Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζον Γκίλγουντ: Ο σερ της υποκριτικής

Ο σερ Άρθουρ Τζον Γκίλ­γουντ υπήρ­ξε ένας από τους κορυ­φαί­ους εκπρο­σώ­πους της μεγά­λης υπο­κρι­τι­κής βρε­τα­νι­κής σχο­λής, μαζί με τους θρυ­λι­κούς Λόρενς Ολι­βιέ και Άλεκ Γκί­νες. Μίας σχο­λής, που ακό­μη και σήμε­ρα, μετά τη δια­σπο­ρά του ταλέ­ντου και της τεχνι­κής της σε όλες τις ηπεί­ρους, παρα­μέ­νει κορυ­φαία και συνε­χί­ζει να βγά­ζει δια­λε­χτούς ηθο­ποιούς, που ξεχω­ρί­ζουν για την παι­δεία τους, την κατάρ­τι­σή τους, τις ολο­κλη­ρω­μέ­νες ερμη­νεί­ες τους και το καλ­λι­τε­χνι­κό τους ήθος.

Ο Τζον Γκίλ­γουντ, δεν είχε τη φήμη ή την προ­βο­λή ενός Ολι­βιέ, μένο­ντας στον κινη­μα­το­γρά­φο πάντα στη σκιά των πρω­τα­γω­νι­στών, κρα­τώ­ντας δύσκο­λους ρόλους που έδι­ναν μία δια­φο­ρε­τι­κή ποιό­τη­τα σε κάθε ται­νία. Στο θέα­τρο όμως ήταν κορυ­φαί­ος πρω­τα­γω­νι­στής ‑ένας άνθρω­πος που είχε γίνει ένα με το σανί­δι. Εκτός από τα έργα του Σαίξ­πηρ ‑μόνο ως Άμλετ εμφα­νί­στη­κε πάνω από 500 φορές στο θέα­τρο- έπαι­ξε τα πάντα. Για πάνω από εξή­ντα χρό­νια ερμή­νευ­σε από Ίψεν και Μολιέ­ρο, μέχρι Πιρα­ντέ­λο, Άλμπι και Πίντερ. Χιλιά­δες παρα­στά­σεις, που ξεκί­νη­σαν το 1921 (“Ερρί­κος ο Ε‘”) και τερ­μα­τί­στη­καν το 1988 (“Ιστο­ρία δύο πόλε­ων”). Επί­σης σκη­νο­θέ­τη­σε πάνω από 50 θεα­τρι­κά έργα. Ο Γκίλ­γουντ, όμως, είχε μία πραγ­μα­τι­κά τερά­στια συνει­σφο­ρά και στον κινη­μα­το­γρά­φο παί­ζο­ντας σε δεκά­δες ται­νί­ες, αρχί­ζο­ντας το 1924 και ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την καριέ­ρα του το 1998.

Συμπλη­ρώ­νο­ντας 20 χρό­νια από το θάνα­τό του (21 Μαΐ­ου 2000), είναι μια ευκαι­ρία να γνω­ρί­σου­με καλύ­τε­ρα τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της καλ­λι­τε­χνι­κής του πορεί­ας, αλλά και της ζωής του, που δεν ήταν εύκο­λη, λόγω και της ομο­φυ­λί­ας του, που στην επο­χή της δόξας του ήταν παρά­νο­μη στη Βρε­τα­νία, αφού ίσχυαν ακό­μη οι αυστη­ροί Βικτο­ρια­νοί νόμοι.

Ο κορυφαίος Άμλετ

Ο Τζον Γκίλ­γουντ γεν­νή­θη­κε στις 14 Απρι­λί­ου του 1904, στο Λον­δί­νο, από ευκα­τά­στα­τη οικο­γέ­νεια, ενώ η μητέ­ρα του Κέιτ, που προ­ερ­χό­ταν από σημα­ντι­κή οικο­γέ­νεια θεα­τράν­θρω­πων, ήταν και αυτή ηθο­ποιός, εγκα­τέ­λει­ψε το σανί­δι όταν παντρεύ­τη­κε. Παρά την αντί­θε­ση των γονιών του, ο Γκίλ­γουντ στα 17 του τους έπει­σε να του επι­τρέ­ψουν θεα­τρι­κές σπου­δές. Το Νοέμ­βριο του 1921 έκα­νε την πρώ­τη του επαγ­γελ­μα­τι­κή εμφά­νι­ση στον “Ερρί­κο τον Ε’ ”, λέγο­ντας μία και μονα­δι­κή ατά­κα. Γρή­γο­ρα, κάποιοι άρχι­σαν να δια­κρί­νουν το ταλέ­ντο του και έφτα­σε με υπο­τρο­φία στη Βασι­λι­κή Ακα­δη­μία Δρα­μα­τι­κής Τέχνης. Έτσι άρχι­σαν και οι εμφα­νί­σεις του στο θέα­τρο, ενώ το 1924 έκα­νε και το κινη­μα­το­γρα­φι­κό του ντε­μπού­το. Το 1929 εγκα­τα­λεί­πει τα θέα­τρα του Γου­έστ Εντ, όπου βρί­σκο­νταν οι μεγά­λες θεα­τρι­κές σκη­νές και πήγε να εργα­στεί στο Ολντ Βικ, ένα πρω­το­πο­ρια­κό θέα­τρο σε υπο­βαθ­μι­σμέ­νη γει­το­νιά του Λον­δί­νου, που απευ­θυ­νό­ταν στην εργα­τι­κή τάξη. Το 1930 έπαι­ξε τον Άμλετ. Σε ένα ιστο­ρι­κό ανέ­βα­σμα, καθώς το έργο παί­χτη­κε ολό­κλη­ρο, σε μία πεντά­ω­ρης διάρ­κειας παρά­στα­ση, που έγι­νε δεκτή με ενθου­σια­σμό από κοι­νό και κριτική.

Τα λεφτά που γοητεύουν

Το 1933 επι­στρέ­φει στο Γου­έστ Εντ, ενώ σε γράμ­μα που έστει­λε σε φίλο του σημειώ­νει ότι η συμ­με­το­χή του σε ται­νί­ες τού «προ­κα­λούν τη φρί­κη στην ψυχή, αλλά γοη­τεύ­ουν την τσέ­πη μου…»

Το 1936 θα κάνει την πρώ­τη του σημα­ντι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή εμφά­νι­ση στην ται­νία του Χίτσκοκ “Ο Μυστι­κός Πρά­κτο­ρας”, παρό­τι μάλ­λον πέρα­σε δύσκο­λα στη συνερ­γα­σία του με τον ιδιόρ­ρυθ­μο σκη­νο­θέ­τη, που δεν είχε την καλύ­τε­ρη ιδέα και συμπε­ρι­φο­ρά προς τους ηθοποιούς.

Από τον Σεπτέμ­βριο του 1936 μέχρι τον Φεβρουά­ριο του 1937 θα κάνει μία πετυ­χη­μέ­νη περιο­δεία στη Βόρεια Αμε­ρι­κή, εξαρ­γυ­ρώ­νο­ντας την επι­τυ­χία της ται­νί­ας του με τον Χίτσκοκ. Τα κέρ­δη από την περιο­δεία τα επέν­δυ­σε στη δημιουρ­γία δικού του θιά­σου, ενώ στον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, κρί­θη­κε ακα­τάλ­λη­λος λόγω ηλι­κί­ας και αρκέ­στη­κε να δίνει παρα­στά­σεις σε στρατόπεδα.

Σαράντα χρόνια επιτυχίας στο σανίδι και στο σινεμά

Μετά το τέλος του πολέ­μου, ο Γκίλ­γουντ ήταν πλέ­ον ένας εμβλη­μα­τι­κός σαιξ­πη­ρι­κός ηθο­ποιός, με τερά­στιες επι­τυ­χί­ες στο θέα­τρο και στο σινε­μά. Ήταν τέτοια η απο­δο­χή του από το κοι­νό, που ακό­μη και τα συντη­ρη­τι­κά ήθη της επο­χής δεν στά­θη­καν να κάμ­ψουν την καριέ­ρα του όταν συνε­λή­φθη το βρά­δυ της 20ης Οκτω­βρί­ου του 1953 να ανα­ζη­τά ερω­τι­κό σύντρο­φο στις δημό­σιες τουα­λέ­τες του Τσέλ­σι. Το κοι­νό αδια­φό­ρη­σε για το σκάν­δα­λο και την προ­σω­πι­κή του ζωή, συνε­χί­ζο­ντας να τον θαυ­μά­ζει στο σανί­δι και στο σινεμά.

Συνέ­χι­σε για πάνω από 40 χρό­νια να δου­λεύ­ει πυρε­τω­δώς στο θέα­τρο και το σινε­μά, γνω­ρί­ζο­ντας τερά­στια επι­τυ­χία. Μερι­κές από τις πιο γνω­στές του ται­νί­ες ήταν “Ριχαρ­δος ο 3ος” (1955) με τον Λόρενς Ολι­βιέ, Ιού­λιος Καί­σαρ (1953), “Άρθουρ” (1981) που του χάρι­σε και το Όσκαρ Β’ Ανδρι­κού Ρόλου, “Τα Βιβλία του Πρό­σπε­ρο” (1991) και “Μπέ­κετ” (1960).

Μοναχικό Τέλος

Ο Γκίλ­γουντ, που εγκα­τέ­λει­ψε το σανί­δι ένα μόλις μήνα πριν το θάνα­τό του, σημά­δε­ψε το βρε­τα­νι­κό θέα­τρο, αν και στο τέλος αισθα­νό­ταν μόνος, καθώς είχαν φύγει όλοι οι μεγά­λοι ηθο­ποιοί της γενιάς του. Άλλω­στε αυτή είναι πολ­λές φορές και η μοί­ρα των ανθρώ­πων που πίστευαν όπως αυτός ότι “το θέα­τρο ήταν παρα­πά­νω από επάγ­γελ­μα, ήταν η ζωή”.

Χάρης Ανα­γνω­στά­κης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο