Γράφει ο Απόστολος Δ. Καραμπάς //
Έχουν περάσει μόλις επτά χρόνια από τα ληστρικά δάνεια των Άγγλων, για την χρηματοδότηση των αναγκών του Αγώνα, όπως είχε αποφασισθεί τον Απρίλιο του 1823, στην Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας. Βρισκόμαστε στο 1832, είναι η χρονιά της εγκαθίδρυσης του Νεοελληνικού Κράτους με τα διευρυμένα σύνορα του στην γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού σύμφωνα με το τελευταίο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, και του διορισμού από τις προστάτιδες δυνάμεις ενός Βαυαρού πρίγκιπα, ως πρώτου ανακηρυγμένου «ελέω θεού βασιλέα της Ελλάδος». Ακολουθεί μια περίοδος κατά την οποία ο κλασικισμός αποτελεί απόλυτη αξία και βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην εγχώρια εκδοχή του. Αναδεικνύει τα υλικά κατάλοιπα ενός ένδοξου παρελθόντος σε μια προσπάθεια να συνδεθεί μαζί του. Η αναδυόμενη αστική τάξη επιδιώκει να προσδώσει κύρος στο υπό διαμόρφωση κράτος, μέσω του οποίου υφίσταται. Η διαχρονικότητα του ελληνισμού εκφράζεται μέσα από τις τέχνες και τα γράμματα ως μια απάντηση σε όσους αμφισβητούν την καταγωγή των νεοελλήνων και προσδιορίζει την εθνική τους ταυτότητα.
Η αρχαιολογία στην Ελλάδα ταυτίστηκε και ασχολήθηκε με τους πολιτισμούς των Ιστορικών χρόνων και ακόμη λίγο ως την εποχή του Χαλκού. Πολλοί λόγοι, εμπόδισαν και δεν ευνόησαν την έρευνα και μελέτη της Προϊστορίας (Νεολιθική και Παλαιολιθική εποχή). Τα μνημεία και κατάλοιπα του ανθρώπινου παρελθόντος, των σημαντικών αναμφίβολα αυτών πολιτισμών κυριάρχησαν στη σπουδή τους, από τους φορείς του Νεοελληνικού κράτους. Τα ερείπια αυτά προσφέρονταν για «χειροπιαστούς» μεγαλειώδεις ένδοξους καιρούς, που είχαν παρέλθει και υποστήριζαν την δημιουργία μια κρατικής ιδεολογίας, την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, ενός εθνικού φαντασιακού.
Η έρευνα και μελέτη της Προϊστορίας δεν θα μπορούσε να αποδείξει κάτι τέτοιο και να παράξει κυρίαρχη και καθεστηκυία ιδεολογία, αν δεν οδηγούσε ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.
Παράλληλα εμφανίζονται θεωρίες αμφισβήτησης της αρχαιοελληνικής καταγωγής από τον αυστριακό ιστορικό Jakob Philipp Falmeraye (Ιστορία της Χερσονήσου του Μορέως κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους, Περί καταγωγής των Ελλήνων). Θεωρίες οι οποίες υποστηρίζαν τον εκσλαβισμό και εξαλβανισμό των νεοελλήνων, πλήττοντας κατά αυτό τον τρόπο τον πυρήνα πάνω στον οποίο θεμελιώνεται η εθνική ταυτότητα. Ως μια απάντηση, οι έλληνες ιστορικοί Σπύρος Ζαμπέλιος (Βυζαντιναί Μελέται περί Πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος) και ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους) συγκροτούν με τα έργα τους, την αντίληψη της ιστορικής συνέχειας του Έθνους.
«Μεγάλη Ιδέα»’, εμπνευστής του όρου ο αληπασαλής γιατρός πρωθυπουργός, στην Βουλή τον Ιανουάριο του 1844, κατά την διάρκεια της διαμάχης αυτοχθόνων-ετεροχθόνων. Είναι γνωστή η επίσκεψη του στο εργαστήριο των ζωγράφων αδελφών Μαργαρίτη για να τους παραγγείλει προσωπογραφία του Καραϊσκάκη, λέγοντας τους «Η ιστορία ημών θέλει γραφή. Θέλετε την γράψη και την εμψύχωση δια των εικόνων σας».
Η Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισμός κυριαρχούν, συμπορεύονται με το νεοελληνικό κράτος, είναι ιδεολογική-πολιτική αναφορά και συλλογική συνείδηση. Ακολουθούν οι αποτυχημένες προσπάθειες απελευθερωτικών αγώνων κατά την έναρξη του Κριμαϊκού πολέμου και η Αγγλογαλλική κατοχή της Αθήνας το 1854–1857. Ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, το κίνημα στο Γουδί το 1909 από τον στρατιωτικό σύνδεσμο και η ανάδειξη του εμπνευστή της «Μεγάλης Ελλάδας» φιλόδοξου Κρητικού Εθνάρχη στην πρωθυπουργία. Ουσιαστικά είναι η αρχή των παρεμβάσεων του στρατού στα πολιτικά δρώμενα της χώρας κατά τον 20ο αι. Είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός των Κολίγων στο Κιλελέρ με υπηρεσιακό πρωθυπουργό.
Οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι του 12–13 απέφεραν τον διπλασιασμό της χώρας σε έκταση και πληθυσμό. Τέλος η εκστρατεία του ελληνικού στρατού στην Ουκρανία το 19, και η εισβολή στην Μικρασία. Η ήττα και η Μικρασιατική καταστροφή του 22, ένας όρος της ελληνικής ιστοριογραφίας, που σηματοδοτεί το τέλος της ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας, που καταρρέει και εγκαταλείπεται οριστικά. Είναι το τέλος του ελληνικού εθνικισμού, του μύθου και της αυταπάτης της αδιάσπαστης συνέχειας. Το «όνειρο» της Μεγάλης Ελλάδας, των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών περνά πλέον στην ιστορία. Η χώρα υπόκειται σε βαθιές κοινωνικές μεταβολές με την άφιξη και αποκατάσταση, σχεδόν ενάμιση εκατ. προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η αστική τάξη προσπαθεί να διαμορφώσει τη ιδεολογία της, ένα διαφορετικό αφήγημα, στρέφεται σε δυτικά πρότυπα θέλοντας να εκσυγχρονιστεί μέσω του εξευρωπαϊσμού της. Μια νέα περίοδος ξεκινά, που ορίζεται ιστοριογραφικά ως ελληνικός Μεσοπόλεμος, είναι εκείνα τα χρόνια που η πολιτική ζωή του τόπου χαρακτηρίζεται από αστάθεια, συχνές εκλογές, αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και δικτατορίες.
Μια εποχή μετάβασης, προσπάθειες μεταρρυθμίσεων πολιτικών και πολιτειακών αλλαγών. Το δημοψήφισμα του 24 με το οποίο συνδέεται το όνομα του Αρκά πρωθυπουργού, επικύρωσε έκπτωτη την Δυναστεία. Το Εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστές με γοργά βήματα ανεβαίνουν στην «ατμομηχανή της ιστορίας». Στην Βουλή ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που έγινε νόμος του κράτους το 29 και έμεινε στην Ιστορία ως «Ιδιώνυμο».
Λίγα χρόνια αργότερα με το πραξικόπημα του στρατηγού, πρωθυπουργού, «αντιβασιλέα» ανοίγει ο δρόμος της παλινόρθωσης της Μοναρχίας η οποία νομιμοποιείται με ένα νόθο δημοψήφισμα. Εγκαθιδρύεται η δικτατορία τον Αύγουστο του 36 με την βοήθεια του Παλατιού και των Βρετανών, με την στήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας και την ανοχή των αστικών κομμάτων.
Δύσκολες μέρες! Στην Ισπανία η εμφύλια σύγκρουση είναι ήδη δρομολογημένη, μια εισαγωγή, μια άσκηση στα χειρότερα που θα επακολουθήσουν, από τα τέρατα του φασισμού και του ναζισμού.