Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το ΚΚΕ τιμά τον κομμουνιστή διανοούμενο Δημήτρη Γληνό

Το ΚΚΕ τιμά τον κομ­μου­νι­στή δια­νο­ού­με­νο Δημή­τρη Γλη­νό με αφορ­μή τα 80 χρό­νια από τον θάνα­τό του, με μια μεγά­λη εκδή­λω­ση που διορ­γα­νώ­νουν το Τμή­μα Παι­δεί­ας και Ερευ­νας της ΚΕ και οι Τομε­α­κές Οργα­νώ­σεις Εκπαι­δευ­τι­κών και Πανε­πι­στη­μί­ων — Ερευ­νας της ΚΟ Αττι­κής.

Η εκδή­λω­ση θα γίνει την Τετάρ­τη 20 Δεκέμ­βρη στις 18.30, στην έδρα της ΚΕ του Κόμ­μα­τος (λεωφ. Ηρα­κλεί­ου 145).
Θα μιλή­σει ο ΓΓ της ΚΕ Δημή­τρης Κουτσούμπας.
Παρεμ­βά­σεις θα κάνουν
ο Θοδω­ρής Κωτσα­ντής, Γραμ­μα­τέ­ας του ΚΣ της ΚΝΕ,
ο Δημή­τρης Κοι­λά­κος, μέλος της Ιδε­ο­λο­γι­κής Επι­τρο­πής της ΚΕ, και
ο Βασί­λης Μόσχος, μέλος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ.

Το ΚΚΕ δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να θυμά­ται και να τιμά τον μεγά­λο δάσκα­λο Δημή­τρη Γλη­νό. Στο πλαί­σιο αυτό, είναι πολ­λές δεκά­δες τα αφιε­ρώ­μα­τα έχει κάνει και ο «Ριζο­σπά­στης» στο πρό­σω­πό του, οι ανα­δη­μο­σιεύ­σεις άρθρων και απο­σπα­σμά­των από έργα του, τα κεί­με­να και οι μελέ­τες άλλων πνευ­μα­τι­κών ανθρώ­πων για τον Γληνό.

Πιο πρό­σφα­τες είναι οι ανα­δη­μο­σιεύ­σεις απο­σπα­σμά­των από το άρθρο του «Ποιοι δρό­μοι ανοί­γο­νται μπρο­στά στους νέους» («Ριζο­σπά­στης» 24/8/2016, σελ. 10) και από την εργα­σία του «Πνευ­μα­τι­κές μορ­φές της αντί­δρα­σης» («Ριζο­σπά­στης» 22/8/2018, σελ. 12), ενώ πιο παλιά, από τις 28/10/2001 ο «Ριζο­σπά­στης» δημο­σί­ευ­σε σε πολ­λές συνέ­χειες το έργο του Γλη­νού «Η τρι­λο­γία του πολέ­μου — Οι μονό­λο­γοι του ερη­μί­τη της Σαντο­ρί­νης», που γρά­φτη­κε μεν παρα­μο­νές του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, οι σκέ­ψεις του όμως παρα­μέ­νουν επί­και­ρες και προ­σφέ­ρουν και σύγ­χρο­να διδάγματα.

Σήμε­ρα, με αφορ­μή τη μεγά­λη εκδή­λω­ση στη μνή­μη του, ο «Ριζο­σπά­στης» στα­χυο­λο­γεί απο­σπά­σμα­τα κει­μέ­νων του Δ. Γλη­νού από την περί­ο­δο 1932 — 1936 στον «Ριζο­σπά­στη» και στο περιο­δι­κό «Νέοι Πρω­το­πό­ροι», καθώς και ένα μικρό από­σπα­σμα από τη Δια­κή­ρυ­ξη του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου μετά τη διά­σπα­σή του το 1927.

Εξό­ρι­στος στη Σαντορίνη

Ο δάσκαλος και η λευτεριά της σκέψης του

Το 1927 ο Δ. Γλη­νός συντάσ­σει τη Δια­κή­ρυ­ξη του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου, μετά τη διά­σπα­σή του και την επι­κρά­τη­ση των ριζο­σπα­στι­κών δυνά­με­ων σε αυτόν, με επι­κε­φα­λής τον ίδιο τον Γληνό.

Το παρα­κά­τω από­σπα­σμα από τη Δια­κή­ρυ­ξη, για τον δάσκα­λο και την ελευ­θε­ρία της σκέ­ψης του, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της δια­πά­λης που ανα­πτύ­χθη­κε στον Εκπαι­δευ­τι­κό Ομι­λο, όπου η συντη­ρη­τι­κή μερί­δα υπο­στή­ρι­ζε την απο­λί­τι­κη Παι­δεία, ενώ η ριζο­σπα­στι­κή πλευ­ρά και ο Γλη­νός έδει­ξαν πως οι θια­σώ­τες της απο­λί­τι­κης Παι­δεί­ας στην ουσία υπο­στη­ρί­ζουν την Παι­δεία της κυρί­αρ­χης τάξης και ότι η εκπαι­δευ­τι­κή αλλα­γή προ­ϋ­πο­θέ­τει κοι­νω­νι­κή — πολι­τι­κή αλλαγή.

Ο δάσκα­λος, έλε­γαν (σ.σ. οι συντη­ρη­τι­κοί), ούτε μπο­ρεί ούτε είναι σωστό να δεχτεί αντι­λή­ψεις που τον βγά­ζουν έξω από το έργο του, τον κάνουν πολιτικό.
Η επαγ­γελ­μα­τι­κή μάλι­στα αντί­λη­ψη του δασκά­λου για τη σχέ­ση του με το κρά­τος, να θεω­ρεί δηλα­δή ο δάσκα­λος το κρά­τος για εργο­δό­τη του και τον εαυ­τό του για εργά­τη, αφαι­ρεί τον καθα­ρά ιδε­ο­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα αυτής της σχέ­σης. Ο δάσκα­λος παύ­ει να είναι ιερο­φά­ντης μιας υψη­λής κοι­νω­νι­κής λει­τουρ­γί­ας και γίνε­ται ένας μισθω­τός, ένας εργά­της με συμ­φέ­ρο­ντα αντί­θε­τα με τον εργο­δό­τη του.

Το βαθύ­τε­ρο νόη­μα της επι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας αυτής ήταν πως ο δάσκα­λος δεν θα μπο­ρεί να είναι μέλος του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου αν γίνει σωμα­τείο προ­ο­δευ­τι­κό, όπως τον θέλουν οι ριζο­σπα­στι­κοί, και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο πως το κρά­τος έχει το δικαί­ω­μα να εμπο­δί­σει με τη βία και να τιμω­ρή­σει τον δάσκα­λο που θα ήθε­λε να είναι μέλος ενός τέτοιου σωματείου.

Έτσι, συμπλη­ρώ­νο­ντας την αντι­δρα­στι­κή τους μετα­στρο­φή, τα συντη­ρη­τι­κά μέλη του Ομί­λου έφτα­σαν να δεχτούν και να υψώ­σουν την κρα­τι­κή βια φόβη­τρο και εμπό­διο στην ελεύ­τε­ρη σκέψη.

Γι’ αυτό, ήταν ανά­γκη να τονι­στεί πια και μέσα στις προ­γραμ­μα­τι­κές αρχές του Ομί­λου το δικαί­ω­μα του δασκά­λου πρώ­τα — πρώ­τα να στο­χά­ζε­ται και να έχει γνώ­μη για τα εκπαι­δευ­τι­κά ζητή­μα­τα, μα και ακό­μα τη γνώ­μη του αυτή να την ανα­κοι­νώ­νει στους συνα­δέρ­φους του και να συνερ­γά­ζε­ται μαζί τους για να δια­φω­τί­σει την κοι­νω­νία γι’ αυτά. Για­τί ο δάσκα­λος δε γίνε­ται ποτέ πολι­τι­κός με το να σκέ­φτε­ται πώς θα καλυ­τε­ρέ­ψει η παι­δεία και να ζητά­ει να φωτί­σει και τους άλλους, έτσι που η σκέ­ψη του να γίνει ανα­γνω­ρι­σμέ­νη πρά­ξη ή κατά­στα­ση. Ετσι μόνο εκτε­λεί σωστά το χρέ­ος του απέ­να­ντι και στο κρά­τος και στην κοι­νω­νία. Η αντί­θε­τη αντί­λη­ψη ίσα ίσα είναι εκεί­νη που κάνει τον δάσκα­λο ένα απλό και άψυ­χο μισθω­τό όργα­νο, του αφαι­ρεί την κυριό­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας, δηλα­δή τη λεύ­τε­ρη σκέ­ψη και τον κάνει από ιερο­φά­ντη μιας κοι­νω­νι­κής λει­τουρ­γί­ας έναν απλό πνευ­μα­τι­κό προ­λε­τά­ριο, που δου­λεύ­ει μηχα­νι­κά για να κερ­δί­σει ένα κομ­μά­τι ψωμί.

Και ούτε είναι δια­φο­ρε­τι­κό το απο­τέ­λε­σμα, αν πει κανέ­νας πως έχει το δικαί­ω­μα να στο­χά­ζε­ται λεύ­τε­ρα ο δάσκα­λος, όμως δεν έχει το δικαί­ω­μα ν’ ανα­κοι­νώ­νει σε άλλους τη γνώ­μη του και να συνερ­γά­ζε­ται μαζί τους για να αλλά­ξει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πώς θα αφαι­ρέ­σου­με από τον δάσκα­λο το δικαί­ω­μα αυτό, που έχει κάθε άνθρω­πος και κάθε μέλος της κοινωνίας;

Με τον Αλ. Δελ­μού­ζο (δεξιά) και τον Μ. Τρα­ντα­φυλ­λί­δη (αρι­στε­ρά) το 1915

Μπο­ρεί βέβαια η βία της άρχου­σας τάξης να πνί­γει το δικαί­ω­μα αυτό. Το κρά­τος όμως, που γίνε­ται όργα­νο αυτής της βίας, πώς θα δικαιο­λο­γη­θεί; Αν όπως λέει αντι­προ­σω­πεύ­ει το σύνο­λο, τότε δεν έχει το δικαί­ω­μα να κατα­πνί­γει τη γνώ­μη της μειο­νό­τη­τας, που μπο­ρεί με τον και­ρό να γίνει και πλειο­νό­τη­τα. Αν ομο­λο­γή­σει ότι είναι κρά­τος βίας, τότε θα του αντι­τα­χτεί δικαιω­μα­τι­κά μια άλλη οποια­δή­πο­τε βία, μικρή ή μεγά­λη. Ο δάσκα­λος, που θα υπο­χρε­ω­θεί να κατα­πνί­γει τη σκέ­ψη του, θα γίνει διπλά σκλά­βος και ή θα κατα­ντή­σει ένας ψυχι­κά ανά­πη­ρος άνθρω­πος, ανί­κα­νος πια να μορ­φώ­σει τους άλλους, ή θα γίνει ένας κρυ­φός επα­να­στά­της γεμά­τος πίκρα και μίσος, που θα περι­μέ­νει τη στιγ­μή για να τινά­ξει στον αέρα το καθε­στώς που του αφαι­ρεί ολό­τε­λα τον ανθρω­πι­σμό του.

Συνομιλία μ’ έναν ακαδημαϊκό

Τον Φλε­βά­ρη του 1936 ο Δ. Γλη­νός γρά­φει στον «Ριζο­σπά­στη» το «Πιστο­ποι­η­τι­κό της βαρ­βα­ρό­τη­τας», ένα άρθρο για την κατά­ντια της Ακα­δη­μί­ας και των άλλων πνευ­μα­τι­κών ιδρυ­μά­των. Τον επό­με­νο μήνα, με αφορ­μή τη συνά­ντη­σή του με έναν ακα­δη­μαϊ­κό, γρά­φει πάλι επι­φυλ­λί­δα στην εφη­με­ρί­δα με τη συζή­τη­σή τους, αφού έχει δημο­σιεύ­σει το «Πιστο­ποι­η­τι­κό» κι εδώ είναι ένα απόσπασμα:

Το παίρ­νεις σε αστεία αυτό που σου λέω, για­τί δε φαντά­ζε­σαι πόσο είσαι ένο­χος, προ­σω­πι­κά ένο­χος και συ και πολ­λοί άλλοι σαν και σένα, για την κατά­στα­ση που έχει δημιουρ­γη­θεί στον τόπο μας. Εσύ το λες και το πιστεύ­εις κιό­λας πως είσαι φιλε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα και κρυ­φο­κα­μα­ρώ­νεις γι’ αυτό. Μιλάς με συγκί­νη­ση στα μαθή­μα­τά σου και γρά­φεις στα βιβλία σου για τους ιερούς αγώ­νες που έγι­ναν ως τώρα μέσα στην ανθρω­πό­τη­τα για τη λευ­τε­ριά της σκέ­ψης, για το σπά­σι­μο της πνευ­μα­τι­κής σκλα­βιάς. Και λες κάθε βρά­δυ στον εαυ­τό σου και στη συνεί­δη­σή του πως έκα­μες το χρέ­ος σου και κοι­μά­σαι ήσυ­χος. Στο μετα­ξύ, εκεί μέσα στο Πανε­πι­στή­μιο που διδά­σκεις, ξέρεις τι κατά­στα­ση έχει δημιουρ­γη­θεί: Δίπλα σε κάθε σχε­δόν φοι­τη­τή, κάθε­ται και ένας χαφιές, που πολ­λές φορές είναι κι αυτός φοι­τη­τής, και πλη­ρώ­νε­ται με τα αργύ­ρια της προ­δο­σί­ας για να κατα­σκο­πεύ­ει και να προ­δί­νει τους συνα­δέλ­φους του και μεθαύ­ριο θα γίνει «επι­στή­μο­νας» και «καθο­δη­γη­τής» της κοι­νω­νί­ας. Η πρυ­τα­νεία συνερ­γά­ζε­ται με την Ειδι­κή Ασφά­λεια και το δηλώ­νει στη δημο­σιό­τη­τα αυτό και το ανα­φέ­ρει μ’ εγκαύ­χη­ση στον πρυ­τα­νι­κό της λόγο, σαν κατόρ­θω­μα, χωρίς ντροπή.

Συνά­δελ­φοί σου κυνη­γά­νε τα παι­διά με λύσ­σα για τα φρο­νή­μα­τά τους τα κοι­νω­νι­κά ή τα πολι­τι­κά ή τα επι­στη­μο­νι­κά και τα διώ­χνουν από το Πανε­πι­στή­μιο. Ενας φοι­τη­τής για που θα τολ­μού­σε καν να κάνει νύξη στον καθη­γη­τή της Ιστο­ρί­ας της Φιλο­σο­φί­ας για δια­λε­κτι­κό ματε­ρια­λι­σμό, θα ήτα­νε σβη­σμέ­νος από το πρό­σω­πο της Γης. Για­τί ο κύριος καθη­γη­τής θα έστελ­νε το όνο­μά του στην Ειδι­κή Ασφά­λεια και θα έκα­με το παν για να διώ­ξει τον φοι­τη­τή από το Πανε­πι­στή­μιο. Το πανε­πι­στη­μια­κό άσυ­λο κατα­πα­τή­θη­κε και συ πολ­λές φορές, χωρίς ίσως να το ξέρεις, κάνεις μάθη­μα σε ακρο­α­τή­ριο, όπου περισ­σό­τε­ροι είναι οι αστυ­φύ­λα­κες από τους φοιτητές.

Και μόλα ταύ­τα εσύ, αγα­πη­τέ φίλε, το φιλε­λεύ­θε­ρο πνεύ­μα, που μισεί κάθε πνευ­μα­τι­κή τυραν­νία, κοι­μά­σαι ήσυ­χος κάθε βρά­δυ και ικα­νο­ποι­η­μέ­νος. Εκα­μες και κοσμή­το­ρας, έκα­μες και συγκλη­τι­κός μέσα σε όλη αυτή τη φοβε­ρή κατά­στα­ση και δε δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κες ποτές και δεν κίνη­σες ούτε το μικρό σου δαχτυ­λά­κι για να στα­μα­τή­σει το κακό. Και νομί­ζεις πως δεν είσαι ένοχος;

- Μα τι θέλεις, αγα­πη­τέ μου, να κάμει ένας άνθρωπος;
— Να ορθώ­σεις το ανά­στη­μά σου, την ηθι­κή σου προ­σω­πι­κό­τη­τα, το πνευ­μα­τι­κό του κύρος και να δια­μαρ­τυ­ρη­θείς. Να κάμεις το χρέ­ος σου απέ­να­ντι σ’ αυτά που ισχυ­ρί­ζε­σαι πως πιστεύ­εις. Και μόνος σου αν το ‘κανες αυτό, θα είχε τερά­στια σημα­σία. Μα δεν είσαι μόνος. Αν είσα­στε μέσα στο Πανε­πι­στή­μιο εκα­τό καθη­γη­τές, οι μισοί του­λά­χι­στον είναι σαν και σένα. Ο καθέ­νας χωρι­στά στις ιδιω­τι­κές τους ομι­λί­ες σου μιλά­νε για τη μεριά της επι­στή­μης, για τη λευ­τε­ριά της σκέ­ψης και της έρευ­νας, και πιστεύ­ου­νε κι αυτοί πως είναι φιλε­λεύ­θε­ροι άνθρω­ποι και μισού­νε πάνω απ’ όλα την τυραν­νία την πνευ­μα­τι­κή. Και υπάρ­χου­νε ακό­μα και άλλοι, που προ­χω­ρούν ακό­μα περισ­σό­τε­ρο, συμπα­θού­νε θετι­κά τις σημε­ρι­νές επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες, πιστεύ­ου­νε πως είναι σοσια­λι­στές ή και μαρ­ξι­στές. Και όμως, όλοι κάνουν αυτά που κάνεις και συ. Σιω­πούν από δου­λο­πρέ­πεια και δει­λία. Και δικαιο­λο­γού­νται όπως εσύ. «Τι να σου κάμω ένας άνθρω­πος;». Στο χέρι σας είναι να πάψε­τε να είστε «ένας». Αρκεί να συνεν­νοη­θεί­τε ανα­με­τα­ξύ σας και να ενω­θεί­τε. Το ότι δεν κάνε­τε τίπο­τα απο­λύ­τως εσείς οι φιλε­λεύ­θε­ροι για να στα­μα­τή­σε­τε τη σημε­ρι­νή ατι­μω­τι­κή κατά­στα­ση, είναι βαρύ, πολύ βαρύ σημά­δι για σας. Για­τί δεν πιστεύ­ε­τε ειλι­κρι­νά στην πνευ­μα­τι­κή λευ­τε­ριά ή δεν τολ­μά­τε από δει­λία να την υπε­ρα­σπι­στεί­τε. ‘Η ψεύ­τες ή άνα­ντροι. Ποιο από τα δύο σας αρέ­σει; Γι’ αυτό δεν έκα­να καμιά εξαί­ρε­ση και στο «πιστο­ποι­η­τι­κό της βαρ­βα­ρό­τη­τας» που σας χάρι­σα όλων των ακαδημαϊκών.

Ελάτε να βοηθήσουμε τα παιδιά

Αρθρο του Δ. Γλη­νού στα τέλη του 1932 στο περιο­δι­κό «Νέοι Πρω­το­πό­ροι», με υπέρ­τι­τλο «Ένα γράμ­μα σε όσους νιώ­θουν και πονούν».

Απ’ όλους τους κυνη­γη­μέ­νους και τους από­κλη­ρους τα τρα­γι­κό­τε­ρα θύμα­τα είναι τα παι­διά. Το παι­δί του προ­λε­τά­ριου, το παι­δί του φτω­χού αγρό­τη, το εργα­ζό­με­νο παι­δί, το παι­δί του βιο­πα­λαι­στή ήτα­νε πάντα σε θέση σκλη­ρή και μειο­νε­κτι­κή. Μα τώρα έγι­νε πια η μοί­ρα του αβά­στα­χτη. Η φτω­χή μάνα, που είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να δου­λεύ­ει από την αυγή ως τη νύχτα μακριά από το σπί­τι της, αφή­νει τα παι­διά της ολη­με­ρίς στο έλε­ος του δρό­μου, του δια­βά­τη και της γει­τό­νισ­σας, τ’ αφή­νει να κυλιού­νται στη λάσπη και στο χώμα για να τους φέρει το βρά­δυ λίγο ψωμί, χωρίς να προ­φταί­νει και χωρίς να μπο­ρεί ούτε μια ματιά να τους ρίξει, σκο­τω­μέ­νη καθώς είναι από την κούραση.

Ο Δ. Γλη­νός (καθι­στός δεύ­τε­ρος από αρι­στε­ρά) με ομά­δα συνε­ξό­ρι­στών του στην Ανάφη

Κι αν η μάνα μένει στο σπί­τι, πού να προ­φτά­σει ο πατέ­ρας ν’ αντι­κρί­σει το έξο­δο για τα παι­διά με το μικρό του μερο­κά­μα­το; Κι αν δεν έχει δου­λειά ούτε η μάνα ούτε ο πατέ­ρας, για­τί είναι άερ­γος ή απερ­γός; Ξυπο­λυ­σιά και αρρώ­στια και πεί­να και κρύο και ακα­θαρ­σία και αμορ­φω­σιά και βούρ­κος και βάσα­να σωμα­τι­κά και κόλα­ση ψυχι­κή, είναι η μοί­ρα των φτω­χών παι­διών. Διπλή και τρι­πλή εκμε­τάλ­λε­ψη, ξύλο και εξα­θλί­ω­ση και εξα­χρεί­ω­ση γεμά­τη είναι η ζωή του εργα­ζό­με­νου παι­διού. Το πικρό­τε­ρο κατα­κά­θι της προ­λε­τα­ρια­κής δυστυ­χί­ας αυτά το πίνουν, το μαρ­τυ­ρι­κό στε­φά­νι αυτά το φορούν. Τα φτω­χά παι­διά είναι των σκλά­βων οι σκλά­βοι, των πει­να­σμέ­νων οι πει­να­σμέ­νοι, των παγω­μέ­νων οι παγω­μέ­νοι, των άρρω­στων οι άρρω­στοι, των από­κλη­ρων οι από­κλη­ροι. Αυτά μπαί­νου­νε στην κόλα­ση με το πρώ­το αντί­κρι­σμα της ζωής. Την ηλι­κία της χαράς, της ξενοια­σιάς και του γέλιου αυτά δεν τη γνωρίζουν.

Απέ­να­ντι στην απέ­ρα­ντη τού­τη τρα­γω­δία, που πλημ­μυ­ρί­ζει τα σκο­τει­νά υπό­γεια και τις υγρές αυλές μέσα στις πολι­τεί­ες, τα χαμό­σπι­τα των συνοι­κι­σμών και τις καλύ­βες της αγρο­τιάς σ’ όλη τη χώρα, η βοή­θεια που η επί­ση­μη και ιδιω­τι­κή φιλαν­θρω­πία κατα­πιά­νε­ται να δώσει δεν είναι ούτε σαν στα­γό­να νερού σε φλο­γι­σμέ­νο καμί­νι. Τα ελα­τή­ριά της άλλω­στε δεν είναι καθα­ρά. Για να υπάρ­χει, της χρειά­ζε­ται να υπάρ­χου­νε θύμα­τα. Ο φτω­χός εργα­ζό­με­νος λαός που είναι το θύμα, και τα παι­διά του που είναι διπλά θύμα­τα, πρέ­πει να ζητή­σου­νε και να βρού­νε τη βοή­θεια και την απο­λύ­τρω­ση από τον ίδιο τον εαυ­τό τους.

Δεν πρέ­πει να περι­μέ­νουν τη σωτη­ρία τους από την άλλη πλευ­ρά. Και του πιο αδύ­να­του η δύνα­μη διπλα­σιά­ζε­ται, όταν ενώ­σει τη λιγο­στή του μπό­ρε­ση με την προ­σπά­θεια των συντρό­φων του. Οταν ο εργά­της, ο αγρό­της, ο φτω­χός εργα­ζό­με­νος λαός νιώ­σει μιαν ολο­κλη­ρω­τι­κή αλλη­λεγ­γύη να τον ενώ­νει με όλους τους συντρό­φους του στη δυστυ­χία και μέσα στα σύνο­ρα της χώρας κι όξω απ’ αυτή σ’ όλες τις χώρες της Γης, και όταν κινη­θεί ομό­ψυ­χα κι ολό­ψυ­χα να βοη­θή­σει τον εαυ­τό του και τους άλλους, τότε θα βρει τον δρό­μο της ανα­κού­φι­σης και της σωτη­ρί­ας. Αλλη­λεγ­γύη των δυστυ­χι­σμέ­νων! Να το σύν­θη­μα μιας και­νούρ­γιας δρά­σης, που μπο­ρεί να φέρει τα πιο χει­ρο­πια­στά απο­τε­λέ­σμα­τα. Αλλη­λεγ­γύη οργα­νω­μέ­νη, ενερ­γη­τι­κή, ζωντα­νή, θετι­κή και έμπρα­χτη, είναι ο πρώ­τος όρος της σωτηρίας. (…)

Αλλη­λεγ­γύη και ενό­τη­τα. Και μαζί με τον εργα­ζό­με­νο φτω­χό λαό πρέ­πει να βαδί­σουν όσοι νιώ­θουν τον εαυ­τό τους αλλη­λέγ­γυο με κεί­νους, που αγω­νί­ζο­νται για την απο­λύ­τρω­ση, όσοι νιώ­θουν κι όσοι πονούν. (…) Ο αγώ­νας για τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού του εργα­ζό­με­νου λαού είναι ένας ευγε­νι­κός αγώνας.

Ας έρθου­νε μαζί μας, όσοι θέλου­νε να προ­σφέ­ρου­νε και τις πιο μικρές υπη­ρε­σί­ες στο μεγά­λο τού­το έργο.

Το γλωσσικό ζήτημα

Εχου­με πει ότι βασι­κός σταθ­μός για τον Δ. Γλη­νό είναι η έντα­ξή του στο αστι­κό ρεύ­μα του δημο­τι­κι­σμού και η ενα­σχό­λη­σή του με το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα. Στο συγκε­κρι­μέ­νο άρθρο, στο περιο­δι­κό «Νέοι Πρω­το­πό­ροι» τον Μάη του 1934, ο Γλη­νός μιλά­ει πια για το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα έχο­ντας πάρει ξεκά­θα­ρη θέση με την πρω­το­πο­ρία της εργα­τι­κής τάξης, με τους κομμουνιστές.
Βασι­κός όρος για τη δημιουρ­γία της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας είναι το ξύπνη­μα της λαϊ­κής συνεί­δη­σης. Όλο το κοι­νω­νι­κό σώμα πρέ­πει να πάρει μέρος συνει­δη­τά στο χτί­σι­μο της νέας κοι­νω­νί­ας. Το ξύπνη­μα της συνεί­δη­σης στις μάζες είναι αδύ­να­το αν δεν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για όργα­νο ολά­κε­ρης της πνευ­μα­τι­κής ζωής η γλώσ­σα που μιλά­ει ο λαός.
(…)
Οι δυο πηγές που θα μας δώσου­νε τη γλωσ­σι­κή φόρ­μα, που σ’ αυτή θ’ απο­κρυ­σταλ­λώ­νου­με τον σοσια­λι­στι­κό πολι­τι­σμό μας, θα είναι η κοι­νή γλώσ­σα, που μιλάν οι Ελλη­νες εργά­τες και αγρό­τες, και η λογο­τε­χνι­κή γλώσ­σα, που βασι­σμέ­νη στον προ­φο­ρι­κό λόγο του λαού και στο δημο­τι­κό τρα­γού­δι, δια­μορ­φώ­θη­κε από τον Σολω­μό ίσα­με τον Ψυχά­ρη και τον Βάρναλη.
(…)
Η εξέ­λι­ξη γρή­γο­ρα έδει­ξε πως ο δημο­τι­κι­σμός ο ίδιος δεν έχει μέσα του κανέ­να ουσια­στι­κό περιε­χό­με­νο, παρά το περιε­χό­με­νό του το δίνει η κοι­νω­νι­κή τοπο­θέ­τη­ση του κάθε δημο­τι­κι­στή. Ετσι χρε­ο­κό­πη­σε ολό­τε­λα ο δημο­τι­κι­σμός σαν ιδα­νι­κό εθνι­κο­κοι­νω­νι­κό. Και μόνο στις ημέ­ρες μας, όπου οι αστοί δια­νο­ού­με­νοι έχα­σαν τα νερά τους και κοι­τά­ζουν ν’ αρπα­χτούν απ’ οποιο­δή­πο­τε ζωη­ρό­χρω­μο φλά­μπου­ρο για να κρύ­ψου­νε τη γύμνια τους ή να σκε­πά­σου­νε το ένα και μόνο ιδα­νι­κό που τους από­μει­νε, τον φασι­σμό, βρέ­θη­κε ένας «παλαί­μα­χος» ιδε­ο­λο­γι­κός ακρο­βά­της, ο κ. Σπύ­ρος Μελάς, για να υψώ­σει τάχα τον δημο­τι­κι­σμό σε λάβα­ρο ανα­γέν­νη­σης, από τις σελί­δες του περιο­δι­κού «Ιδέα». Και ο ίδιος όμως κατά­λα­βε γρή­γο­ρα πόσο έγι­νε γελοί­ος και δεν έδω­κε καμιά συνέ­χεια στην ηρω­ι­κή χει­ρο­νο­μία του.

Και τώρα γεν­νιέ­ται το ερώ­τη­μα. Σε ποια θέση βρί­σκε­ται το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα ύστερ’ από τη χρε­ο­κο­πία του αστι­κού δημο­τι­κι­σμού και πότε θα λυθεί; Απ’ όσα είπα­με βγαί­νει νομί­ζω καθα­ρά η ακό­λου­θη διαπίστωση.

Η αστι­κή τάξη δεν έχει πια σήμε­ρα καμιά διά­θε­ση να λύσει το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα. Απε­να­ντί­ας, όσο γίνε­ται πιο συνει­δη­τό και πιο ξεκά­θα­ρο πως η λύση του γλωσ­σι­κού ζητή­μα­τος είναι βασι­κός όρος για το ξύπνη­μα της συνεί­δη­σης των μαζών, η αστι­κή τάξη έχει κάθε συμ­φέ­ρον να θολώ­σει τα νερά και να χαλά­σει και κεί­νο ακό­μη που έγι­νε πρω­τύ­τε­ρα με την καλ­λιέρ­γεια της λαϊ­κής γλώσ­σας από τη λογο­τε­χνία. Δηλα­δή όχι μόνο δε θέλει να λύσει το γλωσ­σι­κό ζήτη­μα, παρά θέλει να του δώσει μια στρα­βή λύση, για να δυσκο­λέ­ψει τον δρό­μο της πνευ­μα­τι­κής απο­λύ­τρω­σης του εργα­ζό­με­νου λαού.

Πηγή

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο