Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα “καουμπόικα” και η ιστορία τους

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

_             (1ο Μέρος)
Πιτσι­ρι­κα­ρία 10ετία (19)50 με εξέ­χου­σα τότε θέση στα παι­χνί­δια μας το “ινδιά­νοι και καουμπόηδες”_ με τους περισ­σό­τε­ρους από εμάς να είναι με τους “κακούς” σκλη­ρο­τρά­χη­λους. Από τη μια τα “κλασ­σι­κά εικο­νο­γρα­φη­μέ­να” _βλ. “τελευ­ταί­ος των Μοϊ­κα­νών”, από την άλλη το επί­ση­μο αστι­κό δόγ­μα και αφή­γη­μα της επο­χής στον από­η­χο του (βλ. φρά­σης Παν. Κανελ­λό­που­λου προς τον Βαν Φλιτ) “Στρα­τη­γέ, ιδού ο στρα­τός σας” και στη μέση τα “καου­μπόι­κα”, με Γκά­ρυ Κού­περ, Τζον Γου­έιν και Σια

Αρχές 19ου αιώ­να, 100άδες χρό­νια από τότε που ο Κολόμ­βος βρέ­θη­κε στα εδά­φη που θα έμε­ναν γνω­στά ως Αμε­ρι­κή και αμέ­τρη­τα (+12.000), μια δια­φο­ρε­τι­κή πλη­θυ­σμια­κή ομά­δα ανα­κά­λυ­πτε την ίδια ήπει­ρο, όταν σαν νομά­δες περ­νού­σαν από μια στε­νή γλώσ­σα γης από την Ασία στην Αλάσκα.
Νέος _κυριολεκτικά και μετα­φο­ρι­κά κόσμος με περισ­σό­τε­ρους από 50 εκα­τομ­μύ­ρια άποι­κους στην άγνω­στη στε­ριά κυρί­ως τυχο­διώ­κτες ανα­ζη­τώ­ντας την περι­πέ­τεια και μια νέα ζωή δημιουρ­γώ­ντας την περί­ο­δο της “μεγά­λης χρυ­σο­θη­ρί­ας”, των σιδη­ρο­δρό­μων, των αλό­γων και των καου­μπό­η­δων, όπου οι Ινδιά­νοι έπρε­πε δια πυρός και σιδή­ρου να εξα­φα­νι­στούν από τη γη στην οποία μέχρι τότε ζού­σαν και κυνηγούσαν.

Το 1915 στη βωβή ται­νία “γέν­νη­ση ενός έθνους” _“the birth of a nation” παρα­γω­γής  σκη­νο­θε­σί­ας D.W.Griffith (βασι­σμέ­νη στο μυθι­στό­ρη­μα του Τόμας Ντί­ξον “the clansman” με Λίλιαν Γκις, Μέι Μαρς και Χέν­ρι Γουόλ­θαλ) ήρω­ας –τιμω­ρός των “κακών” είναι και η Κου Κλουξ Κλαν.

Western_τα “καουμπόικα”

Το Western απο­τε­λεί είδος μυθο­πλα­σί­ας που ιστο­ρι­κά δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στα όρια των ΗΠΑ και συν­δέ­ε­ται συνή­θως με λαϊ­κές ιστο­ρί­ες των Δυτι­κών της περιο­χών _the Western United States, ιδιαί­τε­ρα των νοτιο­δυ­τι­κών, καθώς και των Βόρειου Μεξι­κού και Δυτι­κού Καναδά.

Τα σύνο­ρα ανα­φέ­ρο­νται συνή­θως ως “Παλαιά Δύση” ή “Άγρια Δύση” και απει­κο­νί­ζε­ται στα Western media ως μια αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νη εχθρι­κή περιο­χή που περι­πο­λού­νταν από καου­μπό­η­δες, παρά­νο­μους, σερί­φη­δες και πολ­λούς άλλους χαρα­κτή­ρες “πιστο­λέ­ρων”. Οι Western αφη­γή­σεις αφο­ρούν κυρί­ως τις προ­σπά­θειες (ιστο­ρι­κές, με “σάλ­τσες” _συχνά “αμε­ρι­κα­νιές” ή απλώς φαντα­σί­ας του σκη­νο­θέ­τη) να δαμά­σουν την εγκλη­μα­τι­κή αμε­ρι­κα­νι­κή Δύση χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ευρύ­τε­ρα θέμα­τα (αμε­ρι­κά­νι­κης) δικαιο­σύ­νης, ελευ­θε­ρί­ας, σκλη­ρο­τρά­χη­λου ατο­μι­κι­σμού, Manifest Destiny και εθνι­κής ιστο­ρί­ας και ταυ­τό­τη­τας (σσ. “προ­φα­νές πεπρω­μέ­νο” πολι­τι­σμι­κή πεποί­θη­ση _δόγμα στις ΗΠΑ ότι οι έποι­κοι ήταν προ­ο­ρι­σμέ­νοι να επε­κτα­θούν σε ολό­κλη­ρη την Αμερική).

Προ­ερ­χό­με­νο από την κλη­ρο­νο­μιά vaquero και την Western μυθο­πλα­σία, το είδος έκα­νε δημο­φι­λή τον δυτι­κό τρό­πο ζωής, τη μου­σι­κή country και τη σχε­τι­κή ένδυ­ση παγκο­σμί­ως, γνώ­ρι­σε δημο­φι­λείς ανα­βιώ­σεις και ενσω­μα­τώ­θη­κε σε διά­φο­ρα υποείδη.

Οι ιστο­ρί­ες συνή­θως επι­κε­ντρώ­νο­νται στη ζωή ενός νομα­δι­κού, αρσε­νι­κού, πάντα λευ­κού Αμε­ρι­κα­νού περι­φε­ρό­με­νου, καου­μπόη gunfighter που καβα­λά­ει ένα άλο­γο και είναι οπλι­σμέ­νος με πιστό­λι ‑περί­στρο­φο με ή χωρίς του­φέ­κι _ τις θρυ­λι­κές τότε καρα­μπί­νες Winchester. Οι ανδρι­κοί χαρα­κτή­ρες φορούν συνή­θως ψηλά καπέ­λα Stetson με φαρ­δύ γεί­σο, μπα­ντά­νες με μαντή­λι, γιλέ­κα και καου­μπόι­κες μπό­τες με σπι­ρού­νια, dusters, κάποιοι συμ­βα­τι­κά που­κά­μι­σα και παντε­λό­νια, ακό­μη και ριχτά­ρια, πετσέ­τες κλπ.

Οι γυναί­κες γενι­κά επι­λέ­γο­νται σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντες ρόλους ως ρομα­ντι­κό συμπλή­ρω­μα για τον πρω­τα­γω­νι­στή άνδρα ή σε δεύ­τε­ρους ρόλους ως κορί­τσια σαλούν, ιερό­δου­λες ή φτη­νές που­τά­νες, σύζυ­γοι πιο­νιέ­ρων και εποί­κων (με χαρα­κτή­ρες να παρέ­χει συχνά ένα μέτρο κωμι­κής ανα­κού­φι­σης). Άλλοι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νοι χαρα­κτή­ρες περι­λαμ­βά­νουν “κακούς” ή λακέ­δες των λευ­κών ιθα­γε­νείς δια­φό­ρων φυλών, Αφρο­α­με­ρι­κα­νούς, Ισπα­νούς / Μεξι­κά­νους, νομι­κούς, κυνη­γούς επι­κη­ρυγ­μέ­νων, παρά­νο­μους, μπάρ­μαν, έμπο­ρους, τζο­γα­δό­ρους, στρα­τιώ­τες (ειδι­κά ιππι­κό), άποι­κους (αγρό­τες, κτη­νο­τρό­φους και κατοί­κους της πόλης) κά.

Η ατμό­σφαι­ρα συνή­θως χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από Western μου­σι­κή, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της αμε­ρι­κα­νι­κής λαϊ­κής μου­σι­κής και της ισπα­νι­κής / μεξι­κα­νι­κής λαϊ­κής, όπως η κάντρι, η μου­σι­κή των ιθα­γε­νών της Αμε­ρι­κής, η μου­σι­κή του Νέου Μεξι­κού και τα rancheras.

Τοποθεσίες

Η σκλη­ρό­τη­τα της ερη­μιάς απα­ραί­τη­το ντε­κόρ συνή­θως σε ένα άνυ­δρο, έρη­μο τοπίο ερή­μων και βου­νών σε σημα­ντι­κό ρόλο, παρου­σιά­ζο­ντας το μυθι­κό όρα­μα _όνειρο των πεδιά­δων και ερή­μων της αμε­ρι­κα­νι­κής Δύσης. Με ράν­τζα, μικρές παρα­με­θό­ριες πόλεις, σαλούν, σιδη­ρο­δρό­μους και απο­μο­νω­μέ­να στρα­τιω­τι­κά οχυ­ρά και πλο­κή που απει­κο­νί­ζει ένα έγκλη­μα, στη συνέ­χεια δεί­χνει την κατα­δί­ω­ξη του άδι­κου, που μαθη­μα­τι­κά κατα­λή­γει σε εκδί­κη­ση και αντα­πό­δο­ση, εν μέσω μονο­μα­χιών και καται­γι­σμού πυροβολισμών.
Συχνά απει­κο­νί­ζε­ται η κατά­κτη­ση της ερή­μου με υπο­τα­γή της φύσης στο όνο­μα του πολι­τι­σμού δήμευ­ση των εδα­φι­κών δικαιω­μά­των των ιθα­γε­νών αμε­ρι­κα­νών, κατοί­κων των συνόρων.

Το Western παρου­σιά­ζει μια κοι­νω­νία οργα­νω­μέ­νη γύρω από κώδι­κες τιμής και προ­σω­πι­κής, άμε­σης ή ιδιω­τι­κής δικαιο­σύ­νης –“δικαιο­σύ­νη στα σύνο­ρα”– που διαν­θί­ζε­ται από μονο­μα­χί­ες. Αυτοί οι κώδι­κες τιμής παί­ζο­νται συχνά μέσω απει­κο­νί­σε­ων ομά­δων _διαμάχων ή ατό­μων που ανα­ζη­τούν προ­σω­πι­κή εκδί­κη­ση ή αντα­πό­δο­ση ενα­ντί­ον κάποιου που τους αδί­κη­σε (χαρα­κτη­ρι­στι­κό το True Grit _Αληθινό θρά­σος, σε αρκε­τά remake που έχει την εκδί­κη­ση και την αντεκ­δί­κη­ση ως κύρια θέμα­τα). Αυτή η απει­κό­νι­ση της προ­σω­πι­κής δικαιο­σύ­νης _αυτοδικίας, έρχε­ται σε έντο­νη αντί­θε­ση με τα συστή­μα­τα δικαιο­σύ­νης που οργα­νώ­νο­νται γύρω από τον ορθο­λο­γι­κό, αφη­ρη­μέ­νο νόμο που υπάρ­χει στις πόλεις, όπου η κοι­νω­νι­κή τάξη δια­τη­ρεί­ται κυρί­ως μέσω σχε­τι­κά απρό­σω­πων θεσμών όπως οι αίθου­σες δικα­στη­ρί­ων. Η λαϊ­κή αντί­λη­ψη για το γου­έ­στερν είναι μια ιστο­ρία που επι­κε­ντρώ­νε­ται στη ζωή ενός μισο­νο­μά­δα περι­πλα­νώ­με­νου, πιστο­λά καου­μπόη ή ενός πυρο­μα­χη­τή, όπου μια ανα­μέ­τρη­ση ή μονο­μα­χία ντά­λα μεση­μέ­ρι με δύο ή περισ­σό­τε­ρους οπλο­φό­ρους απο­τε­λεί στε­ρε­ό­τυ­πη σκη­νή στη δημο­φι­λή αντί­λη­ψη των γουέστερν.

Κατά κάποιο τρό­πο, τέτοιοι πρω­τα­γω­νι­στές μπο­ρεί να θεω­ρη­θούν οι λογο­τε­χνι­κοί από­γο­νοι των ιππο­τών-πλα­νώ­με­νων, οι οποί­οι βρέ­θη­καν στο επί­κε­ντρο προη­γού­με­νων εκτε­τα­μέ­νων ειδών όπως τα Arthurian romances (ρομάν­τζα του Αρθού­ρου ή Αρθου­ρια­νός Κύκλος ή Βρε­τα­νι­κό Ζήτη­μα οι  συλ­λο­γι­κά γνω­στοί μύθοι που σχε­τί­ζο­νται με την κελ­τι­κή ιστο­ρία και τους θρύ­λους των Βρε­τα­νι­κών Νήσων, ιδιαί­τε­ρα όσον αφο­ρά το Βασι­λιά Αρθού­ρο και τους Ιππό­τες της Στρογ­γυ­λής Τραπέζης)

Όπως ο καου­μπόι ή ο οπλο­φό­ρος του γου­έ­στερν, έτσι και ο ιππό­της των ευρω­παϊ­κών μύθων _παραμυθιών και ποί­η­σης περι­πλα­νιό­ταν από μέρος σε μέρος με το άλο­γό του, πολε­μού­σε κακούς δια­φό­ρων ειδών αδέ­σμευ­τος σε στα­θε­ρή κοι­νω­νι­κή δομή, πιστός μόνο στο δική του έμφυ­το κώδι­κα τιμής.

Α… ναι! περι­πλα­νώ­με­νοι ιππό­τες ήρω­ες των γου­έ­στερν δια­σώ­ζουν συχνά όμορ­φες κοπέ­λες που βρί­σκο­νται σε κίν­δυ­νο, που τους ποθούν _συνήθως ανεκ­πλή­ρω­τα. Παρο­μοί­ως, οι περι­πλα­νώ­με­νοι πρω­τα­γω­νι­στές των γου­έ­στερν μοι­ρά­ζο­νται πολ­λά χαρα­κτη­ρι­στι­κά με τους ρονίν της Ιαπω­νί­ας στη σύγ­χρο­νη ιαπω­νι­κή κουλ­τού­ρα (rōnin “γυρο­λό­γοι” ή “περι­πλα­νώ­με­νοι” αδέ­σπο­τοι σαμου­ράι, χωρίς κύριο ή αφέ­ντη, κατά τη διάρ­κεια της φεου­δαρ­χι­κής περιό­δου _1185-1868).

Το Western συνή­θως παίρ­νει αυτά τα στοι­χεία και τα χρη­σι­μο­ποιεί για να πει απλές ιστο­ρί­ες ηθι­κής, αν και ορι­σμέ­να αξιο­ση­μεί­ω­τα παρα­δείγ­μα­τα (πχ. τα μετα­γε­νέ­στε­ρα του John Ford ή το θρυ­λι­κό Unforgiven _ Οι ασυγ­χώ­ρη­τοι του Clint Eastwood, για έναν παλιάς κοπής μισθω­μέ­νο killer) είναι ηθι­κά πιο διφο­ρού­με­να. Οι ται­νί­ες γου­έ­στερν έχουν γενι­κά συγκε­κρι­μέ­να κλι­σέ χώρου, όπως απο­μο­νω­μέ­να ράν­τζα, χωριά ιθα­γε­νών της Αμε­ρι­κής ή μικρές παρα­με­θό­ριες πόλεις με επί­κε­ντρο το ένα και μονα­δι­κό σαλούν, συχνά χωρίς ιδιαί­τε­ρη δομή. Εκτός από την ερη­μιά, το σαλούν συνή­θως τονί­ζει ότι αυτή είναι η Άγρια Δύση: το μέρος που πρέ­πει να πας για μου­σι­κή (ορμη­τι­κό παί­ξι­μο πιά­νου), γυναί­κες (συνή­θως πονε­τι­κές φτη­νές που­τά­νες), τζό­γο (πόκερ ή πεντά­χαρ­το _five-card stud), ποτό (μπύ­ρα, ουί­σκι ή τεκί­λα, αν βρι­σκό­μα­στε Μεξι­κό), καυ­γά­δες και πυρο­βο­λι­σμούς. Σε ορι­σμέ­να γου­έ­στερν, όπου έχει φτά­σει ο πολι­τι­σμός, η πόλη έχει εκκλη­σία, ένα γενι­κό κατά­στη­μα που βρί­σκεις τα πάντα, τρά­πε­ζα … μέχρι και σχο­λείο. Συνή­θως οι κανό­νες των περι­θω­ρια­κών περι­πλα­νώ­με­νων εξα­κο­λου­θούν να επι­κρα­τούν και _όπως είπε ο Σέρ­τζιο Λεό­νε, “η ζωή δεν έχει καμιά αξία”.

Θεματική_ πλοκή

Ο συγ­γρα­φέ­ας και σενα­ριο­γρά­φος Frank Gruber την προσ­διό­ρι­σε σε επτά βασι­κές κατηγορίες:

  • Η ιστο­ρία της Union Pacific με την κατα­σκευή σιδη­ρο­δρό­μου, τηλε­γρα­φι­κής γραμ­μής ή κάποιου άλλου τύπου σύγ­χρο­νης τεχνο­λο­γί­ας στα άγρια σύνο­ρα. Οι ιστο­ρί­ες βαγο­νιών-τρέ­νων εμπί­πτουν σε αυτήν την κατηγορία.
  • Ranch story _ιστορίες με ράν­τσα, όπου οι κτη­νο­τρό­φοι προ­στα­τεύ­ουν το οικο­γε­νεια­κό τους ράν­τσο, συνή­θως από μεγά­λους ιδιο­κτή­τες γης που προ­σπα­θούν να τους αφανίσουν.
  • Empire story _ιστορία αυτο­κρα­το­ρί­ας: η πλο­κή περι­λαμ­βά­νει την οικο­δό­μη­ση μιας ράντσο_ αυτο­κρα­το­ρί­ας ή πετρε­λαί­ου από την αρχή, μια κλα­σι­κή πλο­κή “κου­ρε­λού με κου­ρέ­λια”, που συχνά περι­λαμ­βά­νει και συγκρού­σεις για πόρους (όπως το νερό ή τα ορυκτά)
  • Revenge story _θεματική εκδί­κη­σης με πλο­κή που περι­λαμ­βά­νει συνή­θως ένα περί­τε­χνο κυνη­γη­τό και κατα­δί­ω­ξη από ένα αδι­κη­μέ­νο άτο­μο, με στοι­χεία κλα­σι­κής ιστο­ρί­ας μυστηρίου.
  • Ιππι­κό και ινδιά­νους, που περι­στρέ­φε­ται γύρω από την “εξη­μέ­ρω­ση” της ερη­μιάς για τους λευ­κούς αποί­κους ή / με / και μάχες με ιθαγενείς
  • Outlaw story, όπου οι συμ­μο­ρί­ες των παρα­νό­μων κυριαρ­χούν στη δράση.
  • Τέλος οι θρυ­λι­κοί Marshal _σερίφηδες, με τις 10άδες προ­κλή­σεις να οδη­γούν την πλοκή

Ο Γκρού­μπερ είπε ότι οι καλοί συγ­γρα­φείς χρη­σι­μο­ποί­η­σαν το διά­λο­γο και την ανά­πτυ­ξη της πλο­κής για να ανα­πτύ­ξουν αυτές τις βασι­κές σε πιστευ­τές ιστορίες.

Το Αμε­ρι­κα­νι­κό Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρά­φου ορί­ζει τις γου­έ­στερν ται­νί­ες ως εκεί­νες «που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην αμε­ρι­κα­νι­κή Δύση, ενσω­μα­τώ­νο­ντας το πνεύ­μα, τον αγώ­να και την κατάρ­ρευ­ση των νέων συνό­ρων». Ο όρος “Western”, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να περι­γρά­ψει ένα είδος αφη­γη­μα­τι­κής ται­νί­ας, φαί­νε­ται να προ­έρ­χε­ται από ένα άρθρο του 1912 στο περιο­δι­κό Motion Picture World. Τα περισ­σό­τε­ρα από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά των ται­νιών αυτών ήταν μέρος δημο­φι­λούς λογο­τε­χνί­ας της Δυτι­κής λογο­τε­χνί­ας του 19ου αιώ­να, πριν ο κινη­μα­το­γρά­φος γίνει δημο­φι­λής μορ­φή τέχνης

“Οι ται­νί­ες γου­έ­στερν συνή­θως παρου­σιά­ζουν πρω­τα­γω­νι­στές όπως καου­μπό­η­δες, οπλο­φό­ρους και κυνη­γούς επι­κη­ρυγ­μέ­νων, οι οποί­οι απει­κο­νί­ζο­νται ως ημιο­μά­δες περι­πλα­νώ­με­νοι που φορούν καπέ­λα Stetson, μπα­ντά­νες, σπι­ρού­νια και δέρ­μα­τα, χρη­σι­μο­ποιούν περί­στρο­φα ή του­φέ­κια ως καθη­με­ρι­νά εργα­λεία επι­βί­ω­σης και ως μέσο επί­λυ­σης δια­φο­ρών χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη «συνο­ρια­κή δικαιο­σύ­νη»”. Οι πρω­τα­γω­νι­στές κόβουν βόλ­τες ανά­με­σα σε σκο­νι­σμέ­νες πόλεις και αγρο­κτή­μα­τα πάνω στα πιστά τους άλογα.

Οι πρώ­τες ται­νί­ες που ανή­κουν στο είδος γου­έ­στερν είναι μια σει­ρά από βου­βές short single μικρού μήκους του 1894 (από τα Edison Studios, Black Maria και West Orange του New Jersey) με  βετε­ρά­νους της Άγριας Δύσης του Μπά­φα­λο Μπιλ να παρου­σιά­ζουν δεξιό­τη­τες που απο­κτή­θη­καν από τη ζωή στην Παλαιά Δύση – περι­λάμ­βα­ναν την Άννι Όκλεϊ (σκο­πο­βο­λή) και μέλη των Σιού (χορεύ­ο­ντας).

Η παλαιό­τε­ρη Western γνω­στή ται­νία αφή­γη­σης είναι η βρε­τα­νι­κή μικρού μήκους Kidnapping by Indians _Απαγωγή από Ινδούς-Ινδιά­νους, των Μίτσελ & Κένιον στο Μπλάκ­μπερν της Αγγλί­ας, το 1899 και όχι το The Great Train Robbery (1903, βασι­σμέ­νη στην προη­γού­με­νη βρε­τα­νι­κή A Daring Daylight Burglary), η ται­νία του Edwin S. Porter με πρω­τα­γω­νι­στή τον Broncho Billy Anderson. Παρό­λα αυτά, συμ­φω­νούν ότι η ται­νία του Πόρ­τερ «έθε­σε το πρότυπο—εγκλήματος, κατα­δί­ω­ξης και αντεκδίκησης—για την ται­νία γου­έ­στερν ως είδος». Η δημο­τι­κό­τη­τα της άνοι­ξε την πόρ­τα στον Άντερ­σον να γίνει ο πρώ­τος σταρ γου­έ­στερν της οθό­νης κάνο­ντας αρκε­τές εκα­το­ντά­δες ται­νί­ες μικρού μήκους γου­έ­στερν. Τόσο δημο­φι­λές ήταν το είδος που σύντο­μα αντι­με­τώ­πι­σε τον αντα­γω­νι­σμό από τον Tom Mix και τον William S. Hart.

Οι ται­νί­ες γου­έ­στερν ήταν εξαι­ρε­τι­κά δημο­φι­λείς στην επο­χή του βωβού κινη­μα­το­γρά­φου (1894–1927). Με την έλευ­ση του ήχου το 1927–28, τα μεγά­λα στού­ντιο του Χόλυ­γουντ εγκα­τέ­λει­ψαν γρή­γο­ρα το είδος αφή­νο­ντάς το σε μικρό­τε­ρα στού­ντιο και παρα­γω­γούς. Αυτοί οι μικρό­τε­ροι οργα­νι­σμοί κυκλο­φό­ρη­σαν αμέ­τρη­τα χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού και σει­ρές στη 10ετία του 1930. Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1930, η ται­νία γου­έ­στερν θεω­ρού­νταν ευρέ­ως ως “pulp” genre στο Χόλυ­γουντ, αλλά η δημο­τι­κό­τη­τά της ανα­βί­ω­σε δρα­μα­τι­κά το 1939 από μεγά­λες παρα­γω­γές στού­ντιο όπως το Dodge City με πρω­τα­γω­νι­στή τον Errol Flynn, το Jesse James με τον Tyrone Power, το Union Pacific με τον Joel McCrea, το Destry Rides Again _Σαρξ & Διά­βο­λος, με James Stewart και Marlene Dietrich, και ειδι­κά το ορό­ση­μο Western adventure, η ταχυ­δρο­μι­κή άμα­ξα ‑γνω­στή και ως η Άμα­ξα της Αγω­νί­ας, _Stagecoach του John Ford με πρω­τα­γω­νι­στή τον John Wayne, το οποίο έγι­νε μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες της χρονιάς.
Επο­χή που κυριαρ­χούν πλέ­ον τα μεγά­λα μονο­πω­λι­κά τραστ, μέσω United Artists, το Stagecoach έκα­νε τον John Wayne πρω­τα­γω­νι­στή στην οθόνη.

Ο Γου­έιν είχε παρου­σια­στεί στην οθό­νη 10 χρό­νια νωρί­τε­ρα ως πρω­τα­γω­νι­στής στο υπερ­θέ­α­μα ευρεί­ας οθό­νης του Ραούλ Γουόλς _The Big Trail, που απέ­τυ­χε στο box office παρά το γεγο­νός ότι γυρί­στη­κε σε ιστο­ρι­κές τοπο­θε­σί­ες, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Grand Canyon, του Yosemite και των giant redwoods, εν μέρει λόγω της αδυ­να­μί­ας των εκθε­τών να μετα­βούν σε πραγ­μα­τι­κή ευρεία οθό­νη _panorama επο­χής, κατά τη διάρ­κεια της Μεγά­λης Ύφε­σης. Μετά τις ανα­νε­ω­μέ­νες εμπο­ρι­κές επι­τυ­χί­ες των γου­έ­στερν στα τέλη της 10ετίας του 1930, η δημο­τι­κό­τη­τά τους συνέ­χι­σε να αυξά­νε­ται μέχρι την κορύ­φω­σή της τη 10ετία του 1950, όταν ο αριθ­μός των ται­νιών γου­έ­στερν που παρά­γο­νται ξεπέ­ρα­σε αριθ­μη­τι­κά όλα τα άλλα είδη μαζί.

Η περί­ο­δος από το 1940 έως το 1960 έχει ονο­μα­στεί «Χρυ­σή Επο­χή του Western Δυτι­κού». Απο­τυ­πώ­νε­ται στο έργο πολ­λών δια­κε­κρι­μέ­νων σκη­νο­θε­τών, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των Robert Aldrich, Budd Boetticher, Delmer Daves, John Ford και άλλων. Μερι­κές από τις δημο­φι­λείς ται­νί­ες κατά τη διάρ­κεια αυτής της επο­χής περι­λαμ­βά­νουν τις Apache (1954), Broken Arrow (1950) My Darling Clementine (1946) κά

Η μετα­βαλ­λό­με­νη δημο­τι­κό­τη­τα του γου­έ­στερν έχει επη­ρε­ά­σει την παγκό­σμια ποπ κουλ­τού­ρα με την πάρο­δο του χρό­νου. Κατά τη διάρ­κεια των 10ετιών 1960–1970, τα σπαγ­γέ­τι γου­έ­στερν από την Ιτα­λία έγι­ναν δημο­φι­λή παγκο­σμί­ως κι αυτό οφει­λό­ταν στην επι­τυ­χία της μεθό­δου αφή­γη­σης του Sergio Leone, ενώ τον 21ο αιώ­να, κέρ­δι­σαν πάλι σε δημο­τι­κό­τη­τα, έχο­ντας όμως χάσει _μέσω και της ψηφια­κής τεχνο­λο­γί­ας εκεί­νο το “κάτι άλλο” των κλασσικών.

Επιρροή σε άλλα είδη

Όντας δρα­μα­τι­κά κομ­μά­τια επο­χής, τόσο το γου­έ­στερν όσο και το είδος των σαμου­ράι επη­ρέ­α­σαν το ένα το άλλο σε στυλ και θέμα­τα: Το The Magnificent Seven ήταν ένα ριμέικ της ται­νί­ας του Akira Kurosawa Seven Samurai, και το A Fistful of Dollars remake του Yojimbo του Kurosawa, εμπνευ­σμέ­νο από το Red Harvest, ένα αμε­ρι­κα­νι­κό αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα του Dashiell Hammett. Ο Κου­ρο­σά­βα επη­ρε­ά­στη­κε από τα αμε­ρι­κα­νι­κά γου­έ­στερν και ήταν λάτρης του είδους, ιδιαί­τε­ρα του Τζον Φορντ.

Πολ­λά στοι­χεία σει­ρών και ται­νιών δια­στη­μι­κών ταξι­διών δανεί­ζο­νται εκτε­νώς από το Western. Αυτό ισχύ­ει ιδιαί­τε­ρα στο υπο­εί­δος της επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας “δια­στη­μι­κό γου­έ­στερν”. Το Outland του Peter Hyams μετέ­φε­ρε την πλο­κή του High Noon στην Ιώ, το φεγ­γά­ρι του Δία. Πιο πρό­σφα­τα, η σει­ρά δια­στη­μι­κής όπε­ρας Firefly χρη­σι­μο­ποί­η­σε ένα ρητά Western θέμα για την απει­κό­νι­ση των συνο­ρια­κών κόσμων. Οι εκπο­μπές anime όπως το Cowboy Bebop, το Trigun και το Outlaw Star ήταν παρό­μοιες μίξεις στοι­χεί­ων επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας και γου­έ­στερν. Στοι­χεία ται­νιών του  μπο­ρούν να βρε­θούν και σε ορι­σμέ­νες που ανή­κουν ουσια­στι­κά σε άλλα είδη. Για παρά­δειγ­μα, το Kelly’s Heroes είναι μια πολε­μι­κή ται­νία, αλλά η δρά­ση και οι χαρα­κτή­ρες της είναι γουέστερν.

Ο χαρα­κτή­ρας που υπο­δύ­ε­ται ο Χάμ­φρεϊ Μπό­γκαρτ σε ται­νί­ες νουάρ όπως η Καζα­μπλάν­κα και το Να έχεις και να μην έχεις— To Have and Have Not—ένα άτο­μο που δεσμεύ­ε­ται μόνο από τον ιδιω­τι­κό του κώδι­κα τιμής—έχει πολ­λά κοι­νά με τον κλα­σι­κό ήρωα των Γου­έ­στερν. Με τη σει­ρά του, το Western έχει επί­σης εξε­ρευ­νή­σει στοι­χεία νουάρ, όπως με τις ται­νί­ες Pursued και Sugar Creek.

Σε πολ­λά από τα βιβλία του Robert A. Heinlein, η εγκα­τά­στα­ση σε άλλους πλα­νή­τες απει­κο­νί­ζε­ται με τρό­πους που δια­μορ­φώ­νο­νται ρητά από την αμε­ρι­κα­νι­κή εγκα­τά­στα­ση στη Δύση. Για παρά­δειγ­μα, στο Tunnel in the Sky, οι άποι­κοι ξεκί­νη­σαν για τον πλα­νή­τη «New Canaan», μέσω μιας δια­στρι­κής πύλης τηλε­με­τα­φο­ράς σε όλο τον γαλα­ξία, με βαγό­νια Conestoga, τον καπε­τά­νιο τους με μου­στά­κια και ένα μικρό κατσί­κι και καβά­λα σε ένα άλο­γο Palomino — με τον Heinlein εξη­γώ­ντας ότι οι άποι­κοι θα έπρε­πε να επι­βιώ­σουν μόνοι τους για μερι­κά χρό­νια, επο­μέ­νως τα άλο­γα είναι πιο πρα­κτι­κά από τις μηχανές.

Ο Σκο­τει­νός Πύρ­γος _The Dark Tower του Στί­βεν Κινγκ είναι μια σει­ρά από επτά βιβλία που συν­δυά­ζει θέμα­τα γου­έ­στερν, υψη­λής φαντα­σί­ας, επι­στη­μο­νι­κής φαντα­σί­ας και τρό­μου. Ο πρω­τα­γω­νι­στής Roland Deschain είναι ένας σύγ­χρο­νος πιστο­λέ­ρο του οποί­ου η εικό­να και η προ­σω­πι­κό­τη­τα εμπνέ­ο­νται σε μεγά­λο βαθ­μό από τον Άνθρω­πο χωρίς όνο­μα από τις ται­νί­ες του Sergio Leone. Επι­πλέ­ον, το είδος φαντα­σί­ας υπε­ρή­ρω­ων έχει περι­γρα­φεί ότι προ­ήλ­θε από τον ήρωα του καου­μπόη, που τρο­φο­δο­τεί­ται μόνο μέχρι την παντο­δυ­να­μία σε ένα κυρί­ως αστι­κό περι­βάλ­λον. Το είδος γου­έ­στερν έχει παρω­δη­θεί σε πολ­λές περι­πτώ­σεις, διά­ση­μα παρα­δείγ­μα­τα είναι το Support Your Local Sheriff!, η Cat Ballou, το Blazing Saddles του Mel Brooks και το Rhapsody του Rustler κά

Οι ται­νί­ες Star Wars του Τζορτζ Λού­κας χρη­σι­μο­ποιούν πολ­λά στοι­χεία γου­έ­στερν και ο Λού­κας έχει πει ότι σκό­πευε το Star Wars να ανα­ζω­ο­γο­νή­σει στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή μυθο­λο­γία, ένα μέρος που κάπο­τε κατεί­χε το Γου­έ­στερν. Οι Τζε­ντάι, που παίρ­νουν το όνο­μά τους από τον Τζι­νται­γέ­κι, δια­μορ­φώ­νο­νται σύμ­φω­να με τους σαμου­ράι, δεί­χνο­ντας την επιρ­ροή του Κου­ρο­σά­βα. Ο χαρα­κτή­ρας Han Solo ντυ­μέ­νος σαν αρχέ­τυ­πος οπλο­φό­ρος, και η καντί­να Mos Eisley μοιά­ζει πολύ με σαλούν της Old West.

Ται­νί­ες όπως το The Big Lebowski, που έδιω­ξε τον ηθο­ποιό Sam Elliott από την Παλιά Δύση και σε μια αίθου­σα μπό­ου­λινγκ του Λος Άντζε­λες, και το Midnight Cowboy, για ένα ζιγκο­λό του Νότου στη Νέα Υόρ­κη (που απο­γοη­τεύ­ει έναν πελά­τη όταν εκεί­νος δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στον Gary Cooper), μετα­φύ­τευ­σε δυτι­κά θέμα­τα σε μοντέρ­να περι­βάλ­λο­ντα τόσο για λόγους παρω­δί­ας όσο και για φόρο τιμής.

πηγές

Johnny Guitar _
Τζόνι Γκιτάρτου Νίκολας Ρέι

Νίκο­λας Ρέι, 1954 _ το πιο αλλό­κο­το γου­έ­στερν που γυρί­στη­κε ποτέ
Δονεί­ται από μια υπό­γεια έντα­ση που μοιά­ζει με ερω­τι­κό καρ­διο­χτύ­πι ή με ακα­τα­νί­κη­τη έξα­ψη που προ­κα­λεί μια έντο­νη σεξουα­λι­κή διέγερση…
Χαμέ­νοι ερα­στές, φαντά­σμα­τα από το παρελ­θόν, δαι­μο­νι­κά θηλυ­κά και εύθραυ­στοι άντρες, πιστο­λέ­ρο και παρά­νο­μοι, άσβε­στα μίση και κατα­πιε­σμέ­νοι πόθοι δίνουν μοι­ραίο ραντε­βού στο εσω­τε­ρι­κό ενός σκο­νι­σμέ­νου σαλούν που βρί­σκε­ται στη μέση του που­θε­νά και του οποί­ου την ιδιο­κτη­σία δυο γυναί­κες ανα­μέ­νε­ται να διεκ­δι­κή­σουν σε μια μονο­μα­χία μέχρις εσχάτων.

Καθώς η ανε­ξάρ­τη­τη και ιδε­α­λί­στρια Τζό­αν Κρό­φορντ καλεί­ται να αντι­με­τω­πί­σει την ψυχω­τι­κή και δολο­πλό­κο Μερ­σέ­ντες Μακ Κέμπριτζ, υπό το ανή­συ­χο βλέμ­μα ενός ολό­κλη­ρου θιά­σου αντρών που μοιά­ζουν είτε με άβου­λα πιό­νια είτε με ανώ­ρι­μα αγο­ρά­κια που παρι­στά­νουν τους καου­μπό­η­δες, ο Νίκο­λας Ρέι υπο­γρά­φει σε φαντα­χτε­ρές τεχνι­κο­λόρ απο­χρώ­σεις το πιο αλλό­κο­το γου­έ­στερν που γυρί­στη­κε ποτέ.

Το «Τζό­νι Γκι­τάρ» είναι πράγ­μα­τι μια ιδιά­ζου­σα περί­πτω­ση ται­νί­ας, ίσως επει­δή καμιά άλλη δημιουρ­γία του είδους δεν επι­χεί­ρη­σε να ενώ­σει την ανδρο­κρα­τού­με­νη μυθο­λο­γία της Άγριας Δύσης με μια ζωη­ρή προ­φε­μι­νι­στι­κή ατζέ­ντα, με ένα παρο­ξυ­σμι­κό μελό­δρα­μα που βρί­σκε­ται ένα μόλις βήμα πριν από την πλή­ρη υστε­ρία, με μια φλο­γε­ρή ερω­τι­κή ιστο­ρία για την οποία έτυ­χε να γρα­φτούν μερι­κά από τα ποι­η­τι­κό­τε­ρα δια­λο­γι­κά μέρη και με μια ξεκά­θα­ρη αλλη­γο­ρία των δρι­μύ­τα­των μακαρ­θι­κών και αντι-κομ­μου­νι­στι­κών διώ­ξε­ων που μαί­νο­νταν εκεί­νη την επο­χή στην Αμερική.

Έπει­τα, μπο­ρεί σκη­νι­κό του φιλμ να είναι μια ξεχα­σμέ­νη γωνιά του χάρ­τη, οι πραγ­μα­τι­κές δια­δρο­μές που καλύ­πτουν οι ήρω­ες αφο­ρούν, παρ’ όλα αυτά, μυη­τι­κές απο­στά­σεις που πρέ­πει να καλυ­φθούν και ριψο­κίν­δυ­νες περι­πλα­νή­σεις σε ανε­ξε­ρεύ­νη­τες περιο­χές του έρω­τα που κρύ­βουν μέσα τους κακο­το­πιές και δυσοί­ω­να πεπρωμένα.

Ελά­χι­στα πράγ­μα­τα στο «Τζό­νι Γκι­τάρ» υπη­ρε­τούν τις συμ­βά­σεις ενός παρα­δο­σια­κού γου­έ­στερν: Οι σκη­νές των ανα­με­τρή­σε­ων συμ­βαί­νουν ως επί το πλεί­στον σε εσω­τε­ρι­κούς χώρους και όχι στους θρυ­λι­κούς ανοι­χτούς ορί­ζο­ντες που απο­θέ­ω­σαν με το σινε­μά τους ο Τζον Φορντ και ο Άντο­νι Μαν. Οι γυναί­κες ηγού­νται της δρά­σης και επω­μί­ζο­νται τους ρόλους και τις συνή­θειες που αντι­στοι­χούν σε αρσε­νι­κούς ήρω­ες. Οι άντρες μετα­τρέ­πο­νται σε ερω­τι­κά αντι­κεί­με­να και σε βίαια θηλυ­κά απω­θη­μέ­να. Οι χει­ρο­νο­μί­ες και τα κίνη­τρα των πρω­τα­γω­νι­στών επι­δέ­χο­νται πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις (πολι­τι­κές, ψυχα­να­λυ­τι­κές, παρα­βο­λι­κές). Την ίδια ώρα τα πάντα βάφο­νται σε ένα χρω­μα­τι­κό ντε­λί­ριο που, όπως και οι ήρω­ες, μοιά­ζει κι αυτό έτοι­μο να εκρα­γεί από έκσταση.

Δονού­με­νο από μια υπό­γεια έντα­ση που μοιά­ζει με ερω­τι­κό καρ­διο­χτύ­πι ή με την ακα­τα­νί­κη­τη έξα­ψη που προ­κα­λεί μια έντο­νη σεξουα­λι­κή διέ­γερ­ση, το «Τζό­νι Γκι­τάρ» παρα­κο­λου­θεί όλους τους βασι­κούς χαρα­κτή­ρες του να παρα­σύ­ρο­νται οικειο­θε­λώς στον χαμό από τα κατα­κλυ­σμιαία πάθη τους, δια­πο­τί­ζε­ται από τον ίδιο ρομα­ντι­σμό που σφρα­γί­ζει τις ωραιό­τε­ρες δημιουρ­γί­ες του Νίκο­λας Ρέι, δια­τη­ρεί εξ ολο­κλή­ρου μια ονει­ρι­κή και εξω­πραγ­μα­τι­κή ύφη που του δίνουν σχε­δόν παρα­μυ­θέ­νιες δια­στά­σεις και αντι­πα­ρα­θέ­τει την αρρε­νω­πή τελε­τουρ­γία των γου­έ­στερν με ένα λυρι­σμό που το κάνουν να μοιά­ζει πολύ­τι­μο και παρά­ξε­να στοι­χειω­μέ­νο. Όπως ακρι­βώς ακού­γε­ται το αξέ­χα­στο τρα­γού­δι που ερμη­νεύ­ει για λογα­ρια­σμό της ται­νί­ας η Πέγκι Λι.

Johnny Guitar _ΗΠΑ, 1954
Σκη­νο­θε­σία: Νίκο­λας Ρέι Σενά­ριο: Φίλιπ Γιόρ­νταν Φωτο­γρα­φία: Χάρι Στρά­ντλινγκ Μου­σι­κή: Βίκτορ Γιάνγκ, Πέγκι Λι Πρω­τα­γω­νι­στούν: Τζό­αν Κρό­φορντ, Στέρ­λινγκ Χέι­ντεν, Μερ­σέ­ντες Μακ Κέμπριτς, Σκοτ Μπρέι­ντι, Έρνεστ Μπόρ­γκναϊν, Τζον Κάρα­νταϊν  Διάρ­κεια: 110΄

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες και από cinemagazine.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο