Δεν πολυπίστευε αυτήν τη χιλιοειπωμένη ατάκα που διάβαζε στα αστυνομικά μυθιστορήματα ότι «ο δολοφόνος ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος». Άλλωστε αυτή δεν υπήρξε ποτέ δολοφόνος. Εκτός κι αν ως έγκλημα θεωρούσε κανείς έναν σφοδρό έρωτα. Και ας παλιότερα εκεί στο Ρόδο, τραγουδούσε μαζί του σε εκείνα τα αξέχαστα ρεμπέτικα βράδια το γνωστό τραγούδι του Στέλιου, «αν είναι η αγάπη έγκλημα/ έχω εγκληματήσει»…
Μετά από 12 χρόνια είχε αποφασίσει- με τον σύζυγο και το πεντάχρονο παιδί της- να επισκεφτεί ξανά τον τόπο του πρώτου της διορισμού. Τη Σορωνή της Ρόδου για καλοκαιρινές διακοπές πια.
Πάντα θυμάται κανείς τον πρώτο διορισμό, αλλά και τον πρώτο πραγματικά μεγάλο έρωτα.
Η είδηση του πρώτου της διορισμού την είχε βρει σε διακοπές στη Χαλκιδική. Με χαρά διέκοψε τις διακοπές της, μόλις έμαθε το χαρμόσυνο και όχι τόσο αναμενόμενο νέο. Επιτέλους τα όνειρα έπαιρναν σάρκα και οστά. Φιλόλογος σε σχολείο επιτέλους, αν και την προβλημάτιζε η απόσταση από την μακρινή της επαρχιακή πόλη του Βορρά. «Β’ Δωδεκανήσου» έγραφε το χαρτί και ο Θεός βοηθός…
Όταν έφτασε στο νησί, όλα τής ήταν άγνωστα. Ήταν η πρώτη φορά που το επισκεπτόταν και μόνο από ακούσματα φιλενάδων της είχε σχηματίσει τις πρώτες εντυπώσεις στο μυαλό της. «Ακριβή περιοχή, τα πάντα στην υπηρεσία του τουριστικού κέρδους και κυρίως πολύ καμάκι» της είχαν πει, προειδοποιώντας την. Στη Διεύθυνση Β’ Θμιας πληροφορήθηκε ότι τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο Σορωνής. Ο πρώτος Γολγοθάς ήταν η εξεύρεση σπιτιού. Οδύσσεια πραγματική, κυρίως ως προς το ύψος του ενοικίου, αν και το σπίτι που τελικά νοίκιασε ήταν αξιοπρεπές για τη μοναχική της διαβίωση. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα βρήκε συντροφιά. Ένα ασπρόμαυρο νεογέννητο γατάκι που το βρήκε μονάχο του στη διπλανή αυλή να τριγυρνά. Να λοιπόν πώς απέκτησε την πρώτη της φίλη να περνά τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της. Προσωρινά, όπως αργότερα αποδείχθηκε.
Ήταν συνάδελφοι. Αυτός Αθηναίος, μαθηματικός, δύο χρόνια ήδη εκεί. Αθλητικός, με γαλάζια μάτια και μ’ ένα αιώνιο χαμόγελο στα χείλη. Δεν περνούσε απαρατήρητος στο Γυμνάσιο. Άλλωστε το διέκρινε και στα βλέμματα των άλλων εκπαιδευτικών που σίγουρα δεν ήθελαν να τον βλέπουν μόνο ως συνάδελφο. Όμως αυτός ήταν τόσο απόμακρος, ακόμη και σ’ εκείνες της εξόδους τους για γνωριμία του νησιού, ή στα καφέ και στις ταβέρνες που έβγαιναν όλοι μαζί οι του συλλόγου. Κάποιες μάλιστα φαρμακόγλωσσες είχαν αρχίσει και τις ειρωνείες πίσω από την πλάτη του ήταν δήθεν ήταν ψηλομύτης ή και «διαφορετικός»…
Στα διαλείμματα τακτικά του άνοιγε συζήτηση. Αν και μαθηματικός, διαπίστωνε τη μεγάλη του αγάπη για την ποίηση, «ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο αγαπημένος μου», της έλεγε ενώ αποδείχθηκε και βιβλιοφάγος, με προτίμηση στα αστυνομικά του Ανδρέα Καμιλλέρι, όπως ήταν και η ίδια. Πήρε το θάρρος να του ζητήσει να βγουν για ένα καφέ. Αν και αρχικά της αρνήθηκε, τελικά το αποδέχθηκε. Στην πολύωρη κουβέντα που συνοδεύτηκε και από αρκετές μπύρες, επιτέλους, ο «άνθρωπος αίνιγμα» της αποκαλύφθηκε, αν και όχι ολοκληρωτικά.
«Και πώς και δεν έκανες μέχρι τώρα οικογένεια; Δεν βρήκες την κατάλληλη ακόμη;» τον ρώτησε, φοβούμενη ταυτόχρονα μήπως είχε περάσει τα εσκαμμένα.
Δεν της απάντησε αμέσως. Την κοίταξε και με τρόπο που την ξάφνιασε απάντησε:
«Δεν είμαι για έρωτες πια. Έπαιξα και έχασα».
«Θα σου πω κάτι, που ίσως σου φανεί κοινότυπο. Στην πατρίδα μου λένε, ότι ο έρωτας μόνο με έρωτα περνά».
Ίσως να είχε πει πράγματα που δεν έπρεπε. Δεν απάντησε. Απλά ζήτησε το λογαριασμό και προφασιζόμενος κούραση, δεν τη συνόδεψε ούτε στο σπίτι. Κι αυτή που είχε τόσες ελπίδες γι’αυτό το πρώτο ραντεβού. Αλλά έτσι είναι συνήθως τα όνειρα. Προσφέρονται απλόχερα αλλά σβήνουν γρήγορα.
Η αλλαγή της στάσης του απέναντι της ήταν φανερή. Στο σχολείο την απέφευγε. Στις εξόδους των εκπαιδευτικών ήταν όλο δικαιολογίες για να μην πάει. Κι αυτή να βρίσκει πια παρηγορά στο γατάκι της και τους μήνες να περνούν. Είχε επιστρέψει από τις διακοπές των Χριστουγέννων. Την επομένη θα ξεκινούσαν ξανά τα σχολεία. Η βόλτα της, τον έφερε αντίκρυ της, να τριγυρίζει μόνος του στους δρόμους της περιοχής.
«Καλή χρονιά του ευχήθηκε. Πώς τα πέρασες στις διακοπές σου;» τον ρώτησε ελπίζοντας να σπάσει ο πάγος τόσων εβδομάδων μεταξύ τους.
«Αυτά δεν λέγονται στον δρόμο. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σ’ εκείνο το ταβερνάκι, που είχαμε πάει ως σύλλογος τις πρώτες μέρες που είχες έλθει;»
Ξαφνιάστηκε, δεν το περίμενε. Από εκεί που την απέφευγε, τώρα της πρότεινε να βγουν μαζί έξω.
Τι άραγε παιχνίδι, παίζει, αναλογίστηκε.
Το κρασί έλυσε κι άλλο τη γλώσσα του.
«Δεν πήγα πουθενά, έμεινα στο νησί. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου.»
Ξαφνικά έβαλε το χέρι της στη χούφτα του. Εκείνη δεν το τράβηξε.
«Θα ήθελα να σου διαβάσω ένα στίχο από τον αγαπημένο μου Λειβαδίτη» της είπε και σαν σχολιαρόπαιδο, έβγαλε από την τσέπη του, ένα χιλιοτσαλακωμένο χαρτάκι και της το διάβασε:
«…Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα
είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ…»
(Τάσος Λειβαδίτης/ Σε περιμένω παντού)
Έσκυψε τη φίλησε στα χείλη.
«Σε παρακαλώ, μην με προδώσεις» της είπε.
Έμειναν πολλή ώρα σφιχταγκαλιασμένοι.
Στο σπίτι της πια δεν είχε μόνο το γατάκι, αλλά κι εκείνον.
Ευτυχισμένοι, αξέχαστοι μήνες. Αυτός είχε αποφασίσει να ριζώσει εκεί. Αυτή έκανε τα χαρτιά της για μετάθεση- «οι ηλικιωμένοι γονείς μου απαίτησαν να είμαι κοντά τους» και τελικά την πήρε για Θεσσαλονίκη. Το βράδυ του αποχαιρετισμού τους, δεν είπαν πολλά πράγματα. Άλλωστε, όταν είδε τα μάτια του κατακόκκινα από το κλάμα κατάλαβε. Του άφησε το γατάκι της για συντροφιά.
«Εγώ φεύγω τώρα. Το γατάκι ας σου θυμίζει αυτό που είχαμε. Εγώ θα σ’ έχω πάντα στην καρδιά μου. Και ποιος ξέρει μπορεί οι δρόμοι μας να ξανανταμώσουν».
Τον πρώτο χρόνο επικοινωνούσαν τηλεφωνικά. Αλλά και μέσω fb έστελναν τα κλασικά «καλημέρα, καληνύχτα, τι κάνεις», ενώ κάποια βράδια διάβαζε τα αποσπάσματα των στίχων του αγαπημένου του Λειβαδίτη που της έστελνε.
Είχαν περάσει πλέον 4 χρόνια. Οι αποστάσεις τσάκισαν το ενδιαφέρον της. Αυτή πια με μόνιμη οργανική στη Θεσσαλονίκη και από τη στιγμή που εκείνος διάλεξε τη μοναξιά του στο νησί αυτή θα έπρεπε να φτιάξει τη δική της. Με τον άνδρα της γνωρίστηκαν σε φιλικό σπίτι, έδεσαν αμέσως και σ’ ένα χρόνο παντρεύτηκαν κιόλας. Το παιδί τους-αγοράκι με καταγάλανα μάτια σαν του πατέρα του (αλλά και εκείνου)-ήταν πια έξι χρονών. Την πρόταση για τις καλοκαιρινές διακοπές- είχαν άλλωστε την οικονομική άνεση- την έκανε ο σύζυγος.
«Τι θα έλεγες να πάμε φέτος για 15 μέρες στη Ρόδο. Στα παλιά σου τα στέκια. Ίσως έχουν ξεμείνει εκεί και παλιοί/ες συνάδελφοι».
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Στο μυαλό της πέρασαν εικόνες και κυρίως πρόσωπα. Και εκείνος; Τι άραγε να κάνει; Βρίσκεται ακόμη εκεί; Έκανε οικογένεια;»
Οι πρώτες τρεις μέρες στο νησί, ήταν ατέλειωτες διαδρομές σε
διάφορα τουριστικά μέρη.
«Θα ήθελα να πάω και μία βόλτα στη Σορωνή. Με το αγόρι μας για να του δείξω τα μέρη που ήμουν καθηγήτρια» είπε στο σύζυγο και αυτός δεν έφερε αντίρρηση .Είχε εξάλλου πολλά να κάνει στην παλιά πόλη.
Με το αυτοκίνητο και ντυμένη στην τρίχα (άραγε γιατί;) κατευθύνθηκε στη Σορωνή. Πέρασε από το σχολείο που υπηρέτησε, επισκέφθηκε το σπίτι που νοίκιαζε. Η σπιτονοικοκυρά είχε πεθάνει, το σπίτι είχε αλλάξει χρώμα, οι δρόμοι όμως έμεναν οι ίδιοι.
Το δικό του σπίτι βρισκόταν λίγα μέτρα παραπέρα.
Δεν πίστευε στα θαύματα. Κι όμως.
Είχαν γκριζάρει πια τα λιγοστά μαλλιά του. Δεν τον γνώρισε αμέσως. Η ασπρόμαυρη γάτα ξέφυγε από τα χέρια του και ήλθε να παίξει μαζί της. Τη γνώριζε άλλωστε πολύ καλά…
Ώστε αυτός ήταν. Εκεί, κρατώντας το γατάκι που του είχε αφήσει ως μόνιμη συντροφιά. Και αυτή να έχει φύγει…
Τα γαλάζια μάτια του την κοίταξαν δακρυσμένα.
«Έλα να πιούμε ένα καφέ, φέρε και το αγοράκι σου. Όπως βλέπεις εγώ σταθερά εδώ να φυλάω Θερμοπύλες».
Το πώς πέρασε η ώρα δεν το κατάλαβαν. Άλλωστε είχαν τόσα πολλά να πουν. Οι σιωπές, οι παύσεις, οι κόμποι στο λαιμό, το σφίξιμο των χεριών, έλεγαν από μόνα τους πολλά.
«Ήλθε η ώρα του αποχαιρετισμού μας και ποιος ξέρει κάποια άλλη φορά» του είπε δακρυσμένη.
Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο. Της έδωσε ένα φάκελο.
«Πάρτο είπε. Το έχω γράψει από τότε, σε περίπτωση που σε ξανάβλεπα. Και όταν φύγεις σε παρακαλώ, μη γυρίσεις πίσω το βλέμμα σου για να με δεις.»
Απομακρύνθηκε, δεν γύρισε το βλέμμα πίσω. Μόνο το 6 χρόνο αγόρι της γύρισε το βλέμμα και του κούνησε το χέρι.
Στο αυτοκίνητο, δεν άντεξε, και άνοιξε το φάκελο.
Ήταν ένας ακόμη στίχος από το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που της είχε δώσει στο πρώτο τους ραντεβού.
«…Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου,
είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα,
είναι όταν χρειάζεται να παραμερίσει την καρδιά του…»