Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώντας Λάδης, Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης — του Δημήτρη Μπαλτά

Ο Φώντας Λάδης στην ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Τα τρα­γού­δια του νόμου και της τάξης (Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2022) παρου­σιά­ζει μια συγκο­μι­δή ποι­η­μά­των, γραμ­μέ­να σε δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κές περιό­δους, από τη νεα­ρή έως και την ώρι­μη ηλι­κία του ποι­η­τή σήμε­ρα, με αφορ­μή κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά γεγο­νό­τα της εκά­στο­τε επι­και­ρό­τη­τας. Κάποια ποι­ή­μα­τα γρά­φτη­καν στη συγ­χρο­νία των γεγο­νό­των που τα πυρο­δό­τη­σαν, ενώ κάποια άλλα γρά­φτη­καν πολύ αργό­τε­ρα ως από­η­χος των γεγο­νό­των αλλά και ως προ­σπά­θεια δια­τή­ρη­σης της συλ­λο­γι­κής μνή­μης. Τα ποι­η­τι­κά κεί­με­να, όμως, λει­τουρ­γούν πάντο­τε είτε άμε­σα είτε έμμε­σα ως αντί­δρα­ση στα κακώς κεί­με­να της κάθε επο­χής. Ο ποι­η­τής ακρο­βα­τεί με επι­τυ­χία μετα­ξύ ομοιο­κα­τά­λη­κτου και ελεύ­θε­ρου στί­χου, ενώ δοκι­μά­ζε­ται σε ποί­κι­λες μορ­φές του ποι­η­τι­κού λόγου, όπως η μπα­λά­ντα και ο δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βος στί­χος. Βεβαί­ως, ο Φώντας Λάδης ενδια­φέ­ρε­ται ιδιαί­τε­ρα για το είδος της πολι­τι­κής – κοι­νω­νι­κής ποί­η­σης και του πολι­τι­κού – κοι­νω­νι­κού τρα­γου­διού, όπως δηλώ­νει και ο ίδιος ήδη από τον πρό­λο­γο του βιβλί­ου.  Το κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό στοι­χείο είναι παντα­χού παρόν στην ποί­η­ση του Λάδη και απο­τε­λεί τρό­πο αντί­δρα­σης και μέσο κατα­πο­λέ­μη­σης των αντι­πά­λων. Των αντι­πά­λων του λαού, της εργα­τιάς και του καθη­με­ρι­νού μόχθου. Η προ­σέγ­γι­ση αυτής της κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής διά­στα­σης μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί μέσω της ποί­η­σης, της ανα­γνω­στι­κής τέρ­ψης και της προ­σω­πι­κής ευχα­ρί­στη­σης, που μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει στους πολι­τι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νους και κοι­νω­νι­κά αγρυ­πνού­ντες αναγνώστες.

Η ποί­η­ση του Φώντα Λάδη είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τα ανθρω­πο­κε­ντρι­κή. Τον ενδια­φέ­ρει ο άνθρω­πος σε όλες του τις συναι­σθη­μα­τι­κές εκφάν­σεις, με τα προ­τε­ρή­μα­τα και τα ελατ­τώ­μα­τά του, με τα πάθη, τις ελλεί­ψεις αλλά και τη δυνα­μι­κή και αγω­νι­στι­κή διά­στα­ση που, σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή, έχει χρέ­ος και καθή­κον απέ­να­ντι στον κόσμο ως σύνο­λο, να φέρει, για­τί ένας άνθρω­πος είναι μια περ­πα­τη­σιά – που δρα­σκε­λί­ζει το κατώ­φλι του κόσμου.[…] Και πιο συγκεκριμένα/ – μην ξεχνά­τε πως/ – ένας άνθρωπος/ είναι/ ένα χέρι κι ένα/ σφυ­ρί. [1] Στην ποί­η­ση του Λάδη, επι­πλέ­ον, τα σύμ­βο­λα φορ­τί­ζο­νται διτ­τά: αφε­νός με την πολι­τι­κή και αφε­τέ­ρου με την σατιρική/καυστική τους διά­στα­ση, προ­σα­να­το­λι­σμέ­να πάντο­τε στην δια­τρά­νω­ση του δίκαιου του λαού και στην κατα­δί­κη των συμ­φε­ρό­ντων των ολί­γων. Έξο­χο παρά­δειγ­μα απο­τε­λεί το ποί­η­μα «Οι κρο­κό­δει­λοι»: Απ’ την Τρά­πε­ζα το δείλι/ βγαί­νουν πέντε κροκοδείλοι./ Την κοι­λιά τους αργοσέρνουν/ και στη λιμου­ζί­να γέρνουν./ Μαύ­ρες τσά­ντες κι αν κρα­τά­νε, οι μασέ­λες τους πώς πάνε!/ Μπου­κω­μέ­νο στό­μα έχουν,/ μα τα σάλια τους πώς τρέχουν!/Μια ζωή για μας φροντίζουν/ κι είναι όλοι τους καλοί·/ πότε φέρ­νουν τους φαντάρους/ πότε ανοί­γουν τη Βου­λή[2]. Ο ποι­η­τής με φιλο­παίγ­μο­να διά­θε­ση καυ­τη­ριά­ζει και επι­κρί­νει την οικο­νο­μι­κή καθε­στη­κυία τάξη και, συγ­χρό­νως, δηλώ­νει ευθαρ­σώς ότι η παντο­δυ­να­μία του χρή­μα­τος είναι ικα­νή παρα­χρή­μα να κατα­λύ­σει κάθε έννοια δημο­κρα­τί­ας, αν παρα­στεί τέτοια ανά­γκη. Το χιού­μορ δε λεί­πει από την ποί­η­ση του Λάδη, είναι εμφα­νές σε πολ­λά σημεία της συλ­λο­γής. Βγή­κε από την Τρά­πε­ζα φου­ριό­ζα η Εξουσία/ κι έφτα­σε στη Φάμπρι­κα δυο φίλους για να βρει./ Κι από κει για τη Βου­λή τρα­βά­ει κατ’ ευθείαν,/ αλα­φρο­πα­τώ­ντας, ο εργά­της μη την δει.[3] Είναι ιδιαί­τε­ρα ενδια­φέ­ρον, επί­σης, ότι στην ποί­η­ση του Λάδη κατα­λύ­ε­ται η διά­κρι­ση των εξου­σιών, καθώς σύμ­φω­να με το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο οι εξου­σί­ες συνο­μο­λο­γούν και αμοι­βαία συμ­φω­νούν καλύ­πτο­ντας η μία τα τερ­τί­πια της άλλης, χωρίς, φυσι­κά, να υπάρ­χει κανέ­να ίχνος αξιο­κρα­τί­ας και νομο­τέ­λειας στο διε­φθαρ­μέ­νο και απάν­θρω­πο καπι­τα­λι­στι­κό σύστημα.

Για τον Λάδη η ταξι­κή συνεί­δη­ση δεν ξοδεύ­ε­ται μέσα στα στε­νά προ­σω­πι­κά όρια του καθε­νός αλλά αφού καλ­λιερ­γη­θεί και ατσα­λω­θεί στο νου και το πνεύ­μα του ανθρώ­που, αυτός είναι εκεί­νος που πρέ­πει να μερι­μνή­σει για το συλ­λο­γι­κό αντά­μω­μα, το αντά­μω­μα του λαού. Το συλ­λο­γι­κό όρα­μα θα παλέ­ψει και θα συγκρου­στεί με το σύστη­μα με όχη­μα την ταξι­κή συνεί­δη­ση. Από την άλλη ο ποι­η­τής κάνει λόγο για τη δύνα­μη της βίας που ολο­έ­να επε­λαύ­νει στην κοι­νω­νία. Η βία προ­σω­πο­ποιεί­ται και τρα­γου­δά: Η βία είμαι, μα όχι όποια να ’ναι./ Εγώ είμ’ αυτή που και τ’ αφε­ντι­κά με προ­σκυ­νά­νε[4]. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ανα­φέ­ρε­ται σε πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές βίας, με έμφα­ση στη βία που ασκούν πρό­σω­πα με εξου­σία, πρό­σω­πα που κατα­χρώ­νται το αξί­ω­μα, τη θέση, την οικο­νο­μι­κή τους ευμά­ρεια, τη φήμη, για να επι­βλη­θούν με κάθε τρό­πο. Είναι ενδια­φέ­ρου­σα η συσχέ­τι­ση βίας και αντί­στα­σης στην οποία προ­βαί­νει ο ποι­η­τής. Κι εσύ μικρή, που Αντί­στα­ση σε λένε,/ πως είσαι αδερ­φή μου μην καυχιέσαι,/ γριά εγώ κι εσύ τρα­νό βλαστάρι,/ γι’ αυτό κι απ’ τα νεκρά μου χέρια θέλει/ το πρό­στυ­χο το μέλ­λον να σε πάρει.[5]

Ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρε­ται, βεβαί­ως, και σε ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα που τον έχουν σημα­δέ­ψει και έχουν δια­δρα­μα­τί­σει καθο­ρι­στι­κό ρόλο στη διά­πλα­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του (λ.χ. η Ρώσι­κη Επα­νά­στα­ση, τα γεγο­νό­τα σε Κύπρο, Χιλή, Βηρυ­τό, η επτά­χρο­νη χού­ντα στην Ελλά­δα, ο Λαμπρά­κης, ο Άρης Βελου­χιώ­της, ο Λου­μού­μπα, ο Τσε Γκε­βά­ρα, κ.ά.), ενώ από την ποί­η­σή του δε λεί­πει η αισιό­δο­ξη ματιά, η ξεγνοια­σιά και η από­λαυ­ση της ζωής. Όμως ακό­μα κι εδώ, δε λεί­πει η κοι­νω­νι­κή – σοσια­λι­στι­κή οπτι­κή. Η ζωή είναι ωραία,/ όταν τρι­γυρ­νάς μέσα στους δρόμους,/ όταν χωρί­ζεις με τους φίλους σου,/ όταν βγαί­νεις από τη φυλα­κή μετά από χρό­νια.[6] Φώτα θολά, μες στο σταθ­μό, μα θα φέγ­γει σαν αυγή,/ θα ’ρθει η μέρα, πίστε­ψέ με, δεν αργεί.[7]

Ο Φώντας Λάδης μετέρ­χε­ται με δεξιο­τε­χνία την ποι­η­τι­κή τέχνη, όμως για εκεί­νον είναι σαφές ότι απο­τε­λεί το μέσο με το οποίο μπο­ρεί να εκφρά­σει τη δική του προ­σω­πι­κή ιδε­ο­λο­γία, το δικό του modus vivendi το οποίο, φυσι­κά, είναι ανα­πό­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νο με την σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία, την ταξι­κή πάλη, την ελπί­δα για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο. Η ποί­η­ση του Φώντα Λάδη είναι γρο­θιά στο στο­μά­χι για τους βολε­μέ­νους, για την αστι­κή τάξη και βάλ­σα­μο στην ψυχή του προ­λε­τα­ριά­του, των λαϊ­κών στρωμάτων.

 

*Ο Δημή­τρης Μπαλ­τάς είναι φιλό­λο­γος και ποιητής. 

[1] Από το ποί­η­μα «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», σ. 9.

[2] Το ποί­η­μα «ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ», σ. 17.

[3] Από το ποί­η­μα «Η ΕΞΟΥΣΙΑ», σ. 19.

[4] Από το ποί­η­μα «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΙΑΣ», σ. 25.

[5] ό.π., σ. 26.

[6] Από το ποί­η­μα «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ», σ. 49.

[7] Από το ποί­η­μα «ΓΥΡΙΣΜΟΣ», σ. 55.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο