Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Το Κύπελλο του Πάσχα»: Όταν τσούγκριζαν κόκκινα αυγά στη σέντρα

Πάσχα στην Αθή­να, λίγο πριν και λίγο μετά τα μισά του περα­σμέ­νου αιώ­να: Το καλό κου­στού­μι, τα … γιορ­τι­νά παπού­τσια, ένα κόκ­κι­νο αυγό καλά τυλιγ­μέ­νο σε φύλ­λα από εφη­με­ρί­δα στην δεξιά τσέ­πη του σακα­κιού και … δρό­μο για το γήπε­δο της Λεω­φό­ρου Αλεξάνδρας.

Έτσι εάν οι Βρε­τα­νοί, χρό­νια τώρα ανταλ­λάσ­σουν ευχές για καλά Χρι­στού­γεν­να, μέσα σε-γεμά­τα Αγιο­βα­σί­λη­δες-γήπε­δα, στην περί­φη­μη δική τους Boxing Day, στην Ελλά­δα από την Πασχα­λιά του ’28, τσού­γκρι­ζαν πασχα­λι­νά αυγά στη σέντρα.

Καμία μετα­φο­ρά. Από­λυ­τη κυριο­λε­ξία και σημείο ανα­φο­ράς στο Κύπελ­λο του Πάσχα. Το τουρ­νουά που ξεκί­νη­σε στις 14 Απρι­λί­ου εκεί­νης της χρο­νιάς και συνε­χί­στη­κε με δια­κο­πές έως το 1964. «Έλλη­νες! Παρα­κο­λου­θή­σα­τε τους αγώ­νας εις τους οποί­ους κρί­νε­ται το ελλη­νι­κόν ποδό­σφαι­ρον…», έγρα­φε χαρα­κτη­ρι­στι­κά η πρώ­τη αφί­σα της νέας διορ­γά­νω­σης, που έφε­ρε την υπο­γρα­φή του ΠΟΚ.

Τα χρό­νια που οι φίλα­θλοι στις κερ­κί­δες, αλλά και οι αρχη­γοί των δύο ομά­δων τσού­γκρι­ζαν αβγά στη σέντρα. Εκεί­νος που θα επι­κρα­τού­σε είχε δικαί­ω­μα να δια­λέ­ξει εστία, όπως συμ­βαί­νει με το κέρ­μα. Μέρες, που φίλα­θλοι του Ολυ­μπια­κού, της ΑΕΚ και του Πανα­θη­ναι­κού, μοι­ρά­ζο­νταν το ίδιο μαξι­λα­ρά­κι στην ξύλι­νη εξέ­δρα ή όρθιοι στη­ρι­ζό­ταν ο ένας πάνω στον ώμο του άλλου για να βρουν καλύ­τε­ρη θέση ορα­τό­τη­τας, ενώ οι παί­κτες συζη­τού­σαν για τις κοι­νές αγω­νί­ες τους, στο καφε­νείο και την ταβέρνα.

Όλα ξεκί­νη­σαν, όταν η ΕΠΟ πριν αρχί­σει το πρώ­το πανελ­λή­νιο πρω­τά­θλη­μα ποδο­σφαί­ρου (1927–28), τιμώ­ρη­σε τον Ολυ­μπια­κό, με αιχ­μή το θέμα δια­χεί­ρι­σης των εισι­τη­ρί­ων και διέ­τα­ξε τα υπό­λοι­πα σωμα­τεία να μην αγω­νί­ζο­νται μαζί του ούτε σε φιλι­κά. Πανα­θη­ναϊ­κός και ΑΕΚ δεν υπά­κου­σαν, στά­θη­καν δίπλα του και προ­χώ­ρη­σαν μαζί του στη διορ­γά­νω­ση φιλι­κών αγώ­νων. Συνέ­πεια, η δια­γρα­φή και των τριών.

Εκεί­νοι όμως δεν έμει­ναν με σταυ­ρω­μέ­να τα χέρια, αλλά αμέ­σως, το Φθι­νό­πω­ρο του 1927, δημιούρ­γη­σαν το Π.Ο.Κ. («συμ­βό­λαιον φιλί­ας και συνερ­γα­σί­ας προς εξυ­πη­ρέ­τη­σιν των συμ­φε­ρό­ντων των σωμα­τεί­ων τού­των, θέσα­ντες συνά­μα και ποι­νι­κήν ρήτραν 50.000 δρχ. δια τον αθε­τού­ντα την υπό­σε­χε­σίν του Σύλ­λο­γον»), ένα σύμ­φω­νο εμπο­ρι­κού χαρα­κτή­ρα των τριών δημο­φι­λέ­στε­ρων ποδο­σφαι­ρι­κών ομά­δων της Αθή­νας και του Πει­ραιά, προ­σφέ­ρο­ντας τα αρχι­κά τους (Πανα­θη­ναϊ­κός, Ολυ­μπια­κός και Κων­στα­ντι­νού­πο­λη για την ΑΕΚ) στην ονο­μα­σία. Σκο­πός, διορ­γά­νω­ση αγώ­νων- τουρ­νουά και εξε­λί­χθη­κε σε μακρο­χρό­νια συνερ­γα­σία των τριών ομά­δων, που δια­λύ­θη­κε στις 7 Μαρ­τί­ου 1963.

Μέχρι τότε πρό­λα­βαν να γίνουν 23 Κύπελ­λα Πάσχα (πολυ­νί­κης ο Ολυ­μπια­κός με 11), αλλά και άλλα τουρ­νουά, όπως το Κύπελ­λο των Χρι­στου­γέν­νων και το Κύπελ­λο του Σεπτεμβρίου.

Οι αγώ­νες γίνο­νταν πάντα στην Λεω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας, κατά­με­στη από χιλιά­δες φιλά­θλους, συμ­με­τεί­χαν οι τρεις του ΠΟΚ και προ­σκα­λού­σαν ξένες εμπο­ρι­κές ομά­δες από Γιου­γκο­σλα­βία, Ουγ­γα­ρία, Τσε­χο­σλο­βα­κία, Ρου­μα­νία. Οι τρεις τους μοι­ρά­ζο­νταν τα έξο­δα φιλο­ξε­νί­ας καθώς και τα έσο­δα από τα εισιτήρια.

Στο πρώ­το Κύπελ­λο Πάσχα, προ­σκλή­θη­καν, η ισχυ­ρή Μπε­ο­γκρά­τσκι από την Γιου­γκο­σλα­βία και μία μικτή παι­κτών της πρώ­ην πρω­τα­θλή­τριας Ρου­μα­νί­ας, Βένους και της Σπάρ­τα, αμφό­τε­ρες από το Βου­κου­ρέ­στι. «Το Πασχα­λι­νόν Πρω­τά­θλη­μα, υπήρ­ξεν ένας θρί­αμ­βος δια το ελλη­νι­κόν ποδό­σφαι­ρον», έγρα­ψε τότε η «Βρα­δυ­νή».

Νικη­τής στο πρώ­το πασχα­λι­νό τουρ­νουά, ανα­δεί­χτη­κε ο Ολυ­μπια­κός. Νικώ­ντας την ΑΕΚ (4–1), τον Πανα­θη­ναϊ­κό (3–1), τη Μικτή Βένους- Σπάρ­τα (5–1) και στον «τελι­κό» της 23 Απρι­λί­ου, λίγες, μόλις, ώρες μετά τον κατα­στρο­φι­κό σει­σμό στην Κόριν­θο, την Μπε­ο­γκράν­τσκι (3–0).

Πηγή: ΑΠΕ

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο