Ο Φώντας Λάδης στην ποιητική του συλλογή Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης (Σύγχρονη Εποχή, 2022) παρουσιάζει μια συγκομιδή ποιημάτων, γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από τη νεαρή έως και την ώριμη ηλικία του ποιητή σήμερα, με αφορμή κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της εκάστοτε επικαιρότητας. Κάποια ποιήματα γράφτηκαν στη συγχρονία των γεγονότων που τα πυροδότησαν, ενώ κάποια άλλα γράφτηκαν πολύ αργότερα ως απόηχος των γεγονότων αλλά και ως προσπάθεια διατήρησης της συλλογικής μνήμης. Τα ποιητικά κείμενα, όμως, λειτουργούν πάντοτε είτε άμεσα είτε έμμεσα ως αντίδραση στα κακώς κείμενα της κάθε εποχής. Ο ποιητής ακροβατεί με επιτυχία μεταξύ ομοιοκατάληκτου και ελεύθερου στίχου, ενώ δοκιμάζεται σε ποίκιλες μορφές του ποιητικού λόγου, όπως η μπαλάντα και ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος. Βεβαίως, ο Φώντας Λάδης ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το είδος της πολιτικής – κοινωνικής ποίησης και του πολιτικού – κοινωνικού τραγουδιού, όπως δηλώνει και ο ίδιος ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου. Το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν στην ποίηση του Λάδη και αποτελεί τρόπο αντίδρασης και μέσο καταπολέμησης των αντιπάλων. Των αντιπάλων του λαού, της εργατιάς και του καθημερινού μόχθου. Η προσέγγιση αυτής της κοινωνικοπολιτικής διάστασης μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ποίησης, της αναγνωστικής τέρψης και της προσωπικής ευχαρίστησης, που μπορεί να προσφέρει στους πολιτικά συνειδητοποιημένους και κοινωνικά αγρυπνούντες αναγνώστες.
Η ποίηση του Φώντα Λάδη είναι αδιαμφισβήτητα ανθρωποκεντρική. Τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος σε όλες του τις συναισθηματικές εκφάνσεις, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, με τα πάθη, τις ελλείψεις αλλά και τη δυναμική και αγωνιστική διάσταση που, σύμφωνα με τον ποιητή, έχει χρέος και καθήκον απέναντι στον κόσμο ως σύνολο, να φέρει, γιατί ένας άνθρωπος είναι μια περπατησιά – που δρασκελίζει το κατώφλι του κόσμου.[…] Και πιο συγκεκριμένα/ – μην ξεχνάτε πως/ – ένας άνθρωπος/ είναι/ ένα χέρι κι ένα/ σφυρί. [1] Στην ποίηση του Λάδη, επιπλέον, τα σύμβολα φορτίζονται διττά: αφενός με την πολιτική και αφετέρου με την σατιρική/καυστική τους διάσταση, προσανατολισμένα πάντοτε στην διατράνωση του δίκαιου του λαού και στην καταδίκη των συμφερόντων των ολίγων. Έξοχο παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Οι κροκόδειλοι»: Απ’ την Τράπεζα το δείλι/ βγαίνουν πέντε κροκοδείλοι./ Την κοιλιά τους αργοσέρνουν/ και στη λιμουζίνα γέρνουν./ Μαύρες τσάντες κι αν κρατάνε, οι μασέλες τους πώς πάνε!/ Μπουκωμένο στόμα έχουν,/ μα τα σάλια τους πώς τρέχουν!/Μια ζωή για μας φροντίζουν/ κι είναι όλοι τους καλοί·/ πότε φέρνουν τους φαντάρους/ πότε ανοίγουν τη Βουλή[2]. Ο ποιητής με φιλοπαίγμονα διάθεση καυτηριάζει και επικρίνει την οικονομική καθεστηκυία τάξη και, συγχρόνως, δηλώνει ευθαρσώς ότι η παντοδυναμία του χρήματος είναι ικανή παραχρήμα να καταλύσει κάθε έννοια δημοκρατίας, αν παραστεί τέτοια ανάγκη. Το χιούμορ δε λείπει από την ποίηση του Λάδη, είναι εμφανές σε πολλά σημεία της συλλογής. Βγήκε από την Τράπεζα φουριόζα η Εξουσία/ κι έφτασε στη Φάμπρικα δυο φίλους για να βρει./ Κι από κει για τη Βουλή τραβάει κατ’ ευθείαν,/ αλαφροπατώντας, ο εργάτης μη την δει.[3] Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, επίσης, ότι στην ποίηση του Λάδη καταλύεται η διάκριση των εξουσιών, καθώς σύμφωνα με το ποιητικό υποκείμενο οι εξουσίες συνομολογούν και αμοιβαία συμφωνούν καλύπτοντας η μία τα τερτίπια της άλλης, χωρίς, φυσικά, να υπάρχει κανένα ίχνος αξιοκρατίας και νομοτέλειας στο διεφθαρμένο και απάνθρωπο καπιταλιστικό σύστημα.
Για τον Λάδη η ταξική συνείδηση δεν ξοδεύεται μέσα στα στενά προσωπικά όρια του καθενός αλλά αφού καλλιεργηθεί και ατσαλωθεί στο νου και το πνεύμα του ανθρώπου, αυτός είναι εκείνος που πρέπει να μεριμνήσει για το συλλογικό αντάμωμα, το αντάμωμα του λαού. Το συλλογικό όραμα θα παλέψει και θα συγκρουστεί με το σύστημα με όχημα την ταξική συνείδηση. Από την άλλη ο ποιητής κάνει λόγο για τη δύναμη της βίας που ολοένα επελαύνει στην κοινωνία. Η βία προσωποποιείται και τραγουδά: Η βία είμαι, μα όχι όποια να ’ναι./ Εγώ είμ’ αυτή που και τ’ αφεντικά με προσκυνάνε[4]. Το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται σε πολλές και διαφορετικές μορφές βίας, με έμφαση στη βία που ασκούν πρόσωπα με εξουσία, πρόσωπα που καταχρώνται το αξίωμα, τη θέση, την οικονομική τους ευμάρεια, τη φήμη, για να επιβληθούν με κάθε τρόπο. Είναι ενδιαφέρουσα η συσχέτιση βίας και αντίστασης στην οποία προβαίνει ο ποιητής. Κι εσύ μικρή, που Αντίσταση σε λένε,/ πως είσαι αδερφή μου μην καυχιέσαι,/ γριά εγώ κι εσύ τρανό βλαστάρι,/ γι’ αυτό κι απ’ τα νεκρά μου χέρια θέλει/ το πρόστυχο το μέλλον να σε πάρει.[5]
Ο ποιητής αναφέρεται, βεβαίως, και σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που τον έχουν σημαδέψει και έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση της προσωπικότητάς του (λ.χ. η Ρώσικη Επανάσταση, τα γεγονότα σε Κύπρο, Χιλή, Βηρυτό, η επτάχρονη χούντα στην Ελλάδα, ο Λαμπράκης, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Λουμούμπα, ο Τσε Γκεβάρα, κ.ά.), ενώ από την ποίησή του δε λείπει η αισιόδοξη ματιά, η ξεγνοιασιά και η απόλαυση της ζωής. Όμως ακόμα κι εδώ, δε λείπει η κοινωνική – σοσιαλιστική οπτική. Η ζωή είναι ωραία,/ όταν τριγυρνάς μέσα στους δρόμους,/ όταν χωρίζεις με τους φίλους σου,/ όταν βγαίνεις από τη φυλακή μετά από χρόνια.[6] Φώτα θολά, μες στο σταθμό, μα θα φέγγει σαν αυγή,/ θα ’ρθει η μέρα, πίστεψέ με, δεν αργεί.[7]
Ο Φώντας Λάδης μετέρχεται με δεξιοτεχνία την ποιητική τέχνη, όμως για εκείνον είναι σαφές ότι αποτελεί το μέσο με το οποίο μπορεί να εκφράσει τη δική του προσωπική ιδεολογία, το δικό του modus vivendi το οποίο, φυσικά, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την σοσιαλιστική – κομμουνιστική ιδεολογία, την ταξική πάλη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Η ποίηση του Φώντα Λάδη είναι γροθιά στο στομάχι για τους βολεμένους, για την αστική τάξη και βάλσαμο στην ψυχή του προλεταριάτου, των λαϊκών στρωμάτων.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.
[1] Από το ποίημα «ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», σ. 9.
[2] Το ποίημα «ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ», σ. 17.
[3] Από το ποίημα «Η ΕΞΟΥΣΙΑ», σ. 19.
[4] Από το ποίημα «ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΙΑΣ», σ. 25.
[5] ό.π., σ. 26.
[6] Από το ποίημα «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ», σ. 49.
[7] Από το ποίημα «ΓΥΡΙΣΜΟΣ», σ. 55.