Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το γατάκι της Σορωνής (Διήγημα του Αλέκου Χατζηκώστα)

Δεν πολυ­πί­στευε αυτήν τη χιλιοει­πω­μέ­νη ατά­κα που διά­βα­ζε στα αστυ­νο­μι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα ότι «ο δολο­φό­νος ξανα­γυ­ρί­ζει στον τόπο του εγκλή­μα­τος». Άλλω­στε αυτή δεν υπήρ­ξε ποτέ δολο­φό­νος. Εκτός κι αν ως έγκλη­μα θεω­ρού­σε κανείς έναν σφο­δρό έρω­τα. Και ας παλιό­τε­ρα εκεί στο Ρόδο, τρα­γου­δού­σε μαζί του σε εκεί­να τα αξέ­χα­στα ρεμπέ­τι­κα βρά­δια το γνω­στό τρα­γού­δι του Στέ­λιου, «αν είναι η αγά­πη έγκλημα/ έχω εγκληματήσει»…

Μετά από 12 χρό­νια είχε απο­φα­σί­σει- με τον σύζυ­γο και το πεντά­χρο­νο παι­δί της- να επι­σκε­φτεί ξανά τον τόπο του πρώ­του της διο­ρι­σμού. Τη Σορω­νή της Ρόδου για καλο­και­ρι­νές δια­κο­πές πια.

Πάντα θυμά­ται κανείς τον πρώ­το διο­ρι­σμό, αλλά και τον πρώ­το πραγ­μα­τι­κά μεγά­λο έρωτα.

Η είδη­ση του πρώ­του της διο­ρι­σμού την είχε βρει σε δια­κο­πές στη Χαλ­κι­δι­κή. Με χαρά διέ­κο­ψε τις δια­κο­πές της, μόλις έμα­θε το χαρ­μό­συ­νο και όχι τόσο ανα­με­νό­με­νο νέο. Επι­τέ­λους τα όνει­ρα έπαιρ­ναν σάρ­κα και οστά. Φιλό­λο­γος σε σχο­λείο επι­τέ­λους, αν και την προ­βλη­μά­τι­ζε η από­στα­ση από την μακρι­νή της επαρ­χια­κή πόλη του Βορ­ρά. «Β’ Δωδε­κα­νή­σου» έγρα­φε το χαρ­τί και ο Θεός βοηθός…

Όταν έφτα­σε στο νησί, όλα τής ήταν άγνω­στα. Ήταν η πρώ­τη φορά που το επι­σκε­πτό­ταν και μόνο από ακού­σμα­τα φιλε­νά­δων της είχε σχη­μα­τί­σει τις πρώ­τες εντυ­πώ­σεις στο μυα­λό της. «Ακρι­βή περιο­χή, τα πάντα στην υπη­ρε­σία του του­ρι­στι­κού κέρ­δους και κυρί­ως πολύ καμά­κι» της είχαν πει, προει­δο­ποιώ­ντας την.  Στη Διεύ­θυν­ση Β’ Θμιας πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ότι τοπο­θε­τή­θη­κε στο Γυμνά­σιο Σορω­νής. Ο πρώ­τος Γολ­γο­θάς ήταν η εξεύ­ρε­ση σπι­τιού. Οδύσ­σεια πραγ­μα­τι­κή, κυρί­ως ως προς το ύψος του ενοι­κί­ου, αν και το σπί­τι που τελι­κά νοί­κια­σε ήταν αξιο­πρε­πές για τη μονα­χι­κή της δια­βί­ω­ση. Από  τη δεύ­τε­ρη κιό­λας μέρα βρή­κε συντρο­φιά. Ένα ασπρό­μαυ­ρο νεο­γέν­νη­το γατά­κι που το βρή­κε μονά­χο του στη διπλα­νή αυλή να τρι­γυρ­νά. Να λοι­πόν πώς απέ­κτη­σε την πρώ­τη της φίλη να περ­νά τις ατέ­λειω­τες ώρες της μονα­ξιάς της. Προ­σω­ρι­νά, όπως αργό­τε­ρα αποδείχθηκε.

Ήταν συνά­δελ­φοι. Αυτός Αθη­ναί­ος, μαθη­μα­τι­κός,  δύο χρό­νια ήδη εκεί. Αθλη­τι­κός, με γαλά­ζια μάτια και μ’ ένα αιώ­νιο χαμό­γε­λο στα χεί­λη. Δεν περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­τος στο Γυμνά­σιο.  Άλλω­στε το διέ­κρι­νε και στα βλέμ­μα­τα των άλλων εκπαι­δευ­τι­κών που σίγου­ρα δεν ήθε­λαν να τον βλέ­πουν μόνο ως συνά­δελ­φο. Όμως αυτός ήταν τόσο από­μα­κρος, ακό­μη και σ’ εκεί­νες της εξό­δους τους για γνω­ρι­μία του νησιού, ή στα καφέ και στις ταβέρ­νες που έβγαι­ναν όλοι μαζί οι του συλ­λό­γου. Κάποιες μάλι­στα φαρ­μα­κό­γλωσ­σες είχαν αρχί­σει και τις ειρω­νεί­ες πίσω από την πλά­τη του ήταν δήθεν ήταν ψηλο­μύ­της ή και «δια­φο­ρε­τι­κός»…

Στα δια­λείμ­μα­τα τακτι­κά του άνοι­γε συζή­τη­ση. Αν και μαθη­μα­τι­κός, δια­πί­στω­νε τη μεγά­λη του αγά­πη για την ποί­η­ση, «ο Τάσος Λει­βα­δί­της είναι ο αγα­πη­μέ­νος μου», της έλε­γε ενώ απο­δεί­χθη­κε και βιβλιο­φά­γος, με προ­τί­μη­ση στα αστυ­νο­μι­κά του Ανδρέα Καμιλ­λέ­ρι, όπως ήταν και η ίδια. Πήρε το θάρ­ρος να του ζητή­σει να βγουν για ένα καφέ. Αν και αρχι­κά της αρνή­θη­κε, τελι­κά το απο­δέ­χθη­κε. Στην πολύ­ω­ρη κου­βέ­ντα που συνο­δεύ­τη­κε και από αρκε­τές μπύ­ρες, επι­τέ­λους, ο «άνθρω­πος αίνιγ­μα» της απο­κα­λύ­φθη­κε, αν και όχι ολοκληρωτικά.

«Και πώς και δεν έκα­νες μέχρι τώρα οικο­γέ­νεια; Δεν βρή­κες την κατάλ­λη­λη ακό­μη;» τον ρώτη­σε, φοβού­με­νη ταυ­τό­χρο­να μήπως είχε περά­σει τα εσκαμμένα.

Δεν της απά­ντη­σε αμέ­σως. Την κοί­τα­ξε και με τρό­πο που την ξάφ­νια­σε απάντησε:
«Δεν είμαι για έρω­τες πια. Έπαι­ξα και έχασα».

«Θα σου πω κάτι, που  ίσως σου φανεί κοι­νό­τυ­πο. Στην πατρί­δα μου λένε, ότι ο έρω­τας μόνο με έρω­τα περνά».

Ίσως να είχε πει πράγ­μα­τα που δεν έπρε­πε. Δεν απά­ντη­σε. Απλά ζήτη­σε το λογα­ρια­σμό και προ­φα­σι­ζό­με­νος κού­ρα­ση, δεν τη συνό­δε­ψε ούτε στο σπί­τι. Κι αυτή που είχε τόσες ελπί­δες γι’αυτό το πρώ­το ραντε­βού. Αλλά έτσι είναι συνή­θως τα όνει­ρα. Προ­σφέ­ρο­νται απλό­χε­ρα αλλά σβή­νουν γρήγορα.

Η αλλα­γή της στά­σης του απέ­να­ντι της ήταν φανε­ρή. Στο σχο­λείο την απέ­φευ­γε. Στις εξό­δους των εκπαι­δευ­τι­κών ήταν όλο δικαιο­λο­γί­ες για να μην πάει. Κι αυτή να βρί­σκει πια παρη­γο­ρά στο γατά­κι της και τους μήνες να περ­νούν. Είχε επι­στρέ­ψει από τις δια­κο­πές των Χρι­στου­γέν­νων. Την επο­μέ­νη θα ξεκι­νού­σαν ξανά τα σχο­λεία. Η βόλ­τα της, τον έφε­ρε αντί­κρυ της, να τρι­γυ­ρί­ζει μόνος του στους δρό­μους της περιοχής.

«Καλή χρο­νιά του ευχή­θη­κε. Πώς τα πέρα­σες στις δια­κο­πές σου;» τον ρώτη­σε ελπί­ζο­ντας να σπά­σει ο πάγος τόσων εβδο­μά­δων μετα­ξύ τους.

«Αυτά δεν λέγο­νται στον δρό­μο. Τι θα έλε­γες να πηγαί­να­με σ’ εκεί­νο το ταβερ­νά­κι, που είχα­με πάει ως σύλ­λο­γος τις πρώ­τες μέρες που είχες έλθει;»

Ξαφ­νιά­στη­κε, δεν το περί­με­νε. Από εκεί που την απέ­φευ­γε, τώρα της πρό­τει­νε να βγουν μαζί έξω.

Τι άρα­γε παι­χνί­δι, παί­ζει, αναλογίστηκε.

Το κρα­σί έλυ­σε κι άλλο τη γλώσ­σα του.

«Δεν πήγα που­θε­νά, έμει­να στο νησί. Έπρε­πε να ξεκα­θα­ρί­σω τα αισθή­μα­τά μου.»

Ξαφ­νι­κά έβα­λε το χέρι της στη χού­φτα του. Εκεί­νη δεν το τράβηξε.

«Θα ήθε­λα να σου δια­βά­σω ένα στί­χο από τον αγα­πη­μέ­νο μου Λει­βα­δί­τη» της είπε και σαν σχο­λια­ρό­παι­δο, έβγα­λε από την τσέ­πη του, ένα χιλιο­τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τά­κι και της το διάβασε:

«…Αν μου χάρι­ζαν όλη την αιω­νιό­τη­τα χωρίς εσένα,
θα προ­τι­μού­σα μια μικρή στιγ­μή πλάι σου.
Θα θυμά­μαι πάντα τα μάτια σου, φλο­γε­ρά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρω­τα, μες στον εμφύ­λιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχα­σα να σου πω, πως τα στάχυα
είναι χρυ­σά κι απέ­ρα­ντα, για­τί σ’ αγαπώ…»

(Τάσος Λειβαδίτης/ Σε περι­μέ­νω παντού)

Έσκυ­ψε τη φίλη­σε στα χείλη.

«Σε παρα­κα­λώ, μην με προ­δώ­σεις» της είπε.

Έμει­ναν πολ­λή ώρα σφιχταγκαλιασμένοι.

Στο σπί­τι της πια δεν είχε μόνο το γατά­κι, αλλά κι εκείνον.

Ευτυ­χι­σμέ­νοι, αξέ­χα­στοι μήνες. Αυτός είχε απο­φα­σί­σει να ριζώ­σει εκεί. Αυτή έκα­νε τα χαρ­τιά της για μετά­θε­ση- «οι ηλι­κιω­μέ­νοι γονείς μου απαί­τη­σαν να είμαι κοντά τους» και τελι­κά την πήρε για Θεσ­σα­λο­νί­κη. Το βρά­δυ του απο­χαι­ρε­τι­σμού τους, δεν είπαν πολ­λά πράγ­μα­τα. Άλλω­στε, όταν είδε τα μάτια του κατα­κόκ­κι­να από το κλά­μα κατά­λα­βε. Του άφη­σε το γατά­κι της για συντροφιά.

«Εγώ φεύ­γω τώρα. Το γατά­κι ας σου θυμί­ζει αυτό που είχα­με. Εγώ θα σ’ έχω πάντα στην καρ­διά μου. Και ποιος ξέρει μπο­ρεί οι δρό­μοι μας να ξανανταμώσουν».

Τον πρώ­το χρό­νο επι­κοι­νω­νού­σαν τηλε­φω­νι­κά. Αλλά και μέσω fb έστελ­ναν τα κλα­σι­κά «καλη­μέ­ρα, καλη­νύ­χτα, τι κάνεις», ενώ κάποια βρά­δια διά­βα­ζε τα απο­σπά­σμα­τα των στί­χων του αγα­πη­μέ­νου του Λει­βα­δί­τη που της έστελνε.

Είχαν περά­σει πλέ­ον 4 χρό­νια. Οι απο­στά­σεις τσά­κι­σαν το ενδια­φέ­ρον της. Αυτή πια με μόνι­μη οργα­νι­κή στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και από τη στιγ­μή που εκεί­νος διά­λε­ξε τη μονα­ξιά του στο νησί αυτή θα έπρε­πε να φτιά­ξει τη δική της. Με τον άνδρα της γνω­ρί­στη­καν σε φιλι­κό σπί­τι, έδε­σαν αμέ­σως και σ’ ένα χρό­νο παντρεύ­τη­καν κιό­λας. Το παι­δί τους-αγο­ρά­κι με κατα­γά­λα­να μάτια σαν του πατέ­ρα του (αλλά και εκείνου)-ήταν πια έξι χρο­νών. Την πρό­τα­ση για τις καλο­και­ρι­νές δια­κο­πές- είχαν άλλω­στε την οικο­νο­μι­κή άνε­ση- την έκα­νε ο σύζυγος.

«Τι θα έλε­γες να πάμε φέτος για 15 μέρες στη Ρόδο. Στα παλιά σου τα στέ­κια. Ίσως έχουν ξεμεί­νει εκεί και παλιοί/ες συνάδελφοι».

Όλο το βρά­δυ δεν έκλει­σε μάτι. Στο μυα­λό της πέρα­σαν εικό­νες και κυρί­ως πρό­σω­πα. Και εκεί­νος; Τι άρα­γε να κάνει; Βρί­σκε­ται ακό­μη εκεί; Έκα­νε οικογένεια;»

Οι πρώ­τες τρεις μέρες στο νησί, ήταν ατέ­λειω­τες δια­δρο­μές σε

διά­φο­ρα του­ρι­στι­κά μέρη.

«Θα ήθε­λα να πάω και μία βόλ­τα στη Σορω­νή. Με το αγό­ρι μας για να του δεί­ξω τα μέρη που ήμουν καθη­γή­τρια» είπε στο σύζυ­γο και αυτός δεν έφε­ρε αντίρ­ρη­ση .Είχε εξάλ­λου πολ­λά να κάνει στην παλιά πόλη.

Με το αυτο­κί­νη­το και ντυ­μέ­νη στην τρί­χα (άρα­γε για­τί;) κατευ­θύν­θη­κε στη Σορω­νή. Πέρα­σε από το σχο­λείο που υπη­ρέ­τη­σε, επι­σκέ­φθη­κε το σπί­τι που νοί­κια­ζε. Η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά είχε πεθά­νει, το σπί­τι είχε αλλά­ξει χρώ­μα, οι δρό­μοι όμως έμε­ναν οι ίδιοι.

Το δικό του σπί­τι βρι­σκό­ταν λίγα μέτρα παραπέρα.

Δεν πίστευε στα θαύ­μα­τα. Κι όμως.

Είχαν γκρι­ζά­ρει πια τα λιγο­στά μαλ­λιά του. Δεν τον γνώ­ρι­σε αμέ­σως.  Η ασπρό­μαυ­ρη γάτα ξέφυ­γε από τα χέρια του και ήλθε να παί­ξει μαζί της. Τη γνώ­ρι­ζε άλλω­στε πολύ καλά…

Ώστε αυτός ήταν. Εκεί, κρα­τώ­ντας το γατά­κι που του είχε αφή­σει ως μόνι­μη συντρο­φιά. Και αυτή να έχει φύγει…

Τα γαλά­ζια μάτια του την κοί­τα­ξαν δακρυσμένα.

«Έλα να πιού­με ένα καφέ, φέρε και το αγο­ρά­κι σου. Όπως βλέ­πεις εγώ στα­θε­ρά εδώ να φυλάω Θερμοπύλες».

Το πώς πέρα­σε η ώρα δεν το κατά­λα­βαν. Άλλω­στε είχαν τόσα πολ­λά να πουν. Οι σιω­πές, οι παύ­σεις, οι κόμποι στο λαι­μό, το σφί­ξι­μο των χεριών, έλε­γαν από μόνα τους πολλά.

«Ήλθε η ώρα του απο­χαι­ρε­τι­σμού μας και ποιος ξέρει κάποια άλλη φορά» του είπε δακρυσμένη.

Σηκώ­θη­κε και πήγε στο δωμά­τιο. Της έδω­σε ένα φάκελο.

«Πάρ­το είπε. Το έχω γρά­ψει από τότε, σε περί­πτω­ση που σε ξανά­βλε­πα. Και όταν φύγεις σε παρα­κα­λώ, μη γυρί­σεις πίσω το βλέμ­μα σου για να με δεις.»

Απο­μα­κρύν­θη­κε, δεν γύρι­σε το βλέμ­μα πίσω. Μόνο το 6 χρό­νο αγό­ρι της γύρι­σε το βλέμ­μα και του κού­νη­σε το χέρι.

Στο αυτο­κί­νη­το, δεν άντε­ξε, και άνοι­ξε το φάκελο.

Ήταν ένας ακό­μη στί­χος από το ποί­η­μα του Τάσου Λει­βα­δί­τη που της είχε δώσει στο πρώ­το τους ραντεβού.

«…Κι αν έρθει κάπο­τε η στιγ­μή να χωρι­στού­με, αγά­πη μου,
μη χάσεις το θάρ­ρος σου.
Η πιο μεγά­λη αρε­τή του ανθρώπου,
είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγά­λη ακόμα,
είναι όταν χρειά­ζε­ται να παρα­με­ρί­σει την καρ­διά του…»

 

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο