Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Της Νύφης τα λιθάρια

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //
Γιαλλινάς Άγγελος Κέρκυρα Της Νύφης τα λιθάρια

Γιαλ­λι­νάς Άγγε­λος, Της Νύφης τα λιθάρια

Είναι φορές που οι δρό­μοι δεν σού είναι γνώ­ρι­μοι, αλλά στην Κέρ­κυ­ρα δεν έχει σημα­σία. Όπου και αν περ­πα­τή­σεις δεν θα νιώ­σεις ποτέ πως είναι ξένος δρό­μος, δεν κιν­δυ­νεύ­εις να χαθείς και αυτό για­τί την ιστο­ρία τους, την έχουν γρά­ψει ωραί­οι άνθρω­ποι. Οι Κερ­κυ­ραί­οι είναι και στις μέρες μας υπέ­ρο­χοι, όσο είναι εκεί­νοι που ακό­μη μεθούν με τα λόγια και τα έργα της αγά­πης, τιμούν κάθε ψίχου­λο ζωής, κολα­κεύ­ο­νται με το τρα­γού­δι τ’ αηδο­νιού, τα σεί­στρα του έρω­τα, το φλοί­σβο της θάλασ­σας και φυλά­νε το δίκιο φιλο­φρό­νη­ση στη χού­φτα τους.

Απα­λά τα δάχτυ­λα καλω­σό­ρι­σαν το ξαφ­νι­κό ψιχά­λι­σμα στα γρα­φι­κά σοκά­κια του πυκνο­δο­μη­μέ­νου από τον φόβο των κουρ­σά­ρων, χωριού των Σινα­ρά­δων. Η πυκνή δόμη­ση ενέ­πνεε ένα αίσθη­μα ασφά­λειας στους κατοί­κους, ιδιαί­τε­ρα σε μια ανο­χύ­ρω­τη περιο­χή όπως ήταν αυτή, της μακρι­νής εκεί­νης επο­χής που χτί­στη­κε ο πρώ­τος οικι­σμός. Σινα­ρά­δες, ένα ακό­μη τοπω­νύ­μιο που κατά την επι­κρα­τέ­στε­ρη εκδο­χή προ­ήλ­θε από το επί­θε­το της άγνω­στης σήμε­ρα και εξα­φα­νι­σμέ­νης πλέ­ον βυζα­ντι­νής οικο­γέ­νειας Σινα­ράς ή Συνα­ράς. Τα περισ­σό­τε­ρα χωριά της Κέρ­κυ­ρας έχουν ονό­μα­τα που προ­έρ­χο­νται από επί­θε­τα οικο­γε­νειών όπως Αργυ­ρός — Αργυ­ρά­δες, Αρμέ­νης — Αρμε­νά­δες, Βιτά­λης — Βιτα­λά­δες, Κυπρια­νός — Κυπρια­νά­δες, Καβ­βά­δας – Καβ­βα­δά­δες και πολ­λά άλλα.

Σε τού­το τον περί­πα­το δεν έχεις ομπρέ­λα. Στο άκου­σμα της βρο­ντής σε ξαφ­νιά­ζουν ευχά­ρι­στα οι πρώ­τες ψιχά­λες. Σταυ­ρώ­νεις τα χέρια γύρω από τους γυμνούς ώμους και αμέ­σως μετά τα ανοί­γεις σαν φτε­ρά. Μετα­το­πί­ζεις το βάρος του σώμα­τος, γέρ­νεις χορευ­τι­κά πότε αρι­στε­ρά και πότε δεξιά. Τα πόδια γλι­στρούν από το στε­νό καλ­ντε­ρί­μι στη μέση του δρό­μου. Μικρές κινή­σεις, συρ­τές με τα πέλ­μα­τα. Σχε­δόν επι­τό­που χαμη­λώ­νεις πρώ­τα το βλέμ­μα, μετά το σώμα. Όσο διψά η ψυχή, διψά και η γη. Φιλί, στη βρο­χή, ονει­ρεύ­ε­σαι, ξορ­κί­ζεις το κακό. Τα συναι­σθή­μα­τα εναλ­λάσ­σο­νται. Το φως είναι αλλιώ­τι­κα όμορ­φο. Οι πρώ­τες στά­λες λαμπε­ρές στα φύλ­λα της μπου­καμ­βί­λιας. Σιγα­νο­ψι­χά­λι­σμα, σαν τρα­γού­δι  στις γρα­φι­κές γει­το­νιές με τα πέτρι­να σπί­τια, στα παλιά βυζα­ντι­νά κερα­μί­δια της ώχρας, στα περί­τε­χνα πορ­τό­νια σιδε­ρέ­νια ή ξύλι­να, στα βόλ­τα, στα πλα­κό­στρω­τα, στα ψηλά καμπα­να­ριά, στο λαι­μό και στα γυμνά σου χέρια.

Τα μάτια γύρε­ψαν καλό­τυ­χα σημά­δια από το πέρα­σμα των προ­γό­νων στις παλιές γει­το­νιές. Υπο­στη­ρί­ζε­ται πως απέ­να­ντι στην τρα­γι­κή κατά­στα­ση που έφε­ρε το τέλος του Ε΄ Βενε­το­τουρ­κι­κού πολέ­μου, γνω­στού και ως Μεγά­λου Κρη­τι­κού Πολέ­μου,  με την πτώ­ση του Χάν­δα­κα το χίλια εξα­κό­σια εξή­ντα εννέα, ήταν πολ­λοί οι Κρή­τες και ανά­με­σα τους αρκε­τοί με τίτλους ευγέ­νειας, είτε κρη­τι­κής, είτε βενε­τι­κής  που προ­τί­μη­σαν τον ξερι­ζω­μό και τη φυγή, από  τον οθω­μα­νι­κό ζυγό. Έτσι λένε πως έφτα­σαν και εγκα­τα­στά­θη­καν και σε αυτό το αρχο­ντο­χώ­ρι της Κέρ­κυ­ρας πρό­σφυ­γες από την Κρή­τη, μετα­λα­μπα­δευ­τές της πολι­τι­στι­κής τους κλη­ρο­νο­μιάς στη νέα πατρί­δα. Δια­βά­ζεις επι­γρα­φές σε καφε­νεία και κατα­στή­μα­τα. Δου­κά­κης, Σγού­ρος, Δρόσ­σος, Αλε­ξά­κης, Βλάσ­σης. Μετράς τα βήμα­τα, ψιθυ­ρί­ζεις ονό­μα­τα και ξαφ­νιά­ζε­σαι πιο πολύ όταν ύστε­ρα από λίγο βρί­σκε­σαι στο δια­τη­ρη­τέο αρχο­ντι­κό Αλε­ξάν­δρου Βασι­λά­κη. Με την τελευ­ταία συλ­λα­βή στο επώ­νυ­μο έχεις φτά­σει κιό­λας στη γει­το­νιά σου στην Κρή­τη, στο καμα­ρω­τό πόρ­τε­γο της Ερω­φί­λης Βασιλάκη.

Η μνή­μη ξυπνά, γυρεύ­ει γεγο­νό­τα, ξανα­φτιά­χνει εικό­νες, φέρ­νει συναι­σθή­μα­τα, εμπει­ρί­ες παλιές σε και­νούρ­για ανά­γνω­ση. Η μνή­μη… Χαραγ­μέ­νη στη λαξευ­μέ­νη πέτρα εκμυ­στη­ρεύ­ε­ται το ανεκ­πλή­ρω­το, το αξό­δευ­το πάθος, τον έρω­τα που θερί­στη­κε άδι­κα πριν την ώρα του. Το νιώ­θεις, ξεθά­βο­νται στιγ­μές. Τα χέρια σου, πασκί­ζο­ντας να βρουν αντι­σταθ­μί­σμα­τα μιας παλιάς συγ­γέ­νειας αγγί­ζουν το πλα­τύ­σκα­λο στο κατώ­φλι του αρχο­ντι­κού κι ύστε­ρα ψηλα­φη­τά το κλει­δί και το μάντα­λο της αυλό­πορ­τας. Ενστι­κτω­δώς σκύ­βεις με το αυτί κολ­λη­μέ­νο στη δια­βρω­μέ­νη από τους και­ρούς και τον χρό­νο κολώ­να. Αισθά­νε­σαι τις αμε­τα­χεί­ρι­στες ακό­μη λέξεις που περι­μέ­νουν εδώ ασθμαί­νου­σες. Χαράγ­μα­τα της μνή­μης, σπα­ράγ­μα­τα κόντρα στην τρο­χιά της λήθης, λέξεις για τη λεη­λα­σία μιας αγάπης.

Το θρόι­σμα των φύλ­λων της δάφ­νης σιγο­ντά­ρει την αγω­νία σου ν’ ακού­σεις. Ακούς με σεβα­σμό. Η φωνή πότε βγαί­νει μέσα από την ψίχα της πέτρας και πότε κυλά­ει με τη βρο­χή από το γεί­σο στο ψηλό παρα­θύ­ρι. Ακούς, ξύνο­ντας με τα νύχια τη σκου­ριά, ακούς, θαρ­ρείς και είναι κλη­ρο­νο­μιά σου το τελευ­ταίο κραυ­γα­λέο φιλί. Ακούς, την άγρα­φη δια­θή­κη της Νύφης με τ’ αχτέ­νι­στα όνει­ρα μέσα από το φιλια­τρό του πηγαδιού…

Φέρ­νεις το χέρι, αγγί­ζεις τα μαρα­γα­ρι­τά­ρια στα σκου­λα­ρί­κια σου, θωπεία φορ­τω­μέ­νη βρο­χή και δάκρυ. Μια μέλισ­σα σου υπεν­θυ­μί­ζει την ομορ­φιά σ’ ένα κρι­νά­κι της αλτά­νας. Οι λέξεις χορεύ­ουν στο μυα­λό σου τόσο οικεί­ες, τόσο δικές σου, οι λέξεις, σε προ­στα­τεύ­ουν από τη λήθη, λέξεις μιας γλώσ­σας χωρίς ατέ­λειες. Αμέ­τρη­τες οι απο­χρώ­σεις του πρά­σι­νου στο φως της σύντο­μης αστρα­πής, αμέ­τρη­τες οι αιχ­μα­λω­τι­σμέ­νες σκέ­ψεις, αμέ­τρη­τη και η ανι­στό­ρη­τη σιω­πή, τώρα στην αθό­ρυ­βη μακρά απου­σία, βρί­σκει επι­τέ­λους τις λέξεις:

Βερίγου της Νύφης τα λιθάρια

Της Νύφης τα λιθάρια

Γροι­κά­τε οι πέρα θάλασ­σες και οι απά­νω βίγλες
γροι­κά­τε οι περ­βο­λά­ρη­δες κι εσείς πραματευτάδες,
γροι­κά­τε νιές, γροι­κά­τε νιοί τση νύχτας γλεντοκόποι.

Γάμος λαμπρός, τάβλα αργυ­ρή, πύρ­γος θεμελιωμένος
σ’ ώριο μπα­ξέ στην Κορυ­φώ, σε μέγα αρχοντοχώρι.

Όλη η βδο­μά­δα του γαμπρού, η Κυρια­κή τση νύφης,
κι ο ήλιος ο βιγλά­το­ρας από το μεσοστύλι
ελό­για­σε χίλιες φορές, την ομορ­φιά, τη νιότη
και πάλι εξα­να­λό­για­σε, πρε­πειά κι αξιοσύνη,
αφέ­ντρα, αγγέ­λισ­σα κυρά, τα χέρια φιλντισένια,
λιό­μαυ­ρα μάτια σαν ελιές, τρια­ντά­φυλ­λο τα χείλη
αρο­δα­μούς στα μάγου­λα, λόγια ζαχαρωμένα,
και ροζο­νά­ρη, του για­λού τ’ ολό­γιο­μο φεγγάρι,
είχεν η κόρη η ακρι­βή, η αρχοντοθυγατέρα.

Ακαρ­πο­φό­ρη­τη χαρά συντρο­φια­σμέ­νη πίκρα
σφάλ­μα ζημιό του ριζι­κού, φται­ξί­μα­τα τση τύχης
μα τ’ άδι­κο μοι­ρό­γρα­φτο δεν τ’ απο­διώ­χνει ο ήλιος
ο Χάρος έχει λεύ­τε­ρο, δοξεύ­γει όπου θελήσει,
ανε­χα­σκί­ζει χώμα­τα, ξεχω­ρι­σμούς ορίζει
άπο­νος κι ανε­λύ­πη­τος τη ζήση φαρμακώνει.

Ο ήλιος εχα­μή­λω­σε στη λιό­στερ­νη την ώρα,
λυγού­νε φύλ­λα και κλα­ριά, λυγά ο απά­νω κόσμος.

“Κόρη μου, πλιά τα κάλη σου, περίσ­σια τα λυπούμαι
φεύ­γα κι ακούω τα πέτα­λα του θερι­στή στη ρούγα,
τα ξακου­στά ονό­μα­τα σε κλά­η­μα­τα και ξόδια
γυρί­ζου­νε και τρέ­μει η γη μαραί­νο­νται τα ρόδα” ,

είπε και την εχρύ­σω­σε, τ’ αγρί­μια επαραστέκαν
και μια κολώ­να ως τ’ άκου­σε ραγι­σμα­τιάν ανοίγει
μες στο σκι­σμέ­νο μάρ­μα­ρο δυο κάρ­βου­να σβησμένα.

Τρεις δίπλες γύρι­ζε ο χορός στη μέση η νύφη ανέγνοια,
με το μπολ­κά­κι το σφι­χτό και τη φαντή καρπέτα,
την κού­δα τη μετα­ξω­τή με τα χρυ­σά σιρίτια,
στο κου­τε­λί­κι το πλε­χτό φλου­ριά κωσταντινάτα.

Εχό­ρευ­γε κι εγέ­λα­νε, γλυ­κό κρα­σί εκέρνα
εμί­λιε­νε με τα που­λιά, εγέ­λα­νε τ’ αγγέλου
γυα­λέ­νιος μπλά­βος ουρα­νός χωρίς ανεφαλάκια.

Έχθρα κι αμά­χη τό ’βαλε ο θερι­στής ο Μαύρος
κουρ­σά­ρι­κο αρμά­τω­σε σκού­ρα πανιά ανοίγει
είχε η σημαία κόκ­κα­λα άσπρα ζωγραφισμένα
στα χέρια του Σαρα­κη­νού κλεμ­μέ­νο απελατίκι,
στη μέση ντου, δαμα­σκη­νό σπα­θί ’χε κρεμασμένο.

Ο γάμος, θρή­νος γίνη­κε, σκορ­πί­σα­νε τα λόγια
κεί­να τα λόγια τα γλυ­κά, πώς γίναν μοιρολόγια.

Η νένα ακό­μη μολο­γά ψηλά στο παραθύρι
η στοι­χειω­μέ­νη η φωνή στην πέτρα είναι γραμμένη.

Άνε­μος δε την χάι­δε­ψε, Σαρα­κη­νός την πήρε,
αφί­λη­τη κι αμά­λα­γη του Χάρου νυφοστόλι.

Φτά­νει το αχ στο Για­ρα­μπή, χάσμα μεγά­λο ανοίγει
και τα ξυλο­κε­ρά­μι­δα επέ­σα­νε απ’ τον πύργο.

Δεν αλαρ­γο­ξο­ρί­στη­κε, λίγο ήταν το ταξίδι
αυγή τσ’ αυγής τη βρή­κα­νε στα δίχτυα οι ψαράδες,
βαθιά πλη­γή είχε στο λαι­μό τον κρουσταλλοχιονάτο,
οι άκριες στα ματο­τσί­νο­ρα ασή­μι η αλισάχνη,
κέρι­νη τη φιλή­σα­νε, ασά­λευ­τη την κλάψαν.

Αν τύχει ξαφ­νι­κή βρο­χή κι είσαι στο περιγιάλι
γλυ­καί­νει τ’ αλμυ­ρό νερό κι η πικροκυμματούσα
ανοί­γει στρά­τα να δια­βεί το ψίκι του θανάτου
δάκρυα, βαριές στα­λαγ­μα­τιές του παραπονεμάτου.

“Ως στέ­κουν όρη και βου­νά, τ’ απάρ­θε­να βυζιά μου
να στέ­κουν και να φέγ­γου­νε στην άκρια του πελάγου”,
λένε πως είπε, κι έγι­ναν “Της Νύφης τα λιθάρια”
τ’ απάρ­θε­να χρυ­σό­μη­λα της ζηλε­μέ­νης κόρης
πέτρω­σαν, μιας αδί­κιω­της αγά­πης θυμητάρια,
να βρί­σκουν ίσκιο τα που­λιά, φιλί τα παλικάρια.

Με τα σημά­δια του χρό­νου παρε­λαύ­νουν οι στιγ­μές όπως στο συρ­μα­τό­σκοι­νο οι στα­γό­νες όταν απαγ­γέ­λει έρω­τες η βρο­χή. Στο  ξεσαρ­κω­μέ­νο απ’ το ξύλο ρόπτρο, η φωνή της, ήρε­μη, μετρη­μέ­νη. Στά­ζει ο και­ρός, τ’ ανεί­πω­τα μελω­μέ­να στα χεί­λη και τ’ άναν­θα της αγά­πης στις ρωγ­μές του τοί­χου. Η ανά­μνη­ση αλά­τι κι εσύ φταί­χτρα να θυμά­σαι, να διψάς, να σωπαίνεις…

Χαρούλα Βερίγου Της Νύφης τα λιθάρια

Τώρα κρα­τάς την αγνή σεβα­στι­κή μορ­φή. Κλεί­νεις τον εύθραυ­στο κύκλο της ανε­ξαρ­γύ­ρω­της χαράς της Νύφης. Πιο εύθραυ­στη από γυα­λί. Η φαντα­σία σαν ομί­χλη κυκλώ­νει τα αισθή­μα­τα. Μεθυ­στι­κά αφό­ρη­το το φιλί κάτω από την ανθι­σμέ­νη γαζία. Έχεις εμπι­στο­σύ­νη στα χεί­λη. Το βλέμ­μα κινεί­ται γρή­γο­ρα, να γνω­ρί­σει τις λεπτο­μέ­ρειες. Έχει μιαν εντι­μό­τη­τα το βλέμ­μα όταν στέ­κε­ται στους αρμούς των τοί­χων πριν χαθεί πάνω από λιό­δε­ντρα και κυπα­ρίσ­σια στον ορί­ζο­ντα. Χαμο­γε­λάς. Η βρο­χή δυνα­μώ­νει. Ξεστρα­τί­ζουν δυο στά­λες και σε βρί­σκουν στα βλέ­φα­ρα. Ο χρό­νος έμει­νε πίσω, στο αρχο­ντι­κό, ίσως κατα­φέ­ρει να για­τρέ­ψει τις πληγές.

Ο δρό­μος θα σε βγά­λει έξω από το χωριό  στην τοπο­θε­σία Αερό­στα­το  με την εξαι­ρε­τι­κή θέα. Ανα­σαί­νεις τη μυρω­διά του πευ­κο­δά­σους που  απλώ­νε­ται πάνω από τα από­κρη­μνα βρά­χια στη δυσπρό­σι­τη παρα­λία της Μαύ­ρης Άμμου. Θα χορ­τά­σουν τα μάτια γαλα­ζο­πρά­σι­νο από το Γυα­λι­σκά­ρι μέχρι την Κυρά Δικιά. Το νησά­κι, κατά­φυ­το από αγριε­λιές, φρα­γκο­συ­κιές, σκί­νους και μικρούς θάμνους ονο­μά­στη­κε έτσι από την εκκλη­σία που υπάρ­χει εκεί, αφιε­ρω­μέ­νη στην Πανα­γία τη Δικαία. Στ’ ανοι­χτά της Κυρά Δικαί­ας, βορειο­δυ­τι­κά, ξεχω­ρί­ζουν της Νύφης τα λιθά­ρια. Αξί­ζει να φτά­σεις ως εκεί, όχι για το φιλί της ανά­γκης μα για το φιλί που σε σημάδεψε.

Στην από­κρη­μνη ακτή αφου­γκρά­ζε­σαι τον ήχο του ανέ­μου μέσα από τις φυλλωσιές.
Η μυρω­διά του σχί­νου διε­γεί­ρει την όσφρη­ση. Ένα τρύ­πιο κοχύ­λι απο­σπά την προ­σο­χή σου. Απλώ­νεις τα χέρια, το περιερ­γά­ζε­σαι. Θα το περά­σεις σε κόκ­κι­νη κλω­στή, κρα­τώ­ντας το λάφυ­ρο της μέρας, βρα­χιό­λι στο χέρι σου.
Κι ύστε­ρα ψάχνεις τα δικά του. Τα δάχτυ­λα μπλέ­κο­νται σφι­χτά. Σχε­δόν κτη­τι­κό το άγγιγ­μα. Κρα­τούν μυστι­κά. Η θαλάσ­σια αύρα παί­ζει με την ξεχα­σμέ­νη γοη­τεία στα μαλιά του. Τα σύν­νε­φα αλλά­ζουν ροή και χρώ­μα­τα. Περι­στρέ­φε­σαι πάνω από τον αφρό των κυμά­των. Το δεύ­τε­ρο φιλί αργό. Το νιώ­θεις, μετά από αυτό είσαι έτοι­μη εξο­στρα­κί­ζο­ντας φόβο και άβυσ­σο, ν’ αγγί­ξεις κοράλ­λια στο βυθό, θαυ­μά­ζο­ντας ανε­μώ­νες, σπόγ­γους και  λιβά­δια ποσει­δω­νί­ας  μέχρι το Ορθολίθι.Χαρούλα Βερίγου της Νύφης τα λιθάρια

Βαθιά νερά, σου βάζει ιδέ­ες η Όστρια και σε σπρώ­χνει στην ανοι­χτή θάλασ­σα. Εδώ να ψάξεις το μαύ­ρο γιού­σου­ρι. Ξεπερ­νάς κάθε φραγ­μό από αυτούς που σου δημιουρ­γεί η δια­φο­ρά των φυσι­κών ιδιο­τή­των του αέρα και της θάλασ­σας, με εφό­διο μόνο την ανά­σα σου. Αγα­πάς το ρίσκο. Φοράς τη μάσκα, εγκα­τα­λεί­πεις την επι­φά­νεια στέλ­νο­ντας φυσα­λί­δες στον αφρό και εγκα­τα­λεί­πε­σαι χωρίς ανα­στο­λές στην πρώ­τη σου αυτό­νο­μη κατά­δυ­ση, πλάι του.

Ένα μονα­δι­κό θέα­μα σου απο­κα­λύ­πτε­ται. Τα μάτια απο­ζη­τούν με μεγα­λύ­τε­ρη λαι­μαρ­γία τα πανάρ­χαια μυστι­κά του βυθού. Το ανά­γλυ­φο μονα­δι­κό. Πολύ­χρω­μα ψάρια, φεγ­γα­ρο­σα­λίγ­γα­ροι, ασβε­στο­ποι­η­μέ­να ροδο­φύ­κια, μέδου­σες, ξέρες, σκου­λή­κια της φωτιάς, βρά­χια, αστε­ρί­ες, όστρα­κα και κοχύ­λια σε παρα­σέρ­νουν στο πέρα από τη φαντα­σία ταξί­δι. Ναι, παρα­δέ­χε­σαι, αυτή η ομορ­φιά είναι όντως ασύλ­λη­πτη. Οι φωτει­νές αντα­να­κλά­σεις του ήλιου παί­ζουν καθώς χάνο­νται στο βάθος. Από το ανοι­χτό θαλασ­σί στο γαλά­ζιο και μετά μωβ, ώσπου να χαθείς στο σκού­ρο μπλε. Ειδυλ­λια­κή εικό­να, ναι, αλλά μην παρα­σύ­ρε­σαι. Μπρο­στά σου, σαν φεγ­γί­της ένα πέρα­σμα στο βρά­χο. Ίσα που χωράς. Αυτό είναι. Ανε­βαί­νεις στην επι­φά­νεια για μια δεύ­τε­ρη ανά­σα. Όμορ­φες στιγ­μές σκέ­φτε­σαι και υπό­σχε­σαι στον εαυ­τό σου, να τις ξανα­ζή­σεις, Αύριο…

Και τώρα απλώ­νεις τις υγρές παλά­μες στο φως. Καυ­χιέ­σαι για τα τόσα που άγγι­ξαν. Στ’ ακρο­δά­χτυ­λα ο έρωτας…

Βγαί­νεις στη στε­ριά. Ξαπλώ­νεις κάτω από τον ίσκιο του πεύ­κου. Χίλιες μυρω­διές. Ο άνε­μος χαϊ­δεύ­ει το γυμνό σώμα. Η αλμύ­ρα στα χεί­λη σε ανα­στα­τώ­νει. Από το μακρι­νό ορί­ζο­ντα ο έρω­τας σου κλεί­νει το μάτι. Το φιλί και η αγκα­λιά είναι προί­κα. Θα ξανάρ­θεις, το ξέρεις. Εδώ τίπο­τα δεν συμ­βαί­νει κατά λάθος. Τα γλα­ρο­πού­λια φτε­ρου­γί­ζουν όλο και πιο κοντά.  Και η καρ­διά σου, φτε­ρού­γι­σμα μετα­ξω­τό στην ηχώ του πελάγους.

Χαρούλα-Βερίγου Της_Νύφης_τα_λιθάρια

Παρά­βα­ση η μελαγ­χο­λι­κή ανά­μνη­ση στην παρά­κτια νοσταλγία.

«Άδρα­ξε τη μέρα», κάποιος θαρ­ρείς για εσέ­να, το χάρα­ξε στην πέτρα που τυχαία διά­λε­ξες να πάρεις ενθύ­μιο. Οπτι­κή υπεν­θύ­μι­ση μιας ξεκά­θα­ρης εντο­λής. Η θάλασ­σα ξέπλυ­νε τα λάθη. Θα επι­στρέ­φεις στον ίδιο δρό­μο και ποτέ μα ποτέ δεν θα χαθείς.

Οιστρή­λα­τος, στην ξαφ­νι­κή βρο­χή για­τί η ζωή στην Κέρ­κυ­ρα είναι του γού­στου σου…

Εδώ μετα­μορ­φώ­νεις κάθε στά­λα βρο­χής σε αση­μέ­νιο φεγ­γά­ρι. Καθα­ρο­γρά­φεις την αγά­πη, από την αρχή χωρίς όρκους και υπο­σχέ­σεις. Στην Κέρ­κυ­ρα είσαι, στην πιο ερω­τι­κή φύση του Ιονί­ου, αγα­πιέ­σαι, μαθαί­νεις ν’ αγα­πάς πολύ και ίσως εδώ τελι­κά η αγά­πη απο­δει­κνύ­ε­ται με τα χρό­νια τέχνη ακρι­βή. Δεν έχει άλλα μισο­τε­λειω­μέ­να λόγια.

Η εμπει­ρία στης Νύφης τα λιθά­ρια συντη­ρεί και τη δεύ­τε­ρη νιό­τη. Ανά­με­σα σε ένα χαμό­γε­λο και μια αστρα­πή χτυ­πά η καρ­διά δυνα­τά. Εδώ δεν σε φτά­νει το ράγι­σμα του παλιού σου κόσμου κι αν κοι­τά­ξεις πέρα μακριά στον ορί­ζο­ντα, θα νιώ­σεις πως και το θαλασ­σι­νό νερό τρα­γου­δά­ει τον έρω­τα. Ανοί­γει η ψυχή και δέχε­ται τον ουρανό.

(…)
Βλέ­πεις στην Κέρ­κυ­ρα, οι όμορ­φες μέρες της βρο­χής δεν βιά­ζο­νται ν’ αλλάξουν.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 21 Δεκεμ­βρί­ου 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο