Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΩΝΤΑΣ ΛΑΔΗΣ: “Τα τραγούδια να τείνουν στο ανέβασμα της ταξικής συνείδησης και της επαγρύπνησης”

Ο Φώντας Λάδης, ο κύριος εκφρα­στής της αδιά­πτω­της γοη­τεί­ας του νεο­ελ­λη­νι­κού πολι­τι­κού τρα­γου­διού, ποτέ δεν άλλα­ξε πολι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό: Ανέ­κα­θεν η δια­πε­ρα­στι­κή ματιά του είναι στραμ­μέ­νη στους αδι­κη­μέ­νους και στους εκμε­ταλ­λευό­με­νους εργα­ζό­με­νους, όπου Γης.

Ο Φώντας Λάδης ποτέ δεν έβα­λε νερό στο κρα­σί του: Ολα τα τρα­γού­δια του, εδώ και εξή­ντα χρό­νια, τα έθε­σε στην υπη­ρε­σία της εργα­τι­κής τάξης

Από τα δεκα­ο­κτώ χρό­νια του — όταν οι παλαιό­τε­ροι φωτι­σμέ­νοι πρω­το­πό­ροι αγω­νι­στές συγ­γρα­φείς τού ανοί­γουν τις θύρες του προ­ο­δευ­τι­κού μηνιαί­ου περιο­δι­κού «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης» — παρα­μέ­νει, έως τη σημε­ρι­νή κατα­κτη­μέ­νη ωρι­μό­τη­τά του, ένα φωτει­νό παρά­δειγ­μα μαχό­με­νου συγγραφέα.

Τις πρώ­τες ποι­η­τι­κές κατα­θέ­σεις του τις ανα­σύ­ρου­με από το κιτρι­νι­σμέ­νο τεύ­χος 76 (Απρί­λης 1961):

Σκη­νή

Το λιμά­νι από­ψε, σα μια φτω­χή λοτα­ρία πανηγυριού./ Τα φώτα της απο­βά­θρας δεί­χνουν το μέγε­θος της νύχτας./ Πάνω στο ξένο καρά­βι άλλα φώτα, άλλες φωνές./ Κάτι καλό θα είδαν και δεν μάς το λένε.

Όαση

Ήταν άνυ­δρη η γη. Και μεις διψα­σμέ­νοι γι’ αγάπη./ Μάζε­ψα απ’ το πλα­τύ ποτά­μι κύμα­τα λογής σε χρυ­σό κοχύλι./ Κάθε κύμα κ’ ήλιος. Πιες να δροσιστείς.

Σε χτε­σι­νό φίλο

Χτε­σι­νέ μου φίλε./ Το θρα­νίο μάς ζέσται­νε, όπως το χειμώνα/ ένα ψημέ­νο κάστα­νο την καρ­διά μας./ Δεν ξέρω, αν έπα­ψες να κοι­τάς τον ουρανό,/ σκυμ­μέ­νος ολη­μέ­ρα στη φυτεία του καπνού. Σήμε­ρα σε νοιώ­θω αδερ­φό μου.

Σ’ αυτές τις ολι­γό­στι­χες δημιουρ­γί­ες του, ήδη ανι­χνεύ­ε­ται ο ταξι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος δημιουρ­γός. Κυρί­ως απο­τυ­πώ­νει την επι­κρα­τού­σα ερή­μω­ση, σε πόλεις, χωριά και λιμά­νια, καθώς βλέ­πει ότι η χώρα του, προσ­δε­μέ­νη σε ξενό­δου­λες αγκι­στρώ­σεις, έχει μετα­τρα­πεί σ’ έναν απέ­ρα­ντο αξύ­πνη­το ερημότοπο.

Από το ποί­η­μα «Σκη­νή»… στο τρα­γού­δι «Καρά­βια αλή­τες»

Το πρώ­το ποί­η­μα το δια­βά­ζει ο Μάνος Λοΐ­ζος, του αρέ­σει και ζητά­ει από τον Φώντα Λάδη να γρά­ψει στί­χους για ένα τρα­γού­δι, πάνω στην έννοια του λιμα­νιού. Τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1965, είναι έτοι­μο: Ακού­γε­ται για πρώ­τη φορά, με τον τίτλο «Καρά­βια αλή­τες», από τη φωνή της Κλειώς Δενάρ­δου, στην ται­νία του Ορέ­στη Λάσκου «Μπε­τό­βεν και μπου­ζού­κι». Την ίδια χρο­νιά κυκλο­φο­ρεί σε δίσκο 45 στρο­φών, με τον Γιάν­νη Πουλόπουλο.

Η πρώ­τη συγ­γρα­φι­κή περί­ο­δός του επω­ά­ζε­ται, ενώ ακό­μη είναι φρέ­σκες οι μνή­μες του από τα σχο­λι­κά θρα­νία, τα οποία μοι­ρά­ζε­ται με τα παι­διά των αφα­νι­σμέ­νων καπνερ­γα­τών της Δρά­μας, που στην πλειο­νό­τη­τά τους έχουν μετα­να­στεύ­σει στη Γερ­μα­νία για να εργα­στούν ως βιο­μη­χα­νι­κοί εργά­τες. Η μου­σι­κή υπό­κρου­σή της, αν και δεν εγγρά­φε­ται, κρα­τά­ει από τα λαϊ­κά τρα­γού­δια, σφρα­γι­σμέ­να με τη φωνή του Στέ­λιου Καζαντζίδη.

Τα χρό­νια περ­νούν και δεν απο­χρω­μα­τί­ζουν, δεν ακυ­ρώ­νουν το ανε­πί­λη­πτο και το ακέ­ραιο του χαρα­κτή­ρα του. Τα ποι­ή­μα­τά του — ακό­μη κι αυτά που δεν έγι­ναν τρα­γού­δια — δεν έπα­ψαν ποτέ να μιλούν για την από­δο­ση κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης, αυτό το ανεκ­πλή­ρω­το αίτη­μα της εργα­τι­κής τάξης, μετά τον δεύ­τε­ρο μεγά­λο πόλεμο.

Αυτήν τη φαντα­σια­κή διαρ­κή ανε­πού­λω­τη πλη­γή — με παρόν το σημά­δι της — δεν την θάβει στο αστι­κό νεκρο­τα­φείο των ιδε­ών, με το πρό­σχη­μα ότι έχει παλιώ­σει, ότι είναι «Σύνερ­γα που σκου­ριά­ζου­νε σε γύφτι­κη σπη­λιά», όπως λέει ένας στί­χος του Νίκου Καβ­βα­δία. Από νωρίς έχει συντα­χθεί με τη σωστή πλευ­ρά της Ιστο­ρί­ας, για την οποία παλεύ­ουν οι κομ­μου­νι­στές και οι κομμουνίστριες.

Στο μετα­ξύ, τα πάντα άλλα­ζαν, μετα­μορ­φώ­νο­νταν, βυθί­ζο­νταν στο σκο­τά­δι, με τη βοή­θεια και των νέων τεχνο­λο­γιών, που αντί να λει­τουρ­γούν υπέρ των λαϊ­κών ανα­γκών, βρί­σκο­νται στα χέρια των κατα­σκευα­στών ψευ­δούς συνείδησης.

Ο αντιδικτατορικός αγώνας, 
η αντιφασιστική πάλη

Μα, ο Φώντας Λάδης δεν άλλα­ζε. «Ξερο­κέ­φα­λος», καθώς ήταν, έμε­νε ίδιος και απα­ράλ­λα­χτος. Ο αντι­δι­κτα­το­ρι­κός αγώ­νας και η αντι­φα­σι­στι­κή πάλη επα­νέρ­χο­νται στα γρα­φτά του ως οι κορυ­φώ­σεις αντί­στα­σης της αγω­νι­ζό­με­νης ταξι­κής συνείδησης.

Η προ­σω­πι­κό­τη­τά του βαφτί­ζε­ται στα απε­λευ­θε­ρω­τι­κά συνει­δη­σια­κά νάμα­τα της δεκα­ε­τί­ας του ’60, τα οποία πηγά­ζουν από τη δολο­φο­νία του βου­λευ­τή της ΕΔΑ και μαιευ­τή­ρα — γυναι­κο­λό­γου Γρη­γό­ρη Λαμπράκη.

Λίγες μέρες μετά, τον Ιού­νη του 1963, αυτή η ρωγ­μή στο πολι­τι­κό σύστη­μα τίκτει, σε δύσκο­λη γέν­να, τη Δημο­κρα­τι­κή Νεο­λαία Λαμπρά­κη. Σ’ αυτήν εντάσ­σε­ται το εικο­σά­χρο­νο «παι­δί» και από τότε δεν ξεπου­λή­θη­κε, δεν εξα­γο­ρά­στη­κε, δεν ταλαντεύτηκε.

Την αλγει­νή αυτή ατμό­σφαι­ρα, μέσα σε εξή­ντα χρό­νια συνε­χών κι επί­μο­νων παρεμ­βά­σε­ων και σχο­λια­σμών, με όχη­μα το πολι­τι­κό τρα­γού­δι του, περι­κλεί­ει στο τελευ­ταίο πόνη­μά του «Τα τρα­γού­δια του νόμου και της τάξης» (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή»).

Το πολι­τι­κό τρα­γού­δι στον «Ριζο­σπά­στη»
Σ’ αυτό το σημείο, μία στά­ση, για να δια­πι­στώ­σου­με μέσα από τον δικό του λόγο το στίγ­μα του αιτή­μα­τός του. Μέσα από την επι­φυλ­λί­δα του «Το πολι­τι­κό τρα­γού­δι», που δημο­σιεύ­ε­ται σε δύο συνέ­χειες στον «Ριζο­σπά­στη» (23 και 25 Γενά­ρη 1977).

Με τον Μάνο Λοΐ­ζο, με τον οποίο μοι­ρά­στη­κε ορι­σμέ­νες από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες τους, που βρή­καν άμε­ση αντα­πό­κρι­ση από το μεγά­λο λαϊ­κό ακροατήριο

Έχει προη­γη­θεί, μόλις έναν χρό­νο πριν, ο δίσκος «Τα τρα­γού­δια μας», που τον υπο­γρά­φει και πάλι με τον Μάνο Λοΐ­ζο και τη φωνή του Γιώρ­γου Ντα­λά­ρα. Ολα τα τρα­γού­δια ένα κι ένα, βρί­σκουν με τη μία τον απο­δέ­κτη τους, τον πολ­λα­πλώς ταλα­νι­ζό­με­νο εργά­τη. Να θυμί­σου­με ορι­σμέ­να απ’ αυτά: «Το δέντρο», «Λιώ­νουν τα νιά­τα μας», «Πάγω­σε η τσι­μι­νιέ­ρα», «Στη δου­λειά και στον αγώ­να».

«Σήμε­ρα που οι συν­θή­κες δεν είναι επα­να­στα­τι­κές, το πολι­τι­κό τρα­γού­δι δίνει το περι­βάλ­λον της ποι­η­τι­κής του συγκε­κρι­μέ­νου είδους, που απευ­θύ­νε­ται στους αγώ­νες των μαζών, πρέ­πει να παρα­κο­λου­θεί και να βοη­θά­ει άλλου είδους αγώ­νες. Νέα προ­βλή­μα­τα μπαί­νουν στους δημιουρ­γούς. Πρέ­πει ν’ ανοί­ξουν δρό­μους, να δημιουρ­γή­σουν νέες μορ­φές. Το ηρω­ι­κό τρα­γού­δι, το επι­κό είναι πάντα μια χρή­σι­μη μορ­φή. Αλλά και η σάτι­ρα διεκ­δι­κεί μια σημα­ντι­κή θέση.

(…) Δεν μπο­ρού­με να μιλά­με για πολι­τι­κό τρα­γού­δι χωρίς να μας ενδια­φέ­ρει κι η λαϊ­κό­τη­τά του, η απή­χη­σή του στο κοι­νό, επο­μέ­νως κι η ελλη­νι­κό­τη­τά του. Ασφα­λώς όχι με την κραυ­γα­λέα μορ­φή, με τη στεί­ρα απο­μί­μη­ση του φολ­κλόρ, αλλά με κάποια δημιουρ­γι­κή, άμε­ση ή έμμε­ση ανα­φο­ρά.

«Το αλη­θι­νό πρό­σω­πο της αισιοδοξίας»

(…) Από μια εννοιο­λο­γι­κή σκο­πιά, (…) δεν είναι σκό­πι­μο να τεί­νει πάντα σε μια απλο­ποί­η­ση των πραγ­μά­των. Δεν φτά­νει να υμνεί τους αγώ­νες των κατα­πιε­ζο­μέ­νων. Η πίστη στον αγώ­να και στην αισιο­δο­ξία ασφα­λώς και είναι στοι­χεία απα­ραί­τη­τα. Αλλο τόσο όμως είναι απα­ραί­τη­το, άλλα τρα­γού­δια να αντι­κα­θρε­φτί­ζουν τις δυσκο­λί­ες και τους κιν­δύ­νους που δια­τρέ­χουν οι λαϊ­κοί αγώ­νες. Τρα­γού­δια που ν’ απευ­θύ­νο­νται κυρί­ως στη λογι­κή. Που να τεί­νουν στο ανέ­βα­σμα της ταξι­κής συνεί­δη­σης και της επα­γρύ­πνη­σης. Το τρα­γού­δι μας, αν θέλου­με να έχει απο­τέ­λε­σμα, πρέ­πει να γίνει σημαία, με απλούς τρό­πους όλων των πολύ­πλο­κων πραγ­μά­των, που η γνώ­ση τους είναι το αλη­θι­νό πρό­σω­πο της αισιο­δο­ξί­ας».

Το εξώ­φυλ­λο της πρό­σφα­της έκδο­σης της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής» «Τα τρα­γού­δια του νόμου και της τάξης», που περι­λαμ­βά­νει τριά­ντα πολι­τι­κά ποι­ή­μα­τα — τραγούδια

ΥΓ.
Εκσκα­φείς σπό­ρους θαμ­μέ­νους παρα­σύ­ρουν / Δεν είχε βρέ­ξει να πεις ότι οι δρό­μοι ήταν / Λασπω­μέ­νοι χώμα της ερή­μου ηλιο­κα­μέ­νο / Κατά­ξε­ρο κάθε τόσο σαλα­μάν­δρα σηκω­νό­ταν / Απο­κε­φα­λι­σμέ­νη αιμορ­ρα­γού­σα εξέ­πνεε / Φυσού­σε μέσα της αέρα άπνου ακί­νη­το / Κι οι σπό­ροι αίμα νεκρο­στό­λι­ζαν εν σπορά 

(Συνε­χί­ζε­ται)


Γρά­φει στο Ριζο­σπά­στη
ο Βασί­λης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημο­σιο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός βιβλίου
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο