Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαρούλα Βερίγου, «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο» (εκδόσεις Φίλντισι, Αθήνα 2014)

Παρου­σιά­ζει ο Ιωάν­νης Ν. Περυσινάκης //
Ομό­τι­μος Καθη­γη­τής Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας του Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαννίνων

Είναι της ‘πρώ­της νιό­της’ ερω­τι­κό μυθι­στό­ρη­μα. Η Ζωή ζεί ως φοι­τή­τρια στο Ηρά­κλειο την δεκα­ε­τία του ᾽80 και είναι ερω­τευ­μέ­νη με τον Αλέ­ξαν­δρο που είναι ζωγρά­φος. Σε μία πολύ­μη­νη απου­σία του στην Ασί­ζη όταν του τηλε­φώ­νη­σαν η κυρία Ηλέ­κτρα και ο κύριος Συμε­ών (οι θετοί γονείς του), η Ζωή δυσκο­λεύ­τη­κε να του μιλή­σει έπει­τα από τόσο και­ρό: «Με είχε πιά­σει ένα παρά­πο­νο, ένα βου­βό κλά­μα, λέξη δεν μπο­ρού­σα να αρθρώ­σω, ούτε λέξη. Κι αυτό το “σ᾽αγαπώ” αμφι­βάλ­λω αν είχα κατα­φέ­ρει να το ψιθυ­ρί­σω σωστά. Χωρίς όμως να το συνει­δη­το­ποι­ή­σω είπα πολύ καθα­ρά, κι αυτό με ξάφ­νια­σε: “Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο…”» (192). Η τελευ­ταία φρά­ση κατά πρό­λη­ψιν είναι ο τίτλος του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Προ­ε­τοι­μά­ζει τη μελαγ­χο­λι­κή κατά­λη­ξη του έρω­τα με τον Αλέ­ξαν­δρο: δεν σβή­νει αλλά τον στα­μα­τούν βιαί­ως αιτί­ες εξω­τε­ρι­κές, πρά­ξεις μαφί­ας, με βιαιο­πρα­γί­ες ενα­ντί­ον και των δύο, που τους υπερ­βαί­νουν, αλλά ιδιαί­τε­ρα ενα­ντί­ον του Αλέ­ξαν­δρου που κάνουν τη Ζωή να μην έχει μάτια να τον αντι­κρύ­σει, και να νιώ­θει ντρο­πή, οργή και αγα­νά­κτη­ση. «Τίπο­τα δεν μας απο­μα­κρύ­νει περισ­σό­τε­ρο από την αγά­πη, από την αίσθη­ση ότι δεν είμα­στε σημα­ντι­κά αντά­ξιοί της, για να τη βιώ­σου­με» (84), έγρα­ψε ο Αλέ­ξαν­δρος σε ένα κομ­μά­τι χαρ­τί ακουα­ρέ­λας με την πέν­να που του είχε κάνει δώρο η Ζωή. Πρέ­πει να προ­σθέ­σω ότι όλη η αφή­γη­ση πηγαί­νει παράλ­λη­λα προς τον χρό­νο, τις επο­χές, τους μήνες, τις ημέ­ρες, τις νύχτες, τον ήλιο, την βρο­χή τα σύν­νε­φα. Μετα­φυ­σι­κή δια­λε­κτι­κή διά­στα­ση απο­κτά στο τέλος η επα­νερ­χό­με­νη λέξη Αύριο (10, 67, 174, 183, 184, 186, 187), που σημα­το­δο­τεί όχι μόνο την ανα­βο­λή κάποιου επι­θυ­μη­τού αλλά και το ανέ­φι­κτο και τη μη μονι­μό­τη­τα του τελεί­ου. Αυτό περ­νά και στον τίτλο.

Έκτο­τε η φρά­ση απα­ντά­ται πέντε φορές ακό­μη μέχρι το τέλος του βιβλί­ου, πάντο­τε στο λόγο της ηρω­ί­δας. Στην τέταρ­τη παρι­στά­νε­ται (212–13). Όταν περ­πα­τού­σαν στο Ρέθυ­μνο στη Φορ­τέ­τσα και στον δημο­τι­κό κήπο, η Ζωή έβγα­λε τα παπού­σια για­τί κτυ­πού­σαν τα τακού­νια, πράγ­μα που την έκα­νε να ντρέ­πε­ται. Όταν προ­σπά­θη­σε να τα ξανα­φο­ρέ­σει με τον Αλέ­ξαν­δρο μπρο­στά της που την φωτο­γρά­φι­ζε, μια κοκ­κι­νο­μάλ­λα πιτσι­ρί­κα τους πλη­σιά­ζει με τη μαμά της και τους ρωτά­ει: «Παί­ζε­τε τη στα­χτο­πού­τα και το πρι­γκι­πό­που­λο;». «Ναι, και για να δού­με, είναι δικό της το γοβά­κι!», αντα­πο­κρί­νε­ται ο Αλέ­ξαν­δρος. Και το κορι­τσά­κι δια­πι­στώ­νο­ντας το απο­τέ­λε­σμα, με ύφος που δεί­χνει τελε­σί­δι­κη σκέ­ψη, ανα­πό­τρε­πτο χρη­σμό της Πυθί­ας, λέγει: «Τώρα πρέ­πει να την παντρευ­τείς». «Αύριο…, ψιθυ­ρί­ζει εκεί­νος». «“Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο”», σκέ­φτε­ται ξανά και ξανά η Ζωή.

nixtonei fthinoporoΣτις δύο τελευ­ταί­ες φορές απο­τε­λεί μέρος του απο­λο­γι­σμού του έρω­τα με τον Αλέ­ξαν­δρο: «Δεν υπάρ­χει τελι­κά δύνα­μη καμία στον κόσμο να με ανα­γκά­σει να απαρ­νη­θώ τη σκέ­ψη και την αγά­πη του, για­τί όσα μας ένω­σαν με τον Αλέ­ξαν­δρο είναι μυστι­κά σημά­δια του σύμπα­ντος κι έχουν αφε­τη­ρία τον ουρα­νό και τέρ­μα τις ψυχές μας. Αύριο μία νύχτα υγρή. Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο» (248). Στην τελευ­ταία εντάσ­σε­ται επί­σης σε έναν απο­λο­γι­σμό: «Ο Αλέ­ξαν­δρος με έμα­θε να πιστεύω στην απέ­ρα­ντη δύνα­μη της συνεί­δη­σης και της συναί­σθη­σης του ωραί­ου. Αυτή η επι­τα­γή της συνεί­δη­σης θαρ­ρώ είναι που δεν μου επέ­τρε­ψε να ξανα­βρε­θώ στο δρό­μο της ζωής του» (249). Είχε ανα­τρα­φεί πολύ αυστη­ρά, σχε­δόν αυταρ­χι­κά κυρί­ως με τον τρό­πο που η μητέ­ρα της απο­φά­σι­ζε για τη ζωή της ακό­μη και για τις σπου­δές της (46). Οι δικοί της έχουν το όρα­μα γα την απο­κα­τά­στα­ση μιας κόρης (ή μιας ανι­ψιάς) της ελλη­νι­κής επαρ­χί­ας με προ­ξε­νιό. «Εμάς θ᾽ακούς που ξέρου­με και θέλου­με το καλό σου. Παντρεύ­ε­σαι αυτόν, που εμείς τον γνω­ρί­ζου­με και είναι σημα­ντι­κός και σπου­δαί­ος, από πλού­σια οικο­γέ­νεια, τακτο­ποι­η­μέ­νος με τη θέση του, την περιου­σία του…Τί έρω­τες και βλα­κεί­ες, μονο­λο­γού­σε με μιαν έκφρα­ση αηδί­ας, σαν να μιλού­σε για κάτι που λέρω­νε το στό­μα της» (188). Μιλεί η μητέ­ρα της και είναι το δεύ­τε­ρο προ­ξε­νιό μετά από εκεί­νο του θεί­ου. Το σύνο­λο των προ­σπα­θειών και από τις δύο πλευ­ρές ναυά­γη­σε πατα­γω­δώς στις αμέ­σως επό­με­νες ημέ­ρες, χωρίς να μάθου­με τους λόγους- τόσο πολύ δίκιο είχε η μητέ­ρα. Μία έντο­νη αλλά και επώ­δυ­νη ειρω­νεία της συγ­γρα­φέ­ως. Η Ζωή, από την άλλη, ήταν βέβαιη πως η ψυχή χωρίς το φως και τα φτε­ρά του έρω­τα, μένει απο­προ­σα­να­τό­λι­στη, κιν­δυ­νεύ­ο­ντας να γίνει τρα­γι­κή και απελ­πι­σμέ­νη κάθε στιγ­μή. «Όσο σίγου­ρη ήμουν εγώ γι αυτό άλλο τόσο για κεί­νη ο έρω­τας ήταν μια μεγά­λη πλά­νη, μια χιμαι­ρι­κή αυτα­πά­τη, μια τρέ­λα που κόστι­ζε ζωές και ζωές» (189). Ο πατέ­ρας δεν ήταν ανί­κα­νος να εκφρά­σει ζεστα­σιά, ή αγά­πη ή απο­δο­χή, αλλά δεν του το επέ­τρε­πε η μητέ­ρα, και εκτε­λού­σε πιστά όλες τις εντο­λές της κατά γράμ­μα (104, 97, 71·εκτός από μια φορά 99).

Για το πρώ­το προ­ξε­νιό που της έκα­νε ο θεί­ος, που της ετοί­μα­ζε ένα μέλ­λον που θα ζηλέ­ψουν πολ­λές την τύχη της, τον καλύ­τε­ρο γαμπρό σ᾽ όλη την Καλι­φόρ­νια, απά­ντη­σε: «Στην Καλι­φόρ­νια μπο­ρεί να μην υπήρ­χε καλύ­τε­ρος, αλλά στην καρ­διά μου τα πράγ­μα­τα ήταν δια­φο­ρε­τι­κά. Η καρ­διά μου δεν ήταν πόλη της Αμε­ρι­κής, ήταν δική μου, ανή­κε στην αυτο­κρα­το­ρία του δικού μου νου και ο νους δεν ήθε­λε προ­ξε­νιά» (48). Στο τρί­το προ­ξε­νιό, πάλι από τον θείο, στην Αθή­να, όπου είχε τώρα μετα­τε­θεί, με ανά­λο­γες και καλύ­τε­ρες προ­ο­πτι­κές, γιος μεγά­λου βου­λευ­τή και διο­ρι­σμέ­νος σε υπουρ­γείο, με σπί­τι, με αυτο­κί­νη­το, η Ζωή χαστού­κι­σε δις τον μουρ­ντά­ρη υπο­ψή­φιο γαμπρό στην ταβέρ­να όπου πήγαν για να γνω­ρι­στούν (201). Με ποια δύνα­μη αντι­με­τώ­πι­ζε όλα αυτά; Η γυναι­κεία δύνα­μη «δεν ήταν άλλη από εκεί­νη τη γνή­σια εσω­τε­ρι­κή φωνή που με ωθού­σε να ξεδι­πλώ­σω με γεν­ναιό­τη­τα την ψυχή μου, για να ανοί­ξω δικό μου δρό­μο στη ζωή» (113), μονο­λο­γού­σε η Ζωή πηγαί­νο­ντας στο σπί­τι του Αλέξανδρου.

Από το άλλο μέρος, η Ζωή ζού­σε με τον έρω­τα του Αλέ­ξαν­δρου. Αισθα­νό­ταν πόσο είχε μετα­μορ­φω­θεί, και πόση λαμπε­ρή την έχει κάνει η αγά­πη (161).Μάθαινε ότι η αγά­πη είναι το δώρο της προ­σφο­ράς του σύμπα­ντος (54) και έκστα­ση του ιδα­νι­κού (157). Η για­γιά Ζωή από το γένος του πατέ­ρα, έκτυ­πο της οποί­ας είναι η πρω­τα­γω­νί­στρια, τη βεβαί­ω­νε πως μόνο για όσα πράγ­μα­τα απο­φά­σι­σε με την καρ­διά της δε μετά­νιω­σε (91). Συντε­τριμ­μέ­νη από τις βιαιο­πρα­γί­ες των συγ­γε­νών ενα­ντί­ον της, αλλά εμπνε­ό­με­νη από την υπο­βλη­τι­κή εκκλη­σία του αγί­ου Τίτου φαντα­ζό­ταν «πως τού­τος ο Έρω­τας είχε έρθει να με συνα­ντή­σει κατευ­θεί­αν από την καρ­διά της αιω­νιό­τη­τας, πως τον κατεύ­θυ­νε μια ουρά­νια δύνα­μη η ίδια που τώρα ζητού­σε να της επι­στρα­φεί, για­τί ο πρώ­τος Έρω­τας πάει στον ουρα­νό» (240). Λίγο μετά, ανα­βαί­νο­ντας την Δίκτη, ωσάν σε στρο­φή επι­τα­φί­ου ή κορυ­φαί­ου του χορού αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, η Ζωή μοι­ρο­λο­γά­ται: «Για να σε βρί­σκω, άγγε­λε της προ­δο­μέ­νης νιό­της, πρέ­πει το θάνα­το φωτο­πλημ­μύ­ρα να αισθά­νο­μαι και την ψυχή μου πρό­σφο­ρο κι αντί­δω­ρο στη χάρη σου» (245). Προ­λαμ­βά­νο­ντας τα ύστε­ρα και αξιο­λο­γώ­ντας το παρόν η Ζωή έλε­γε: «ο καλύ­τε­ρος τρό­πος για να απο­δεί­ξει κανείς το μέγε­θος της αξί­ας που προσ­δί­δει σε μια σχέ­ση, είναι οι εμπει­ρί­ες και οι ανα­μνή­σεις που θα δημιουρ­γή­σει, προ­κει­μέ­νου να την στη­ρί­ξει και να την προσ­διο­ρί­σει στο μέλ­λον» (152).

Η Ζωή τέλειω­σε τις σπου­δές της. Όταν μάζευε τα πράγ­μα­τά της, στο τέλος, την επι­σκέ­φθη­κε η κυρία Ηλέ­κτρα, η θετή μητέ­ρα του Αλέ­ξαν­δρου, ωσάν αγγε­λια­φό­ρος σε αρχαίο δρά­μα. Έμα­θε πως είχε φύγει απελ­πι­σμέ­νος και πικρα­μέ­νος για πάντα πια στην Ιτα­λία, πως δύο αισχροί τύποι τον χτύ­πη­σαν άσχη­μα μέσα στο ίδιο του το σπί­τι, ότι τον συνέ­λα­βαν για δια­τά­ρα­ξη κοι­νής ησυ­χί­ας και από­πει­ρα επί­θε­σης κατά αστυ­νο­μι­κού οργά­νου (246–47). Προη­γου­μέ­νως έχου­με παρα­κο­λου­θή­σει την κατα­στρο­φή της έκθε­σης των έργων του και ότι το ατε­λιέ του έχει γίνει παρα­νά­λω­μα του πυρός (230–31). Και η Ζωή έχει νοση­λευ­θεί στο Νοσοκομείο.

Δεν είναι άλλο ένα ερω­τι­κό μυθι­στό­ρη­μα με τρα­γι­κό τέλος. Η πλο­κή του συντί­θε­ται φυσι­κά και αβί­α­στα, “κατὰ τὸ εἰκὸς καὶ τὸ ἀνα­γκα­ῖον” των αξιών της συντη­ρη­τι­κής ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας σε συν­δυα­σμό με την αυταρ­χι­κό­τη­τα της οικο­γέ­νειας της ηρω­ί­δας από το ένα μέρος, και μιας νέας κοπέ­λας που ακού­ει την καρ­διά της και εμπι­στεύ­ε­ται την κρί­ση της από το άλλο. Ο φόβος όμως την συνέ­χει για το τί μπο­ρεί να γίνει- και τί έγι­νε πράγ­μα­τι τελι­κά- ώστε δεν μπο­ρεί να σπά­σει ο συνε­κτι­κός ιστός της δομής της κοι­νω­νί­ας, και της οικο­γέ­νειας της κόρης. Η οικο­γέ­νεια αισθά­νε­ται την κόρη ασφα­λή όταν ο γαμ­βρός δεσμεύ­ε­ται απέ­να­ντι στην οικο­γέ­νεια, και όχι στην ίδια την κόρη, η οποία «ναι δεν ήταν και τόσο κακό να κάνει κάποια υπο­χώ­ρη­ση, αφού επρό­κει­το για το μέλ­λον της», όπως τη συμ­βου­λεύ­ει η μητέ­ρα της στην περί­πτω­ση του θρα­σύ­τα­του τρί­του γαμπρού (203). Ή, όπως δικαιο­λό­γη­σε τη συμπε­ρι­φο­ρά του την επο­μέ­νη ο θεί­ος: «δεν έκα­νε και τίπο­τα κακό, ίσα ίσα έδει­ξε πόσο πολύ του άρε­σες». Η υπο­κρι­σία της κοινωνίας.

Η αφή­γη­ση είναι σύγ­χρο­νη με τα γεγο­νό­τα. Παρα­τη­ρεί­ται όμως και η αφη­γη­μα­τι­κή τεχνι­κή της πρό­λη­ψης και ανά­λη­ψης. Ο ίδιος ο τίτλος είναι πρό­λη­ψις. Η για­γιά ψιθυ­ρί­ζει στην εγγο­νή της όταν την προ­σκά­λε­σε να πάει να μεί­νει μαζί της: ετοι­μά­ζο­μαι για άλλο ταξί­δι. Και η συγ­γρα­φέ­ας εξαγ­γέλ­λει: «κι όμως ήταν αλή­θεια κι έτσι έγι­νε» (181), και ακο­λου­θεί σε δύο χρό­νους μάλι­στα η εξι­στό­ρη­ση του δρα­μα­τι­κού τέλους της για­γιάς. Αντί­θε­τα τα τρα­γι­κά γεγο­νό­τα σχε­τι­κά με τον Αλέ­ξαν­δρο, την έκθε­ση ζωγρα­φι­κής, τη σύλ­λη­ψή του και την ανα­χώ­ρη­σή του, τα μαθαί­νου­με εκ των υστέ­ρων, ωσάν να έχουν συμ­βεί εκτός δράματος.

Το αφη­γη­μα­τι­κό εγώ είναι η ηρω­ί­δα του μυθι­στο­ρή­μα­τος- και της συγ­γρα­φέ­ως. Είναι ευαί­σθη­τη, συναι­σθη­μα­τι­κή, αλα­φρο­ΐ­σκιω­τη. Το μυθι­στό­ρη­μα κατα­κλύ­ζε­ται από συναί­σθη­μα. Έχεις συχνά την αίσθη­ση της απά­ντη­σης στο σολω­μι­κό στί­χο «Αλα­φρο­ΐ­σκιω­τε καλέ, [γιά πὲς ἀπό­ψε τί ’δες»]: «Νύχτα γιο­μά­τη θαύ­μα­τα, νύχτα σπαρ­μέ­νη μάγια!» (Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι, Σχεδ. Γ, 6.15–6). Ο λόγος ρέει ήρε­μος ποτα­μός· με ευγέ­νεια, λόγο κακό δεν λέει ποτέ ενα­ντί­ον της μητέ­ρας της, παρά την δια­φο­ρά των αντι­λή­ψων μετα­ξύ τους, και την συμπε­ρι­φο­ρά της:η Ζωή συνέ­χε­ται «από μια ρόδι­νη ανά­λα­φρη αίσθη­ση ντρο­πα­λο­σύ­νης» (46). Ενί­ο­τε χρη­σι­μο­ποιεί ρητο­ρι­κά μαντι­νά­δες ως μαρ­τυ­ρί­ες για την κατά­στα­ση που περι­γρά­φει (90). Ο λόγος της συγ­γρα­φέ­ως είναι ο ίδιος ο λόγος της μαντι­νά­δας, ώρι­μος, απο­σταγ­μέ­νος. Άλλω­στε, ο λόγος της μαντι­νά­δας είναι ο λόγος στα ποι­ή­μα­τα που κατά και­ρούς έχει γρά­ψει, πολ­λά από τα οποία έχουν βέβαια μελοποιηθεί.

«Πάει κι αυτό… Θαρ­ρώ πως λυτρώ­θη­κα. Στε­ρε­ώ­θη­καν οι σκέ­ψεις σε λόγο», γρά­φει στην τελευ­ταία σελί­δα, έτσι όπως παράγ­γελ­νε η φιλό­λο­γος Χατζη­δά­κη στην τάξη της Ζωής. Πάντως, δεν είναι εύκο­λο να γρά­φεις για την αγά­πη όταν η καρ­διά σου έχει ραγί­σει. Αύριο, η Ζωή με κόκ­κι­να σαντά­λια δρα­πε­τεύ­ει στο φως. Και επι­κα­λού­με­νη τα λόγια του Νίτσε, γρά­φει με ύφος του Καζαν­τζά­κη (άλλω­στε συμ­φω­νούν αυτοί οι δύο): «Από τότε που κου­ρά­στη­κα να ψάχνω, έμα­θα να βρί­σκω. Κι από τότε που ο άνε­μος μου ενα­ντιώ­θη­κε έμα­θα να σαλ­πά­ρω μ᾽όλους τους ανέ­μους» (253). Όταν έφευ­γε από το Ηρά­κλειο για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη (όπως λέει) να εργα­στεί σε μία τεχνι­κή επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή με σύμ­βα­ση αορί­στου χρό­νου, εκεί στην πρύ­μνη του πλοί­ου, η πόλη της την ακο­λου­θού­σε, όχι ως βάρος και φυλα­κή, αλλά ως ‘κεφά­λαιο’ στη νέα της πόλη. Εκεί γνώ­ρι­σε «τον ξένο τον Έλλη­να που της είχε τάξει η μοί­ρα μετ᾽εμποδίων» και έκα­νε τα παι­διά της. Έτσι το μυθι­στό­ρη­μα εκβάλ­λει στην πραγ­μα­τι­κή ζωή της, αλλά και προ­λαμ­βά­νει (άλλη μια πρό­λη­ψις) το επό­με­νο μυθι­στό­ρη­μα την Χαρι­γέ­νεια με τη φρά­ση «τον Ξένο τον Έλλη­να» για τον σύζυ­γό της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο