Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χορός _η σιωπηλή ποίηση

«Στον χορό, τα όρια ανά­με­σα στο σώμα και την ψυχή έχουν σβη­στεί. Το σώμα κινεί­ται πνευ­μα­τι­κά και το πνεύ­μα σωμα­τι­κά».
__      Koos van der Leeuw, Ολλαν­δός συγ­γρα­φέ­ας (1893–1934)

Γρά­φει η \\ Εύη Κοντό­ρα Β’ Αντι­πρό­ε­δρος της ΟΓΕ

Ο Ζορ­μπάς έμει­νε με μισά­νοι­χτο στό­μα∙ πολε­μού­σε να κατα­λά­βει, δεν τολ­μού­σε να πιστέ­ψει τόση ευτυ­χία. Άξαφ­να μπή­κε στο νόη­μα∙ χύθη­κε απά­νω μου, με άρπα­ξε από τον ώμο.
– Χορεύ­εις; με ρώτη­σε με λαχτά­ρα∙ χορεύεις;
‑Όχι.
‑Όχι ; !
Κρέ­μα­σε τα χέρια κατάπληχτος.
– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέ­ψω εγώ, αφε­ντι­κό. Στά­σου πιο πέρα, να μη σε ανα­πο­δο­γυ­ρί­σω. Χάι! Χάι!
Έδω­κε ένα σάλ­το, πετά­χτη­κε έξω από την παρά­γκα, πέτα­ξε τα παπού­τσια του, το σακά­κι, το γιλέ­κο, ανα­σή­κω­σε τα παντα­λό­νια ως τα γόνα­τα, άρχι­σε να χορεύ­ει. Το μού­τρο του, μουν­τζα­λω­μέ­νο ακό­μα από το κάρ­βου­νο, ήταν κατα­σκό­τει­νο∙ τα μάτια του γυά­λι­ζαν κάτασπρα.

Χύθη­κε στο χορό, χτυ­πού­σε τα παλα­μά­κια, πηδού­σε, στρου­φο­γύ­ρι­ζε στον αγέ­ρα, έπε­φτε κάτω με λυγι­σμέ­να γόνα­τα κι αντι­πη­δού­σε ανά­ε­ρα καθι­στός, σα λάστι­χο. Άξαφ­να τινά­ζου­νταν πάλι αψη­λά στον αγέ­ρα, σα να το ’χε βάλει πεί­σμα να νική­σει τους μεγά­λους νόμους, να κάνει φτε­ρά και να φύγει. Ένιω­θες μέσα στο σαρα­κο­φα­γω­μέ­νο αυτό ταγα­ρια­σμέ­νο κορ­μί την ψυχή να μάχε­ται να συνε­πά­ρει τη σάρ­κα και να χυθεί μαζί της, αστρο­βο­λί­δα, μέσα στο σκο­τά­δι. Τίνα­ζε η ψυχή το κορ­μί, μα αυτό έπε­φτε, δε βαστού­σε πολ­λή ώρα στον αγέ­ρα, το ξανα­τί­να­ζε, ανή­λεη, λίγο τώρα πιο αψη­λά, μα πάλι το έρμο ξανά­πε­φτε αγκομαχώντας.

Ο Ζορ­μπάς μάζευε τα φρύ­δια, το πρό­σω­πό του είχε πά­ρει ανη­συ­χα­στι­κιά σοβα­ρό­τη­τα∙ δε σκλή­ρι­ζε πια ∙ με σφιγ­μέ­να τα δόντια ο Ζορ­μπάς μάχου­νταν να φτά­σει το αδύνατο.

-Ζορ­μπά, Ζορ­μπά, φώνα­ζα ∙ φτάνει!
Φοβό­μουν μην ξαφ­νι­κά από την τόση φόρα δε βαστά­ξει το γέρι­κο κορ­μί του και σκορ­πί­σει στον αγέ­ρα θρύμματα.
Φώνα­ζα, μα πού ν’ ακού­σει ο Ζορ­μπάς τις φωνές του χωμά­του∙ το σπλά­χνο του είχε γίνει σαν τού που­λιού. […] ‑Ζορ­μπά, Ζορ­μπά, φώνα­ζα∙ φτάνει!

Ο Ζορ­μπάς κου­κού­βι­σε στο χώμα, λαχα­νια­σμέ­νος. Το πρό­σω­πό του έλα­μπε ευτυ­χι­σμέ­νο. Τα γκρί­ζα μαλ­λιά του είχαν κολ­λή­σει στο κού­τε­λό του κι ο ιδρώ­τας κουρ­νέ­λια­ζε στα μά­γουλά του και στο πηγού­νι, ανα­κα­τε­μέ­νος με κάρβουνο.

Έσκυ­ψα απά­νω του ανήσυχος.
‑Αλά­φρω­σα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπο­ρώ να μιλήσω.
Μπή­κε μέσα στην παρά­γκα, ανα­κά­θι­σε μπρο­στά από το μαγκά­λι, κι έλα­μπε το πρό­σω­πό του.

– Τι σ’ έπια­σε κι άρχι­σες το χορό;
– Τι ήθε­λες να κάμω, αφε­ντι­κό; Πλα­ντού­σα από την πολ­λή χαρά μου ∙ έπρε­πε να ξεσκά­σω. Και πώς μπο­ρεί να ξεσκά­σει ένας άνθρω­πος; Με τα λόγια; Πφφ! […] 

Με κοί­τα­ξε, μου ’κλει­σε το μάτι:

– Για­τί δε γελάς; ρώτη­σε. Τι με κοι­τάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκα­ρί μου. Ένας διά­ο­λος είναι μέσα μου και φωνά­ζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλα­ντά­ξω, μου φωνά­ζει: «Χόρε­ψε!» και χορεύω. Ξεπλα­ντά­ζω. Μια φορά που πέθα­νε το παι­δί μου, ο Δημη­τρά­κης μου, στη Χαλ­κι­δι­κή, έτσι σηκώ­θη­κα πάλι και χόρε­ψα. Οι συγ­γε­νείς κι οι φίλοι που με θωρού­σαν να χορεύω μπρο­στά από το λεί­ψα­νο, χύθη­καν να με πιά­σουν. «Τρε­λά­θη­κε ο Ζορ­μπάς, φώνα­ξαν, τρε­λά­θη­κε ο Ζορ­μπάς» Μα εγώ, τη στιγ­μή εκεί­νη, αν δε χόρευα, θα τρε­λαί­νου­μουν από τον πόνο. Για­τί ’ταν ο πρώ­τος μου γιός κι ήταν τριών χρό­νων και δεν μπο­ρού­σα να βαστά­ξω το χαμό του. Κα­τάλαβες τι σου λέω, αφε­ντι­κό, ή μιλώ του αγέρα;

-Κατά­λα­βα, Ζορ­μπά, κατά­λα­βα ∙ δε μιλάς του αγέρα.

Μιαν άλλη πάλι φορά ήμου­να στη Ρου­σία∙ για­τί πήγα κι εκεί πέρα ακό­μα, πάλι για μεταλ­λεία ∙ για χαλ­κό, κοντά στο Νοβο­ρω­σί­σκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρού­σι­κες λέξεις, όσες μου χρειά­ζου­νταν στη δου­λειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγα­πώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπια­σα φιλί­ες μ’ ένα Ρού­σο, φοβε­ρό μπολ­σε­βί­κο. Στρω­νό­μα­στε το λοι­πόν κάθε βρά­δυ σε μιαν ταβέρ­να στο λιμά­νι και κατε­βά­ζα­με κάμπο­σα καρα­φά­κια βότ­κα. Ερχό­μασταν στο κέφι. Κι ως ερχό­μα­σταν στο κέφι, άνοι­γε η καρ­διά μας ∙ αυτός ήθε­λε να μου στο­ρή­σει, χαρ­τί και καλα­μά­ρι, τα όσα είδε κι έπα­θε στη ρού­σι­κη Επα­νά­στα­ση, κι εγώ πάλι να του ξεμυ­στη­ρευ­τώ το βίο και την πολι­τεία μου ∙ μεθύσα­με, βλέ­πεις, κι είχα­με γίνει αδέρφια.

Με χερο­νο­μί­ες, τσά­τρα πάτρα, συνεν­νοη­θή­κα­με ∙ αυτός θ’ άρχι­ζε πρώ­τος να μιλά­ει ∙ όταν πια δε θα κατα­λά­βαι­να, θα του φώνα­ζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώ­νου­νταν τότε να χορέ­ψει ∙ να χορέ­ψει ό,τι ήθε­λε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπο­ρούσαμε να πού­με με το στό­μα, θα το λέγα­με με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοι­λιά ή με άγριες κρα­ξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […] 

Άργη­σα να κλεί­σω μάτι. Χαμέ­νη η ζωή μου, συλ­λο­γί­ζου­μουν ∙ να μπο­ρού­σα να ’πια­να ένα σφουγ­γά­ρι, να τα σβή­σω όλα όσα διά­βα­σα, όσα είδα κι άκου­σα, να μπω στο σκο­λειό του Ζορ­μπά και ν’ αρχί­σω τη μεγά­λη, την αλη­θι­νή αλφα­βή­τα! Πόσο δια­φο­ρε­τι­κιά στρά­τα θα ’παιρ­να! Θα γύμνα­ζα τέλεια τις πέντε μου αίστη­σες, το δέρ­μα μου αλά­κε­ρο, να χαί­ρε­ται και να κατα­λα­βαί­νει, θα μάθαι­να να τρέ­χω, να παλεύω, να κολυ­μπώ, να χιμώ καβά­λα, να κάνω κου­πί, να οδη­γώ αυτο­κί­νη­το, να ρίχνω του­φέ­κι, θα γέμι­ζα σάρ­κα την ψυχή μου ∙ θα γέμι­ζα ψυχή τη σάρ­κα μου ∙ θα φίλιω­να μέσα μου, επι­τέ­λους, τους δυο προ­αιώ­νιους ετού­τους οχτρούς …

Ανα­κα­θι­στός στο στρώ­μα μου, ανα­θί­βα­να τη ζωή μου που πήγαι­νε χαμέ­νη. Από την ανοι­χτή πόρ­τα διά­κρι­να θαμπά μέ­σα στην αστρο­φεγ­γιά το Ζορ­μπά να κάθε­ται κου­κου­βι­στός σ’ ένα βρά­χο, σαν όρνιο νυχτε­ρι­νό, και να κοι­τά­ζει τη θάλασ­σα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρή­κε την αλή­θεια, συλ­λο­γί­ζου­μουν, αυτός είναι ο δρόμος!»

Νίκος Καζαν­τζά­κης,
Βίος και πολι­τεία του Αλέ­ξη Ζορ­μπά, από­σπα­σμα

Η τέχνη του χορού

«Η πιο αλη­θι­νή έκφρα­ση ενός λαού είναι στον χορό και τη μου­σι­κή τον. Τα σώμα­τα δεν λένε ποτέ ψέμα­τα» Agnes de Mille (Αμε­ρι­κα­νί­δα χορεύ­τρια και χορο­γρά­φος, 1905 ‑1993).

Χορός… μια έντο­νη και παθια­σμέ­νη μορ­φή τέχνης, πολύ πιθα­νόν παρού­σα σε όλους τους ανθρώ­πι­νους πολι­τι­σμούς. Έχει τις ρίζες της στο πρω­τό­γο­νο κοι­νο­τι­κό σύστη­μα. Στους χορούς απει­κο­νί­ζο­νταν φυσι­κά φαινόμε­να, σκη­νές από το κυνή­γι και τον πόλε­μο, η εξέ­λι­ξη της δια­δι­κα­σί­ας δια­φό­ρων εργα­σιών κ.λπ. Δια­δε­δο­μέ­νοι ήταν και οι θρη­σκευ­τι­κοί χοροί.

Ο χορός θεω­ρεί­ται η πιο πρώ­ι­μη μορ­φή τέχνης. Ως εκ της δυσκο­λί­ας τεκ­μη­ρί­ω­σής της, υπάρ­χουν ελά­χι­στα αρχεία χορευ­τι­κών κινή­σε­ων. Ευτυ­χώς, οι καλ­λι­τέ­χνες δια­χρο­νι­κά έχουν απει­κο­νί­σει χορευ­τές σε τοί­χους σπη­λαίων, αγγεία, ταπι­σε­ρί, μάρ­μα­ρο, περ­γα­μη­νή, καμ­βά και, πιο πρό­σφα­τα, σε οθό­νες υπολογιστών.

Μέσω του χορού προ­βάλ­λο­νται οι σκέ­ψεις και τα αισθή­μα­τα του ανθρώ­που σε καλ­λι­τε­χνι­κές εικό­νες, που ανα­βλύ­ζουν από τη ρυθ­μι­κά οργα­νω­μέ­νη διαδο­χή στις θέσεις που με καθο­ρι­σμέ­νο σύστη­μα παίρ­νει το ανθρώ­πι­νο σώμα. Στην πορεία της ανά­πτυ­ξής του ο χορός εξε­λισ­σό­ταν σε όλο και πιο σύν­θε­τες φόρ­μες. Με όλο και μεγα­λύ­τε­ρη πλη­ρό­τη­τα αντι­κα­θρέ­φτι­ζε κάθε τι που είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό στον φυσι­κό περί­γυρο. Σιγά σιγά πλου­τι­ζό­ταν τόσο στο ιδε­ο­λο­γι­κό όσο και στο συγκι­νη­σια­κό περιε­χό­με­νό του.

