Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Δεν είναι καθόλου απλό να προσδιορίσουμε τι εστίν πολιτικό βιβλίο για τον εξής λόγο: η πολιτική διάσταση εμπλέκεται σε όλα τα είδη του βιβλίου, ακόμα εκεί που δεν φαίνεται ή που δεν ομολογείται ή που ο συγγραφέας επιμένει ότι δεν υπάρχει. Οι διαβαθμίσεις βέβαια είναι μεγάλες. Μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή δεν υπάρχει. Απόλυτα καθαρά είδη δεν υπάρχουν, αλλά η πολιτική διάσταση ή υπόβαθρο διαχέεται σε όλα τα είδη με διαφορά βαθμού. Για παράδειγμα, τα ιστορικά βιβλία δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς πολιτική διάσταση, χωρίς πολιτικό υπόβαθρο. Ένα ιστορικό βιβλίο πού σταματάει να λέγεται ιστορικό βιβλίο και πότε μπορεί να λέγεται καθαρά πολιτικό βιβλίο; Έπειτα η έννοια «πολιτικό» είναι στενά συνδεδεμένη με τις έννοιες «κοινωνικό» και «ιδεολογικό». Έχοντας στο νου αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι το όλο θέμα καλύπτει ένα τόσο ευρύ φάσμα ώστε ένας περιορισμός, μια οριοθέτηση να είναι αναγκαία. Η σημερινή μου παρέμβαση δεν θα εστιάζει σε κάποια συγκεκριμένα βιβλία. Παραδείγματα πολιτικών βιβλίων υπάρχουν στο τραπέζι πίσω στην αίθουσα και δεν χωράει αμφισβήτηση ότι αυτά είναι πολιτικά βιβλία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα στα άλλα είδη – που ούτε αυτά δεν οριοθετούνται με αυστηρούς προσδιορισμούς – το ιστορικό, το κοινωνιολογικό, το φιλοσοφικό, το λογοτεχνικό — η πολιτική εμπλέκεται, αλλά μέσα στο πολιτικό βιβλίο δύσκολα υπάρχουν τα άλλα είδη εκτός από το ιστορικό.
Ιδέες κυρίαρχες και πανταχού παρούσες
Τα βιβλία, όλα τα βιβλία, εκφράζουν ιδέες και αντιπροσωπεύουν ρεύματα/τάσεις. Οι ιδέες που κυριαρχούν είναι συνήθως οι ιδέες των κυρίαρχων κάθε εποχής και τα βιβλία, ως επί το πλείστο, εκφράζουν τις κυρίαρχες τάσεις σε μια κοινωνία. Άρα έχουν πάντα ένα πολιτικό υπόβαθρο. Οι κυρίαρχοι κάθε εποχής προσπαθούν –και είναι λογικό αυτό – να πείσουν ότι οι δικές τους ιδέες είναι οι πιο σωστές, ότι έχουν καθολική και αιώνια σημασία κατευθύνοντας τη σκέψη και τη συνείδηση σε μια ολόκληρη κοινωνία. Θέλει προσοχή λοιπόν το πολιτικό βιβλίο, γιατί μαζί με το ιστορικό είναι τα δύο είδη που πιο άμεσα επηρεάζουν τη σκέψη και τη συνείδηση. Αυτό δεν γίνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό και καθόλου πάντα ξεκάθαρα. Έντονο καθοδηγητικό ρόλο παίζουν τα σχολικά βιβλία, ιδιαίτερα τα της ιστορίας, γύρω από τα οποία γίνεται τόσος θόρυβος τα τελευταία χρόνια και στα οποία διαπιστώνουμε μια όλο και μεγαλύτερη παραχάραξη πολιτικών και ιστορικών γεγονότων πλάθοντας έτσι στις νεότερες γενιές μια ευνοϊκή για τους κυρίαρχους όψη του παρελθόντος έτσι ώστε οι νεότεροι να μην μπορούν να καταλογίζουν ευθύνες για τα δεινά του τόπου και να μη γίνουν σκεπτόμενοι άνθρωποι. Όσο περισσότερο διαπιστώνουν ότι αμφισβητείται η εξουσία τους ή ότι αμφισβητήθηκε στο παρελθόν, τόσο θα προσπαθήσουν να επιβληθούν και με το μέσο που λέγεται βιβλίο και φυσικά το πολιτικό βιβλίο. Το πολιτικό βιβλίο, βέβαια, δεν είναι αυτό που έχει το μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Γι αυτό ακριβώς διαχέουν την πολιτική διάσταση και στα άλλα είδη, για να φτάσει παντού. Το αντίθετο πολιτικό μήνυμα έχει διωχθεί κατά καιρούς με διάφορους τρόπους. Έχουμε πολλά παραδείγματα σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας: οι πυρές με το κάψιμο βιβλίων, ο κατάλογος με τα απαγορευμένα βιβλία από δικτατορικά καθεστώτα σαν αυτό που σαν σήμερα, 21 Απριλίου του 1967, επιβλήθηκε με τη βία στην Ελλάδα. Όμως και οι λεγόμενες δημοκρατικές κοινωνίες, ακόμα και αυτές που λένε ότι όλα επιτρέπονται να λέγονται και να γράφονται, έχουν τον τρόπο τους να εξορκίζουν την αμφισβήτηση και να κάνουν τους αναγνώστες να περιπλανούνται και να παραπλανούνται σε έναν κόσμο εκτός τόπου και χρόνου, ανώδυνο για την εξουσία. Αυτό γίνεται με τρόπο «δημοκρατικό». Απλώς δεν προωθούν τα μεγάλα μέσα –και σε ποια χέρια βρίσκονται αυτά; — κάποιους συγγραφείς ή κάποια βιβλία και διαφημίζουν κατά κόρον κάποια άλλα. Στόχος ο εγκλωβισμός της συνείδησης που πρέπει να κατευθύνεται σε ακίνδυνες για τις κατεστημένες αξίες ατραπούς. Συμβαίνει και να προβάλλουν ανατρεπτικούς συγγραφείς από τον ταραχώδη 20ο αιώνα ή ακόμα και από προηγούμενους αιώνες, αλλά βγάζοντας τα ανατρεπτικά μηνύματα της μαχητικής αμφισβήτησής τους έτσι “στεγνώνοντας” αυτούς τους συγγραφείς από τα πολιτικά και κοινωνικά τους μηνύματα. Η κατευθύνουσα αυτή δράση είναι φανερότερη στα πολιτικά πρώτα, έπειτα στα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά βιβλία που δημοσιεύονται και τυχαίνουν της μεγαλύτερης διαφήμισης και προβολής, γιατί έχουν τα ισχυρότερα, δηλαδή τα κυρίαρχα, μέσα στη διάθεσή τους. Οι αντίθετες φωνές δεν έχουν την ίδια τύχη ή ακόμα και θάβονται. Ωστόσο, η κατεύθυνση της σκέψης και της συνείδησης δεν πραγματοποιείται καθόλου μόνο μέσα από την κατηγορία των βιβλίων που μόλις αναφέραμε, αλλά και μέσα από τα βιβλία της επιστημονικής και μη φαντασίας με τρόπο πιο πονηρό και ας μην ξεχνάμε τα βιβλία με μεταφυσικό, θρησκευτικό περιεχόμενο που ωθούν τον άνθρωπο στην απόδραση από την πραγματικότητα και στο να μεταφέρει τις ευθύνες του στα χέρια ανώτερων μεταφυσικών δυνάμεων. Κι όμως, αυτά δεν χαρακτηρίζονται πολιτικά βιβλία. Έπειτα είναι τα λογοτεχνικά: το μυθιστόρημα, το διήγημα, το ποίημα, αλλά και οι κριτικοί, οι δοκιμιογράφοι που με τη σειρά τους δεν επιλέγουν μόνο για ποιο βιβλίο θα γράψουν, αλλά και τι θα γράψουν επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά το δυνάμει αναγνωστικό κοινό. Συγγραφείς που αντιστέκονται, που δεν υποτάσσονται, την πληρώνουν με την περιθωριοποίησή τους. Πόσο μάλλον οι συγγραφείς που γράφουν την αλήθεια για τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα. Γι αυτούς τους λόγους δεν υπάρχουν βιβλία που δεν είναι πολιτικά. Θα μπορούσα να πω ότι μιλώ για ένα είδος- το πολιτικό βιβλίο- που ναι μεν είναι μια κατηγορία, αλλά που σαν ιδέα διαχέεται σε όλα τα είδη.
Η περιθωριοποίηση της αντίθετης φωνής –περιθωριοποίηση χωρίς ανοιχτή απαγόρευση στις κοινωνίες με κάποιο βαθμό δημοκρατίας, περιθωριοποίηση με αυστηρή απαγόρευση στις δικτατορίες – οδηγεί τους εκφραστές-συγγραφείς της αντίθετης γνώμης –και ιδιαίτερα της αντίθετης πολιτικής γνώμης — σε πιο δημοκρατικές κοινωνίες στο να συγκαλύπτουν και να κωδικοποιούν τα μηνύματά τους- έτσι, όμως, γίνονται λιγότερο προσιτοί για ένα ευρύτερο κοινό — και τους δημιουργούς σε δικτατορίες να οδηγούνται στις φυλακές και στα βασανιστήρια. Για το τελευταίο η Ελλάδα του 20ου αιώνα έχει αναδείξει μια μεγάλη πλειονότητα συγγραφικών ταλέντων να σαπίζουν στα μπουντρούμια για να φιμωθεί η εναλλακτική, ανατρεπτική, κοινωνικά προοδευτική τους φωνή, όπως και το διάστημα 1967–1974 που ξεκίνησε σαν σήμερα, αποφράδα μέρα.
Το «πολιτικό» βιβλίο τον 19ο και τον 20ο αιώνα
Αναγκαστικά η διαδρομή μας στο τοπίο του πολιτικού, πολιτικοποιημένου ενδεχομένως βιβλίου θα είναι ταχεία ελπίζοντας ότι μέσα σε λίγο χρόνο να μπορέσω να καλύψω τις βασικές έννοιες. Τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη πολύ διαδεδομένο ήταν το λεγόμενο ντοκιμανταρισμένο, πολιτικό μυθιστόρημα. Έχει σχέση με την ανάπτυξη του μυθιστορήματος από τον 16ο , 17ο και 18ο αιώνα σαν είδος λογοτεχνικό που είναι αρκετά πρόσφατο ιστορικά. Οι αλληλογραφίες που διευκολύνονταν με την βελτίωση της επικοινωνίας, των μεταφορικών μέσων λόγω της τεχνολογικής ανάπτυξης — άρα και της ανάπτυξης του ταχυδρομείου- αλλά και τα προσωπικά ημερολόγια αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σε μυθιστορήματα με έντονη αναφορά, πολλές φορές, στα πολιτικά και κοινωνικά ντοκουμέντα και δεδομένα της εποχής στα οποία αργότερα δόθηκε μια όλο και περισσότερο μυθιστορηματική μορφή. Για παράδειγμα, τα μυθιστορήματα του Γάλλου Ονορέ ντε Μπαλζάκ έδιναν περισσότερη ανάλυση των οικονομικών-πολιτικών-κοινωνικών εξελίξεων στη Γαλλία με το πέρασμα από τις φεουδαρχικές σχέσεις στις κεφαλαιοκρατικές απ’ ό, τι θα μπορούσε να μας δώσει ένα οικονομικό εγχειρίδιο. Επομένως, δεν είναι υπερβολή να μιλάμε για πολιτικό μυθιστόρημα. Πολιτικό βιβλίο δηλαδή, αλλά μαζί και λογοτεχνικό. Όπως καταλαβαίνετε, η διαχωριστική γραμμή δεν είναι πάντα ευκρινής. Έχουμε ένα παλαντζάρισμα από το ένα είδος στο άλλο. Από ντοκουμέντο-μυθιστόρημα το είδος εξελίχθηκε σε μυθιστόρημα-ντοκουμέντο, μυθιστορηματική απόδοση πολιτικών και οικονομικών γεγονότων προσθέτοντας σε μια πορεία όλο και περισσότερο τη μυθοπλασία. Αργότερα στον 19ο αιώνα άρχισε να εκφράζεται, να αποκτάει φωνή με αυτή την έννοια, μυθιστορηματικά, αλλά και στην ποίηση – πολύ παλαιότερο είδος από την πεζογραφία — όλο και περισσότερο η ζωή των κατώτερων τάξεων με τη δραματική αύξηση των εξαθλιωμένων στα εργοστάσια και στην τότε κοινωνία γενικότερα. «Οι Άθλιοι» του Βικτώρ Ουγκό (1862), για παράδειγμα, περιλαμβάνει πολιτικά κηρύγματα που ρίχνουν την πέτρα μακριά στο μέλλον. Η πολιτικοποιημένη, αλλά και η καθαρά πολιτική λογοτεχνία συνεχίστηκε τον 20ου αιώνα μέχρι, περίπου το τέλος του. Ο 20ος αιώνας με τα συνταρακτικά γεγονότα του – δύο πόλεμοι μεγαλύτερων διαστάσεων απ’ ό, τι μέχρι τότε – έδωσε μια καθαρά πολιτική τέχνη, πολύ φανερή στα βιβλία όλων των ειδών, αλλά και όλο και περισσότερο άρχιζε να αυξάνεται το καθαρά πολιτικό βιβλίο σαν είδος ξεχωριστό. Σε σχεδόν ολοκληρωτικό βαθμό οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες γενικότερα, δεν μπορούσαν να μείνουν έξω από τις εξελίξεις, να τεθούν έξω από τα φοβερά μηνύματα της εποχής. Οι καταστάσεις ανάγκαζαν τους πάντες σε επιλογές. Και η μη επιλογή ήταν έμμεσα επιλογή, το να μην πάρεις πολιτική θέση ήταν πολιτική θέση. Δεν ήταν δυνατόν ο δημιουργός να συγκαλύπτεται σε μια άχρωμη, γκρίζα –πολιτικά, ιδεολογικά, φιλοσοφικά – ζώνη. Τα μεγάλα γεγονότα, οι μεγάλες αντιθέσεις, πολιτικές, κοινωνικές, οδηγούν σε μεγάλες, καθαρές επιλογές όχι μόνο των ανθρώπων του πνεύματος και των γραμμάτων, αλλά και των «κοινών θνητών». Με λίγα λόγια, οι πάντες οδηγήθηκαν σε πολιτικές επιλογές, σ’ ένα: «με ποια πλευρά είσαι;». Κι αυτή τη φορά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι δεκαετίες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην πλειονότητά της η συγγραφική παραγωγή όλων των ειδών του βιβλίου, παγκοσμίως, δεν εξέφραζε πια μόνο τα συμφέροντα του κυρίαρχου κατεστημένου- υπήρξε μαζί με τους αντιστασιακούς αγώνες είτε εργατικούς είτε ενάντια στον κατακτητή αργότερα, μια υποχώρηση των κατεστημένων δυνάμεων- αλλά και των αντίθετων δυνάμεων. Υπήρξε και ένα άλλο ισχυρό ωστικό κύμα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση στις αρχές του 20ου αιώνα, κλόνισε και το συγγραφικό και καλλιτεχνικό σύμπαν ωθώντας στην συνολικότερη πολιτικοποίηση που είχε υπάρξει μέχρι τότε σε όλα τα είδη των βιβλίων: ιστορικά, κοινωνιολογικά (μια καινούργια επιστήμη), φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, αλλά έδωσε τεράστια ώθηση επίσης στην παραγωγή πολιτικών βιβλίων με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Σε πολλές χώρες του πρώην αποικιοκρατούμενου κόσμου- όπου σε παρά πολλές περιπτώσεις τους αποικιοκράτες διαδέχθηκαν ντόπιοι δικτάτορες μετά από τη δολοφονία αντιιμπεριαλιστών λαϊκών ηγετών και δεν υπήρχε περίπτωση στις χώρες τους να κάνουν έρευνες για να γράψουν πολιτικά-ιστορικά βιβλία — συγγραφείς που δεν θα μπορούσαν να εκφράσουν καθαρά τα πολιτικά τους φρονήματα, έβρισκαν καταφύγιο στη λογοτεχνία κάνοντάς τα έμμεσα και συγκαλυμμένα πολιτικά ντοκουμέντα, όπως πχ στη Λατινική Αμερική, όπου το αστυνομικό μυθιστόρημα λειτουργεί σαν δίαυλος μεταβίβασης πολιτικών μηνυμάτων, ακόμα και ιστορικών ερευνών, πλησιάζοντας σαν είδος σε ορισμένες περιπτώσεις το πολιτικό βιβλίο, αλλά πάλι με μεγάλη προσοχή για να μην κοπούν τα βιβλία στη λογοκρισία –και να εξορίζεται ή να αυτοεξορίζεται ο συγγραφέας – να θάβονται και έτσι να μείνει αναποτελεσματικό το μήνυμα. Τη νύφη τότε την πληρώνει το πολιτικό μήνυμα, γιατί κρατιούνται ίσες αποστάσεις από θύτες και θύματα, αν και ο καλός αναγνώστης-παρατηρητής βγάζει μήνυμα ανάμεσα στις γραμμές. Και σε άλλα μέρη του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου» το πολιτικό βιβλίο σε μυθιστορηματική μορφή έχει μια ισχυρή παρουσία για τους ίδιους λόγους και ανάλογα με το καθεστώς όχι σπάνια έχει διωχθεί ο δημιουργός. Σ’ ό, τι αφορά την Ελλάδα ο 20ος αιώνας παρουσιάζει ένα έντονο πολιτικό, σοσιαλιστικό τοπίο στην παραγωγή όλων των ειδών των βιβλίων ακριβοπληρωμένο με διώξεις, εξορίες και θανατώσεις μιας αξιολογότατης γενιάς στοχαστών-συγγραφέων-επιστημόνων.
Η «από-ιδεολογικοποίηση» του τέλος του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα
Μετά τις δραματικές αλλαγές και ανατροπές της δεκαετίας του 90 του περασμένου αιώνα στον πολιτικό χάρτη του κόσμου με την έκδηλη αντιδραστική στροφή τα γεγονότα αυτά με έντονο ιδεολογικό-πολιτικό χαρακτήρα δεν μπορούσαν να μην βρουν την αντίστοιχη στροφή και στην παραγωγή βιβλίων. Πληθώρα μελετών και ερευνών εμφανίστηκαν- ιστορικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, αλλά και λογοτεχνικές – που προσπαθούν να πείσουν τον αναγνώστη ότι πέθαναν οι ιδεολογίες, ότι από-πολιτικοποιήθηκαν τα πάντα, ότι όλα σήμερα είναι τεχνοκρατικά. Σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου, πχ, ακόμα η λέξη «ιδεολογία» θεωρείται παρωχημένη και ύποπτη και μια λογοκρισία στα μουλωχτά – με την έννοια ότι δεν εκφράζεται επίσημα και ανοιχτά – φροντίζει να εγκλωβίζεται η εικόνα του κόσμου στα από τις επικρατέστερες δυνάμεις επιτρεπόμενα κανάλια. Εμφανίστηκε ξανά η λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία». Πρόκειται, όμως, για μια σιωπή που μιλάει. Που «μιλάει» στην ουσία αντιδραστικά. Αυτό, τουλάχιστον, είναι το αποτέλεσμα αυτής της σιωπής που σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι καθόλου χρυσός. Πολλοί ερευνητές/συγγραφείς προσαρμόζονται σε αυτή τη νέα λογοκρισία. Έντονο το φαινόμενο στα πολιτικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία για εύλογους λόγους. Το αποτέλεσμα ποικίλλει από καθαρή αναθεώρηση ή και παραχάραξη πολιτικών και ιστορικών δεδομένων με αναποδογύρισμα ή εξίσωση θύτη και θύματος, φασισμού-κομμουνισμού σ’ ό, τι αφορά την ιστοριογραφία και ιδιαίτερα την πολιτική ιστοριογραφία. Ποικίλλει από μια απομάκρυνση από την αναζήτηση κοινωνικών αιτιών στην εξέλιξη της ιστορίας και στροφή –ξανά- στη βιολογική ενδεχομένως και θρησκευτική εξήγηση. Μια ανιστόρητη και αντι-ιστορική παραχάραξη γεγονότων στην παραγωγή των πολιτικών βιβλίων συνοδεύεται από μια σχεδόν πλήρως αποπολιτικοποιημένη λογοτεχνία –και μ’ αυτή την έννοια πολιτικοποιημένη από την ανάποδη — και η στροφή της προς τα εσώψυχα των ατόμων αποκομμένα από το κοινωνικό περίγυρο με βεβαίως κάποιες διαβαθμίσεις. Ο όρος «α‑πολιτίκ» δίνει και παίρνει, οι ψυχογραφίες είναι επιφανειακές, ο αναγνώστης ωθείται έμμεσα, αλλά καμιά φορά και άμεσα σε μια αποστροφή από την ιστορική/πολιτική γνώση και μαζί μ’ αυτό από το να παίρνει πολιτική θέση. Για όποιον μπορεί να κάνει τη σύγκριση με τις δεκαετίες του πρώτου, αλλά και του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Φυσικά υπάρχουν οι εξαιρέσεις και κάποιοι ευσυνείδητοι ερευνητές/συγγραφείς παλεύουν κόντρα στο μεγάλο ρεύμα της «από-ιδεολογικοποίησης», της «αποπολιτικοποίησης» και του «αποπολιτισμού» θα λέγαμε. Ωστόσο, και αυτή η αποπολιτικοποίηση είναι πολιτική, αυτή η από-ιδεολογικοποίηση είναι ιδεολογική. Με μια περισσότερο από τους τελευταίους δύο αιώνες παθητικοποιημένη μάζα περνούν τα πολύ επικίνδυνα σχέδια, περνάει η κατάργηση των κοινωνικών κατακτήσεων και προτείνεται για παρηγοριά να διαβάζεις βιβλία που σε κάνουν ακόμα πιο αποπολιτικοποιημένο – απολιτίκ – δηλαδή ακόμα πιο παθητικό. Να βυθιστείς στα εσώψυχά σου και στα εσώψυχα των συνανθρώπων. Σε όλα προβάλλεται πέρα από το δέον το ψυχολογικό στοιχείο. Με την έννοια αυτή και η σύγχρονη εποχή με τα βιβλία που βγάζει, είναι πολιτικοποιημένη σε όλα τα επίπεδα. Θα το φωτίσουμε μ’ ένα παράδειγμα. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, εμβληματικός Γερμανός συγγραφέας/ποιητής/στοχαστής του 20ου αιώνα το εξέφρασε εύστοχα στα χρόνια τα δίσεκτα του Μεσοπολέμου και του πολέμου με το εξής πολιτικό του ποίημα:
Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας
κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,
πρέπει να ξέρει (για να ‘ναι προετοιμασμένος) ότι
όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα
την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.
Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει
αποφεύγει τον αγώνα
όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –
καθώς
για του εχθρού του την υπόθεση θα ‘χει παλέψει
όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.
Από το: Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας.
(ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝΕΚΕ ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ στις 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018 ΣΤΟ Α’ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΛΗΞΟΥΡΙΟΥ.
Οργανωτές της εκδήλωσης: η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη σε συνδιοργάνωση με την Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλονιάς)
_______________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.