Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Όταν ο Φεράρι συναντά τα Παιδιά του Χειμώνα

Η επα­νεμ­φά­νι­ση, έπει­τα από οχτώ χρό­νια, του κατα­ξιω­μέ­νου Μάικλ Μαν με το βιο­γρα­φι­κό του δρά­μα «Ferrari» είναι γεγο­νός, όπως και η τελευ­ταία ται­νία του διά­ση­μου Ελλη­νο­α­με­ρι­κά­νου σκη­νο­θέ­τη Μάικλ Πέιν «Τα Παι­διά του Χει­μώ­να». Δύο ται­νί­ες που ανα­μέ­νε­ται να τρα­βή­ξουν δικαιο­λο­γη­μέ­να το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού, από τις έξι συνο­λι­κά που κάνουν από­ψε πρεμιέρα.

Ferrari Δρα­μα­τι­κή βιο­γρα­φι­κή περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάικλ Μαν, με τους Άνταμ Ντράι­βερ, Πενέ­λο­πε Κρουζ, Πάτρικ Ντέ­μπ­σι, Σέι­λιν Γού­ντλεϊ, Γκα­μπριέλ Λεό­νε κα. Ο Μάικλ Μαν, από τους ελά­χι­στους ενα­πο­μεί­να­ντες σκη­νο­θέ­τες που, χωρίς να διεκ­δι­κεί δάφ­νες «δημιουρ­γού» ή ενός ορα­μα­τι­στή του σινε­μά, παρα­μέ­νει ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους μάστο­ρες του χώρου, θυμί­ζο­ντας εν πολ­λοίς στους παλαιό­τε­ρους τον συνε­πώ­νυ­μό του Άντο­νι Μαν ή τον Μάικλ Κέρ­τιζ. Δύσκο­λα θα βρεις ται­νία του, που θα περά­σει αδιά­φο­ρη ή θα είναι μέτρια, ακό­μη και αν δεν είναι σε φόρ­μα, όπως εδώ, παρό­τι έχει για «οδη­γό» έναν Ντράιβερ.

Μετά από οχτώ χρό­νων απου­σί­ας, ο 80άρης πια Μάικλ Μαν, κατα­πιά­νε­ται με τη βιο­γρα­φία του θρυ­λι­κού Έντσο Φερά­ρι, ενός ιδιο­φυούς κατα­σκευα­στή σπορ αυτο­κι­νή­των και οδη­γού αγώ­νων, αλλά και δύσκο­λου ανθρώ­που. Απο­φεύ­γο­ντας την κατα­γρα­φή της πολυ­κύ­μα­ντης ζωής του Φερά­ρι, που θα πλα­τεί­α­ζε και θα έπε­φτε εύκο­λα στη λού­μπα μιας συμ­βα­τι­κής βιο­γρα­φί­ας, ο Μαν θα εστιά­σει το στό­ρι και το ενδια­φέ­ρον του, σε μια καθο­ρι­στι­κή χρο­νιά γι’ αυτόν, το 1967, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τον χαρα­κτή­ρα ενός εσω­στρε­φή και πολύ­πλο­κου άνδρα. Είναι η χρο­νιά που η εται­ρεία του βρί­σκε­ται στα πρό­θυ­ρα χρε­ο­κο­πί­ας, καθώς ξοδεύ­ει περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα απ’ όσα κερ­δί­ζει, αλλά και περισ­σό­τε­ρο γερα­σμέ­νος απ’ όσο πραγ­μα­τι­κά είναι λόγω του θανά­του του γιου του, καθώς και του γάμου του που πάει από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο. Και δεν φτά­νουν αυτά, αλλά πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σει και τον γιο που έχει απο­κτή­σει με την εκτός γάμου ερω­μέ­νη του.

Ο Μαν, που γνω­ρί­ζει όσο λίγοι, να δια­τη­ρεί στα ύψη την αδρε­να­λί­νη στις ται­νί­ες του (θυμη­θεί­τε μόνο τις ται­νί­ες «Έντα­ση», «Η Δια­δρο­μή», «Miami Vice» ή «Ο Τελευ­ταί­ος των Μοϊ­κα­νών») δεί­χνει κάπως την ηλι­κία του. Κατα­φέρ­νει να απο­δώ­σει την επο­χή, αν και λίγο περισ­σό­τε­ρο ιλου­στρα­σιόν απ’ όσο πρέ­πει για την Ιτα­λία της επο­χής εκεί­νης, να δια­τη­ρεί μεγά­λο μέρος τού απα­ρά­μιλ­λου στυλ του, να στρέ­φε­ται στη δρα­μα­τι­κό­τη­τα των σχέ­σε­ων, στην από­γνω­ση του ήρωά του και ορι­σμέ­νες φορές να ανε­βά­ζει τις στρο­φές στα κόκ­κι­να, όταν τα τετρά­τρο­χα θηρία βγά­ζουν όλους τους ίππους τους στο δρόμο.

Το πυκνό σενά­ριο, δίνει τις στέ­ρε­ες βάσεις για ένα συναρ­πα­στι­κό πορ­τρέ­το, ο Μαν ανε­βο­κα­τε­βά­ζει ταχύ­τη­τες, θέλο­ντας να φτιά­ξει ρυθ­μό, να συν­δέ­σει τα γεγο­νό­τα με τα ηθι­κά διλήμ­μα­τα και τις ψυχι­κές δοκι­μα­σί­ες των πρω­τα­γω­νι­στών του, κάτι που κατα­φέρ­νει σε μεγά­λο βαθ­μό, ακό­μη και όταν ο σκη­νο­θε­τι­κός συμπλέ­κτης δεί­χνει να μην υπα­κού­ει πλή­ρως και να δημιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα στο σωστό κρά­τη­μα της ται­νί­ας. Και αυτό διό­τι σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο δεν εμβα­θύ­νουν πάντα στους χαρα­κτή­ρες, ακό­μη και ο Φερά­ρι μοιά­ζει ορι­σμέ­νες φορές ανε­ξε­ρεύ­νη­τος, η εικό­να μοιά­ζει πιο ισχυ­ρή από την ουσία, σαν να βάζει σε ένα μυώ­δες εξω­τι­κό αυτο­κί­νη­το έναν συμ­βα­τι­κό απλώς καλό κινητήρα.

Επί­σης, το κομ­μά­τι της ται­νί­ας που ανα­φέ­ρε­ται στη σχέ­ση του Φερά­ρι με τις δυο γυναί­κες της ζωής του, μπο­ρεί να έχει το ενδια­φέ­ρον του, αλλά δεί­χνει να μην κολ­λά­ει ιδιαί­τε­ρα, καθώς η ταχύ­τη­τα και η γλυ­κιά επα­φή με τον θάνα­το, είναι αυτό που δια­κρί­νει τον ήρωα και όχι ο προ­ο­ρι­σμός για συμ­βί­ω­ση ή την αγά­πη. Υπάρ­χει, όμως και το τελι­κό κομ­μά­τι της ται­νί­ας, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στον από­η­χο του φημι­σμέ­νου αγώ­να Mille Miglia, που θα κρί­νει την ζωή του Έντσο και την τύχη της αυτο­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νί­ας του και ο Μαν ξανα­βρί­σκει τον παλιό καλό εαυ­τό του, μετα­δί­δο­ντας το πάθος και την έντα­ση, τα γνώ­ρι­μα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του κινη­μα­το­γρά­φου του, καθώς συν­δέ­ει με ξεχω­ρι­στή μαε­στρία το σοκα­ρι­στι­κό ατύ­χη­μα στην κούρ­σα με την τελι­κή ανα­μέ­τρη­ση ανά­με­σα στον Φερά­ρι και τη γυναί­κα του Λάου­ρα. Αν ο Άνταμ Ντράι­βερ, απο­δει­κνυό­ταν και καλύ­τε­ρος οδη­γός στον ρόλο του (αχ και να μπο­ρού­σε ο Μαν να είχε τον Ντά­νιελ Ντέι-Λιού­ις) και έβρι­σκε τη χημεία του με την πολύ καλή Πενέ­λο­πε Κρουζ, η ται­νία θα απο­κτού­σε και τον ηλε­κτρι­σμό, τον οποίο είχε ανά­γκη το βαρυ­φορ­τω­μέ­νο στόρι.