Η τέχνη του χορού εξευ­γε­νί­ζει και εξυ­ψώ­νει το αν­θρώπινο σώμα ως την καλ­λι­τε­χνι­κά πλα­στι­κή τελειό­τητα. Στο χορό η συγκι­νη­σια­κή πλη­ρό­τη­τα και η εκ­φραστικότητα που έχει η δια­δο­χή της φόρ­μας και των ρυθ­μών, καθώς κινεί­ται το σώμα, συνται­ριά­ζο­νται με την πλα­στι­κή ομορ­φιά της εικό­νας «άνθρω­πος» και την αποκαλύπτουν.

Με το πέρα­σμα του χρό­νου πρό­βα­λαν και διαμορ­φώθηκαν αρκε­τά είδη χορού. Όλα αυτά έχουν την πηγή της στον πιο παλιό — το λαϊ­κό χορό.
Ο επαγ­γελ­μα­τι­κός χορός είναι καλ­λι­τε­χνι­κό θέα­μα ‑πηγή που προ­σφέ­ρει αισθη­τι­κή συγκί­νη­ση στο θεα­τή. Ωστό­σο, αυτό δεν τον εμπο­δί­ζει να δίνει χαρά και στον εκτε­λε­στή της, άλλω­στε και ο λαϊ­κός χορός μπο­ρεί να είναι εξαί­ρε­το καλ­λι­τε­χνι­κό θέαμα.
Ο λαϊ­κός και ο επαγ­γελ­μα­τι­κός χορός δεν έχουν απο­σπα­στεί ολό­τε­λα ο ένας από τον άλλο, για­τί η λα­ϊκή ερα­σι­τε­χνι­κή χορευ­τι­κή τέχνη συχνά φτά­νει στο επί­πε­δο της επαγ­γελ­μα­τι­κής τεχνι­κής και ο επαγγελ­ματικός χορός χρη­σι­μο­ποιεί πολ­λά στοι­χεία από τον λαϊκό.

Το μπαλέτο

Το μπα­λέ­το, ως είδος τέχνης, είναι ανώ­τε­ρη φόρ­μα χορού που συν­δυά­ζει διά­φο­ρους χορούς με πα­ντομίμα, ενώ υπάρ­χει δρα­μα­τι­κή πλο­κή. Ως ανε­ξάρτητο είδος πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε το 18° αιώ­να και έπει­τα πήρε πλα­τιά διά­δο­ση. Το μπα­λέ­το, με την πο­λυσύνθετη δρα­μα­τουρ­γι­κή αφή­γη­σή του και με τις ευλύ­γι­στες εναλ­λα­γές στις χορευ­τι­κές φόρ­μες και τους ρυθ­μούς, δια­θέ­τει σημα­ντι­κές δυνα­τό­τη­τες για να προ­βάλ­λει τα ανθρώ­πι­να βιώ­μα­τα, γι’ αυτό και έφτα­σε να γίνει ένα από τα πιο σημα­ντι­κά επιτεύγ­ματα της χορο­γρα­φι­κής τέχνης.

Διά­ση­μα είναι τα εικα­στι­κά έργα του Edgar Degas (1834 — 1917) που έχουν απει­κο­νί­σει τον κόσμο του μπα­λέ­του, κυρί­ως τις χορεύ­τριες, σε πολ­λές φάσεις της προ­ε­τοι­μα­σί­ας αλλά και της σκη­νι­κής τους παρουσίας.

Στον κινη­μα­το­γρά­φο, η πιο ενδια­φέ­ρου­σα προ­σέγγιση παρα­μέ­νει για πολ­λούς η δημιουρ­γία «Τα κόκ­κι­να παπού­τσια» των Άρτσερ (Πάου­ελ και Πρέ­σμπερ­γκερ) που, χωρίς αμφι­βο­λία, γύρι­σαν μια από τις ωραιό­τε­ρες ται­νί­ες που έγι­ναν ποτέ. Σημα­ντι­κό επί­τευγ­μα του νεο­ρο­μα­ντι­κού βρε­τανικού κινή­μα­τος, η συγκε­κρι­μέ­νη ται­νία υπήρ­ξε από τις πρώ­τες που προ­σέγ­γι­σαν τον κλα­σι­κό χορό σοβα­ρά και υπεύ­θυ­να. Για το λόγο αυτό αντιμετω­πίστηκε ιδιαί­τε­ρα θετι­κά μέχρι και από τους αυστη­ρότερους κρι­τι­κούς μπα­λέ­του. Οι ερμη­νευ­τές είναι επαγ­γελ­μα­τί­ες χορευ­τές με υπο­κρι­τι­κές ικα­νό­τη­τες και όχι ηθο­ποιοί με στοι­χειώ­δεις ή επαρ­κείς γνώ­σεις χορού. Οι τέσ­σε­ρις πρω­τα­γω­νι­στι­κοί ρόλοι καλύ­πτονται από διά­ση­μους χορευ­τές της επο­χής, που προ­έρ­χο­νταν από εξί­σου διά­ση­μους θιά­σους, όπως και το σύνο­λο των χορευτών.

Η ται­νία βασί­ζε­ται σ’ ένα παρα­μύ­θι του Άντερ­σεν, στο οποίο τα κόκ­κι­να παπού­τσια υπο­χρε­ώ­νουν το κορί­τσι που τα φορά να χορεύ­ει μέχρι τελι­κής πτώ­σης. Για τον κινη­μα­το­γρά­φο του 1948, το γύρι­σμα μιας δεκα­πε­ντά­λε­πτης σκη­νής μπα­λέ­του με 53 χο­ρευτές ήταν εγχεί­ρη­μα επαναστατικό.

Η ται­νία πραγ­μα­τεύ­ε­ται υπαρ­κτά και θεμε­λιώ­δη ζητή­μα­τα που διέ­πουν τη σχέ­ση τέχνης και ζωής, «υψη­λής» και μικρής τέχνης και δια­δι­κα­σί­ας της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας. Σημα­ντι­κή θέση στον προ­βλη­μα­τι­σμό της ται­νί­ας κατέ­χει και η άπο­ψη που δια­τυ­πώ­νε­ται από τον διευ­θυ­ντή των Μπα­λέ­των Λέρ­μο­ντοφ, ότι τέχνη και ζωή είναι δύο, παράλλη­λης πορεί­ας, αντι­θε­τι­κοί πόλοι.

Φημο­λο­γεί­ται ότι ο Τζιν Κέλι, θέλο­ντας να πεί­σει τους παρα­γω­γούς της ται­νί­ας «Ένας Αμε­ρι­κα­νός στο Παρί­σι» να συμπε­ρι­λά­βουν σε αυτήν και σκη­νές μπα­λέ­του, τους έδει­ξε πολ­λές φορές τα «Κόκ­κι­να Παπούτσια».

Οι χορευτές — χορεύτριες

«Οι μεγά­λοι χορευ­τές δεν είναι μεγά­λοι εξαι­τί­ας της τεχνι­κής τους. Είναι μεγά­λοι εξαι­τί­ας τον πάθους τους».
Μάρ­θα Γκρά­χαμ, Αμε­ρι­κα­νί­δα χορο­γρά­φος, 1894–1991

Ο χορός απαι­τεί αφο­σί­ω­ση και πολ­λά χρό­νια εκπαί­δευ­σης. Το ταλέ­ντο, η τεχνι­κή και η εκφρα­στι­κό­τη­τα είναι αλή­θεια ότι ξεχω­ρί­ζουν σε κάθε ερμη­νεία ενός χορευ­τή ή μιας χορεύ­τριας πάνω στη σκη­νή, όμως εκεί­νο το ιδιαί­τε­ρο συναί­σθη­μα που δια­κα­τέ­χει τον καλ­λι­τέ­χνη και τον κάνει να μετα­μορ­φώ­νε­ται, «να βγαί­νει από τον εαυ­τό του… πιο μεγά­λος, πιο όμορ­φος, πιο δυνα­μι­κός»3 και που ο Λόρ­κα το απο­κα­λού­σε duende (δαι­μό­νιο) είναι κάτι ασύλ­λη­πτα μοναδικό.

Agnes De Mille

«Δεν ζεις για να χορεύ­εις, χορεύ­εις επει­δή ζεις…», έλε­γε ο Αντό­νιο Εστέ­δε Ροδέ­νας (γνω­στός ως Αντό­νιο Γκά­δες, 1936–2004), χορευ­τής που ξε­χώριζε για την ανα­νε­ω­τι­κή ματιά του στη χορο­γρα­φία του φλα­μέν­κο. «Πολ­λές φορές ξεχνά­με ότι ο χορός δεν είναι μια άσκη­ση, αλλά μια πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση, που εκφρά­ζε­ται μέσα από την κίνη­ση. Γι ’ αυτό η ομά­δα μου είναι εντε­λώς ανθρώ­πι­νη. Υπάρ­χουν σ’ αυτήν άνθρω­ποι χοντροί, λεπτοί, ψηλοί, χω­ρίς μαλ­λιά, με μεγά­λα στή­θη, χωρίς στή­θη δεν είναι χορευ­τές που αντι­προ­σω­πεύ­ουν ανθρώ­πους, αλλά άνθρω­ποι που χορεύ­ουν. Ο χορός δεν είναι απλά τα βήμα­τα και η χορο­γρα­φία, αλλά αυτό που βρί­σκε­ται ανά­με­σα σε αυτά τα δύο.»
«Όταν αρχί­ζω να χορεύω τα ξεχνάω όλα, είναι κάπως σαν να εξα­φα­νί­ζο­μαι. Σα να καί­ει μια φω­τιά μέσα στο σώμα μου, νιώ­θω να πετάω σαν τα που­λιά, κάτι σαν ηλεκτρισμό…»
____Από την ται­νία του Stephen Daldry ‑2000,
             Billy Elliot (ελλ. Γεν­νη­μέ­νος χορευτής)

Ο μυθι­κός κόσμος του χορού αρκε­τά συχνά απει­κονίστηκε, κινη­μα­το­γρα­φή­θη­κε και έχει γίνει αντι­κείμενο λογο­τε­χνι­κών έργων με μια ρομα­ντι­κή, λυρι­κή, ακό­μα και επι­κή χροιά, ενώ τα υπο­κεί­με­νά του (οι χορευ­τές και οι χορεύ­τριες) συνή­θως καλύ­πτονται από ένα αδια­φα­νές πέπλο, που πίσω του κρύ­βει μια σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οι επαγ­γελ­μα­τί­ες χορευ­τές πρέ­πει να προ­πο­νού­νται, να τρέφο­νται, να αναρ­ρώ­νουν και να φρο­ντί­ζουν το σώμα τους σα να έκα­ναν πρω­τα­θλη­τι­σμό με σκο­πό να πά­ρουν μέρος σε ολυ­μπια­κούς αγώ­νες, αφού η καριέ- ρα τους εξαρ­τά­ται από το σώμα τους — τη δύνα­μη, την ευε­λι­ξία, την αντο­χή και τις ικα­νό­τη­τές τους. Οφεί­λουν να παλεύ­ουν διαρ­κώς με τις αλλα­γές της διά­θε­σής τους, με την εξά­ντλη­ση, με τις συνέ­πειες της απο­τυ­χί­ας αλλά και της επι­τυ­χί­ας τους…

«Πρέ­πει να αγα­πάς τον χορό για να τον υπομέ­νεις. Δεν σου δίνει τίπο­τα πίσω, ούτε χειρόγρα­φα να απο­θη­κεύ­σεις, ούτε πίνα­κες για να δεί­ξεις στους τοί­χους ή να κρε­μά­σεις σε μου­σεία, ούτε ποι­ή­μα­τα που μπο­ρούν να τυπω­θούν και να που­ληθούν, τίπο­τε άλλο πέρα από εκεί­νη τη φευ­γα­λέα στιγ­μή που νιώ­θεις ζωντα­νός…»
Merce Cunningham, 1919–2009,
χορευ­τής και χορο­γρά­φος σύγ­χρο­νου χορού

“Η ΟΓΕ σας ενη­με­ρώ­νει” _Κυκλοφορεί το τεύ­χος 3_2023 της

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ __Τα βήμα­τα τον χορού

«Τα τρία πιο όμορ­φα θεά­μα­τα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένα πλοίο με όλα τα πανιά του ανοι­χτά, ένα άλο­γο που καλ­πά­ζει και μια γυναί­κα που χορεύ­ει…»
Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ. Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας (1799–1850)

Συζη­τά­με με τέσ­σε­ρις νέες γυναί­κες, χορεύ­τριες, την Ελπί­δα Ντι­νο­πού­λου, 24χρονών, και τις Μίρ­κα Παλα­βού ‑Χέσπερ, Ραχήλ Ρυμε­νί­δη, Ηλε­κτρα Σού­λιου, 20 ετών, που, χωρίς φόβο (αλλά με πολύ πάθος!), δέχτη­καν, με βάση την εμπει­ρία τους, να φωτί­σουν ορι­σμέ­νες πλευ­ρές της τέχνης του χορού με την οποία ασχολούνται

Η Ελπί­δα, είναι από­φοι­τη της επαγ­γελ­μα­τι­κής σχο­λής Ραλ­λού Μάνου και εργα­ζό­με­νη, η Ηλέ­κτρα, είναι σπου­δά­στρια στην επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή της Εθνι­κής Λυρι­κής Σκη­νής, η Μίρ­κα, σπου­δά­στρια στην επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή Ακτί­να και η Ραχήλ, σπου­δά­στρια Ιδιω­τι­κής Σχο­λής Χορού. Τέσ­σε­ρα δια­φο­ρε­τι­κά νέα κορί­τσια με συγκλί­νου­σες διαδρομές.

Ποιο ήταν το σημείο εκκί­νη­σης για την καθε­μιά σας;
Πώς συνέ­βη ν’ ασχο­λη­θεί­τε με τον χορό;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Ξεκί­νη­σα στην ηλι­κία των τεσ­σά­ρων. Αρχι­κά, το ζήτη­σα από τους γονείς μου, επει­δή ένα κορί­τσι στον παι­δι­κό σταθ­μό έκα­νε αντί­στοι­χα μαθή­μα­τα. Ήμουν πολύ ντρο­πα­λό παι­δά­κι κι εκεί­νοι σκά­φτη­καν ότι ο χορός θα με βοη­θού­σε να γίνω πιο κοι­νω­νι­κή και εξω­στρε­φής και να απο­κτή­σω αυτο­πε­ποί­θη­ση. Με έγρα­ψαν σε μία ιδιω­τι­κή σχο­λή στην περιο­χή των Εξαρ­χεί­ων. Όμως, στην ηλι­κία των 9, ήδη επι­θυ­μού­σα να συνε­χί­σω. Έδω­σα εξε­τά­σεις και πέρα­σα στην Κρα­τι­κή Σχο­λή Ορχη­στι­κής Τέχνης. Σπούδα­σα στο φυτώ­ριο μέχρι τα 18 μου και, ταυ­τό­χρο­να, φοί­τη­σα στο Καλ­λι­τε­χνι­κό σχο­λείο Γέρα­κα (γυμνά­σιο-λύκειο) στην κατεύ­θυν­ση χορού. Τώρα σπου­δά­ζω στην επαγγελματι­κή σχο­λή χορού της Εθνι­κής Λυρι­κής Σκη­νής ύστε­ρα από επί­πο­νες εξε­τά­σεις. Αλλά είμαι και φοι­τή­τρια του τμήμα­τος θεα­τρο­λο­γί­ας (ΕΚΠΑ), με στό­χο την καλύ­τε­ρη και πιο εμπλου­τι­σμέ­νη εξυ­πη­ρέ­τη­ση της τέχνης που έχω δια­λέ­ξει, του χορού.

ΜΙΡΚΑ: Ξεκί­νη­σα χορό αρκε­τά νωρίς, στα τέσ­σε­ρα. Οι γο­νείς μου ήθε­λαν να με φέρουν σε επα­φή με τον πολι­τι­σμό και τον χορό από μικρή ηλι­κία. Με πήγαν σε μία ερασιτε­χνική ιδιω­τι­κή σχο­λή κοντά στην περιο­χή μας. Οι δημο­τι­κές σχο­λές χορού είναι ελά­χι­στες και στον δικό μου δήμο δεν είχα­με. Τώρα σπου­δά­ζω σε Ανώ­τε­ρη Ιδιω­τι­κή Σχο­λή Χο­ρού και, παράλ­λη­λα, στο Πολυ­τε­χνείο, στο τμή­μα χημι­κών μηχανικών.

ΡΑΧΗΛ: Η προ­σω­πι­κή μου εμπει­ρία ξεκί­νη­σε σε σχε­τι­κά μεγά­λη ηλι­κία, κοντά στα δεκα­τρία. Η επι­λο­γή ήταν ξεκά­θαρα δική μου — από μικρή είχα πάθος για την κίνη­ση. Δη­μόσιες σχο­λές χορού στον Βόλο δεν υπάρ­χουν, ξεκί­νη­σα λοι­πόν σε μια ιδιω­τι­κή. Από τότε κατά­λα­βα ότι ήθε­λα να ασχο­λη­θώ με το επάγ­γελ­μά του χορού, αλλά το ευρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον μου αμφι­σβη­τού­σε αυτή την επιλο­γή, λόγω της ανα­σφά­λειας που προ­κα­λεί η επαγ­γελ­μα­τι­κή πορεία μιας χορεύ­τριας — πόσο μάλ­λον στην Ελλά­δα (όπου δεν υπάρ­χει δημό­σιο πανε­πι­στή­μιο που να παρέ­χει πτυ­χίο ανώ­τα­της εκπαί­δευ­σης). Γι’ αυτό τον λόγο φοι­τώ και στο τμή­μα θεά­τρου του ΑΠΘ.

ΕΛΠΙΔΑ: Ξεκί­νη­σα τον κλα­σι­κό χορό στα τέσ­σε­ρα και συ­νέχισα μέχρι τα οκτώ. Τότε διέ­κο­ψα και ξεκί­νη­σα πάλι στα δεκα­ο­κτώ με σύγ­χρο­νο και, στη συνέ­χεια, με μπα­λέ­το για χόμπι, επει­δή ήθε­λα να επα­να­συν­δε­θώ με την αγαπημέ­νη μου τέχνη. Από τη δασκά­λα που είχα στην ερα­σι­τε­χνι­κή ιδιω­τι­κή σχο­λή ενη­με­ρώ­θη­κα ότι μπο­ρώ να σπου­δά­σω και έτσι πήρα την από­φα­ση να ασχο­λη­θώ απο­κλει­στι­κά με αυτό. Μετά από ένα χρό­νο προ­ε­τοι­μα­σί­ας, πέρα­σα στην ανώ­τε­ρη επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή χορού Μορα­γε­μου (πρώ­ην Ραλ­λού Μάνου) από όπου απο­φοί­τη­σα τον προη­γού­με­νο Ιούνιο.

Ποια είναι, κατά τη γνώ­μη σας
για τις μικρές ηλι­κί­ες τα οφέ­λη του χορού;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Η αλή­θεια είναι ότι ο χορός, όσον αφο­ρά τα παι­διά, παρέ­χει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από σωμα­τι­κά οφέ­λη. Γι’ αυτό και πολ­λοί νέοι γονείς, μαμά­δες κυρί­ως, τον επιλέ­γουν για τα παι­διά τους, τον εντάσ­σουν στις καθη­με­ρι­νές τους δρα­στη­ριό­τη­τες. Ως μορ­φή τέχνης, ο χορός ωφε­λεί σημα­ντι­κό κατά το στά­διο της ανά­πτυ­ξης τα παι­διά, τόσο σωμα­τι­κά όσο και ψυχολογικό.

ΕΛΠΙΔΑ: Ο χορός μπο­ρεί να συμ­βάλ­λει στην ανά­πτυ­ξη της σωμα­τι­κής διά­πλα­σης και της ευκι­νη­σί­ας αφού είναι μια άσκη­ση που απαι­τεί τη συμ­με­το­χή σχε­δόν όλων των μυών του σώμα­τος. Μπο­ρεί να Βελτι­ώσει τον συντο­νι­σμό, την ισορ­ροπία και τη δύνα­μη. Ενι­σχύ­ει τη δημιουρ­γι­κό­τη­τα και τη μνή­μη, προ­ω­θεί τη συνερ­γα­σία, την ομα­δι­κή δου­λειά και την κοινω­νικοποίηση. Είναι πολ­λοί οι λό­γοι που οι γονείς τον επι­λέ­γουν ως εξω­σχο­λι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα αλλά τα παι­διά, μεγα­λώ­νο­ντας, αρχί­ζουν να τον απο­λαμ­βά­νουν ακό­μη περισσότερο.

ΡΑΧΗΛ: Είναι επί­σης μια μορ­φή ψυχα­γω­γί­ας που απα­λύ­νει το στρες και ανε­βά­ζει τη διά­θε­ση, για αυτό και, στο ερα­σι­τε­χνι­κό κομ­μά­τι του, είναι επι­λο­γή και πολ­λών ενη­λί­κων. Προ­ω­θεί τον πιο ποιο­τι­κό ύπνο, συμβάλ­λει στην τόνω­ση της αυτοεκτί­μησης. Είναι πολ­λά τα είδη του χορού και κάθε ένα απο­φέ­ρει οφέ­λη. Παρα­δο­σια­κά, ένα από τα πιο γνω­στά στιλ χορού για τα παι­διά είναι το μπα­λέ­το, συνή­θως για τα κορί­τσια, αλλά τα τε­λευταία χρό­νια σπά­ει σιγά σιγά αυτό το στε­ρε­ό­τυ­πο. Ιδα­νι­κά, θα έπρε­πε γονείς και εκπαι­δευ­τι­κοί να συμ­βάλ­λουν ώστε, από τον παι­δι­κό σταθ­μό, το κάθε παι­δί να επι­λέ­ξει το είδος χορού που του αρέσει.

ΜΙΡΚΑ: Είναι σημα­ντι­κό για τα παι­διά να έρχο­νται από πολύ νωρίς σε επα­φή με τον χορό. Να τα Βοη­θά­με να προ­χω­ρούν στο είδος που επι­θυ­μούν. Μέσω αυτής της ενα­σχό­λη­σης, τους μετα­δί­δο­νται οι αξί­ες της υπο­μο­νής και της επι­μο­νής, δοκιμά­ζουν νέες δρα­στη­ριό­τη­τες, κοι­νω­νι­κο­ποιού­νται, κάνουν και­νούργιους φίλους, Βιώ­νουν νέες εμπειρίες.

Πέρα από τα οφέ­λη του στα παι­διά, ο χορός απο­τε­λεί μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες τέχνες. Ποιους δρό­μους και τρό­πους έκφρα­σης μπο­ρεί να ακο­λου­θή­σει μια νέα κοπέ­λα μέσα από το χορό; Αν απο­κα­λυ­φθεί ένα ταλέ­ντο και απο­φα­σί­σει να ασχο­λη­θεί επαγ­γελ­μα­τι­κά, τι προ­ο­πτι­κές υπάρ­χουν και τι δυσκο­λί­ες συναντά;

ΕΛΠΙΔΑ: Στα πρώ­τα χρό­νια ερα­σι­τε­χνι­κής ενα­σχό­λη­σης με τον κλα­σι­κό χορό (μπα­λέ­το) η μέση ελλη­νι­κή οικο­γέ­νεια αντι­λαμβάνεται τη δια­δι­κα­σία αυτή ως χόμπι, μια χρή­σι­μη ψυχα­γωγικά άσκη­ση για το κορί­τσι τους (και, συνή­θως, όχι για τον γιο τους — αντί­λη­ψη που περ­νά­ει και στα παι­διά). Δυστυ­χώς, δεν υπάρ­χει σωστή και πλή­ρης ενη­μέ­ρω­ση για τις σπου­δές στο χορό, με απο­τέ­λε­σμα να έχει παγιω­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό η αντί­λη­ψη ότι η ενα­σχό­λη­ση με τον κλα­σι­κό χορό μένει μόνο στο ερα­σι­τε­χνι­κό επί­πε­δο. Άλλω­στε, ως μορ­φή τέχνης είναι προ­σβά­σι­μη κυρί­ως απ’ την οικο­νο­μι­κή ελίτ. Είναι ακρι­βή και απαι­τη­τι­κή η εκπαί­δευ­ση και δύσκο­λη η επαγ­γελ­μα­τι­κή πορεία, άρα είναι δυσπρό­σι­τη στην λαϊ­κή οικογέ­νεια. Έτσι, βλέ­που­με πολ­λές κο­πέλες να στα­μα­τά­νε τα μαθή­μα­τα χορού, ιδιαί­τε­ρα στα χρό­νια του λυκεί­ου. Όμως, όσο πιο ουσια­στικά και Βαθιά γνω­ρί­ζε­σαι με τον χορό, αυτή η μορ­φή τέχνης μετα­τρέ­πε­ται σε αγά­πη, μοι­ράζει χαρά και γίνε­ται ανά­γκη, με απο­τέ­λε­σμα, όσο περ­νά­ει ο και­ρός, να σκέ­φτε­σαι ότι θέλεις να ασχο­λη­θείς επαγ­γελ­μα­τι­κά. Τότε απαι­τεί­ται πολύ μεγα­λύ­τε­ρη αφο­σί­ω­ση, προ­σπά­θεια, χρό­νος. Αλλά το βασι­κό­τε­ρο είναι πως τα έξο­δα αυξά­νο­νται σημα­ντι­κά, τόσο για τα μαθή­μα­τα, την ανώ­τερη εκπαί­δευ­ση, όσο και για τα “ανα­λώ­σι­μα” (παπού­τσια, ρού­χα χορού κ.λπ ). Εννο­εί­ται πως, όταν κατα­φέ­ρει μία χορεύ­τρια να μπει σε οποια­δή­πο­τε ιδιω­τι­κή επαγ­γελ­μα­τι­κή σχο­λή χορού, οι σπου­δές γίνο­νται ακό­μα πιο σκλη­ρές και δαπα­νη­ρές. Οι ώρες που περ­νά­με στη σχο­λή είναι κατά μέσο όρο 5–6 κάθε μέρα και τα δίδα­κτρα μπο­ρούν να φτά­σουν ακό­μα και τα 350€ το μήνα.

ΗΛΕΚΤΡΑ: Εγώ, για παρά­δειγ­μα, πιστεύω πως, εάν συνέ­χι­ζα σε μία ιδιω­τι­κή σχο­λή, μπο­ρεί να είχα στα­ματήσει τον χορό λόγω αδυ­να­μί­ας της οικο­γέ­νειάς μου να πλη­ρώ­νει τόσα χρό­νια δίδα­κτρα, παρό­λο που στη­ρί­ζουν την επι­λο­γή μου να ακο­λου­θή­σω αυτό το δύσκο­λο και ταυ­τό­χρο­να μαγι­κό ταξίδι.

ΜΙΡΚΑ: Κι εγώ θα ήθε­λα να προ­σθέ­σω ότι, ναι μεν οι γονείς μου ήταν πάντα υπο­στη­ρι­κτι­κοί στο να κάνω χορό, αλλά με την προ­ϋ­πό­θε­ση να έχω και μια πανε­πιστημιακή σχο­λή παράλ­λη­λα. Κατα­λα­βαί­νω την ανη­συχία τους και η αλή­θεια είναι πως, αν κάτι γίνει, θέλω να έχω μια «εναλ­λα­κτι­κή» που να μπο­ρώ να ακολου­θήσω και να έχω επαγ­γελ­μα­τι­κή απο­κα­τά­στα­ση. ΕΛΠΙΔΑ: Είναι γεγο­νός αυτό. Παρό­λο που έχω δου­λέψει ως χορεύ­τρια (σε παι­δι­κές χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες παρα­στά­σεις, στο χώρο του σύγ­χρο­νου χορού στην παρά­στα­ση «Poeticsofspace» των DieWolkeArtGroup, διδα­σκα­λία μου­σι­κο­κι­νη­τι­κής αγω­γής στο summer camp του νηπια­γω­γεί­ου της Ελλη­νο­γερ­μα­νι­κης Αγω­γής), όπως πάρα πολ­λοί χορευ­τές, χρειά­ζε­ται να κάνω και δεύ­τε­ρο επάγ­γελ­μα για να βιο­πο­ρι­στώ. Εργά­ζο­μαι ως ανι­μα­τέρ σε παι­δι­κά πάρ­τι και εκδη­λώ­σεις κι έχω μια μικρή επι­χεί­ρη­ση με χει­ρο­ποί­η­τα κοσμή­μα­τα. Εξάλ­λου, κατά και­ρούς, κυρί­ως στη διάρ­κεια του πρώ­του και δεύ­τε­ρου έτους των σπου­δών μου, δού­λευα και στο χώρο των πωλή­σε­ων, για­τί υπάρ­χουν πρό­σθε­τα έξο­δα (έξτρα σεμι­νά­ρια, διαγωνι­σμοί, παρα­στά­σεις κ.λπ.). Αν και, θεω­ρη­τι­κά, δεν είναι υπο­χρεωτικά, βοη­θά­νε στο να υπάρ­ξει περισ­σό­τε­ρη εμπει­ρία στο αντι­κεί­με­νο και να χτι­στεί ένα πλου­σιό­τε­ρο βιο­γρα­φι­κό που θα στη­ρί­ξει την επαγ­γελ­μα­τι­κή εξέλιξη.

Επο­μέ­νως, είναι ξεκά­θα­ρο πως το ταλέ­ντο και η προσπά­θεια δεν είναι οι μονα­δι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την επι­τυ­χία. Το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον μπο­ρεί να ανα­δεί­ξει, να εμπλου­τίσει ή, αντί­στρο­φα, να απο­δυ­να­μώ­σει, να δια­στρε­βλώ­σει την όποια κλί­ση μπο­ρεί να έχει ένας δυνά­μει καλ­λι­τέ­χνης, αφού η οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της οικο­γέ­νειας της φοιτή­τριας χορού παί­ζει δυστυ­χώς κρί­σι­μο ρόλο. Ένας μεγά­λος αριθ­μός φοι­τη­τριών δου­λεύ­ει παράλ­λη­λα με τη σχο­λή, ώστε να αντε­πε­ξέλ­θει στα έξο­δα των σπου­δών, πράγ­μα εξαντλη­τικό για το σώμα. Σωμα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά οι σπου­δές εί­ναι πολύ απαι­τη­τι­κές. Το θετι­κό είναι πως υπάρ­χουν πλέ­ον πολ­λοί τομείς που αφο­ρούν την τέχνη αυτή. Εκτός από τα επαγ­γέλ­μα­τα της χορεύ­τριας και της δασκά­λας, υπάρ­χει η επι­λο­γή να ασχο­λη­θεί κανείς με τη χορο­γρα­φία, τη χοροθε­ραπεία, την επι­μέ­λεια κίνη­σης στο θέα­τρο ή, ακό­μα, και τη θεω­ρη­τι­κή και ιστο­ρι­κή μελέ­τη του χορού. Και σε πολ­λούς ακό­μα κλά­δους που, όμως, απαι­τούν και αυτοί περαι­τέ­ρω ιδιω­τι­κές σπουδές.

Στο χορό η εκπαί­δευ­ση γίνε­ται σε ατο­μι­κό, αλλά και σε ομα­δι­κό επίπεδο.
Πώς η δια­δι­κα­σία αυτή (συγκε­κρι­μέ­νο πρό­γραμ­μα και σκλη­ρή δου­λειά με τη συνερ­γα­σία και επο­πτεία της/του χορο­δι­δα­σκά­λου] δια­μορ­φώ­νει τους χορευ­τές, ως επαγ­γελ­μα­τί­ες και ως καλ­λι­τέ­χνες γενικότερα;

ΗΛΕΚΤΡΑ: Τις περισ­σό­τε­ρες φορές οι επαγ­γελ­μα­τί­ες χο­ρευτές ξεκι­νούν να παρα­κο­λου­θούν μαθή­μα­τα χορού από πολύ μικρή ηλι­κία (4–5 ετών). Σε αυτή την περί­πτω­ση ο/η δάσκαλος/α έχει μεγά­λη ευθύ­νη, όχι μόνο να διδά­ξει την τέχνη του χορού στα παι­διά, αλλά να τους περά­σει επί­σης αξί­ες (π.χ. πει­θαρ­χία, αλλη­λο­σε­βα­σμό, επι­μο­νή, υπο­μο­νή), συμ­βάλ­λο­ντας έτσι στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση και την καλλιέρ­γεια της προ­σω­πι­κό­τη­τας τους. Είναι ανα­γκαίο να υπάρ­χει μετα­ξύ τους εμπι­στο­σύ­νη, μια ξεχω­ρι­στή σχέ­ση, σπά­νια πια στην επο­χή της εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης της εκπαί­δευ­σης και της τέχνης, που υπο­νο­μεύ­ε­ται συνε­χώς. Οι μαθη­τές, πλέ­ον, αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως πελά­τες με απο­τέ­λε­σμα πολ­λές σχο­λές χορού να ανα­δει­κνύ­ουν μαθη­τές περισ­σό­τε­ρο Βάσει οικο­νο­μι­κών κρι­τη­ρί­ων παρά ταλέ­ντου. Έτσι, καλ­λιερ­γεί­ται πολύ έντο­να το κλί­μα του ανταγωνισμού.

ΜΙΡΚΑ: Όπως σε όλες τις άλλες τέχνες, πρέ­πει μέσα από το χορό, ως επαγ­γελ­μα­τί­ες και εργα­ζό­με­νες, να φωτί­ζου­με κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και κοι­νω­νι­κές αδι­κί­ες. 0 καλλιτέ­χνης και με το έργο του οφεί­λει να παίρ­νει θέση. Στοιχισμέ­νη με τις αξί­ες του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος, η σύγχρο­νη τέχνη καλ­λιερ­γεί τον ατο­μι­κι­σμό και τον αντα­γω­νι­σμό. Η απο­τυ­χία σου, επι­τυ­χία μου.

Μήνες πριν, το σύνο­λο των καλ­λι­τε­χνι­κών σωμα­τεί­ων (και οι σπου­δα­στές χορού) αγω­νί­ζο­νταν ενά­ντια στην υπο­βάθ­μι­ση των σπου­δών τους. Διεκ­δι­κού­σαν επαγ­γελ­μα­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση των πτυ­χί­ων τους, αξιο­πρε­πή εκπαί­δευ­ση, εργα­σία με δικαιώ­μα­τα. Τι απαι­τεί­ται σήμε­ρα ώστε ν’ ανοί­ξει ο δρό­μος για την εκπαι­δευ­τι­κή. καλ­λι­τε­χνι­κή και επαγ­γελ­μα­τι­κή ολο­κλή­ρω­ση των νέων ανθρώ­πων που θέλουν ν’ ασχο­λη­θούν με το χορό;

ΜΙΡΚΑ: Πράγ­μα­τι, στην αρχή της χρο­νιάς σύσ­σω­μη η χο­ρευτική κοι­νό­τη­τα, σπου­δα­στές, δάσκα­λοι, εργα­ζό­με­νοι, κινη­το­ποι­η­θή­κα­με, βγή­κα­με στους δρό­μους, διεκ­δι­κώ­ντας αιτή­μα­τα για τις σπου­δές και τη δου­λειά που δικαιού­μα­στε. Για μια Εκπαί­δευ­ση που μας αξί­ζει, αλλά και για όρους αμοι­βής και εργα­σί­ας που να μας επι­τρέ­πουν να ζού­με από την άσκη­ση της Τέχνης μας κι όχι να την έχου­με σαν πά­ρεργο. Παλεύ­ου­με για ένα δημό­σιο πανε­πι­στή­μιο παραστα­τικών τεχνών, με τμή­μα­τα χορού, θεά­τρου κλπ. Με ενιαίο πρό­γραμ­μα σπου­δών, με καλά καταρ­τι­σμέ­νο επι­στη­μο­νι­κό δυνα­μι­κό και τον απα­ραί­τη­το εξο­πλι­σμό, για να μπο­ρού­με να σπου­δά­ζου­με την τέχνη μας δωρε­άν, ολο­κλη­ρω­μέ­να και σε Βάθος. Η Ανώ­τα­τη Καλ­λι­τε­χνι­κή Εκπαί­δευ­ση είναι ανα­γκαίο να απλώ­νε­ται από την προ­σχο­λι­κή αγω­γή μέχρι και την ολο­κλή­ρω­ση 12χρονης υπο­χρε­ω­τι­κής σχο­λι­κής εκπαί­δευ­σης. Σε αυτό το πλαί­σιο, οι νέοι άνθρω­ποι δεν θα χρειά­ζε­ται να χώνουν Βαθιά το χέρι στην τσέ­πη για να ολο­κλη­ρώ­σουν τις σπου­δές τους και η φοί­τη­ση δεν θα εί­ναι υπό­θε­ση μόνο αυτών που μπο­ρούν να εξα­σφα­λί­σουν τα αντί­στοι­χα δίδα­κτρα. Ακό­μα, θέλου­με μια τέχνη που να φέρ­νει τον κόσμο κοντά, τέχνη με περιε­χό­με­νο, που έχει κάτι να πει. Και καλ­λι­τέ­χνες που να παίρ­νουν θέση στα μεγά­λα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, να γίνου­με αγω­νι­στές και αγω­νί­στριες της ζωής, της κοι­νω­νί­ας, της τέχνης

ΕΛΠΙΔΑ: Ήρθε ξανά στο προ­σκή­νιο το αίτη­μα όλων των σωμα­τεί­ων, και των καλ­λι­τε­χνι­κών, για Συλ­λο­γι­κές Συμ­βάσεις Εργα­σί­ας παντού! Ξέρου­με καλά ότι οι διεκ­δι­κή­σεις μας, τα σύγ­χρο­να δικαιώ­μα­τα μας, και ως επαγ­γελ­μα­τί­ες χορεύ­τριες, απαι­τούν σύγκρου­ση με την εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση του Πολι­τι­σμού και της Εκπαί­δευ­σης, με την ΕΕ του πλαι­σί­ου Προ­σό­ντων και των δια­βαθ­μι­σμέ­νων πτυ­χί­ων, σύγκρου­ση με τους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς κολοσ­σούς, τον κα­θένα ξεχω­ρι­στά και όλους μαζί, στον χώρο των Τεχνών, στον τομέα του χορού. Απαι­τεί­ται να ανοί­ξει ο δρό­μος για μια άλλη κοι­νω­νία όπου οι Τέχνες, η εκπαί­δευ­ση, ο καλλι­τέχνης, δεν θα συν­θλί­βο­νται στις Συμπλη­γά­δες της κερδο­φορίας των μεγαλοεπιχειρηματιών.

Περισσότερα

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο