Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Οι πρώτοι πύραυλοι κονιορτοποίησαν τους δίδυμους πύργους που κατέρρευσαν σα χάρτινοι. Το Εμπαΐρ μπίλντιγκ επλήγη απανωτά με 4 ρουκέτες και η διχαλωτή οροφή κατέρρευσε. Τα πεζοδρόμια της Γουόλ Στριτ έχουν να φιλοξενήσουν νεκρούς από το μεγάλο κραχ του ’29. Το Μπρόντγουέι είναι ανάστατο. Οι φλόγες κάλυψαν σχεδόν όλο το τετράγωνο του Σκουάιρ Τάιμ. Τα μεγάλα φανταχτερα θέατρα έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Τα καταστήματα της 45ης οδού λαμπάδιασαν …πισσόχαρτα σε φλεγόεμνο βάτο. Οι γέφυρες του Μπτούκλιν, του Μπρονξ, του Λονγκ Άιλαντ, του Τζέρσεϊ Σίτι ανατινάχτηκαν στα δύο, την ώρα που περνούσαν το τρένο και οτ εωφορείο. Τα νεγρόπουλα στο Χάρλεμ τρέχουν αλαφιασμένα, Οι ξεμάλλιωτες μάνες αρχίζουν τώρα να καταλαβαίνουν την αλήθεια. Πώς είναι οι άνθρωποι που σκοτώνονται από βομβαρδισμούς.
Το φιστικί τηλέφωνο του Λευκού Οίκου χτυπάει δαιμονισμένα. Ο Μπιλ, αμέριμνος„ κάνει τζόκινγκ στην πρωινή δροσιά, πλάι στο καταπράσινο γρασίδι, Ο Μπούμποι, χοροπηδώντας, ακολουθεί κατά πόδας τον κύριο του. Φοράει γουόκμαν στ’ αυτιά και δεν ακούει. Απολαμβάνει μουσική. Η Χίλαρι, κρατώντας τη Βίβλο, κάνει δέηση στο Άρλιγκτον για την ανάπαυση των ψυχών. Η κόρη με τις καλοθρεμμένες συμμαθήτριές της άδει εκκλησιαστικούς ύμνους. Το βράδυ είναι καλεσμένη σ’ ένα ρέγγε πάρτι, στις όχθες του Πότομακ Ρίβερ. Η Μόνικα, τρισευτυχισμένη, αγαλιά και χαίρεται. Ο λεκές στο φόρεμά της έχει σβήσει και οι τσέπες της γέμισαν λεφτά.
Το φιστικί τηλέφωνο του Λευκού Οίκου χτυπά δαιμονισμένα. Το βυσσινί τηλέφωνο του Λευκού Οίκου χτυπά δαιμονισμένα. Ο μπάτλερ, έξαλλος, αναζητά εις τους κήπους τον κύριον του. Τον ανακαλύπτει ανάμεσα στις ροζ τριανταφυλλιές, να χαριεντίζεται με την καινούρια γραμματέα του. Ο Μπούμπι κυλιέται στο γρασίδι. Ελαφρά ανήσυχος που τον διακόπτουν. Έτοιμςο για μια καινούρια συγγνώμη. Πέφτει μισολιπόθυμος στην πρώτη πολυθρόνα που βρίσκεται μπροστά του. Το Μανχάταν φλέγεται γρυλίζει!
Το Άγλμα της Ελευθερίας έχει σωριαστεί. Η Μετροπόλιταν Όπρα κείτεται στα ερείπια της. Τα άλογα των νέγρων αμαξάδων στο Σέντερ Πάρκ έχουν αφηνιάσει. Τα πτώματα των καλοταϊσμένων παπιονάκηδων των μεγαλοξενοδοχείων και μεγαλοτραπεζών της 5ης Λεωφόρου στοιβάζονται στα πεζοδρόμια.
Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται ανελέητος. Οι ρουκέτες σφυρίζουν αφιονισμένες Οι ουρανοξύστες γέρνουν σαν τραπουλόχαρτα. Νοσοκομεία, σχολεία, κέντρα τηλεόρασης, οίκοι ευγηρίας, οίκοι ανοχής, στέκια ηρωίνης, μαριχουάνας και ΕλΕςΝτι, γκέι μπαρ καίγονται. Διοξίνες και αιθαλομίχλη. Τίποτε όρθιο. Ένα κινηματογραφικό συνεργείο παράτησε τον Γούντι Άλεν και τη Μία Φάρου μπροστά από ένα Μακντόναλντ.
Μυρουδιά από χάμπουργκερ, κέτσαπ και κόκα κόλα. Αυτό που γίνεται μπροστά τους είναι πρωτοφανέρωτο, είναι ολέθριο, είναι καταστροφικό.
Πανικός, ανατινάξεις, παγιδευμένα άτομα, καμένες σάρκες, ένα θαυμάσιο υλικό για το αρχείο της της Γιουνιβέρσαλ Στούντιο του Χόλιγουντ και της Ντίσνειλαντ του Ορλάντου.
Ο Μπιλ συνέρχεται από τα απανωτά χαστούκια του μπάτλερ και του προσφέρει μια δυνατή γουλιά ρούμι. Το Μανχάταν φλέγεται μουρμούρισε.
Η οργή, το μίσος, η θλίψη, η αγανάκτηση εκατομμυρίων ανθρώπωνσε όλο τον πλανήτη τον αγριοκοιτάζουν, έτοιμοι να τον λιντσάρουν.
Ένα από αυτά είναι το δικό μου μάτι. Ζητά να τον κατασπαράξει. Γυρίζει και με κοιτάζει με εκείνο το γλοιώδες, το ικετευτικό ύφος. Συγνώμη μου λέει, έγινε λάθος. Ένας λεκές ήταν κι αυτός και με τον καιρό θα ξεχαστεί.
Και ξύπνησα απ’ τ’ όνειρο. Δεν ξέρεις — σκέφτηκα — τα όνειρα καμιά φορά αληθινά και μετά ανακουφίστηκα.
(Γράφτηκε στις 10/5/1999)
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.