Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Το μεγάλο μας τσίρκο», μια παράσταση σταθμός

«Το Μεγά­λο μας Τσίρ­κο » του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη έγρα­ψε ιστο­ρία όταν ανέ­βη­κε μέσα στη δικτα­το­ρία από τον θία­σο Καρέ­ζη — Καζά­κου.  Αμέ­σως αγα­πή­θη­κε από το κοι­νό και έγι­νε σύμ­βο­λο του αγώ­να κατά της χού­ντας. Αλλη­γο­ρι­κά γραμ­μέ­νο, κατά­φε­ρε να περά­σει τη λογο­κρι­σία, κρύ­βο­ντας δεκά­δες μηνύ­μα­τα κατά της δικτατορίας.

Λαέ μη σφί­ξεις άλλο το ζωνάρι,

μην έχεις πια την πεί­να για καμάρι.

Οι αγώ­νες πού­χεις κάνει δεν φελάνε

το αίμα το χυμέ­νο αν δεν ξοφλάνε.

Λαέ μη σφί­ξεις άλλο το ζωνάρι,

η πεί­να το καμά­ρι είναι του κιοτή,

του σκλά­βου που του μέλ­λει να θαφτεί.

Το έργο δια­τρέ­χει, με σατι­ρι­κό αλλά και δρα­μα­τι­κό τρό­πο, τη νεό­τε­ρη ελλη­νι­κή Ιστο­ρία από την Τουρ­κο­κρα­τία και τα χρό­νια του Οθω­να έως τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή και τη γερ­μα­νι­κή Κατοχή.

Η ιδέα για το ανέ­βα­σμα του έργου ανή­κε στο θια­σαρ­χι­κό ζεύ­γος Καζά­κος — Καρέ­ζη, που για πρώ­τη φορά την άνοι­ξη του 1972 σκέ­φτη­καν ν’ ανε­βά­σουν ένα έργο, που σύμ­φω­να με την Τζέ­νη Καρέ­ζη έπρε­πε «να είναι κάτι σαν λαϊ­κό πανη­γύ­ρι, να κλεί­νει μέσα του πολ­λή ρωμιο­σύ­νη… και μέσα από τη σάτι­ρα, τον αυτο­σαρ­κα­σμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλή­σου­με για τους καη­μούς και τα όνει­ρα της φυλής μας, για προ­δο­μέ­νους αγώ­νες, για προ­δο­μέ­νες ελπί­δες… και πάνω απ’ όλα για ομορ­φιά. Για την ομορ­φιά αυτού του λαού, που δεν παύ­ει ποτέ να αγω­νί­ζε­ται, να προ­δί­δε­ται, να πιστεύ­ει και να συνε­χί­ζει τον αγώ­να του, δια­τη­ρώ­ντας τις ρίζες του αναλ­λοί­ω­τες αιώ­νες τώρα».

«Όλα αυτά όμως θά ’πρε­πε να ειπω­θούν ρωμέι­κα, ζεστά. Καθό­λου φιλο­λο­γι­κά. Καθό­λου εγκε­φα­λι­κά. Θα ’πρε­πε, δηλα­δή, να γρα­φτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπό­ρους της λαϊ­κής μας τέχνης. Εγχεί­ρη­μα δύσκο­λο, άπια­στο σχε­δόν», συνε­χί­ζει την αφή­γη­σή της η Τζέ­νη Καρέζη.

Απευ­θύν­θη­καν στον Ιάκω­βο Καμπα­νέλ­λη, επει­δή είχε «ταλέ­ντο, πεί­ρα, γνώ­ση» και στο έργο του «χτυ­πά­ει πάντα πυρε­τι­κά, σπα­ρα­κτι­κά και γνή­σια ο σφυγ­μός της ράτσας». Ο Καμπα­νέλ­λης δέχτη­κε με ενθου­σια­σμό την πρό­τα­σή τους κι έτσι προ­έ­κυ­ψε το θεα­τρι­κό «Το Μεγά­λο μας Τσίρκο».

Ανέ­βη­κε το καλο­καί­ρι του 1973 στο θέα­τρο «Αθή­ναιον».  Τη μου­σι­κή και τα τρα­γού­δια της παρά­στα­σης έγρα­ψε ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος. Επί σκη­νής, υπέ­ρο­χος ερμη­νευ­τής των τρα­γου­διών ο Νίκος Ξυλού­ρης. Τα κοστού­μια έφτια­ξε ο Φαί­δων Πατρι­κα­λά­κης και ο Ευγέ­νιος Σπα­θά­ρης επι­με­λή­θη­κε τα σκηνικά

Πρω­τα­γω­νι­στού­σαν οι: Τζέ­νη Καρέ­ζη, Κώστας Καζά­κος , Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, Σπύ­ρος Κων­στα­ντό­που­λος, Χρή­στος Καλα­βρού­ζος και Τίμος Περ­λέ­γκας. Και πλάι τους πολ­λοί νέοι ηθοποιοί.

Η τερά­στια επι­τυ­χία της παρά­στα­σης συνε­χί­στη­κε και το χει­μώ­να 1973 — 1974, στο «Ακρο­πόλ». Μετά την εξέ­γερ­ση του Πολυ­τε­χνεί­ου, η παρά­στα­ση για μικρό διά­στη­μα δια­κό­πη­κε λόγω της σύλ­λη­ψης των Τζ. Καρέ­ζη — Κ. Καζά­κου, αλλά μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους συνε­χί­στη­κε μέχρι τα μέσα Μάη και μετά την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας το έργο ξανα­παί­χθη­κε με την προ­σθή­κη των λογο­κρι­μέ­νων σκη­νών κι ενός τρα­γου­διού («Το Πρό­σκύ­νη­μα») στο φινά­λε της παρά­στα­σης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Πάνω από 400.000 θεα­τές σε Αθή­να και επαρ­χία παρα­κο­λου­θούν το έργο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο