Παρουσιάζει ο Ιωάννης Ν. Περυσινάκης //
Ομότιμος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Είναι της ‘πρώτης νιότης’ ερωτικό μυθιστόρημα. Η Ζωή ζεί ως φοιτήτρια στο Ηράκλειο την δεκαετία του ᾽80 και είναι ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο που είναι ζωγράφος. Σε μία πολύμηνη απουσία του στην Ασίζη όταν του τηλεφώνησαν η κυρία Ηλέκτρα και ο κύριος Συμεών (οι θετοί γονείς του), η Ζωή δυσκολεύτηκε να του μιλήσει έπειτα από τόσο καιρό: «Με είχε πιάσει ένα παράπονο, ένα βουβό κλάμα, λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω, ούτε λέξη. Κι αυτό το “σ᾽αγαπώ” αμφιβάλλω αν είχα καταφέρει να το ψιθυρίσω σωστά. Χωρίς όμως να το συνειδητοποιήσω είπα πολύ καθαρά, κι αυτό με ξάφνιασε: “Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο…”» (192). Η τελευταία φράση κατά πρόληψιν είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος. Προετοιμάζει τη μελαγχολική κατάληξη του έρωτα με τον Αλέξανδρο: δεν σβήνει αλλά τον σταματούν βιαίως αιτίες εξωτερικές, πράξεις μαφίας, με βιαιοπραγίες εναντίον και των δύο, που τους υπερβαίνουν, αλλά ιδιαίτερα εναντίον του Αλέξανδρου που κάνουν τη Ζωή να μην έχει μάτια να τον αντικρύσει, και να νιώθει ντροπή, οργή και αγανάκτηση. «Τίποτα δεν μας απομακρύνει περισσότερο από την αγάπη, από την αίσθηση ότι δεν είμαστε σημαντικά αντάξιοί της, για να τη βιώσουμε» (84), έγραψε ο Αλέξανδρος σε ένα κομμάτι χαρτί ακουαρέλας με την πέννα που του είχε κάνει δώρο η Ζωή. Πρέπει να προσθέσω ότι όλη η αφήγηση πηγαίνει παράλληλα προς τον χρόνο, τις εποχές, τους μήνες, τις ημέρες, τις νύχτες, τον ήλιο, την βροχή τα σύννεφα. Μεταφυσική διαλεκτική διάσταση αποκτά στο τέλος η επανερχόμενη λέξη Αύριο (10, 67, 174, 183, 184, 186, 187), που σηματοδοτεί όχι μόνο την αναβολή κάποιου επιθυμητού αλλά και το ανέφικτο και τη μη μονιμότητα του τελείου. Αυτό περνά και στον τίτλο.
Έκτοτε η φράση απαντάται πέντε φορές ακόμη μέχρι το τέλος του βιβλίου, πάντοτε στο λόγο της ηρωίδας. Στην τέταρτη παριστάνεται (212–13). Όταν περπατούσαν στο Ρέθυμνο στη Φορτέτσα και στον δημοτικό κήπο, η Ζωή έβγαλε τα παπούσια γιατί κτυπούσαν τα τακούνια, πράγμα που την έκανε να ντρέπεται. Όταν προσπάθησε να τα ξαναφορέσει με τον Αλέξανδρο μπροστά της που την φωτογράφιζε, μια κοκκινομάλλα πιτσιρίκα τους πλησιάζει με τη μαμά της και τους ρωτάει: «Παίζετε τη σταχτοπούτα και το πριγκιπόπουλο;». «Ναι, και για να δούμε, είναι δικό της το γοβάκι!», ανταποκρίνεται ο Αλέξανδρος. Και το κοριτσάκι διαπιστώνοντας το αποτέλεσμα, με ύφος που δείχνει τελεσίδικη σκέψη, αναπότρεπτο χρησμό της Πυθίας, λέγει: «Τώρα πρέπει να την παντρευτείς». «Αύριο…, ψιθυρίζει εκείνος». «“Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο”», σκέφτεται ξανά και ξανά η Ζωή.
Στις δύο τελευταίες φορές αποτελεί μέρος του απολογισμού του έρωτα με τον Αλέξανδρο: «Δεν υπάρχει τελικά δύναμη καμία στον κόσμο να με αναγκάσει να απαρνηθώ τη σκέψη και την αγάπη του, γιατί όσα μας ένωσαν με τον Αλέξανδρο είναι μυστικά σημάδια του σύμπαντος κι έχουν αφετηρία τον ουρανό και τέρμα τις ψυχές μας. Αύριο μία νύχτα υγρή. Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο» (248). Στην τελευταία εντάσσεται επίσης σε έναν απολογισμό: «Ο Αλέξανδρος με έμαθε να πιστεύω στην απέραντη δύναμη της συνείδησης και της συναίσθησης του ωραίου. Αυτή η επιταγή της συνείδησης θαρρώ είναι που δεν μου επέτρεψε να ξαναβρεθώ στο δρόμο της ζωής του» (249). Είχε ανατραφεί πολύ αυστηρά, σχεδόν αυταρχικά κυρίως με τον τρόπο που η μητέρα της αποφάσιζε για τη ζωή της ακόμη και για τις σπουδές της (46). Οι δικοί της έχουν το όραμα γα την αποκατάσταση μιας κόρης (ή μιας ανιψιάς) της ελληνικής επαρχίας με προξενιό. «Εμάς θ᾽ακούς που ξέρουμε και θέλουμε το καλό σου. Παντρεύεσαι αυτόν, που εμείς τον γνωρίζουμε και είναι σημαντικός και σπουδαίος, από πλούσια οικογένεια, τακτοποιημένος με τη θέση του, την περιουσία του…Τί έρωτες και βλακείες, μονολογούσε με μιαν έκφραση αηδίας, σαν να μιλούσε για κάτι που λέρωνε το στόμα της» (188). Μιλεί η μητέρα της και είναι το δεύτερο προξενιό μετά από εκείνο του θείου. Το σύνολο των προσπαθειών και από τις δύο πλευρές ναυάγησε παταγωδώς στις αμέσως επόμενες ημέρες, χωρίς να μάθουμε τους λόγους- τόσο πολύ δίκιο είχε η μητέρα. Μία έντονη αλλά και επώδυνη ειρωνεία της συγγραφέως. Η Ζωή, από την άλλη, ήταν βέβαιη πως η ψυχή χωρίς το φως και τα φτερά του έρωτα, μένει αποπροσανατόλιστη, κινδυνεύοντας να γίνει τραγική και απελπισμένη κάθε στιγμή. «Όσο σίγουρη ήμουν εγώ γι αυτό άλλο τόσο για κείνη ο έρωτας ήταν μια μεγάλη πλάνη, μια χιμαιρική αυταπάτη, μια τρέλα που κόστιζε ζωές και ζωές» (189). Ο πατέρας δεν ήταν ανίκανος να εκφράσει ζεστασιά, ή αγάπη ή αποδοχή, αλλά δεν του το επέτρεπε η μητέρα, και εκτελούσε πιστά όλες τις εντολές της κατά γράμμα (104, 97, 71·εκτός από μια φορά 99).
Για το πρώτο προξενιό που της έκανε ο θείος, που της ετοίμαζε ένα μέλλον που θα ζηλέψουν πολλές την τύχη της, τον καλύτερο γαμπρό σ᾽ όλη την Καλιφόρνια, απάντησε: «Στην Καλιφόρνια μπορεί να μην υπήρχε καλύτερος, αλλά στην καρδιά μου τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η καρδιά μου δεν ήταν πόλη της Αμερικής, ήταν δική μου, ανήκε στην αυτοκρατορία του δικού μου νου και ο νους δεν ήθελε προξενιά» (48). Στο τρίτο προξενιό, πάλι από τον θείο, στην Αθήνα, όπου είχε τώρα μετατεθεί, με ανάλογες και καλύτερες προοπτικές, γιος μεγάλου βουλευτή και διορισμένος σε υπουργείο, με σπίτι, με αυτοκίνητο, η Ζωή χαστούκισε δις τον μουρντάρη υποψήφιο γαμπρό στην ταβέρνα όπου πήγαν για να γνωριστούν (201). Με ποια δύναμη αντιμετώπιζε όλα αυτά; Η γυναικεία δύναμη «δεν ήταν άλλη από εκείνη τη γνήσια εσωτερική φωνή που με ωθούσε να ξεδιπλώσω με γενναιότητα την ψυχή μου, για να ανοίξω δικό μου δρόμο στη ζωή» (113), μονολογούσε η Ζωή πηγαίνοντας στο σπίτι του Αλέξανδρου.
Από το άλλο μέρος, η Ζωή ζούσε με τον έρωτα του Αλέξανδρου. Αισθανόταν πόσο είχε μεταμορφωθεί, και πόση λαμπερή την έχει κάνει η αγάπη (161).Μάθαινε ότι η αγάπη είναι το δώρο της προσφοράς του σύμπαντος (54) και έκσταση του ιδανικού (157). Η γιαγιά Ζωή από το γένος του πατέρα, έκτυπο της οποίας είναι η πρωταγωνίστρια, τη βεβαίωνε πως μόνο για όσα πράγματα αποφάσισε με την καρδιά της δε μετάνιωσε (91). Συντετριμμένη από τις βιαιοπραγίες των συγγενών εναντίον της, αλλά εμπνεόμενη από την υποβλητική εκκλησία του αγίου Τίτου φανταζόταν «πως τούτος ο Έρωτας είχε έρθει να με συναντήσει κατευθείαν από την καρδιά της αιωνιότητας, πως τον κατεύθυνε μια ουράνια δύναμη η ίδια που τώρα ζητούσε να της επιστραφεί, γιατί ο πρώτος Έρωτας πάει στον ουρανό» (240). Λίγο μετά, αναβαίνοντας την Δίκτη, ωσάν σε στροφή επιταφίου ή κορυφαίου του χορού αρχαίας τραγωδίας, η Ζωή μοιρολογάται: «Για να σε βρίσκω, άγγελε της προδομένης νιότης, πρέπει το θάνατο φωτοπλημμύρα να αισθάνομαι και την ψυχή μου πρόσφορο κι αντίδωρο στη χάρη σου» (245). Προλαμβάνοντας τα ύστερα και αξιολογώντας το παρόν η Ζωή έλεγε: «ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξει κανείς το μέγεθος της αξίας που προσδίδει σε μια σχέση, είναι οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις που θα δημιουργήσει, προκειμένου να την στηρίξει και να την προσδιορίσει στο μέλλον» (152).
Η Ζωή τέλειωσε τις σπουδές της. Όταν μάζευε τα πράγματά της, στο τέλος, την επισκέφθηκε η κυρία Ηλέκτρα, η θετή μητέρα του Αλέξανδρου, ωσάν αγγελιαφόρος σε αρχαίο δράμα. Έμαθε πως είχε φύγει απελπισμένος και πικραμένος για πάντα πια στην Ιταλία, πως δύο αισχροί τύποι τον χτύπησαν άσχημα μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ότι τον συνέλαβαν για διατάραξη κοινής ησυχίας και απόπειρα επίθεσης κατά αστυνομικού οργάνου (246–47). Προηγουμένως έχουμε παρακολουθήσει την καταστροφή της έκθεσης των έργων του και ότι το ατελιέ του έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός (230–31). Και η Ζωή έχει νοσηλευθεί στο Νοσοκομείο.
Δεν είναι άλλο ένα ερωτικό μυθιστόρημα με τραγικό τέλος. Η πλοκή του συντίθεται φυσικά και αβίαστα, “κατὰ τὸ εἰκὸς καὶ τὸ ἀναγκαῖον” των αξιών της συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας σε συνδυασμό με την αυταρχικότητα της οικογένειας της ηρωίδας από το ένα μέρος, και μιας νέας κοπέλας που ακούει την καρδιά της και εμπιστεύεται την κρίση της από το άλλο. Ο φόβος όμως την συνέχει για το τί μπορεί να γίνει- και τί έγινε πράγματι τελικά- ώστε δεν μπορεί να σπάσει ο συνεκτικός ιστός της δομής της κοινωνίας, και της οικογένειας της κόρης. Η οικογένεια αισθάνεται την κόρη ασφαλή όταν ο γαμβρός δεσμεύεται απέναντι στην οικογένεια, και όχι στην ίδια την κόρη, η οποία «ναι δεν ήταν και τόσο κακό να κάνει κάποια υποχώρηση, αφού επρόκειτο για το μέλλον της», όπως τη συμβουλεύει η μητέρα της στην περίπτωση του θρασύτατου τρίτου γαμπρού (203). Ή, όπως δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του την επομένη ο θείος: «δεν έκανε και τίποτα κακό, ίσα ίσα έδειξε πόσο πολύ του άρεσες». Η υποκρισία της κοινωνίας.
Η αφήγηση είναι σύγχρονη με τα γεγονότα. Παρατηρείται όμως και η αφηγηματική τεχνική της πρόληψης και ανάληψης. Ο ίδιος ο τίτλος είναι πρόληψις. Η γιαγιά ψιθυρίζει στην εγγονή της όταν την προσκάλεσε να πάει να μείνει μαζί της: ετοιμάζομαι για άλλο ταξίδι. Και η συγγραφέας εξαγγέλλει: «κι όμως ήταν αλήθεια κι έτσι έγινε» (181), και ακολουθεί σε δύο χρόνους μάλιστα η εξιστόρηση του δραματικού τέλους της γιαγιάς. Αντίθετα τα τραγικά γεγονότα σχετικά με τον Αλέξανδρο, την έκθεση ζωγραφικής, τη σύλληψή του και την αναχώρησή του, τα μαθαίνουμε εκ των υστέρων, ωσάν να έχουν συμβεί εκτός δράματος.
Το αφηγηματικό εγώ είναι η ηρωίδα του μυθιστορήματος- και της συγγραφέως. Είναι ευαίσθητη, συναισθηματική, αλαφροΐσκιωτη. Το μυθιστόρημα κατακλύζεται από συναίσθημα. Έχεις συχνά την αίσθηση της απάντησης στο σολωμικό στίχο «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, [γιά πὲς ἀπόψε τί ’δες»]: «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!» (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδ. Γ, 6.15–6). Ο λόγος ρέει ήρεμος ποταμός· με ευγένεια, λόγο κακό δεν λέει ποτέ εναντίον της μητέρας της, παρά την διαφορά των αντιλήψων μεταξύ τους, και την συμπεριφορά της:η Ζωή συνέχεται «από μια ρόδινη ανάλαφρη αίσθηση ντροπαλοσύνης» (46). Ενίοτε χρησιμοποιεί ρητορικά μαντινάδες ως μαρτυρίες για την κατάσταση που περιγράφει (90). Ο λόγος της συγγραφέως είναι ο ίδιος ο λόγος της μαντινάδας, ώριμος, αποσταγμένος. Άλλωστε, ο λόγος της μαντινάδας είναι ο λόγος στα ποιήματα που κατά καιρούς έχει γράψει, πολλά από τα οποία έχουν βέβαια μελοποιηθεί.
«Πάει κι αυτό… Θαρρώ πως λυτρώθηκα. Στερεώθηκαν οι σκέψεις σε λόγο», γράφει στην τελευταία σελίδα, έτσι όπως παράγγελνε η φιλόλογος Χατζηδάκη στην τάξη της Ζωής. Πάντως, δεν είναι εύκολο να γράφεις για την αγάπη όταν η καρδιά σου έχει ραγίσει. Αύριο, η Ζωή με κόκκινα σαντάλια δραπετεύει στο φως. Και επικαλούμενη τα λόγια του Νίτσε, γράφει με ύφος του Καζαντζάκη (άλλωστε συμφωνούν αυτοί οι δύο): «Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω, έμαθα να βρίσκω. Κι από τότε που ο άνεμος μου εναντιώθηκε έμαθα να σαλπάρω μ᾽όλους τους ανέμους» (253). Όταν έφευγε από το Ηράκλειο για τη Θεσσαλονίκη (όπως λέει) να εργαστεί σε μία τεχνική επαγγελματική σχολή με σύμβαση αορίστου χρόνου, εκεί στην πρύμνη του πλοίου, η πόλη της την ακολουθούσε, όχι ως βάρος και φυλακή, αλλά ως ‘κεφάλαιο’ στη νέα της πόλη. Εκεί γνώρισε «τον ξένο τον Έλληνα που της είχε τάξει η μοίρα μετ᾽εμποδίων» και έκανε τα παιδιά της. Έτσι το μυθιστόρημα εκβάλλει στην πραγματική ζωή της, αλλά και προλαμβάνει (άλλη μια πρόληψις) το επόμενο μυθιστόρημα την Χαριγένεια με τη φράση «τον Ξένο τον Έλληνα» για τον σύζυγό της.