Με λίγα λόγια… Το καλο­καί­ρι του 1967, ο πρώ­ην οδη­γός αγώ­νων αυτο­κι­νή­των Έντσο Φερά­ρι βρί­σκε­ται σε κρί­ση. Με την εται­ρεία του στα πρό­θυ­ρα της πτώ­χευ­σης και τον γάμο του να βιώ­νει την τραυ­μα­τι­κή απώ­λεια του ενός γιου, ο Φερά­ρι ενα­πο­θέ­τει την ελπί­δα για τη σωτη­ρία τους σε έναν αγώ­να δρό­μου 1000 μιλί­ων στην Ιτα­λία, τον εμβλη­μα­τι­κό Mille Miglia.

Ατέ­χνως _ Το κερα­σά­κι στην τούρ­τα δε λεί­πει ποτέ

σσ: το 1966 βγή­κε στις μεγά­λες αίθου­σες η ται­νία του John Frankenheimer “Grand Prix”, όπου _δίπλα στον Stars James Garner, επαι­ζε ο Yves Montand με “μοι­ραία γυναί­κα” την Eva Marie Saint

Τα Παι­διά του Χει­μώ­να   (“The Holdovers”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Αλε­ξά­ντερ Πέιν, με τους Πολ Τζια­μά­τι, Ντο­μι­νίκ Σέσα, Ντα Βάιν Τζόι Ράντολφ κα. Ιδιαί­τε­ρα συμ­βα­τι­κή, για τον Ελλη­νο­α­με­ρι­κά­νο σκη­νο­θέ­τη Αλε­ξά­ντερ Πέιν, αλλά αρκε­τά καλο­γυ­ρι­σμέ­νη δρα­μα­τι­κή ται­νία χαρα­κτή­ρων, με καλό­καρ­δο και θετι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, χιού­μορ και συναι­σθη­μα­τι­κές εντά­σεις και ολί­γον μελο­δρα­μα­τι­σμό. Ο Πέιν, των «Nebraska» και «Πλα­γί­ως», παρα­με­ρί­ζει τις θεμα­τι­κές που τον ελκύ­ουν, για μια ται­νία που απευ­θύ­νε­ται στο ευρύ­τε­ρο κοι­νό, πατώ­ντας στο στέ­ρεο, αλλά με αρκε­τά κλι­σέ, σενά­ριο του Ντέι­βιντ Χέμιν­γκ­σον. Ένα σενά­ριο, που βασί­ζε­ται σε μία ιστο­ρία απ’ αυτές που έχου­με δει αρκε­τές φορές στη μεγά­λη οθό­νη, προ­κει­μέ­νου να μιλή­σει για το πόσο απα­ραί­τη­το είναι να ξανα­βρού­με την ανθρω­πιά μας, να κατα­νο­ή­σου­με τον άλλο, να μοι­ρα­στού­με και να κάνου­με θυσί­ες για να ακο­λου­θή­σου­με τα όνει­ρά μας.

Ένας ιδιό­τρο­πος και αυστη­ρός καθη­γη­τής, τη δεκα­ε­τία του ’70, σε ένα αμε­ρι­κά­νι­κο κολέ­γιο κύρους υπο­χρε­ώ­νε­ται να παρα­μεί­νει κατά τη διάρ­κεια των χρι­στου­γεν­νιά­τι­κων δια­κο­πών στο εκπαι­δευ­τι­κό ίδρυ­μα. Θα παρα­μεί­νει, για να προ­σέ­χει τους λίγους σπου­δα­στές, οι οποί­οι δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Τελι­κά, θα ξεμεί­νει μόνο με έναν ατί­θα­σο και μετε­ξε­τα­στέο σπου­δα­στή, που για τους γονείς του μοιά­ζει σαν βάρος αλλά και τη μαύ­ρη μαγεί­ρισ­σα, που έχα­σε το παι­δί της στον πόλε­μο του Βιετνάμ.

Ο Πέιν, φτά­νο­ντας στα όρια του διδα­κτι­σμού, της πολι­τι­κής ορθό­τη­τας, των συντα­γών του είδους και του μελο­δρα­μα­τι­σμού, χωρίς, όμως, να τα ξεπε­ρά­σει ή να γίνει ενο­χλη­τι­κός, θα βρει την ευκαι­ρία να θίξει ζητή­μα­τα για τα κολέ­για «κύρους» που υπο­κλί­νο­νται στο χρή­μα, τα προ­βλή­μα­τα των «καλών οικο­γε­νειών», την απο­ξέ­νω­ση, τα θύμα­τα του πολέ­μου στο Βιετ­νάμ, τους καθη­γη­τές που πρέ­πει πρω­τί­στως να ανα­κα­λύ­ψουν τον παι­δα­γω­γι­κό χαρα­κτή­ρα τους, αλλά και την ανθρω­πιά τους. Όλα δοσμέ­να με τρυ­φε­ρό­τη­τα και μια γλυ­κύ­τη­τα, που, όμως και πάλι, δεν ενο­χλεί καθώς ο Πέιν γνω­ρί­ζει να κρα­τά το μέτρο, να πυρα­κτώ­νει τα συναι­σθή­μα­τα εκεί που πρέ­πει, να μετα­δί­δει τα μηνύ­μα­τα που θέλει. Και ταυ­τό­χρο­να δου­λεύ­ο­ντας ικα­νο­ποι­η­τι­κά το βάθος των χαρα­κτή­ρων, κρα­τώ­ντας έναν ρυθ­μό και μια αφη­γη­μα­τι­κή δομή που μπο­ρεί να μην είναι κάτι το ιδιαί­τε­ρο, αλλά είναι αρκε­τά πάνω από τον μέσο όρο για να κρα­τή­σει το ενδια­φέ­ρον του θεα­τή μέχρι τέλους. Ο Πολ Τζια­μά­τι, παρα­μέ­νει ένας αξιό­πι­στος ερμη­νευ­τής, στον ρόλο του στρυφ­νού καθη­γη­τή, ενώ ο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος νεα­ρός Σάσε, βγά­ζει επαρ­κώς τα στοι­χεία του χαρα­κτή­ρα του και αφή­νει υποσχέσεις.

Με λίγα λόγια… Ένας στριμ­μέ­νος καθη­γη­τής σε ένα αμε­ρι­κα­νι­κό κολέ­γιο, ο Πολ Χάναμ, υπο­χρε­ώ­νε­ται να παρα­μεί­νει στην πανε­πι­στη­μιού­πο­λη κατά τη διάρ­κεια των χρι­στου­γεν­νιά­τι­κων δια­κο­πών του, για να προ­σέ­χει λίγους σπου­δα­στές του, οι οποί­οι δεν έχουν που­θε­νά αλλού να πάνε. Τελι­κά, ανα­πτύσ­σει μια απί­θα­νη σχέ­ση με έναν από αυτούς ‑έναν κατε­στραμ­μέ­νο, ιδιο­φυή ταρα­χο­ποιό- και την αρχι­μα­γεί­ρισ­σα του κολε­γί­ου, η οποία έχα­σε μόλις τον γιο της στον πόλε­μο του Βιετνάμ.

Τι Συνέ­βη Μετά _“What Happens Later” Αισθη­μα­τι­κή κομε­ντί, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μεγκ Ράιαν, με τους Μεγκ Ράιαν, Ντέι­βιντ Ντου­κόβ­νι κα.

Η επι­στρο­φή της Μεγκ Ράιαν στη σκη­νο­θε­σία, έπει­τα από οχτώ χρό­νια του απο­γοη­τευ­τι­κού «Ithaca», με μία ρομα­ντι­κή κομε­ντί, στην οποία πρω­τα­γω­νι­στεί μαζί με τον συμπα­θή Ντέι­βιντ Ντου­κόβ­νι, αφή­νει και πάλι μία γεύ­ση γλυ­κα­νά­λα­του και χλια­ρού, μία ακό­μη προ­σπά­θεια ανα­βί­ω­σης των αισθη­μα­τι­κών δρα­με­ντί με τις οποί­ες έχτι­σε την καριέ­ρα της τη δεκα­ε­τία του ’90 («Έχε­τε Μήνυ­μα στον Υπο­λο­γι­στή σας»). Απ’ τα πρώ­τα πλά­να κατα­λα­βαί­νεις τι πρό­κει­ται να δεις στο φιλμ, που εκτός από την γεμά­τη κλι­σέ σκη­νο­θε­σία έχει και ένα, ορι­σμέ­νες φορές, πλη­κτι­κό σενά­ριο. Δύο πρώ­ην σύντρο­φοι, ξανα­βρί­σκο­νται χρό­νια μετά τον χωρι­σμό τους, εγκλω­βι­σμέ­νοι σε ένα αερο­δρό­μιο, λόγω κακο­και­ρί­ας. Περι­μέ­νο­ντας μονα­χοί τους στο άδειο αερο­δρό­μιο, για μια βρα­διά, θα ανα­πο­λή­σουν το παρελ­θόν τους και θα τους μπουν ιδέ­ες για το πώς θα είχε εξε­λι­χθεί η ζωή τους αν δεν χώριζαν.

Η Μεγκ Ράιαν, έχο­ντας μπρο­στά της όλες τις συντα­γές του είδους, φαί­νε­ται να τις μπερ­δεύ­ει, να εμβα­θύ­νει εκεί που δεν πρέ­πει και να ξεπε­τά τα ουσιώ­δη. Η ται­νία, πάσχει από τα στε­ρε­ό­τυ­πα του είδους, τα οποία ανα­κυ­κλώ­νει χωρίς φει­δώ, ενώ και το χιού­μορ είναι πιο πλα­στι­κό και από το παρα­φορ­τω­μέ­νο με επεμ­βά­σεις πρό­σω­πό της. Κάθε σκη­νή θυμί­ζει κάτι από παλαιό­τε­ρες ρομα­ντι­κές κομε­ντί, ενώ οι ερμη­νευ­τι­κές μανιέ­ρες δίνουν και παίρ­νουν. Ο συμπα­θής και αρκε­τά πιο χαλα­ρός Ντου­κόβ­νι δεν βρί­σκει την απα­ραί­τη­τη χημεία με την Μεγκ Ράιαν και το κακό είναι ότι δεν υπάρ­χουν ούτε δεύ­τε­ροι ρόλοι, να ξεκλέ­ψουν λίγο τη ματιά, να βάλουν λίγο αλα­το­πί­πε­ρο, σε αυτή την άνο­στη σούπα.

Με λίγα λόγια… Δύο πρώ­ην σύντρο­φοι, η Γουί­λα και ο Μπιλ, ξανα­βρί­σκο­νται 25 χρό­νια μετά τον χωρι­σμό τους, όταν ανα­γκά­ζο­νται να δια­νυ­κτε­ρεύ­σουν στο αερο­δρό­μιο λόγω κακο­και­ρί­ας. Και οι δύο θέλουν να γυρί­σουν σπί­τια τους, αλλά στη διάρ­κεια της νύχτας κατα­λή­γουν να ανα­πο­λούν το παρελ­θόν τους και όλα αυτά που θα μπο­ρού­σαν να είχαν εξε­λι­χθεί διαφορετικά.

Απο­στο­λή στην Ελλά­δα _“The Bricklayer”: Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ρένι Χάρ­λιν, με τους Άαρον Έκχαρντ, Νίνα Ντό­μπρεβ, Κλί­φτον Κόλινς, Άκης Σακελ­λα­ρί­ου κα. Δύο είναι οι λόγοι, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, που δια­νέ­με­ται αυτή η απί­στευ­τη «αμε­ρι­κα­νιά»: Ο τρα­βη­χτι­κός τίτλος για τους περί­ερ­γους και ότι μερι­κά γυρί­σμα­τα έγι­ναν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Από τις πιο χοντρο­κομ­μέ­νες δυνα­μι­κές περι­πέ­τειες των τελευ­ταί­ων χρό­νων, στην οποία η κλω­τσο­πα­τι­νά­δα και οι δεκά­δες σκο­τω­μοί μοιά­ζουν με ανέκ­δο­το, ενώ οι πατριω­τι­κές κορώ­νες βγά­ζουν μάτι. Το σενά­ριο, που πρέ­πει, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, να γρά­φτη­κε στο γόνα­το, θέλει έναν απα­τε­ώ­να, με προ­φίλ επα­να­στά­τη να εκβιά­ζει τη CIA, δολο­φο­νώ­ντας ξένους δημο­σιο­γρά­φους και παρου­σιά­ζο­ντας την αμε­ρι­κά­νι­κη υπη­ρε­σία ως υπεύ­θυ­νη. Κυβερ­νή­σεις απ’ όλο τον κόσμο κατη­γο­ρούν ευθέ­ως τις ΗΠΑ γι’ αυτό και η CIA ανα­γκά­ζε­ται να επα­να­φέ­ρει στην υπη­ρε­σία τον απο­συρ­μέ­νο πρά­κτο­ρα Στιβ Βέιλ, που ζει ως κτί­στης, για να έρθει αντι­μέ­τω­πος με το ισχυ­ρό δίκτυο «απο­στα­θε­ρο­ποί­η­σης», αλλά και το ίδιο το παρελ­θόν του.

Ο Φιλαν­δός Ρένι Χάρ­λιν, που εδώ και δεκα­ε­τί­ες εργά­ζε­ται με επι­τυ­χία, του­λά­χι­στον εμπο­ρι­κή στο Χόλι­γουντ, κάνο­ντας κυρί­ως περι­πέ­τειες («Πολύ Σκλη­ρός για να Πεθά­νει 2», «Βαρο­με­τρι­κό Χαμη­λό», «Ένα Σκλη­ρό Φιλί για Καλη­νύ­χτα») πρέ­πει μάλ­λον να ήταν λιγό­τε­ρο στα γυρί­σμα­τα ακό­μη και από τον Άκη Σακελ­λα­ρί­ου, που εμφα­νί­ζε­ται για λίγα λεπτά υπο­δυό­με­νος έναν Έλλη­να υπουρ­γό. Υπερ­βο­λι­κά προ­χει­ρο­γυ­ρι­σμέ­νη ται­νία, με φαι­δρό σενά­ριο και ατά­κες, οι οποί­ες μοιά­ζουν να έχουν βγει από τα περισ­σεύ­μα­τα του Ράμπο 4,5 κλπ. Ακα­τα­νό­η­τη υπό­θε­ση, λαστι­χέ­νιοι χαρα­κτή­ρες, που δεν πεί­θουν ούτε λεπτό και ορι­σμέ­να κυνη­γη­τά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, που ούτε αυτή κερ­δί­ζει τίπο­τα από αυτό το κατα­σκεύ­α­σμα. Πραγ­μα­τι­κά, μία ται­νία — αρπα­χτή, που υπο­βι­βά­ζει τη νοη­μο­σύ­νη των θεα­τών και δια­στρε­βλώ­νει την εικό­να των Ελλή­νων και της Ελλά­δας, που βρέ­θη­κε απ’ ό,τι φαί­νε­ται στο προ­σκή­νιο, για λόγους οικο­νο­μί­ας της παρα­γω­γής, αφού το ορί­τζι­ναλ στό­ρι, που βασί­ζε­ται στο βιβλίο «The Bricklayer» του Νόα Μπόιντ, δεν έχει σχέ­ση με τη χώρα μας.

Με λίγα λόγια… Ένας πρώ­ην πρά­κτο­ρας της CIA επι­στρέ­φει στην ενερ­γό δρά­ση και να ταξι­δέ­ψει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου είχε δου­λέ­ψει κατά το παρελ­θόν, όταν ένας εγκλη­μα­τί­ας απει­λεί την υπη­ρε­σία σκο­τώ­νο­ντας δημο­σιο­γρά­φους και ρίχνο­ντας την ευθύ­νη στην αμε­ρι­κά­νι­κη υπηρεσία.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Μαύ­ρος Κότσι­φας, Μαύ­ρο Βατό­μου­ρο _“Blackbird Blackbird Blackberry”, Αξιο­πρό­σε­κτο φεμι­νι­στι­κό δρά­μα από τη Γεωρ­γία και την πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Έλε­νε Ναβε­ριά­νι, που έκα­νε πρε­μιέ­ρα στο Δεκα­πεν­θή­με­ρο των Σκη­νο­θε­τών του Φεστι­βάλ Καν­νών και κου­βα­λά αρκε­τές δια­κρί­σεις σε φεστι­βάλ, κυρί­ως λόγω της καθη­λω­τι­κής ερμη­νεί­ας της πρω­τα­γω­νί­στριας Έκα Τσαβλεϊσβιλι.

Η Ετέ­ρο, μία 48χρονη γυναί­κα που ζει μόνη της σε ένα μικρό χωριό της Γεωρ­γί­ας, αγα­πά την ελευ­θε­ρία της όσο και τα κέικ της. Για την επι­λο­γή της αυτή, γίνε­ται στό­χος κου­τσο­μπο­λιών μετα­ξύ των συγ­χω­ρια­νών της, μέχρι που απροσ­δό­κη­τα θα ερω­τευ­θεί με πάθος έναν άντρα. Ωστό­σο, διστά­ζει να προ­χω­ρή­σει μαζί του αφού θέλει να συνε­χί­σει να ζει ανεξάρτητη.

Με ξεκά­θα­ρο προ­σα­να­το­λι­σμό για την ανε­ξαρ­τη­σία των γυναι­κών και την αυτο­διά­θε­ση και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μία φρέ­σκια, νατου­ρα­λι­στι­κή και τολ­μη­ρή κινη­μα­το­γρα­φι­κή γλώσ­σα, η Ναβε­ριά­νι αξιο­ποιεί το καλο­γραμ­μέ­νο και σαρ­κα­στι­κό σενά­ριο, αν και όλα τα λεφτά είναι η ερμη­νεία της Έκα Τσα­βλεϊ­σβί­λι. Δίπλα της οι Τεμί­κο Τσι­τσι­νά­τζε, Άνκα Κχουρ­στίν­τζε κα.

Γάτες στο Μου­σείο (“Cats in the Museum_ Koty Ermitazha”) Χαρι­τω­μέ­νη ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων για όλη την οικο­γέ­νεια, αν και τα ψηφια­κά σκί­τσα παρα­πέ­μπουν περισ­σό­τε­ρο σε νηπια­γω­γείο. Το ρωσι­κής παρα­γω­γής (2023) και σε σκη­νο­θε­σία Βασί­λι Ροβέν­σκι, animation έχει ξεκαρ­δι­στι­κές στιγ­μές και καλές ιδέ­ες, αλλά δεν τελι­κά δεν ξεφεύ­γει από το μέσο όρο.

Μια νεα­ρή κοκ­κι­νω­πή γάτα που ονο­μά­ζε­ται Βίν­σεντ, πιά­νει φιλί­ες με τον Μορίς, το ποντί­κι, σε μια όχι και τόσο ιδα­νι­κή συν­θή­κη: μια μεγά­λη πλημ­μύ­ρα! Οι δυο τους θα κατα­φέ­ρουν να ξεφύ­γουν μέσα σε ένα παλιό πιά­νο, το οποίο όμως τελι­κά σώζε­ται από μια ομά­δα ναυ­τι­κών και στέλ­νε­ται στο Ερμι­τάζ, το θρυ­λι­κό μου­σείο της Αγί­ας Πετρού­πο­λης, όπου θα έρθουν αντι­μέ­τω­ποι με νέες περιπέτειες.

Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελλη­νι­κά, με τις φωνές των Βαγ­γέ­λη Χαλ­κια­δά­κη, Κώστα Απο­στο­λί­δη, Κώστα Τερ­ζά­κη, Τάκη Σακελ­λα­ρί­ου, Μυρ­τώ Ναούμ κα.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης / ΑΠΕ-ΜΠΕ

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο