Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρ. Ζήκος: Ο δάσκαλος από τα Γιάννενα

Ολο­έ­να κάτι παλιές ιστο­ρί­ες πιά­να­νε ο πατέ­ρας μου με τους μου­σα­φι­ραί­ους μας. Στο πανη­γύ­ρι του, το σπί­τι μας απά­νου στο χωριό ήταν γιο­μά­το. Η μάνα δεν προ­λά­βαι­νε τα τηγα­νη­τά τα συκω­τά­κια, τα μπου­ρέ­κια και τις γαλα­τό­πι­τες. Το μεση­μέ­ρι έβγα­ζε και το μεγά­λο το ταψί, το μπριά­μι της γάστρας, αρνί με ρύζι. Ούζο, φαΐ και μουχαμπέτι.

Ανά­με­σα τη βοή­θα­γα κι εγώ κι άκουα να λένε και για κάποιο δάσκα­λο από τα Γιάν­νε­να . Μετά από κάτι χρό­νια, στην Πρώ­τη Γυμνα­σί­ου, ήμα­σταν με τον πατέ­ρα στην Παρα­μυ­θιά κι ετοι­μα­ζό­μα­σταν για το χωριό. Για, μου λέει, λίγο να πού­με μια καλη­μέ­ρα εδώ και φεύ­γου­με. Μπή­κα­με σ’ ένα εμπο­ρι­κό χον­δρι­κής κι ο πατέ­ρας τα είπε για λίγο στο πόδι με τον καταστηματάρχη.

Απ’ ό, τι είδα, μιλά­γα­νε σαν πολύ φίλοι. Με ρώτη­σε κι εμέ­να πώς πάω με το σχο­λείο και κινή­σα­με για το χωριό.

Στο δρό­μο ο πατέ­ρας έπια­σε ένα περι­στα­τι­κό του Γενά­ρη του 1948. Τα’ λεγε κοφτά και γρή­γο­ρα, λες και τον κυνηγάγανε.

Τώρα που ανα­στο­χά­ζο­μαι όλα όσα μου έλε­γε, σκέ­φτο­μαι πόσο κοντά ήταν το 1948 για τον πατέ­ρα μου και πόσο μακρι­νό μου φαι­νό­ταν εμένα.

Ήταν Γενά­ρης μήνας, είπε ο πατέ­ρας κι ήμα­σταν στο σπί­τι κάτου στον κάμπο. Ένα σού­ρου­πο ακούω τα σκυ­λιά που τρώ­γο­νταν και βγή­κα παρα­ε­ξω. Έρχο­νταν προς τ’ εμάς πέντε με χακί, οπλι­σμέ­νοι κι ένας βαθ­μο­φό­ρος μπρο­στά με το πιστό­λι στο χέρι προς τ’ εμένα.

Βγή­κε κι ο πατέ­ρας μου και χωρίς να μας πού­νε κου­βέ­ντα κι ούτε να μας δεί­ξουν κανέ­να χαρ­τί, μας βάλα­νε χει­ρο­πέ­δες και μας πήρα­νε. Πίσω ακου­γό­ταν ο σκου­σμός των μικρών μου αδελ­φών και το μοι­ρο­λόι που ‘χε σηκώ­σει η μάνα μου.

Βγή­κα­με από τα χωρά­φια και μας βάλα­νε σε ένα Τζέιμς που ήταν στα­μα­τη­μέ­νο στο δημό­σιο με δύο οπλισμένους.

Προ­τού μπού­με στην καρό­τσα λέει ο βαθ­μο­φό­ρος του πατέ­ρα μου: “Αμαρ­τί­αι γονέ­ων παι­δεύ­ου­σι τέκνα, ε” ; Δεν του ‘πε τίπο­τε ο πατέ­ρας μου.

Στην Παρα­μυ­θιά το Τζέιμς στα­μά­τη­σε, δεν κατα­λά­βα­με για­τί, έξω από ένα μαγα­ζί. Εμείς δεν βλέ­πα­με τίπο­τα, παρά μόνο πιά­σα­με κάτι σιγα­νές κου­βέ­ντες. Μετά κάτι σαν να ξεδι­πλώ­νο­νται χαρ­τιά κι ύστε­ρα βλέ­πω να σηκώ­νο­νται οι πλαϊ­νοί μου­σα­μά­δες του Τζέιμς. Ήταν ο μπάρ­μπα- Μήτσης που χαι­ρε­τη­θή­κα­με στην Παρα­μυ­θιά. Αμέ­σως επέ­στρε­ψε τα χαρ­τιά στο βαθ­μο­φό­ρο και του ‘πε να μας κατε­βά­σουν και να μας αφήσουν.

Μετά από κάνα δυο τρία χρό­νια, γύρω στα 51, μου είπε ο μπάρ­μπα- Μήτσης στην Παρα­μυ­θιά τα καθέκαστα.

Σας πηγαί­να­νε για την Κέρ­κυ­ρα με τον 509 Νικό­λα, μου είπε.” Σκο­πεύ­α­τε πατήρ και υιός την βίαιαν ανα­τρο­πήν του κρα­τού­ντος κοι­νω­νι­κού καθε­στώ­τος καθό­σον είχα­τε επα­φάς κατ’ εξα­κο­λου­θή­σουν με αντε­θνι­κώς δρώ­ντες εις τους οποί­ους παρεί­χα­τε βάσιν δια τας ανα­τρε­πτι­κάς ενα­ντί­ον του έθνους ενερ­γεί­ας των”.

Όταν έδι­να για την Ακα­δη­μία ήμουν με τον πατέ­ρα στο μώλο στα Γιάν­νε­να και τον ακούω να φωνά­ζει: “δάσκα­λε, δάσκα­λε”! Γυρί­ζει εκεί­νος, τον ανα­γνω­ρί­ζει, αγκα­λιά­ζο­νται κι είπαν κάτι στα γρή­γο­ρα. Πλη­σί­α­σα κι εγώ και μου ευχή­θη­κε “καλή επι­τυ­χία”. Μου φάνη­κε πολύ λυπημένος.

Στην επι­στρο­φή για το “Παν­δο­χεί­ον Ματσαγ­γας”, στον Γυα­λί­κα­φε­νέ, ο πατέ­ρας μου είπε για τον δάσκα­λο στο μώλο.

Ήταν φίλος του από τότε που υπη­ρε­τού­σε στα χωριά μας. Σπου­δαί­ος δάσκα­λος. Κυνη­γη­μέ­νος από το μετα­δε­κεμ­βρια­νό κρά­τος και παρακράτος.

Τον είχα­με κρύ­ψει κι αυτόν το 47 στο σπί­τι μας, (το μονα­δι­κό στη μέση του κάμπου).

Κατό­πι τον φυγα­δέ­ψα­με νύχτα μέσω του Γκου­ρί­λα, τον βγά­λα­με από τη Σκά­λα προς το Γιαν­νιώ­τι­κο και θα ‘φτα­σε στα Γιάν­νε­να 8–10 ώρες απ’ το χωριό μας.

Του το φύλαε, είκο­σι χρό­νια μετά, η δικτα­το­ρία. Τον έπα­ψε μαζί με άλλους δύο χιλιά­δες. Το πολι­τι­κό του μητρώο ήταν πολύ βαρύ για να το σηκώ­νει. Αγω­νι­ζό­ταν για μια Ελλά­δα λευ­τε­ρη και μια λευ­τε­ριά πανανθρώπινη.

Χρή­στος Ζήκος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο