βασα­νι­στή­ρια, εγκα­θί­δρυ­σε ένα αστυ­νο­μι­κό κρά­τος, σκό­τω­σε την ελευ­θε­ρία και επέ­βα­λε ένα οικο­νο­μι­κό και θανα­τη­φό­ρο πεί­ρα­μα στην οικονομία.

Τέτοιες μέρες (11 Σεπτεμ­βρί­ου του 1973) ο εκλεγ­μέ­νος λαϊ­κός ηγέ­της και πρό­ε­δρος της Χιλής, Σαλ­βα­ντόρ Αλιέ­ντε έπε­φτε νεκρός στα συντρίμ­μια του προ­ε­δρι­κού μεγά­ρου, έπει­τα από έναν ανε­λέ­η­το βομ­βαρ­δι­σμό, από δυνά­μεις των πρα­ξι­κο­πη­μα­τιών που επέ­βα­λαν τον χασά­πη Πινοσέτ.

Από τότε και από τους αιμα­το­βαμ­μέ­νους αγώ­νες του λαού της Χιλής, πέρα­σαν πολ­λά χρό­νια, το οικο­νο­μι­κό πεί­ρα­μα, είχε φέρει τα απο­τε­λέ­σμα­τά του.

Οι ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, που έγι­ναν παντού, έφτα­σαν μέχρι και την εκπαί­δευ­ση. Για να σπου­δά­σει κάποιος πρέ­πει να δανει­στεί από τις τρά­πε­ζες. Οι νέοι ζουν σε συν­θή­κες φτώ­χειας. Οι δια­δη­λώ­σεις του 2019, μπο­ρεί να ξεκί­νη­σαν από το ακρι­βό εισι­τή­ριο, αλλά εξε­λί­χθη­καν σε απαί­τη­ση για περισ­σό­τε­ρη δημο­κρα­τία και κοι­νω­νι­κή ισό­τη­τα, στοι­χειώ­δες κοι­νω­νι­κό κρά­τος και ευκαι­ρί­ες για δου­λειά. Εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πων γέμι­σαν πλα­τεί­ες και κεντρι­κές λεω­φό­ρους — αυτή τη φορά δίχως κομ­μα­τι­κή κάλυ­ψη. Οι δια­δη­λω­τές υπο­στη­ρί­ζουν ότι δεν εμπι­στεύ­ο­νται τους πολι­τι­κούς, που τους έχουν που­λή­σει επα­νει­λημ­μέ­νως, η εξέ­γερ­ση είναι αυθόρ­μη­τη. Και σε αυτή τη λαϊ­κή κινη­το­ποί­η­ση πρω­τα­γω­νι­στούν οι γυναί­κες, όλων των ηλι­κιών, που πλήτ­το­νται περισ­σό­τε­ρο απ’ όλους. Οι γυναί­κες μιλούν για την ισό­τη­τα, την αυτο­διά­θε­ση στο σεξ, στο σώμα τους, την απαί­τη­ση για στέ­γα­ση, το μεγά­λω­μα των παι­διών τους, την εξά­λει­ψη της κρα­τι­κής βίας.

Όμως, αυτό που ανα­στα­τώ­νει ελπι­δο­φό­ρα τον Γκουζ­μάν είναι η συγκι­νη­τι­κή επα­να­σύν­δε­ση του λαού της Χιλής με την ψυχή του, τα συστα­τι­κά ενός περή­φα­νου λαού, που θέλει να βγει ξανά στους δρό­μους, απέ­να­ντι στα όπλα, να βρει την ανα­πνοή του, να κερ­δί­σει και πάλι την αξιο­πρέ­πειά του.

Dogman

(“Dogman”) Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Λικ Μπε­σόν, με τους Κέι­λεμπ Λάντρι Τζό­ουνς, Κρί­στο­φερ Ντέ­ναμ, Τσαρλς Γκρέι κα.

Απο­θέ­ω­ση της παρα­δο­ξό­τη­τας, της αμε­τρο­έ­πειας και των υπερ­βο­λών, σε ένα δρα­μα­τι­κό θρί­λερ που ξεπερ­νά τα όρια ενός άκρα­του παρα­λο­γι­σμού. Ο Λικ Μπε­σόν, από το «Απέ­ρα­ντο Γαλά­ζιο», τη «Νικί­τα», το «Λεόν» μέχρι το «Πέμ­πτο Στοι­χείο», δεν θα διστά­σει ποτέ να βάλει το στοί­χη­μα με την υπερ­βο­λή, αλλά αυτή τη φορά έφτα­σε η ώρα να χάσει ακό­μη και την όποια φήμη τού έχει απομείνει.

Ένας άντρας, που του αρέ­σει να μεταμ­φιέ­ζε­ται, θα συλ­λη­φθεί από την αστυ­νο­μία ντυ­μέ­νος Μέρι­λιν Μον­ρόε, σε κακή κατά­στα­ση και με μια σφαί­ρα στον ώμο. Μια ψυχο­λό­γος της αστυ­νο­μί­ας θα προ­σπα­θή­σει να προ­σεγ­γί­σει το περί­ερ­γο πλά­σμα που ακού­ει στο όνο­μα Ντά­γκλας και που εκτός από την από­κο­σμη όψη, μετα­κι­νεί­ται με αμα­ξί­διο. Πρό­κει­ται για ένα κακο­ποι­η­μέ­νο παι­δί, που μεγά­λω­σε σε μία θρη­σκό­λη­πτη και βίαιη λευ­κή αμε­ρι­κά­νι­κη οικο­γέ­νεια, αλλά και σε ένα κλου­βί μαζί με τα σκυ­λιά του πατέ­ρα του.

Δίχως κανέ­να μέτρο, ίχνος λεπτό­τη­τας ή δρα­μα­τουρ­γι­κής βάσης, ο Μπε­σόν υιο­θε­τεί το ύφος ενός ανε­λέ­η­του γκρο­τέ­σκου, για τη ζωή του ήρωά του, που έχει απο­κτή­σει το χάρι­σμα να επι­κοι­νω­νεί με τους σκύ­λους και ως ενή­λι­κας πλέ­ον έχει μετα­μορ­φω­θεί σε καρι­κα­τού­ρα σού­περ ήρωα και ντραγκ κουίν (η σκη­νή να ερμη­νεύ­ει Έντιθ Πιαφ, έχει πάντως την πλά­κα της και τη σημα­σία της), ενώ χρη­σι­μο­ποιεί τα σκυ­λιά ως το όπλο απέ­να­ντι στις εχθρι­κές συμπεριφορές.

Αλλό­κο­τη αφή­γη­ση, εξω­φρε­νι­κές εικό­νες, χωρίς νόη­μα, σε ένα φιλμ που μοιά­ζει με αυτούς τους μοντέρ­νους πίνα­κες απ’ τους οποί­ους αξί­ζει μόνο το κάδρο. Και στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση δεν υπάρ­χει ούτε πλαί­σιο. Για τις ερμη­νεί­ες ούτε λόγος….

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ντά­γκλας μεγά­λω­σε με έναν βίαιο πατέ­ρα και στρά­φη­κε για αγά­πη στα σκυ­λιά. Έχο­ντας μόλις συλ­λη­φθεί, αφη­γεί­ται την ιστο­ρία του.

Ο Εξορ­κι­στής: Πιστός

(“The Exorcist: Believer”) Ται­νία τρό­μου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ντέι­βιντ Γκόρ­ντον Γκριν, με τους Λέσλι Όντομ Τζού­νιορ, Αν Ντά­ουντ, Τζέ­νι­φερ Νετλς, Ολί­βια Μάρ­καμ, Έλεν Μπέρστιν

Ο Ντέι­βιντ Γκόρ­ντον Γκριν και η γνω­στή εται­ρεία παρα­γω­γής Blumhouse, μετά την επι­τυ­χία της ανα­βί­ω­σης του «Haloween», είπαν να ανα­στή­σουν και τον θρυ­λι­κό «Εξορ­κι­στή» του 1973, μία από τις πιο τρο­μα­χτι­κές ται­νί­ες της δεκα­ε­τί­ας και από τις πλέ­ον εμπο­ρι­κές του είδους.

Σε αυτή την έκτη ται­νία της σει­ράς του «Εξορ­κι­στή», ο Γκριν και η Blumhouse πιά­νουν το νήμα από το αρχι­κό φιλμ, φτιά­χνο­ντας ένα σίκου­ελ, που θα ξυπνή­σει τους εφιάλ­τες και θα ευχα­ρι­στή­σει τους φανα­τι­κούς του είδους. Όπως φαί­νε­ται, όμως, θα πρέ­πει να αρκε­στούν μόνο σε αυτούς, μιας και ο έμπει­ρος Γκριν («Η Νύχτα με τις Μάσκες», «Bones and All») προ­σεγ­γί­ζει τη γνώ­ρι­μη ιστο­ρία ιδιαι­τέ­ρως συμ­βα­τι­κά, σαν μια συρ­ρα­φή των προηγουμένων.

Δυο κορί­τσια που εξα­φα­νί­στη­καν για τρεις μέρες στο δάσος επι­στρέ­φουν στο σπί­τι τους χωρίς καμία εξή­γη­ση και θα αρχί­σουν να παρου­σιά­ζουν σημά­δια δαι­μο­νι­σμού. Ο πατέ­ρας του ενός κορι­τσιού, που το μεγα­λώ­νει μόνος του, μέσα στην από­γνω­σή του, θα απευ­θυν­θεί στο μονα­δι­κό άτο­μο, που έχει βιώ­σει κάτι αντίστοιχο.

Η ται­νία του Γκριν, αφε­νός θα ήταν ιερο­συ­λία να συγκρι­θεί με το πρω­τό­τυ­πο και αφε­τέ­ρου δεί­χνει αδιά­φο­ρη όσο και ξεπε­ρα­σμέ­νη, καθώς αυτό που κατα­τρο­μο­κρά­τη­σε το κοι­νό τη δεκα­ε­τία του ’70 τώρα μοιά­ζει σχε­δόν με παρωδία.

Παρό­τι ούτε η σκη­νο­θε­σία, ούτε οι ερμη­νεί­ες είναι κακές, η ται­νία δεν μπο­ρεί να αγγί­ξει τον θεα­τή, ακό­μη και τον αμύ­η­το, που έπει­τα από το αρχι­κό ξάφ­νια­σμα, αρχί­ζει να συμ­βι­βά­ζε­ται με μία τυπο­ποι­η­μέ­νη ται­νία τρό­μου, που δεν δικαιο­λο­γεί ούτε τη φήμη της ούτε φυσι­κά το υψη­λό μπά­τζετ της παραγωγής.

Μονα­δι­κό ατού της ται­νί­ας απο­τε­λεί η ύπαρ­ξη της Έλεν Μπέρ­στιν, που είχε ερμη­νεύ­σει το ρόλο της Κρις ΜακΝίλ και στο πρω­τό­τυ­πο φιλμ του Φρί­ντ­κιν και η οποία είχε σωστά κρα­τή­σει απο­στά­σεις από προη­γού­με­νες παρα­γω­γές του «Εξορ­κι­στή». Θα πρέ­πει όμως να επα­νε­ξε­τά­σει τη συμ­με­το­χή της στις δυο συνέ­χειες που ετοι­μά­ζει ο Γκριν ειδι­κά αν δεν ανα­νε­ώ­σει με κάποιο τρό­πο το στό­ρι του, δεν βρει και πάλι την έμπνευ­ση, να επα­να­φέ­ρει στην οθό­νη την αγωνία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά τον τρα­γι­κό θάνα­το της εγκύ­ου συζύ­γου του στον φονι­κό σει­σμό στην Αϊτή πριν από 12 χρό­νια, ο Βίκτορ Φίλ­ντινγκ έχει μεγα­λώ­σει μόνος του την κόρη τους, Άντζε­λα. Αλλά όταν η Άντζε­λα και η φίλη της, Κάθριν, εξα­φα­νί­ζο­νται στο δάσος και επι­στρέ­φουν τρεις μέρες αργό­τε­ρα ξεκι­νά­ει μία σει­ρά από αλυ­σι­δω­τά γεγο­νό­τα που θα ανα­γκά­σουν τον Βίκτορ να αντι­με­τω­πί­σει το από­λυ­το κακό και μέσα στην από­γνω­ση να ανα­ζη­τή­σει το μονα­δι­κό άτο­μο που έχει βιώ­σει κάτι αντί­στοι­χο: την Κρις ΜακΝιλ.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Πολί­της Κέιν

(“Citizen Kane”) Από τις ται­νί­ες που έχουν σημα­δέ­ψει τον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο, ένα αρι­στούρ­γη­μα ανε­ξί­τη­λο στον χρό­νο, παρά τα 82 χρό­νια από την πρώ­τη προ­βο­λή της, που επα­να­προ­βάλ­λε­ται σε ψηφια­κές κόπιες. Ο Όρσον Γου­έλς, σε ηλι­κία 25 χρό­νων, θα έρθει με την πρώ­τη του ται­νία να ταρά­ξει τον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο, αφη­γού­με­νος, με εκτε­τα­μέ­να ιδιο­φυή φλας μπακ, την ιστο­ρία ενός μεγι­στά­να του Τύπου, έναν πανί­σχυ­ρο επι­χει­ρη­μα­τία, του Κέιν, μετά τον θάνα­τό του, παρα­πέ­μπο­ντας στον πανί­σχυ­ρο μεγα­λο­εκ­δό­τη της επο­χής Χιρστ. Ο Γου­έλς μιλά απε­ρί­φρα­στα για τη δύνα­μη του Τύπου και τη χει­ρα­γώ­γη­ση, την πολι­τι­κή, τον καπι­τα­λι­σμό, την τρέ­λα της εξου­σί­ας. Η μεγα­λο­φυ­ής σκη­νο­θε­σία του δια­θέ­τει πρω­το­πο­ρια­κές ιδέ­ες. Λήψεις από χαμη­λά και ψηλά, μικραί­νο­ντας ή μεγε­θύ­νο­ντας τον ήρωά του, χρή­ση ευρυ­γώ­νιων φακών, πρω­τό­γνω­ρες μέθο­δοι σκί­α­σης, εστί­α­ση σε αντι­κεί­με­να, που βρί­σκο­νται μακριά, όλα χρή­σι­μα για να περά­σουν τα μηνύ­μα­τα της ται­νί­ας, να μετα­δώ­σουν την ψυχο­λο­γία των χαρα­κτή­ρων. Στο μεγα­λειώ­δες εγχεί­ρη­μα, που σήμε­ρα απο­δει­κνύ­ε­ται πιο επί­και­ρο από ποτέ, συνέ­βα­λαν τα μέγι­στα ο διευ­θυ­ντής φωτο­γρα­φί­ας Γκρεκ Τόλαντ, ο μετέ­πει­τα σημα­ντι­κός σκη­νο­θέ­της Ρόμπερτ Γουάιζ, για το μοντάζ, ο Μπέρ­ναρντ Χέρ­μαν, με την αξιο­μνη­μό­νευ­τη μου­σι­κή του και ο Χέρ­μαν Μάν­κιε­βιτς που συνέ­γρα­ψε το σενά­ριο με τον Γου­έλς. Η ται­νία, που στην επο­χή της πολε­μή­θη­κε λυσ­σα­λέα, θα προ­τα­θεί για εννέα Όσκαρ, αλλά παρα­δό­ξως θα κερ­δί­σει μόνο ένα, αυτό του σενα­ρί­ου. Δίπλα στον ασυ­γκρά­τη­το Γου­έλς, πρω­τα­γω­νι­στεί ο έξο­χος Τζό­ζεφ Κότεν, ενώ χαρα­κτη­ρι­στι­κούς ρόλους κρα­τούν και οι Ντό­ρο­θι Κόμιν­γκορ, Έβε­ρετ Σλό­ουν, Άγκνες Μούρ­χεντ, Γουί­λιαμ Άλαντ.

Άνσελμ

(“Anselm”) Ντο­κι­μα­ντέρ του Βιμ Βέντερς, που προ­βλή­θη­κε σε ειδι­κή προ­βο­λή στο φετι­νό φεστι­βάλ των Καν­νών. Ο κορυ­φαί­ος Γερ­μα­νός σκη­νο­θέ­της, 80άρης πια, θα κάνει ένα αστρα­φτε­ρό ντο­κι­μα­ντέρ για τον συνο­μή­λι­κό του, σημα­ντι­κό εικα­στι­κό, Άνσελμ Κίφερ, ένα μνη­μειώ­δες πορ­τρέ­το για την τέχνη του και τα γιγά­ντια έργα του, σε εκθαμ­βω­τι­κό 3D. Δυο δημιουρ­γοί που ανα­νέ­ω­σαν καθο­ρι­στι­κά την τέχνη, ο πρώ­τος το σινε­μά, ο δεύ­τε­ρος την εικα­στι­κή έκφρα­ση. Ένα φιλμ που θα γοη­τεύ­σει τους θια­σώ­τες της μοντέρ­νας τέχνης και είναι χρή­σι­μο για τους σπου­δα­στές κινηματογράφου.

Το Μεγά­λο Ταξί­δι του Μικρού Γκρίζλι

(“Big Trip: Special Delivery”) Δια­σκε­δα­στι­κή παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, ρωσι­κής και ουγ­γρι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία των Νατά­λια Νίλο­βα και Βασί­λι Ροβέν­σκι. Η λαν­θα­σμέ­νη παρά­δο­ση ενός μωρού από πελαρ­γό οδη­γεί δύο αγα­πη­μέ­νους φίλους, τον αρκού­δο Μικ Μικ και το λαγό Όσκαρ, σε ένα περι­πε­τειώ­δες ταξί­δι και ξέφρε­νη ιστο­ρία. Η ται­νία θα προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελληνικά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο