Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Ηπειρώτικο πανηγύρι

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

 

  • Τώρα στην μετα­κο­ρω­νοϊ­ού επο­χή θα ήθε­λα να οργα­νώ­σου­με ένα πανη­γύ­ρι. Να λαλή­σει για τα καλά το κλα­ρί­νο, για να μας χτυ­πή­σει κατα­κού­τε­λα, στο Δόξα πατρί. Κι από κοντά οι κρυ­σταλ­λέ­νιες φωνές, αλη­θι­νά νερο­ξε­πε­τάγ­μα­τα του Αώου, του Αχέ­ρο­ντα και του Αρά­χθου. Να συνο­δεύ­ουν τα γλυ­κύ­τα­τα μελί­σμα­τα του βιο­λιού και του λαούτου.

  • Και το ντέ­φι να δίνει ρυθ­μό και αρμο­νία σ’ όλα τα μου­σι­κά ακού­σμα­τα… Γλυ­κύ­τα­τοι ηπει­ρώ­τι­κοι κελαϊ­δι­σμοί. Μακριά από τα ντραμς, τα αρμό­νια και τα υπό­λοι­πα που παρα­βιά­ζουν την αγνό­τη­τα του πανη­γυ­ριού και βιά­ζουν την ψυχή και την παρά­δο­σή μας. Να το λαλή­σου­με μέχρι το πρωί μία και δυο μέρες.  Να αχο­λο­γή­σουν οι ρεμα­τιές του Γράμ­μου και των Τζου­μέρ­κων  με την Καρα­γκού­να, την Ιτιά, τον Σελή­μπεη και τη Γενο­βέ­φα. Και αβέρ­τα οι φούρ­λες… Ηπει­ρώ­τες και ηπει­ρώ­τισ­σες, φίλοι και φίλες της Ηπεί­ρου  όλοι μαζί σε ένα πρω­τό­φα­ντο αντά­μω­μα, όπου  θα απο­τυ­πω­θεί το αυθόρ­μη­το, η απλό­τη­τα, η ειλι­κρί­νεια, το ανε­πι­τή­δευ­το της κίνη­σης…, αλλά και η καθα­ρό­τη­τα της ηπει­ρώ­τι­κης ψυχής.

Τέτοιο πανηγύρι ονειρεύομαι

 Το όνειρο όμως το συνοδεύει και μια γλυκύτατη φωνή…

 «Άκου να σ’ πω μωρέ λυκοσκιλ’σμένο. Το παν’γύρ’ δεν είναι να πααίν’  ο πάσα ένας να αμπ­δά­ει και να τσα­κά­ει τα πρά­μα­τά τ’. Το παν’γύρ’ είνι γι’ ούλο το χωριό. Κατά­λα­βέ το. Δεν είναι για παχνίδ’ τ’ καθε­νός. Είνι ο καθρέ­φτης τ’ χωριού. Τέτοιο πανη­γύρ’ να κάν’ς».

Είναι τα λόγια της μεγά­λης μου δασκά­λας, της για­γιάς μου.

Και πιστέψ­τε με είναι προ­φη­τι­κά λόγια. Αυτή μού έδω­σε τον ορι­σμό του πανηγυριού.

«Το πανη­γύρ’ δεν είναι παι­χνίδ’ τ’ καθε­νός. Είνι ο καθρέ­φτς τ’ χωριού».

Δια­χρο­νι­κός ο ορισμός.

Τι είναι αυτό το ηπειρώτικο πανηγύρι;

 Είναι, και τι δεν είναι…

Είναι η ατο­μι­κή ψυχή, η υφα­σμέ­νη στην πλά­ση, το προ­σω­πι­κό βάσα­νο αλλά και βάλ­σα­μο, το μερά­κι, ο σεβα­σμός «σ’ όσους πέρα­σαν», η σύν­θε­ση των βιω­μά­των, από μικρά παι­διά και η πορεία στην ανα­ζή­τη­ση της ομορ­φιάς.  Συν­δέ­ο­νται όλα με την Ήπει­ρο, με τον τόπο μας, εκεί όπου γεν­νη­θή­κα­με, εκεί όπου κυλά­ει πάντα το αίμα μας. Και είμα­στε περή­φα­νοι, αλλά και πλού­σιοι από το σεβα­σμό των μετα­μορ­φώ­σε­ών του ‑το παλιό που γίνε­ται νέο- από τη λει­τουρ­γία των σκιών, των χρω­μά­των, των ήχων στις ρεμα­τιές… Στα πανη­γύ­ρια τα μετουσιώνουμε.

Στα πανη­γύ­ρια οι Ηπει­ρώ­τες τρα­γού­δη­σαν, τρα­γου­δούν και εκφρά­ζουν την ικα­νο­ποί­η­σή  τους, την ευχα­ρί­στη­ση και την αγαλ­λί­α­σή τους, για την από­δο­ση της δου­λειάς τους, για τον κάμα­το και τον ίδρω­τά τους. Και γι’ αυτό τους πρώ­τους καλο­και­ρι­νούς μήνες στή­νου­με και στην Αθή­να και σ’ όλα τα αστι­κά κέντρα, τα δικά μας Ηπει­ρώ­τι­κα πανη­γύ­ρια, όπου ανα­μο­χλεύ­ου­με την ασί­γα­στη μνή­μη. Εκεί στην Ηλιού­πο­λη, στο Ίλιον, Αργυ­ρού­πο­λη, Λιό­σια, εκεί σ’ όλη την Αττι­κή και σε άλλες αστι­κές πόλεις παρε­λαύ­νουν εικό­νες μιας αλλο­τι­νής ζωής, ΑΝΕΜΕΛΗΣ και ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗΣ.

Μια απά­ντη­ση και ένας χαι­ρε­τι­σμός από την πρω­τεύ­ου­σα στα άπια­στα ηπει­ρώ­τι­κα γκρε­μο­τό­πια. Τζου­μέρ­κα, Κόνι­τσα, Βωβού­σα, Κατσα­νο­χώ­ρια, Καλα­μάς, Μυρ­σί­νη, Ήπει­ρος. Κι όσοι απηύ­δη­σαν από την καθη­με­ρι­νή πρω­τευου­σιά­νι­κη μονο­το­νία, από­κα­μαν απ’ το λιο­πύρ’ της Αθή­νας και το στρι­μω­ξίδ’ στα λεω­φο­ρεία, τσιου­ρου­φλιά­στη­καν στο πρω­τευου­σιά­νι­κο «τηγά­νι», μπαϊλ­ντι­σαν απ’ όλα αυτά, εκεί βρί­σκουν αμαλαγιά.

Εκεί, ώσπου να πάμε στο χωριό. Στέλ­νου­με τα χαι­ρε­τί­σμα­τά μας.

Στε­κό­μα­στε μπρο­στά στην παν­δαι­σία της φυσι­κής και μελω­δι­κής χαρ­μο­νής του τόπου μας, της Ηπείρου.

Χαι­ρό­μα­στε τον αέρα και νιώ­θου­με την ύπαρ­ξη και τη δημιουργία!

Βλέ­που­με  τις για­γιού­λες να κάθο­νται από­γιο­μα άκρη άκρη στο μισό φεγ­γά­ρι με ασβε­στω­μέ­νο μεσό­φρυ­δο όξω απ’ τα παρά­θυ­ρα με το βασιλικό.

Αυθε­ντι­κές, ατό­φιες, αφκια­σί­δω­τες και αγνέςκαι με το άρω­μα της ελλη­νι­κής λεβε­ντιάς στην καρ­διά και στο κορ­μί τους που εκπέ­μπουν έναν αυτο­γε­νή δυνα­μι­σμό ανθρω­πι­σμού και μαγεύ­ουν το σύμπαν φανε­ρώ­νο­ντας την ακμή και την αρχο­ντιά της ηπει­ρώ­τι­κης ψυχής.

Έτσι, όπως πρέ­πει,  αυθε­ντι­κά, ατό­φια και αγνά να είναι τα πανη­γύ­ρια μας. 

 Είναι;

 «Η νύχτα θερί­ζει με χρω­μα­τι­στό δρε­πά­νι τους ακί­νη­τους ανέ­μους της ψυχής»

panugiri3

Φωτό: Θανά­σης Νικολός

Το ηπειρώτικο πανηγύρι. Η ηπειρώτικη παράδοση

Αλη­θι­νά κακο­ποι­η­μέ­νες λέξεις.

Μαζί με την καλο­και­ρι­νή ραστώ­νη, μακριά από το Αυγου­στιά­τι­κο Αθη­ναϊ­κό καύ­μα, στα χωριά, κάτω από τα πλα­τά­νια, τα ελά­τια και τα δασό­σκιω­τα ισκιώ­μα­τα, ‑πέρα από τα καθιε­ρω­μέ­να- στή­νο­νται και έκτα­κτα πανη­γύ­ρια, όπου αχο­λο­γούν οι ρεμα­τιές από την κλα­ρι­νό­πλη­κτη Ιτιά και τον παρα­πο­νιά­ρη Σελήμπεη.

Κι όλα αυτά  τα ονο­μά­ζου­με παρά­δο­ση!  Τακτι­κά και έκτα­κτα πανη­γύ­ρια απο­κτούν και τον προσ­διο­ρι­σμό του  «Παρα­δο­σια­κού». Το παρα­δο­σια­κό πανη­γύ­ρι τ’ Άι ‘Λιος, της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής, της Πανα­γί­ας και πάει λέγο­ντας.

Τα σου­βλά­κια των 80 ή 60 γραμ­μα­ρί­ων ‑ανά­λο­γα με το φιλό­τι­μο των διοργανωτών‑, τα νάι­λον τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα, οι πλα­στι­κές καρέ­κλες, οι μπί­ρες Ουα­λί­ας, όλα αυτά συμ­φυ­ρό­με­να με  τους ήχους του παρα­δο­σια­κού άσμα­τος «πώς χορεύ­ουν τα καγκέ­λια τα κορί­τσια με τα μέλια» καθα­ρή συνέ­χεια του ντι­πι­ντά­ει,  ντι­πι­ντά­ει, ντι­πι­ντά­ει, συν­θέ­τουν το παρα­δο­σια­κό τζέρ­τζε­λο των πανηγυριών.

Κι όσο κι αν θέλου­με να δικαιο­λο­γή­σου­με την κατά­στα­ση αυτή η σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν αφο­ρά  το φαρ­μά­κι που μας πότι­σε ‑άδο­λα πολ­λές φορές- το μελα­χρι­νά­κι ή και οι απει­λές του εκα­στα­χού καψούρα:

Κάτω απ’ το σπί­τι του θα ‘ρθω και θα σε πάρω μακριά του

Δε σ’ αγα­πά­ει όπως εγώ τι θέλεις μες στην αγκα­λιά του.

Κι όλα αυτά ενί­ο­τε γίνο­νται με τη συμ­με­το­χή, τη διορ­γά­νω­ση ή και την ανο­χή διά­φο­ρων πολι­τι­στι­κών συλ­λό­γων, αρκού­ντως χρη­μα­το­δο­τού­με­νων από τους Δήμους, ανά­λο­γα φυσι­κά με το cone κάθε Προ­έ­δρου και κάθε παράγοντα.

«Ήμου­να νιος και γέρα­σα κι ασπρί­σαν τα μαλ­λιά μου».

Και τα μαλ­λιά μου άσπρι­σαν και την παρά­δο­σή μας την μαύ­ρι­σαν…  Για­τί η παρά­δο­ση έχει ασφα­λώς σχέ­ση με τον πολι­τι­σμό. Και πολι­τι­σμός είναι η νίκη κατά των αδυ­να­μιών του ανθρώ­που. Μια από τις αδυ­να­μί­ες είναι και η ψυχα­γω­γία. Τα πανη­γύ­ρια, εκτός των άλλων υπη­ρε­τού­σαν και αυτό το σκοπό.

Υπη­ρε­τού­σαν… Δεν υπη­ρε­τούν. Εξυπηρετούν.

Με μικρές φωτει­νές εξαι­ρέ­σεις τα πανη­γύ­ρια κατά­ντη­σαν  “αιτία κονό­μας” και μέθο­δος από­κτη­σης κέρδους.

Κι ας  φωνά­ζουν, όσοι έζη­σαν και υπη­ρέ­τη­σαν σ’ όλη τη ζωή τους την παράδοση.

«Παρά­δο­ση και τρα­γού­δι τα καλύ­τε­ρά μας όπλα»

Προ­κει­μέ­νου να εξαρ­θεί «κοσμο­λο­γι­κά» η γυναι­κεία ομορ­φιά στο δημο­τι­κό τρα­γού­δι     τότε συγκρί­νε­ται με τα δυο άστρα. Ήλιο και Φεγγάρι.

Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγ­γά­ρι λαμπερό,
που θάμπω­σες το φως μου
και δεν μπο­ρώ να διω.

Να δού­με και τα εμπο­ρι­κά κατασκευάσματα:

Λάι, λάι, λάι, λάι, λάι,
λάι, λάι, λάι, λάι, λάι.
Αγα­πώ ένα μωρό,
ντα­χτιρ­ντί, ντα­χτιρ­ντί και πω πω πω,
τ’ αγκα­λιά­ζω, το φιλώ, το φιλώ, το φιλώ.

Παί­ζο­νται, ακού­γο­νται και χορεύ­ο­νται αβέρ­τα στα πανη­γύ­ρια μας…

Εκεί, κάτω από τους ήχους της ηλε­κτρι­κής κιθά­ρας, του αρμό­νιου, του ντραμς κ.ο.κ.,  σε μια ατμό­σφαι­ρα τσι­κνι­σμέ­νη παντα­χό­θεν, έτσι ώστε να δημιουρ­γη­θεί το «πανη­γυ­ριά­τι­κο νέφος», αμπ’δάν  αρκου­δοει­δώς, αφού κατευ­θύ­νο­νται ρυθ­μι­κά και “μελω­δι­κά” από το άσμα:

«Κού­κλα μου μην επι­μέ­νεις, σε παρακαλώ,
 άλλα χεί­λη γυναι­κεία δεν ξαναφιλώ».

Αυτά τα μέτζε­λα και τα τζέρ­τζε­λα, αυτά τα σουρ­γού­νια, αυτές τις σια­μου­νί­κλες, που τα μαζεύ­ου­με από την Αθή­να, τα αλλου­κου­τσμέ­να, θα μας κάνουν τα πανη­γύ­ρια; Είσαι θεο­μουρ­λα­μέ­νος… Αυτά είναι σούρ­γε­λα. Μην έρθ’ κανέ­νας από παρα­πέ­ρα. Θα γίνου­με σουρ­γούν’. Δεν είναι πανη­γύ­ρια αυτά. Είναι αρπα­χτές του κάθε εμπό­ρου. Το πανη­γύ­ρι είναι ο καθρέ­φτης του χωριού. Αυτά θα έλε­γε και η για­γιά μου.

Και βέβαια η Ηπει­ρώ­τι­κη παρά­δο­ση δεν θα μπο­ρού­σε να μην ακο­λου­θή­σει τη μοί­ρα της παρά­δο­σης των υπό­λοι­πων περιο­χών της πατρί­δας μας…

panugiri1

Φωτό: Θανά­σης Νικολός

 

ΠΛΗΡΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

Ας το κατα­λά­βου­με πως

Αν αρκε­στού­με ότι παρά­δο­ση είναι τα πανη­γύ­ρια, τα κοντο­σού­βλια και τα κου­τά­κια μπί­ρες ας ετοι­μα­στού­με να  απο­χαι­ρε­τί­σου­με την Αλε­ξάν­δρεια που φεύγει! .…

Παρά­δο­ση τελι­κά δεν είναι μόνο το τρα­γού­δι, ο χορός και το τσί­που­ρο. Είναι τρό­πος και στά­ση, ζωής και σκέ­ψης. Είναι η δια­τή­ρη­ση της φυσι­κής ομορ­φιάς και των μνη­μεί­ων της Ηπει­ρώ­τι­κης τέχνης. Κάτι που οι μέχρι τώρα κρα­τού­ντες, φρό­ντι­σαν, «τη βοη­θεία και φρο­ντι­δι» των αστι­κών ΜΜΕ — εργο­λά­βων, αλλά και του δια­δι­κτύ­ου, να εκφυ­λί­σουν, να αλλοιώ­σουν και τελι­κά να την εκμηδενίσουν.…..

Με λίγα λόγια κοράκια …

Για σιγά όμως. Κάπου ακούω τη φωνή του Παλα­μά.

«Κάλ­λιο φυτρώ­στε, αγρια­γκα­θιές, και κάλ­λιο ουρ­λιά­στε, λύκοι,
κάλ­λιο φου­σκώ­στε, πότα­μοι και κάλ­λιο ανοί­χτε τάφοι,

και, δυνα­μί­τη, βρό­ντη­ξε και σιγο­στά­λα­ξε αίμα,
παρά σε πύρ­γους άρχο­ντας και σε ναούς το Ψέμα.

Και είναι φωνή, ατό­φια ελλη­νι­κή, γνή­σια και ορθή!»

Αν είναι να χτί­σου­με πύρ­γους ή να λει­τουρ­γή­σου­με ναούς, θρο­νιά­ζο­ντας εκεί μια ψεύ­τι­κη παρά­δο­ση, δεν χρειά­ζε­ται! Κακό κάνου­με. Κάτι παρα­πά­νω. Είμα­στε ιερόσυλοι!

 «…φυτρώ­στε, ουρ­λιά­στε, φουσκώστε…»

Πλη­θυ­ντι­κός αριθ­μός. Πολύ σωστά, για­τί η λαϊ­κή παρά­δο­ση περι­λαμ­βά­νει το σύνο­λο των έργων ή δρα­στη­ριο­τή­των που εκφρά­ζουν το λαό της και χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την ανω­νυ­μία και τη συλλογικότητα.

 Με εξαί­ρε­ση φωτει­νές περι­πτώ­σεις, αν τη βρει κανείς αυτή τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, «να μού σφυ­ρί­ξει κλέ­φτι­κα».

Η παρά­δο­ση «φορ­τώ­νε­ται» από την πρω­τεύ­ου­σα και μετα­φέ­ρε­ται, όπου δει ή μάλ­λον όπου «οικο­νο­μεί». Και βεβαί­ως, να τα ντα­ού­λια, να οι καρα­γκού­νες, να και τα αμπ’δήματα που θα έλε­γε και η για­γιά μου. Και έτσι πιστεύ­ου­με ότι υπη­ρε­τού­με την παρά­δο­ση. Θα έρθουν οι άρχο­ντες, θα χει­ρο­κρο­τή­σουν οι αρχό­με­νοι, θα εκδο­θεί και δελ­τίο τύπου που θα ανα­φέ­ρει ότι ο τάδε ή η τάδε παρευρέθη 

Και θα πάνε όλοι καλ­λιά τους. 

Είμαστε όλοι μας υπεύθυνοι.

 Θλί­ψη μας πιά­νει, όταν στα υπο­τι­θέ­με­να ηπει­ρώ­τι­κα πανη­γύ­ρια, και εδώ στην πρω­τεύ­ου­σα, όταν βλέ­πεις μια ορχή­στρα με ντραμς, ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα και αρμό­νιο να καθο­ρί­ζουν δήθεν τα ηπει­ρώ­τι­κα ακού­σμα­τα και να μετα­λα­μπα­δεύ­ουν τάχα την ηπει­ρώ­τι­κη παρά­δο­ση στην Αττική.

Πώς και με τι θα στή­σεις το χορο­στά­σι και πού θα βρεις το “ηπει­ρώ­τι­κο λια­κω­τό”;  (Με το αρμόνιο;)

 Πού θα βρεις τα δασω­μέ­να  ζάβα­τα και  πώς και για­τί σαν πέσει το σκο­τά­δι  θα σε  χαι­ρε­τή­σουν τ’ αστέ­ρια με την έκφρα­ση της περή­φα­νης φτώ­χειας και του γεν­ναί­ου, πλην όμως απο­φα­σι­στι­κού ηπει­ρώ­τι­κου ανα­σα­σμού; (Θα λακί­σουν από τους ήχους  της ηλε­κτρι­κής κιθάρας).

Πώς θα ευω­διά­ζε­ται η ατμό­σφαι­ρα  από τη λου­λου­δια­σμέ­νη ιτιά, όπως την «περι­γρά­φει» το κλα­ρί­νο;  ( Απο­κό­βε­ται από τον τόπο της. Αιτία το ντραμς).

panugiri2

Φωτό: Θανά­σης Νικολός

 

Γιατί πρέπει να το καταλάβουμε… 

 Μοι­ρο­κα­μέ­νοι οι Ηπει­ρώ­τες, πάντα μοι­ρο­λο­γούν, σε κάθε συνα­πά­ντη­μά τους.

Την ξενι­τιά.

Τους απο­θα­νό­ντας συγ­γε­νείς και φίλους.

Πάντα

Συνο­δεύ­ουν το παρά­πο­νο των νεκρών:

«Καλά τό χου­νε τα βου­νά, καλό­μοιρ’ ειν’ οι κάμποι,

που Χάρο δεν παντέ­χου­νε, Χάρο δεν καρτερούνε,

το καλο­καί­ρι πρό­βα­τα και το χει­μώ­να χιόνια».

 Και για να λέμε και αλήθειες

Πάντα το ηπει­ρώ­τι­κο πανη­γύ­ρι ξεκι­νά με το μοι­ρο­λό­γι. Σ’ αυτό συμ­φύ­ρο­νται η ζωή και oθάνα­τος, το πέν­θος και η χαρά. 

(Μέσα από την ηχη­τι­κή μυστα­γω­γία της δωρι­κής πεντα­το­νι­κής αρμο­νί­ας για­τί, κύριοι των πολι­τι­στι­κών Συλ­λό­γων μάς υπο­χρε­ώ­νε­ται  να μοι­ρο­λο­γή­σου­με την ΠΑΡΑΔΟΣΗ).

 Εμείς, ξέρου­με:

(Στα πρω­το­φα­νέ­ρω­τα μνη­μού­ρια(!!!), «ανά­βου­με τη λαμπά­δα μας»)

Μνη­μό­συ­νο αλη­θι­νό που μετα­τρέ­πε­ται  σε ερω­τι­κή πρά­ξη, τελε­τουρ­γία,  θρη­σκευ­τι­κή επα­φή▪ επί­πο­νη κι αστα­μά­τη­τη προ­σπά­θεια ανί­χνευ­σης κι απο­κά­λυ­ψης, μνή­μης και προφητείας.

Και γι’ αυτό μπο­ρεί να παρα­τη­ρή­σει κάποιος ότι σ’ αυτές τις «μνη­μο­νι­κές τελε­τές», στα πανη­γύ­ρια..

παί­ζει το κλα­ρί­νο «αργά», ύστε­ρα «πιο αργά» και στο τέλος «ακί­νη­τα».

Και ο χορός δίχως φιγού­ρες εγω­λα­τρί­ας, αλη­θι­νή εκδή­λω­ση ενδιά­θε­της βούλησης.

Και «βαρά­ει» για τα καλά το συναί­σθη­μα, που εκδη­λώ­νε­ται  με το κλά­μα.  Να κλά­ψου­με για το πανη­γυ­ριά­τι­κο συναί­σθη­μα και όχι για το χάλι του ηπει­ρώ­τι­κου πανη­γυ­ριού. Στο χέρι μας είναι…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο