Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρία ερωτικά ποιήματα του Μπρεχτ από το «Σάουνα και συνουσία» και ένα… άσεμνο σχόλιο

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ξανα­δια­βά­ζω αυτό το καλο­καί­ρι και ύστε­ρα από την προ­τρο­πή μιας φίλης που εμπι­στεύ­ο­μαι την αισθη­τι­κή και πολι­τι­κή της κρί­ση την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Σάου­να και συνου­σία» του Μπέρ­τολντ Μπρεχτ που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις ‘Ύψι­λον (2005) και η οποία περιέ­χει, όπως φαί­νε­ται κι από τον τίτλο, διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα του μεγά­λου κομ­μου­νι­στή καλ­λι­τέ­χνη που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται ως ποι­κί­λης φύσε­ως ερω­τι­κά σονέτα.

Αλλά όπως θα έχει ήδη κατα­λά­βει ο συνε­πής ανα­γνώ­στης, τα ποι­ή­μα­τα αυτά του Μπρεχτ δεν ανα­πα­ρά­γουν την στεί­ρα, καθιε­ρω­μέ­νη μικρο­α­στι­κή αντί­λη­ψη περί έρω­τος και σχέ­σε­ων αλλά μια πολύ περισ­σό­τε­ρο απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη και ειλι­κρι­νή  εκδο­χή της ανθρώ­πι­νης σεξουα­λι­κό­τη­τας. Η χει­μαρ­ρώ­δης και ενθου­σιώ­δης αλλά και σε κάποια σημεία η πομπώ­δης και υπερ­βο­λι­κά στυ­λι­ζα­ρι­σμέ­νη μετά­φρα­ση-από­δο­ση του ποι­η­τή Γιώρ­γου Κεντρω­τή κατα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει αυτή την φύση των ποι­η­μά­των αλλά είναι και ο ίδιος ο Μπρεχτ, κυρί­ως ο Μπρεχτ, που με τον τρό­πο που προ­σεγ­γί­ζει αυτά τα ζητή­μα­τα σκαν­δα­λί­ζει, κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά, τους ανα­γνώ­στες που θα προ­σεγ­γί­σουν με αυτή την λιγό­τε­ρο γνω­στή πλευ­ρά του έργου του.

Ζητήματα ηθικής τάξης

Είναι βέβαια μια σει­ρά ζητη­μά­των που ανα­δει­κνύ­ο­νται επί­σης με αφορ­μή αυτά τα ποι­ή­μα­τα και το βιβλίο γενι­κό­τε­ρα που αξί­ζει πιστεύω, να σχο­λιά­σει κανείς. Βλέ­πε­τε, κι αυτό θα το ήθε­λε ακό­μα κι ο Μπρεχτ, τίπο­τα δεν πρέ­πει να παίρ­νου­με ως δεδο­μέ­νο – όλα θα πρέ­πει να τα αμφι­σβη­τού­με και να προ­σπα­θού­με με τη βοή­θεια τους να δού­με κάτι περισ­σό­τε­ρο και να ανα­πτύ­ξου­με με αυτό τον τρό­πο την πολι­τι­κή και την αισθη­τι­κή μας διά­νοια. Κάποια από τα ερω­τή­μα­τα που μπο­ρεί κάποιος να βάλει έχουν να κάνουν με το εάν αυτά τα ποι­ή­μα­τα μπο­ρούν να χαρα­κτη­ρι­στούν ως ωραία, δηλα­δή ως αισθη­τι­κά άρτια ή εάν απο­τε­λούν ή στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση θυμί­ζουν πορ­νο­γρα­φι­κά ανα­γνώ­σμα­τα, από εκεί­να της σει­ράς, που προ­ά­γουν και υπε­ρα­σπί­ζο­νται ένα «μάτσο» ανδρι­σμό και την επι­βο­λή πάνω στη γυναί­κα διά­φο­ρων πατριαρ­χι­κών αντιλήψεων.

Η αλή­θεια είναι ότι σε αυτά τα ζητή­μα­τα το ωραίο είναι σχε­τι­κό (προ­σω­πι­κά τα συγκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα μου αρέ­σουν) αλλά ναι, δεν μπο­ρώ παρά να συμ­φω­νή­σω, ότι φαί­νο­νται να μετα­φέ­ρουν την εικό­να ενός «μάτσο» ανδρι­σμού με τη γυναί­κα να εικο­νί­ζε­ται ως σκεύ­ος ηδο­νής κι εκτό­νω­σης αλλά έχουν παράλ­λη­λα και μια ελευ­θε­ριό­τη­τα που του­λά­χι­στον για την επο­χή που γρά­φτη­καν ήταν πολύ πολι­τι­κή και αιρε­τι­κή άρα και σωστή. Ο κοι­νω­νι­κός καθω­σπρε­πι­σμός, ο προ­τε­στα­ντι­κός που­ρι­τα­νι­σμός, συστα­τι­κό στοι­χείο της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, που κρύ­βει τις «αμαρ­τί­ες» του και τα διά­φο­ρα «σκάν­δα­λα» από τα μάτια των πολ­λών, μόνο και μόνο για να τα ανα­πα­ρά­γει στη συνέ­χεια σε ιδιω­τι­κές λέσχες και σε κρυ­φά δωμά­τια , αντι­με­τω­πί­ζουν εδώ τον μεγα­λύ­τε­ρο εχθρό τους: την απο­ε­νο­χο­ποί­η­ση. Για­τί ακό­μα και η ανθρώ­πι­νη σεξουα­λι­κό­τη­τα είναι κατα­πιε­σμέ­νη στα σαλό­νια των αστών και για­τί χρειά­ζε­ται να υπε­ρα­σπί­σουν όλοι οι εμπλε­κό­με­νοι ένα μονα­δι­κό πρό­τυ­πο ερω­τι­κής ηθι­κής που προ­ά­γει την παρα­γω­γή της Οικο­γέ­νειας αλλά που αρνεί­ται την από­λαυ­ση του έρω­τα για τον έρω­τα. Από αυτή την άπο­ψη, τα ποι­ή­μα­τα στη «Σάου­να και συνου­σία» εμπε­ριέ­χουν επί­σης και το στοι­χείο της πρό­κλη­σης των χρη­στών ηθών. Αν συνυ­πο­λο­γί­σου­με ότι η συζή­τη­ση για τις σχέ­σεις και τον έρω­τα βρί­σκε­ται και στις μέρες μας υπό την επιρ­ροή του συντη­ρη­τι­σμού κι ας φαί­νε­ται απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη, τότε αυτά τα ποι­ή­μα­τα νομί­ζω πως έχουν να μας δεί­ξουν πολ­λά πράγ­μα­τα και σήμερα.

Επιβολή μέσω της απελευθέρωσης;

Όμως ακό­μα κι εδώ υπάρ­χει η πολύ σοβα­ρή (και πολύ ορθή, πιστεύω) ένστα­ση ότι όταν η απε­λευ­θέ­ρω­ση όταν πατά­ει στην κατα­πί­ε­ση-ταπεί­νω­ση του μισού πλη­θυ­σμού, δεν μπο­ρούν τέτοια ποι­ή­μα­τα να είναι και πολύ απο­δε­κτά. Ανα­δει­κνύ­ε­ται λοι­πόν, ότι αυτά τα τολ­μη­ρά ποι­ή­μα­τα δεν απο­φεύ­γουν άθε­λα τους ένα σοβα­ρό και ισχυ­ρό στοι­χείο επι­βο­λής. Επί­σης, σε αυτό το σημείο μπο­ρού­με ακό­μα και ψυχα­να­λυ­τι­κά να προ­σεγ­γί­σου­με τα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα του Μπρεχτ, ως την εύκο­λα κατα­νοη­τή και εξη­γή­σι­μη ανά­γκη του ποι­η­τή να εκφρά­σει «χωρίς περί­σκε­ψην, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», όπως θα έλε­γε και ο Καβά­φης,  τις ανά­γκες του χωρίς να υπο­λο­γί­ζει τις δια­θέ­σεις του κοι­νού. Είναι όμως αυτή η θέση σωστή; Ίσως μόνο εν μέρει, αν κι όσο με αφο­ρά την απορ­ρί­πτω ολο­κλη­ρω­τι­κά. Κι αυτό για­τί η ποι­η­τι­κή – ερω­τι­κή έκφρα­ση του Μπρεχτ είναι κάτι πολύ ευρύ­τε­ρο από αυτό: είναι αφε­νός η αρι­στο­φα­νι­κή ρίζα αυτών των ποι­η­μά­των, που πιστή στις παρα­δό­σεις του αρχαί­ου θεά­τρου, απο­δο­μεί αυτό που η κοι­νω­νία, συσχε­τί­ζο­ντας κου­τά, το θεω­ρεί άσε­μνο ή προ­σβλη­τι­κό κι αφε­τέ­ρου για­τί όλα τα παρα­πά­νω εκφρά­ζουν όχι απλώς την παναν­θρώ­πι­νη, βαθειά ταξι­κή, αγά­πη του ποι­η­τή στον άνθρω­πο και τους κατα­πιε­σμέ­νους αλλά την ιδιαί­τε­ρη αγά­πη του ποι­η­τή προς ένα ή προς περισ­σό­τε­ρα πρό­σω­πα, που ανα­γκα­στι­κά παίρ­νει και την αντί­στοι­χη ιδιαί­τε­ρη μορ­φή. Το καθη­με­ρι­νό παρά­δειγ­μα και η κοι­νω­νι­κή μας εμπει­ρία δεί­χνουν ξεκά­θα­ρο την ισχύ και την αλή­θεια αυτού του επι­χει­ρή­μα­τος: αλλιώς μιλά­ει κάποιος για τα ζητή­μα­τα της Πολι­τεί­ας κι αλλιώς για τα ζητή­μα­τα της Καρδιάς.

Επίλογος

Αλλά ο Μπρεχτ δεν έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα μόνο για να μπο­ρούν να δια­βα­στούν στα σαλό­νια του οποιο­δή­πο­τε, δεν έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα μόνο και μόνο για να ξεχα­στούν αργό­τε­ρα αλλά για να προ­κα­λέ­σουν, το λιγό­τε­ρο, προ­βλη­μα­τι­σμό και διά­λο­γο. Ακό­μα και οι ιδέ­ες της σωμα­τι­κής, ψυχι­κής και σωμα­τι­κής επι­βο­λής, του «μάτσο» ανδρι­σμού και της βίας (που γενι­κά δεν πρέ­πει να είναι απο­δε­κτές για­τί ανα­πα­ρά­γουν την κοι­νω­νι­κή κατα­πί­ε­ση και στον τομέα του έρω­τα) μέσα σε αυτά τα ποι­ή­μα­τα πρέ­πει να δια­βα­στούν ως εκφρά­σεις της ανθρώ­πι­νης σεξουα­λι­κό­τη­τας που μέσα από χρό­νια στε­ρή­σε­ων προ­σπα­θούν να ανα­κα­λύ­ψουν μια καλύ­τε­ρη έκφρα­ση των ανα­γκών τους – δεν είναι εύκο­λο να ξεφύ­γουν από τα παλιά πρό­τυ­πα και δεν έχουν ακό­μα φτιά­ξει τα δικά τους. Εκφρά­ζουν μια οπωσ­δή­πο­τε μετα­βα­τι­κή περί­ο­δο αλλά είναι και χρή­σι­μα εργα­λεία για την απο­δό­μη­ση του κοι­νω­νι­κού, βαθειά αστι­κού, καθω­σπρε­πι­σμού. Κι από αυτή την άπο­ψη, παρό­λες τις χρή­σι­μες και απα­ραί­τη­τες ενστά­σεις, δεν παύ­ουν να είναι επί­και­ρα και για­τί όχι, απολαυστικά.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ (ΕΠΙΛΟΓΗ)

 

  1. ΣΟΝΕΤΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ.15 (Η ΧΡΗΣΗ ΧΥΔΑΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ) 

Εγώ ο άμε­τρος, που ζω μετρί­ως, στα τρία μου

σας γρά­φω, φίλοι να το ξέρε­τε! Σο-

βαρά ποθώ χυδαία να σας ξεχέσω

- ανά­γκη δεν σας έχω… μήτε χρεία μου!
Στο πήδη­μα τα λόγια φτιά­χνουν καύλα:

το χαί­ρε­ται ο γαμιάς να λέει γ α — μ ή — σ ι

- κι αυτός, που λέξεις έχει να σκορπίσει,

ποτέ του δεν θα κοι­μη­θεί σε τάβλα.

 

Γαμί­κου­λες καλούς η γλώσ­σα θα ‘χει στέψει,

μόνο όταν το κορά­σι τους πιπώσει

στε­γνά κι αγρί­ως ‑κοντά στο νου κι η γνώση.
Στε­γνός στο πνεύ­μα μόνο μην και μείνω!

Η τέχνη του άντρα λέει: Γ α μ ώ  μ ε  σ κ έ ψ η∙

κι η πολυ­τέ­λεια: ν α  γ ε λ ά ω,  ό τ α ν  χ ύ ν ω!

(σελ. 43)

~

  1. ΨΩΝΙΖΟΝΤΑΣ ΣΟΥ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ 

ΜΕΣ στης Southampton Street την ομί­χλη, που χλω­μή και

βαριά σερ­νό­ταν, βλέ­πω μια μανά­βισ­σα να

τρα­βά­ει… πλα­νό­δια.. μια καρό­τσα. Στέ­κω, σαν να

με τρώ­ει η αγω­νία, να δω (εκεί, αμί­λη­τος) αν βγήκε

στο φως εκεί­νο που ‘ψαχνα και­ρό. Μπρο­στά μου

 

που­λιού­νταν πορ­το­κά­λια… ώ, ναι, πορτοκαλάκια!

Τις χού­φτες χώνω μες στις τσέ­πες, στα ψιλά μου -

ζεστές, σαν να βαρά­γαν ώρες παλαμάκια!
Κι εκεί οπού, πιά­νο­ντας τις πέν­νες, τα σελίνια,

κοι­τά­ζω την τιμή στο ταμπελ­λά­κι πάνω

με καρ­βου­νο­μπο­γιά γραμ­μέ­νη μαύρη,

σφυ­ρί­ζω αδιά­φο­ρα. Μπο­ρεί, βεβαί­ως, στη φτήνεια

ναν τα ‘χε, μα μια πίκρα τότε ήρθε να ‘βρει

τον Μπέρτ. Δεν είσαι εδώ. Ψ ώ ν ι α για ποιόν να κάνω;…

(σελ. 57)

~

  1. ΣΟΝΕΤΟ ΓΙΑ ΕΝΑ Γ’ ΤΑΞΕΩΣ ΓΑΜΗΣΙ 

ΚΑΙ μέχρι να σ’ τον δώσω (εν τέλει) καρεκλάτο,

ελπί­ζω να ‘σαι (εν τέλει) τέλειο σου-ρω-τή-ρι…

πιο νοτε­ρή απ’ την άλλη που είχα για χατήρι.

(Ακό­μα και στον τάφο ζει, αχ!, η ελπί­δα… κάτω.)

 

Σχε­δί­ου πηγαί­νω βάσει — τό ‘χω κανονίσει.

Με τρώ­ει μια έγνοια: όταν έρθεις, θα τον έχεις πλύνει;!

(Ολί­γος ο έρως, πλην πιο λίγη η βαζελίνη!…)

Του κώλου στί­χοι — Γ’ τάξε­ως γαμήσι!

 

Αλό­γου πού­τσα — μου ‘λεγες πριν από λίγο — εσέ, την

αλό­γα, πως σ’ επή­δα! Πιασ’ τ’ αρχί­δια, χωσ’ τα

στην πίσω τρού­πα, και με τα τρία γάμη­σέ την!

Με λες και Ανέ­στη (…εχέ­στη­κα!…) με λένε Κώστα!

 

Ζαμαν­φού εγώ τελεί­ως για τα “μου ‘πες”, τα “σου ‘πα”:

σ’ τον χώνω, και από τα υγρά σου έχω — μμμ ού! — καί σούπα!

(σελ. 49)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο