Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πίτερ Ο’ Τουλ: Το «παιδί της εγκληματικής τάξης», που έγινε βασιλιάς της υποκριτικής

Ογκό­λι­θος υπο­κρι­τι­κής, με μία διφο­ρού­με­νη, πολ­λές φορές, γοη­τεία, θα γρά­ψει τη δική του ιστο­ρία στον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο, ως βασι­κός εκπρό­σω­πος της βρε­τα­νι­κής σχο­λής, την οποία αξιο­ποί­η­σε στον υπέρ­τα­το βαθ­μό και την πήγε ένα βήμα παρα­πέ­ρα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τις κλα­σι­κές θεα­τρι­κές σαιξ­πη­ρι­κές φόρ­μες, για να βρί­σκε­ται ένα βήμα μπρο­στά από την επο­χή του. Ακό­μη και σήμε­ρα, οι ερμη­νεί­ες του Πίτερ Ο’ Τουλ θα χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν προ­χω­ρη­μέ­νες για την επο­χή, θα άφη­ναν τη σκιά τους στο παγκό­σμιο σινε­μά, όπως μονα­δι­κά έκα­νε στην περί­φη­μη σκη­νή της ερή­μου, στον «Λόρενς της Αρα­βί­ας» του Ντέι­βιντ Λιν, την αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή επι­κή ται­νία που απο­γεί­ω­σε την καριέ­ρα του.

Και όμως, αυτός ο θρύ­λος της υπο­κρι­τι­κής, που αντά­ρια­ζε τις οθό­νες, δεν θα τιμη­θεί ποτέ με το Όσκαρ, για κάποιον από τους πολ­λούς αξιο­θαύ­μα­στους ρόλους του, παρό­τι προ­τά­θη­κε οχτώ φορές για το χρυ­σό αγαλ­μα­τί­διο, κρα­τώ­ντας ακό­μη και σήμε­ρα αυτό το αρνη­τι­κό ρεκόρ, ακο­λου­θού­με­νος από τον φίλο του Ρίτσαρντ Μπάρ­τον με επτά υποψηφιότητες.

Συμπλη­ρώ­νο­ντας 10 χρό­νια από τον θάνα­τό του (14 Δεκεμ­βρί­ου 2013), αξί­ζει να θυμη­θού­με από πού μας προ­έ­κυ­ψε αυτό το θηρίο της υπο­κρι­τι­κής από την Ιρλαν­δία, τις κορυ­φαί­ες του στιγ­μές στο σινε­μά, την πεποί­θη­ση του ότι «είναι παι­δί της εγκλη­μα­τι­κής τάξης», για τις ασω­τί­ες και τις τρέ­λες του, τα πάθη του με τις γυναί­κες και το αλκο­όλ, με το οποίο αντι­κα­τέ­στη­σε το νερό στην πολυ­τά­ρα­χη ζωή του. Και ταυ­τό­χρο­να, του καλ­λι­τέ­χνη που αρνή­θη­κε τον τίτλο του «Σερ» από το βρε­τα­νι­κό στέμ­μα, για ιδε­ο­λο­γι­κούς και προ­σω­πι­κούς λόγους.

Εκ πεποιθήσεως Ιρλανδός

Ο Πίτερ Ο’ Τουλ γεν­νή­θη­κε στις 2 Αυγού­στου του 1932, στο Κονε­μά­ρα της Ιρλαν­δί­ας, σύμ­φω­να με τον ίδιο, αν και κάποιοι υπο­στη­ρί­ζουν ότι αυτό έγι­νε στο Λιντς της Αγγλί­ας, όπου μεγά­λω­σε. Μητέ­ρα του ήταν η Κόν­στανς Τζέιν, σκω­τσέ­ζι­κης κατα­γω­γής, νοσο­κό­μα στο επάγ­γελ­μα και πατέ­ρας του, ο Ιρλαν­δός μεταλ­λουρ­γός, παί­χτης ποδο­σφαί­ρου και πρά­κτο­ρας του ιππο­δρο­μια­κού στοι­χή­μα­τος. Άλλω­στε στα πρώ­τα πέντε χρό­νια της ηλι­κί­ας του, θα γυρί­σει αρκε­τές πόλεις της βόρειας Αγγλί­ας, ακο­λου­θώ­ντας τον πατέ­ρα του που κυνη­γού­σε τα άλο­γα και τα στοι­χή­μα­τα. Πήγε σε καθο­λι­κό σχο­λείο, όπου εξα­να­γκά­στη­κε να γίνει δεξιό­χει­ρας, μετά από πολύ ξύλο που έφα­γε από τις καλό­γριες, ενώ όταν ξεμπέρ­δε­ψε με τα μαθή­μα­τα, θα αρχί­σει να εργά­ζε­ται ως μαθη­τευό­με­νος δημο­σιο­γρά­φος και φωτο­γρά­φος στην εφη­με­ρί­δα Yorkshire Evening Post, έως ότου κλή­θη­κε να υπη­ρε­τή­σει τη θητεία του στο Βρε­τα­νι­κό Βασι­λι­κό Ναυτικό.

Από την ποίηση στο θέατρο

Το όνει­ρό του ήταν να γίνει ποι­η­τής, αλλά ένα τυχαίο περι­στα­τι­κό θα τον στεί­λει στο παλ­κο­σέ­νι­κο. Λίγο πριν από το άνοιγ­μα της αυλαί­ας του έργου «Fathers and Sons» ο πρω­τα­γω­νι­στής έπε­σε από τις σκά­λες και τον αντι­κα­τέ­στη­σε ο νεα­ρός τότε Πίτερ Ο’Τουλ, για να κολ­λή­σει με την υπο­κρι­τι­κή. Έτσι, θα βρε­θεί να παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα στη Βασι­λι­κή Ακα­δη­μία Δρα­μα­τι­κής Τέχνης, από το 1952 έως το 1954, αφού νωρί­τε­ρα είχε απορ­ρι­φθεί από τη σχο­λή δρα­μα­τι­κής τέχνης του Θεά­τρου Abbey, από τον διευ­θυ­ντή Έρνεστ Μπλάιθ, επει­δή δεν μπο­ρού­σε να μιλή­σει ιρλαν­δι­κά! Συμ­φοι­τη­τές του στην Ακα­δη­μία ήταν οι Άλμπερτ Φίνεϊ και Άλαν Μπέιτς, μετέ­πει­τα ιερά τέρα­τα της υπο­κρι­τι­κής και γνω­στοί πότες. Μαζί τους, αλλά και αργό­τε­ρα με τους στε­νούς φίλους του Ρίτσαρντ Μπάρ­τον και Όλι­βερ Ριντ, θα συν­θέ­σουν την περί­φη­μη αλκο­ο­λού­χα πεντά­δα των «rat pack».

Γαλάζια βασανισμένη ματιά

Ο Πίτερ Ο’ Τουλ, δια­θέ­το­ντας μία λεπτή ομορ­φά­δα, μια μονα­δι­κή γοη­τεία, στη­ρι­ζό­με­νη εν πολ­λοίς στο διεισ­δυ­τι­κό του βλέμ­μα, που μπο­ρού­σε να τρυ­πή­σει και χαλύ­βδι­να τεί­χη, με τα γαλά­ζια βασα­νι­σμέ­να του μάτια και μια αέρι­νη λιγνή φυσιο­γνω­μία, θα έχει σπου­δαία στα­διο­δρο­μία στο θέα­τρο, το οποίο δεν εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ, ακό­μη και όταν έγι­νε σταρ πρώ­του μεγέ­θους στον κινηματογράφο.

Θα κάνει το θεα­τρι­κό του ντε­μπού­το με τον θία­σο του Bristol Old Vic και πολύ σύντο­μα θα κερ­δί­σει την καρ­διά και το θερ­μό χει­ρο­κρό­τη­μα των θεα­τρό­φι­λων. Ως «Άμλετ», τον αγα­πη­μέ­νο του ήρωα, θα αφή­σει επο­χή, ενώ λάτρευε να παί­ζει, αυτός ο ατί­θα­σος χαρα­κτή­ρας, που ήταν πάντα απέ­να­ντι στο βρε­τα­νι­κό στέμ­μα, ρόλους βασι­λιά­δων. «Οι βασι­λιά­δες είναι οι καλύ­τε­ροι ρόλοι. Τόσο στη ζωή όσο και στο θέα­τρο. Ζητούν ό,τι θέλουν και το απο­κτούν», συνή­θι­ζε να λέει. «Στο θέα­τρο κυκλο­φο­ρεί ένα παλιό ρητό, τόσο παλιό όσο το ίδιο το θέα­τρο: Για να βρεις έναν πρω­τα­γω­νι­στή ή μια πρω­τα­γω­νί­στρια, δες αν έχει τα κότσια να φορέ­σει στέμ­μα. Στην καριέ­ρα μου έχω παί­ξει αρκε­τούς βασι­λιά­δες», συμπλή­ρω­σε με νόημα.

Ο Λόρενς στα ουράνια

Στα κινη­μα­το­γρα­φι­κά πλα­τό θα μπει το 1958, χωρίς ιδιαί­τε­ρη θέρ­μη. Μέχρι το 1962 θα παί­ξει σε πέντε αδιά­φο­ρες ται­νί­ες, μέχρι που θα έρθει ο Ντέι­βιντ Λιν να του προ­τεί­νει τον ρόλο του συνταγ­μα­τάρ­χη Λόρενς στην κλα­σι­κή αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή ται­νία, η οποία θα στεί­λει τη φήμη του στα ουρά­νια, αλλά θα του δώσει και την πρώ­τη του υπο­ψη­φιό­τη­τα για Όσκαρ. Ένα Όσκαρ, που θα χάσει από τον Γκρέ­κο­ρι Πεκ, κάτι που θα θεω­ρη­θεί, όχι αδί­κως, ένα από τα πλέ­ον ηχη­ρά σκάν­δα­λα στην ιστο­ρία του θεσμού.

Χαμένες υποψηφιότητες

Για την ιστο­ρία, ακο­λού­θη­σαν ακό­μη επτά υπο­ψη­φιό­τη­τες στις ται­νί­ες: «Μπέ­κετ» (1964), «Το Λιο­ντά­ρι του Χει­μώ­να» (1968), «Αντίο κύριε Τσι­πς» (1969), «Η άρχου­σα τάξη» (1972), «Στά­ντμαν, ο ριψο­κίν­δυ­νος δρα­πέ­της» (1980), «Η τυχε­ρή μου χρο­νιά» (1982) και «Venus» (2007). Κάποιος θα έλε­γε ότι η Αμε­ρι­κά­νι­κη Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου δεν ήθε­λε ανά­με­σα στους βρα­βευ­μέ­νους της, έναν τύπο που δεν πήγαι­νε με το ρεύ­μα και δια­τη­ρού­σε το αναρ­χι­κό πνεύ­μα ενός Ιρλαν­δού. 

«Ακολασίες»

Ο Πίτερ Ο’ Τουλ τη δεκα­ε­τία του ’50, θα συμ­με­τά­σχει ενερ­γά στις δια­μαρ­τυ­ρί­ες ενα­ντί­ον του πολέ­μου της Κορέ­ας και τη δεκα­ε­τία του ‘60 θα βρε­θεί στην πρώ­τη γραμ­μή ενά­ντια στον πόλε­μο του Βιετ­νάμ. Επι­πλέ­ον, στα ραντάρ της υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κής Ακα­δη­μί­ας θα βρε­θεί και για τις «ακο­λα­σί­ες» του, τη δεκα­ε­τία του ‘60. Πίνο­ντας δημό­σια μέχρι τελι­κής πτώ­σε­ως και κάνο­ντας χρή­ση μαρι­χουά­νας, χάλα­γε την εικό­να ενός ζωντα­νού θρύ­λου, σύμ­φω­να με τις επι­τα­γές του Χόλιγουντ.

Ανά­με­σα στις ται­νί­ες, που αξί­ζει να θυμό­μα­στε την ερμη­νεία του, πέρα από αυτές που προ­τά­θη­κε για Όσκαρ, βρί­σκο­νται και το δρα­μα­τι­κό «Ο Λόρ­δος Τζιμ», του Ρίτσαρντ Μπρουκς, η περι­πέ­τεια «Ο Γίγας του Βορ­ρά», του Νίκο­λας Ρέι, το πολε­μι­κό φιλμ μυστη­ρί­ου «Η Νύχτα των Στρα­τη­γών» του Ανα­τόλ Λίτ­βακ, το κωμι­κό «Τα Φτε­ρά της Δημο­σιό­τη­τας» του Οτα­κάρ Βότο­τσεκ, αλλά και το σύντο­μο και συντα­ρα­κτι­κό του πέρα­σμά από «Τον Τελευ­ταίο Αυτο­κρά­το­ρα» του Μπερ­νάρ­ντο Μπερτολούτσι.

Ένας γάμος — χίλιες γυναίκες

Οι περι­πέ­τειες του με τις γυναί­κες ανε­ξά­ντλη­τες, καθώς υπήρ­ξε απα­ρά­μιλ­λος καρ­διο­κα­τα­κτη­τής. Παρό­τι παντρεύ­τη­κε μόνο μία φορά, το 1959, την ηθο­ποιό Σαν Φίλι­πς, με την οποία χώρι­σε έπει­τα από 20 χρό­νια δύσκο­λου γάμου, λόγω του ποτού, ο ίδιος απο­κά­λυ­ψε σε κάποια από τις βιο­γρα­φί­ες του, ότι είχε ερω­τι­κές σχέ­σεις με περισ­σό­τε­ρες από χίλιες γυναίκες.

Ευγνωμοσύνη

Οι κατα­χρή­σεις θα επι­βα­ρύ­νουν την υγεία του και από τη δεκα­ε­τία του ‘70 θα αρχί­σει να έχει σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα, καθώς δια­γνώ­στη­κε με καρ­κί­νο στο στο­μά­χι. Μετά από μία δύσκο­λη και πετυ­χη­μέ­νη επέμ­βα­ση, θα επι­στρέ­ψει στη δου­λειά, αλλά όχι με την ίδια ορμή, ενώ το 2003 θα του απο­νε­μη­θεί το Όσκαρ για τη συνο­λι­κή του προ­σφο­ρά στον κινη­μα­το­γρά­φο. Ένα βρα­βείο, το οποίο αρχι­κά αρνή­θη­κε να παρα­λά­βει, αλλά τελι­κά πεί­στη­κε να παρα­βρε­θεί στην απο­νο­μή, λέγο­ντας σκω­πτι­κά προς τους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους ότι «θα μπο­ρού­σε η Ακα­δη­μία να περι­μέ­νει έως ότου φτά­σω τα 80». Στην ηλι­κία που ανα­κοί­νω­σε την απο­χώ­ρη­σή του από την ενερ­γό δρά­ση «με μια βαθιά ευγνω­μο­σύ­νη» προς το κοι­νό, ενώ ένα χρό­νο μετά θα αφή­σει την τελευ­ταία του πνοή. Έχο­ντας για πάντα την απε­ριό­ρι­στη ευγνω­μο­σύ­νη μας…

Πηγή: ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

 

Να ακου­στεί μέχρι τη Γάζα: ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο