Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το ΚΚΕ αποχαιρετά με βαθιά συγκίνηση και σεβασμό τον Γιάννη Μαρκόπουλο

Σε ανα­κοί­νω­σή του για τον θάνα­το του μου­σι­κο­συν­θέ­τη Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου, το Γρα­φείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρει:

«Με βαθιά συγκί­νη­ση και σεβα­σμό απο­χαι­ρε­τού­με τον Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λο, έναν από τους μεγα­λύ­τε­ρους μου­σι­κο­συν­θέ­τες μας, που το σπου­δαίο και ξεχω­ρι­στό έργο του απο­τέ­λε­σε σταθ­μό στην πορεία του μου­σι­κού μας πολιτισμού.

Ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος δεν μιμή­θη­κε τη μου­σι­κή μας παρά­δο­ση, ούτε επέ­στρε­ψε σ’ αυτή με ανα­πό­λη­ση και νοσταλ­γία. Τη μετου­σί­ω­σε σε ζωντα­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του και­ρού μας. Σ’ αυτή τη γόνι­μη αξιο­ποί­η­ση των εξε­λί­ξι­μων στοι­χεί­ων της παρά­δο­σης βρί­σκε­ται η πεμ­πτου­σία της τέχνης του, το μυστι­κό της ιδιαι­τε­ρό­τη­τας και της πρω­το­τυ­πί­ας της. Με το έργο του μας έδει­ξε τον τρό­πο να ερμη­νεύ­ου­με δημιουρ­γι­κά της κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες πνευ­μα­τι­κές και αγω­νι­στι­κές αξί­ες μας, την ανά­γκη να τις απαλ­λάσ­σου­με από τα νεκρά τους στοι­χεία, να τις ανα­κα­τα­τάσ­σου­με, να τις ανα­γεν­νά­με και να τις βάζου­με να μιλούν στο σήμε­ρα και για το σήμερα.

Ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος υπήρ­ξε πάντα ευαί­σθη­τος στα προ­στάγ­μα­τα της επο­χής, θερ­μαι­νό­ταν από τα ζωτι­κά ενδια­φέ­ρο­ντά της και είχε την ικα­νό­τη­τα να αγκα­λιά­ζει το πνεύ­μα και τις ανά­γκες των πλα­τειών λαϊ­κών στρω­μά­των. Αυτά τα στοι­χεία τον έκα­ναν να αγα­πη­θεί από το φοι­τη­τι­κό κυρί­ως κοι­νό στα σκλη­ρά χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας. Ένα κοι­νό που αγνο­ώ­ντας τις απα­γο­ρεύ­σεις της χού­ντας δημιουρ­γού­σε το αδια­χώ­ρη­το στις μπουάτ όπου νέοι ερμη­νευ­τές, ανά­με­σά τους και ο Νίκος Ξυλού­ρης, παρου­σί­α­ζαν τα έργα του συνθέτη.

Δικαιο­λο­γη­μέ­να αμέ­σως μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση κατά­κτη­σε τις καρ­διές του πλα­τιού λαϊ­κού κοι­νού, που τον απο­θέ­ω­νε στις συναυ­λί­ες του, όπως στα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ από το πρώ­το κιό­λας το 1975.

Το ανε­πα­νά­λη­πτο “Χρο­νι­κό” των παθών, των αγώ­νων και των ιδα­νι­κών του βασα­νι­σμέ­νου λαού μας στην πρό­σφα­τη ιστο­ρία του, έκφρα­ζε τους και­νού­ριους πόθους του, έσπρω­χνε “με του δασκά­λου τη φωνή το χέρι του εργά­τη” να γρά­ψει και­νού­ρια τρα­γού­δια για τη λευ­τε­ριά. Οι κύκλοι Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι, Μετα­νά­στες, Ιθα­γέ­νεια, Θητεία, Θεσ­σα­λι­κός Κύκλος και μια σει­ρά νέα τότε τρα­γού­δια του συν­θέ­τη γύρι­ζαν σε κάθε στό­μα, μα πάνω απ’ όλα το “εμείς είμα­στε οι εργά­τες”, στο οποίο η ταξι­κή συνεί­δη­ση της εργα­τι­κής τάξης βρή­κε μια ασύ­γκρι­τη μέσα στην απλό­τη­τα και τη λαϊ­κό­τη­τά της μου­σι­κή έκφρα­ση. Με τη νέα μου­σι­κή ματιά του τρα­γού­δια όπως το “Πότε θα κάνει ξαστε­ριά” ή το “Αγρί­μια κι αγρι­μά­κια μου” μετα­τρά­πη­καν σε λαϊ­κούς ύμνους ενά­ντια στην κοι­νω­νι­κή κατα­πί­ε­ση κάθε είδους και μορ­φής, όχι μόνο στα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας, αλλά ως τις μέρες μας. Μεγά­λοι λαϊ­κοί τρα­γου­δι­στές όπως οι αξέ­χα­στοι Νίκος Ξυλού­ρης και Μαρία Δημη­τριά­δη, αλλά και ο Λάκης Χαλ­κιάς κι ο Χαρά­λα­μπος Γαρ­γα­νου­ρά­κης, σημά­δε­ψαν με τις ερμη­νεί­ες τους αυτές τις ξεχω­ρι­στές στιγμές.

Στί­χος και μου­σι­κή στο έργο του Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου βρί­σκο­νται σε μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη αρμο­νία, σε ένα τέλειο συνταί­ρια­σμα που συν­δέ­ει το παρελ­θόν, το παρόν και το μέλ­λον μιας δίκαι­ης και ευτυ­χι­σμέ­νης ζωής. Είναι πραγ­μα­τι­κά ευτύ­χη­μα που η ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη, ο βαθύς ποι­η­τι­κός στο­χα­σμός, η ολο­ζώ­ντα­νη γλώσ­σα και ο πλα­στι­κός, μου­σι­κός στί­χος του Σολω­μού συνα­ντή­θη­καν με την πλού­σια καλ­λι­τε­χνι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία του Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου, τη βαθιά γνώ­ση του στο περιε­χό­με­νο του σολω­μι­κού έργου και την εντρύ­φη­σή του στη λαϊ­κή μου­σι­κή μας παρά­δο­ση στο ιδιαί­τε­ρα απαι­τη­τι­κό έργο του “Ελεύ­θε­ροι Πολιορκημένοι”.

Η τέχνη του ενώ­νει τα κατα­πιε­σμέ­να κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα ενά­ντια στους κατα­πιε­στές τους και γι’ αυτό είναι τέχνη πολι­τι­κή: Ένα προ­σκύ­νη­μα στη χάρη του λαού, μια υπό­κλι­ση στα βάσα­νά του και ένας απέ­ρα­ντος θαυ­μα­σμός στα έργα του: τα μικρά, μες στην καθη­με­ρι­νή βιο­πά­λη του, αλλά και μεγά­λα στους κρί­σι­μους ταξι­κούς αγώ­νες του, όπως το εκφρά­ζει στο τρα­γού­δι του “Προ­σκυ­νώ τη χάρη σου λαέ μου” που ο συν­θέ­της αφιέ­ρω­σε στην Κομ­μου­νι­στι­κή Νεο­λαία Ελλά­δας το 1980 στο 6ο της Φεστιβάλ.

Το έργο του Μαρ­κό­που­λου — μακριά πάντα από τις σει­ρή­νες της ευκο­λί­ας και τους πει­θα­να­γκα­σμούς της εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης — δεν απο­τε­λεί απλά παθη­τι­κό δέκτη των μηνυ­μά­των του και­ρού. Είναι ένας ενερ­γη­τι­κός πομπός που μετα­βάλ­λε­ται σε κοι­νω­νι­κή πρά­ξη, που επε­νερ­γεί στη ζωή με τα ιδα­νι­κά που εκφρά­ζει και εξυ­πη­ρε­τεί τα αιτή­μα­τα μιας φωτει­νό­τε­ρης κι ομορ­φό­τε­ρης ζωής για τους όπου γης αδι­κη­μέ­νους. Και γι’ αυτό είναι βέβαιο ότι θα συνε­χί­σει με αμεί­ω­τη τη δύνα­μή του δια­χρο­νι­κά να ζεσταί­νει τις ανθρώ­πι­νες καρδιές.Κάθε νέα γενιά που θα έρχε­ται θα το ξανα-ανα­κα­λύ­πτει, για­τί θα εκφρά­ζει και τους δικούς της πόθους, ανά­γκες και οράματα.

Το ΚΚΕ εκφρά­ζει τα θερ­μά συλ­λυ­πη­τή­ριά του στην οικο­γέ­νεια και τους οικεί­ους του».

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο