Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το γάλα, το χύσιμο και το πήξιμο…

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Από την επο­χή που βου­λευ­τής τις επι­σκέ­φτη­κε τα Τζου­μέρ­κα και υπο­σχέ­θη­κε στους κατοί­κους, σ’ ένα Τζου­μερ­κο­χώ­ρι, ότι θα βάλει σωλή­νες σ’ όλη τη δημο­σιά για να πηγαί­νει το γάλα στην Πλά­κα και να το παίρ­νει ο έμπο­ρος», άκου­γα για γάλα και με έπια­νε ο «όξω από ‘δώ». Και δεν έλε­γε να με αφή­σει, για­τί ένιω­θα ένο­χος που δεν πήρα κανέ­να στού­μπο και να του το φου­σκώ­σω στην κού­τρα του και να τη ματζιά­σω για να μάθ’ να απο­λά­ει τέτοιες ρου­μπο­στί­νες και να κοροϊ­δεύ­ει τον κοσμά­κη. Και θυμά­μαι ακό­μα τον μπάρ­μπα Κώστα που κάπο­τε του είχα εκμυ­στη­ρευ­τεί αυτή την επι­θυ­μία αλλά δεν μπό­ρε­σα ποτέ για­τί, όπως μού είπε, «άλλοι φωνά­ζουν κι άλλοι γλεί­φουν». Το είπε αλλά δεν το κατά­λα­βα. «Το γάλα, η καρ­δά­ρα, το γλεί­ψι­μο και το χύσι­μο». Ήταν και λίγο φιλό­σο­φος ο μπάρ­μπας και άστα να πάνε.

Κάπο­τε που τον ρώτη­σα για­τί δεν έχει τιμή το γάλα μού απά­ντη­σε. «Έτσι που ήρθαν τα πράγ­μα­τα, ανε­ψιέ, ο κόσμος έφυ­γε και τα χρό­νια πέρα­σαν. Ούτε γάλα­τα κι ούτε γαρ­γά­λα­τα πια. Σιω­πή. Πάει η επο­χή που αλω­μά­νι­σα όλο το βου­νό με τη θειά σου». Τα είπε και κούρ­νια­σε στο καλύ­βι του, δεν πρό­λα­βε να φάει και τη σύντα­ξη του ΟΓΑ, ένα χρό­νο μόνο την πήρε και μάλ­λον πνί­γη­κε από το χρή­μα και πάει καλιά του. Δεν θέλω να το φαντα­στώ τι θα έλε­γε τώρα που ο τόπος έγι­νε «έρμα μαντριά γεμά­τα λύκ’ς». Και δεν ξέρω τι θα έλε­γε, αν του απήγ­γει­λα το άσμα: «Κι ήταν τα στή­θη σου/άσπρα σαν τα γάλατα/μου τα ‘δει­χνες και μού ‘λεγες/γαργάλατα, γαρ­γά­λα­τα». Τι θα μού απα­ντού­σε. Μάλ­λον «πάμε να φύγου­με ανε­ψιέ για­τί κατέ­βη­καν τα γάλα­τα, μας έπια­σαν τα ζου­μιά». Θα έβα­ζε και τα παρά­γω­γά του. Παρά­γω­γα δια της χού­φτας δοκιμαζόμενα…

Και να είναι μόνο αυτά; Κι άλλα παρά­γω­γα παρακ­μής που σήμε­ρα μας έζω­σαν και μας έπνι­ξαν, τα ζου­μιά της όποιας κωλο­τού­μπας. Βόθροι υπερ­χεί­λι­σαν και τα λύμα­τα «έκο­ψαν κατά δια­όλ’» και κοντεύ­ου­με όλοι να πνι­γού­με μέσα σε «γαλα­τέ­νιους δυσώ­δεις αφρούς». Μια μπό­χα μου­λια­σμέ­νη λερώ­νει ανθρώ­πους και ψυχές. Και η βρώ­μα απέ­πνι­ξε δυσ­σω­δώς κάθε έννοια αρε­τής. «Ναι, μεν, αλλά, όταν και εφό­σον, εάν και επει­δάν, ότε και οπό­τε δια­βά­σου­με, θα γνω­στο­ποι­ή­σου­με την άπο­ψή μας και θα τοπο­θε­τη­θού­με αρμο­δί­ως, προ­κει­μέ­νου ο λαός να έχει πλή­ρη και σαφή γνώ­ση της θέσης μας, η οποία εκχέ­ε­ται από τον αγώ­να και την αγω­νία μας για το καλό του τόπου». Και στη συνέ­χεια «βαρά­τε πολε­μάρ­χοι» και μετά τους ανα­κα­λού­με, για να δια­συρ­θού­με όχι εμείς, αλλά η υπό­λη­ψη τίνων; Πάντως όχι των τέτοιων και των απο­αυ­τών που πιστεύ­ουν στο δημο­κρα­τι­κό πολί­τευ­μα. Και πήρα­με τις φούρ­λες και βαρά­με για να βγά­λου­με το ξινό­γα­λο. «Εκεί που είσαι ήμου­να και εκεί που είμαι θάρ­θεις». Αυτός είναι ο κανό­νας. Το σύστη­μα επι­τάσ­σει. Εναλ­λάξ και επί τα αυτά. Μία σου και δυο μου.

«Τάξε μανού­λα μ’ τάμα­τα σ’ όλα τα μονα­στή­ρια». Κι αν δεν τα κάνεις «επι­βάλ­λε­ται η τάξις δια των χημι­κών και των κρο­τί­δων». Είσο­δος στο μαντρί ή χημι­κό στο καυ­κί. «Βάρ­τα να τ’ αρμέ­ξου­με». Άσχε­το αν ο λαϊ­κι­σμός και οι επι­κοι­νω­νια­κές ταχτι­κές δεν παρά­γουν φιλο­λαϊ­κή πολι­τι­κή, αλλά κου­τό­χορ­το. Άσχε­το, αν οι ενα­πο­μεί­να­ντες, χει­ρο­κρο­τη­τές, τυμπα­νο­κρού­στες, συνα­γε­λα­ζό­με­νοι, χωρίς σκέ­ψη, χωρίς αιδώ και χωρίς τσί­πα που που­λά­νε αγο­ραίο πατριω­τι­σμό και εθνι­κο­φρο­σύ­νη διαι­ρούν και προ­σβλέ­πουν… Και οι άλλοι «αρα­χτοί και λάιτ» έφα­γαν το βρα­στό­γα­λο και ρεκλιά­στη­καν στον ύπνο. Γέμι­σε ο τόπος από τους αδιά­φο­ρους και αλλο­τριω­μέ­νους ανθρώ­πους που «πάντα βια­στι­κοί μέσα στους άσκο­πους δρό­μους προ­φα­σι­ζό­με­νοι κάποιο μεγά­λο σκο­πό» (Μανό­λης Ανα­γνω­στά­κης), ανή­μπο­ροι να νιώ­σουν τον συνάν­θρω­πό τους και την ανά­πτυ­ξη, αφού σε κάθε γωνιά ανοί­γει και ένα ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ριο ή νυχάδικο…

Άντε καλές Από­κριες. Ας μασκα­ρευ­τού­με μια φορά έστω το χρό­νο. Ας βγά­λου­με τις προ­σω­πί­δες μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο