Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν «η γλώττα προτρεχέτω του νοός» — Απάντηση σ’ ένα λιβελλογράφημα

Ο ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος των δεκα­ε­τιών του ’50 και του ’60 (πριν τη χού­ντα) είχε γενι­κά φτω­χές παρα­γω­γές. Κυρί­ως σε τεχνι­κά μέσα, σε προ­σφο­ρά πλειά­δας ηθο­ποιών και σε άλλες, παρό­μοιου είδους παρα­μέ­τρους. Άλλω­στε, η Ελλά­δα των δύο πρώ­των μετα­πο­λε­μι­κών δεκα­ε­τιών δεν ήταν Αμε­ρι­κή με Χόλυ­γουντ, ούτε καν κάποια από τις προηγ­μέ­νες ευρω­παϊ­κές χώρες με παρά­δο­ση στην έβδο­μη τέχνη, όπως η Γαλ­λία, η Ιτα­λία ή η Αγγλία, αλλά ούτε καν και κάποια από τις λιγό­τε­ρο ανε­πτυγ­μέ­νες δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές χώρες. Ωστό­σο, υπήρ­ξαν προ­σπά­θειες, κάποιες ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κές, ακό­μα και εμβλη­μα­τι­κές, παρ’ όλη την ένδεια σε χρή­μα και σε μέσα, που κατέ­λη­γαν σε ται­νί­ες που έχουν αφή­σει το απο­τύ­πω­μά τους στον χώρο της τέχνης στην Ελλά­δα. Εξαι­ρε­τι­κοί ερμη­νευ­τές, οι περισ­σό­τε­ροι προ­ερ­χό­με­νοι από τον χώρο του θεά­τρου, επι­λεγ­μέ­νοι σενα­ριο­γρά­φοι και σκη­νο­θέ­τες με μερά­κι και θέλη­ση να φτιά­ξουν ένα φιλμ αξιώ­σε­ων, παρά τα πενι­χρά μέσα που διέθεταν.

Μια από τις πιο επι­τυ­χη­μέ­νες κωμω­δί­ες της επο­χής (1962) ήταν και η γνω­στή ται­νία της Φίνος «Ο Θόδω­ρος και το δίκα­νο» σε σκη­νο­θε­σία του Ντί­νου Δημό­που­λου και σενά­ριο του αξέ­χα­στου Νίκου Τσι­φό­ρου, με πρω­τα­γω­νι­στές τους Μίμη Φωτό­που­λο, Νίτσα Τσα­γα­νέα, Λαυ­ρέ­ντη Δανέλ­λο, Βάσω Μερι­διώ­του, Σμα­ρού­λα Γιού­λη, Αντι­γό­νη Κου­κού­λη, Κώστα Βου­τσά, Χρή­στο Τσα­γα­νέα και άλλους. Ήταν σ’ αυτή την ται­νία, όπου δια­μεί­βε­ται ο γνω­στός διά­λο­γος μετα­ξύ Φωτό­που­λου και Δια­νέλ­λου, με απο­δέ­κτες τις – κινη­μα­το­γρα­φι­κές – συζύ­γους τους Νίτσα Τσα­γα­νέα και Βάσω Μερι­διώ­του και ακού­γε­ται εκεί­νη η αξέ­χα­στη ατά­κα, δυο φορές μάλι­στα, ελα­φρά παραλλαγμένη:

Η πρώ­τη (Δια­νέλ­λος προς Μεριδιώτου):

  • Ρωξά­νη, μη προ­τρε­χέ­τω η γλώτ­τα του νοός!

και η δεύ­τε­ρη (Φωτό­που­λος προς Ν. Τσαγανέα):

  • Αγγε­λι­κή, προ­τρε­χέ­τω η γλώτ­τα του νοός!

Απα­ραί­τη­τη αυτή η εισα­γω­γή για έναν απλό λόγο. Αν κάποιος θέλει σήμε­ρα κάτι να πει ή να γρά­ψει και πρέ­πει ντε και καλά να στη­ρί­ξει με κάθε τρό­πο την άπο­ψή του, μπο­ρεί εύκο­λα να διο­λι­σθή­σει σε λέξεις, φρά­σεις, έννοιες, ακό­μα και σε ολό­κλη­ρα κεί­με­να, που δεν έχουν σχέ­ση με την αλή­θεια ή που μπο­ρούν να εμφα­νί­ζουν από­ψεις τόσο στρε­βλές, που δεν τις αντέ­χει ούτε ο κοι­νός νους. Αρκεί να ικα­νο­ποιούν τον ομι­λη­τή ή τον συντάκτη.

Φυσι­κά, δεν είμα­στε παι­διά να θεω­ρού­με ότι σε πολι­τι­κό-ιδε­ο­λο­γι­κό-κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο κάποιος απλά αφή­νει τη γλώσ­σα του (προ­φο­ρι­κή ή γρα­πτή) να τρέ­ξει πιο μπρο­στά από το μυα­λό του, ώστε στο τέλος να κατα­λή­γει να λέει ανα­λή­θειες ή ανοη­σί­ες. Είμα­στε σίγου­ροι ότι τέτοιες από­ψεις παρα­τί­θε­νται συνει­δη­τά και με πλή­ρη γνώ­ση ότι αυτά που λέγο­νται ή γρά­φο­νται είναι ανα­λή­θειες, δια­στρε­βλώ­σεις άλλων λεχθέ­ντων ή ακό­μα και ύβρεις. Φτά­νει να ντυ­θεί μια ομι­λία ή ένα κεί­με­νο με μερι­κές βαρύ­γδου­πες εκφρά­σεις και πια­σά­ρι­κες λέξεις και μετά όποιον πάρει ο χάρος. Και στο τέλος να  βγά­ζει – ο ομι­λών ή ο συντά­κτης – και συμπέ­ρα­σμα ότι έχει δίκιο και όλοι οι άλλοι άδικο!

Η κυρία Σοφία Γιαν­να­κά, πρώ­ην βου­λευ­τής του ΠΑΣΟΚ και απο­τυ­χού­σα να εκλε­γεί την τελευ­ταία φορά που έβα­λε υπο­ψη­φιό­τη­τα, δημο­σιο­γρα­φεί σήμε­ρα στην ειδη­σε­ο­γρα­φι­κή ιστο­σε­λί­δα “iefimerida” (www.iefimerida.gr) και έχει ανα­λά­βει εργο­λα­βι­κά τον ρόλο της αρθρο­γρά­φου του αντι­κομ­μου­νι­σμού. Με γειά της με χαρά της, θα πει κάποιος. Άξιος ο μισθός της, μάλι­στα, θα συμπλή­ρω­να εγώ.

Από αυτό το σημείο όμως, μέχρι το να κατα­σκευά­ζει λιβελ­λο­γρα­φή­μα­τα σαν αυτό της 23ης του Μάρ­τη, με τίτλο «Ποιοι μισούν την 25η Μαρ­τί­ου», η από­στα­ση είναι χαώδης.

Δεν θα κάτσω τώρα να ανα­λύ­σω λέξη προς λέξη, όλο αυτό το απί­θα­νο και απύθ­με­νου θρά­σους κεί­με­νο, αλλά πρέ­πει να υπεν­θυ­μί­σου­με στην εν λόγω κυρία ότι ο πατριω­τι­σμός για τον οποίο ανα­λώ­νε­ται σχε­δόν σε ολό­κλη­ρο το κεί­με­νό της, δεν έχει καμιά σχέ­ση με:

  • Τις ανα­φο­ρές Γάλ­λων διπλω­μα­τών στο …Twitter
  • Τη δήθεν σφυ­ρη­λά­τη­ση των δεσμών της χώρας μας με την «πολι­τι­σμέ­νη» Δύση. Ποια Δύση; Αυτήν των εκα­το­ντά­δων επεμ­βά­σε­ων όπου γης; Των δεκά­δων αποι­κιο­κρα­τι­κών καθε­στώ­των, και μάλι­στα αμέ­σως μετά τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, ιδιαί­τε­ρα από εκεί­νες τις χώρες, που «στά­θη­καν στο πλευ­ρό» των επα­να­στα­τη­μέ­νων Ελλή­νων; Αυτών των ίδιων χωρών, που δια­τή­ρη­σαν τις αποι­κί­ες τους με φωτιά και σίδε­ρο, ακό­μα και μετά τη λήξη του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου; Αυτών που έχουν στη­ρί­ξει μέχρι σήμε­ρα και με κάθε τρό­πο τις δικτα­το­ρί­ες σε όλες τις ηπεί­ρους, προ­κει­μέ­νου να απο­μυ­ζούν τον μόχθο εκα­τομ­μυ­ρί­ων φτωχών;
  • Την «τιμή» που μας κάνουν με την παρου­σία τους οι εκπρό­σω­ποι μιας από τις τελευ­ταί­ες μοναρ­χί­ες του πλα­νή­τη, μαζί με άλλους υψη­λό­βαθ­μους των χωρών του διε­θνούς ιμπεριαλισμού.
  • Με την ευαγ­γε­λι­ζό­με­νη «ανύ­ψω­ση» της χώρας στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό στε­ρέ­ω­μα, ως χώρα-μεντε­σέ στην περιο­χή μας, για να περ­νούν τα σχέ­δια επέ­κτα­σης των μεγά­λων μονο­πω­λί­ων, σε βάρος του λαού μας και σε βάρος των λαών της περιο­χής. Και μάλι­στα, με τον φόβο να βρε­θού­με στο μάτι του κυκλώ­να, σε περί­πτω­ση διε­θνούς σύρραξης.
  • Με τις κραυ­γές περί Πατρί­δας, Πατριω­τι­κού και Εθνι­κού και με τις ανα­φο­ρές για την από­λυ­τη ταύ­τι­ση ελλη­νι­κό­τη­τας και χρι­στια­νο­σύ­νης, που συνειρ­μι­κά παρα­πέ­μπουν και κάτι από το χου­ντι­κό Πατρίς, Θρη­σκεία, Οικογένεια.

Ο πατριω­τι­σμός είναι έννοια κενού περιε­χο­μέ­νου, αν δεν εμπε­ριέ­χει μέσα της την έγνοια για τον λαό αυτής της «φλού­δας της γης», όπως τη λέει και ο μεγά­λος Νίκος Γκά­τσος στον εμβλη­μα­τι­κό του «Τσά­μι­κο» που τον έκα­νε μου­σι­κό αρι­στούρ­γη­μα ο αξέ­χα­στος Μάνος Χατζι­δά­κις. Αν δεν βάζει πάνω από όλα την ευη­με­ρία του, την προ­κο­πή του και την κοι­νω­νι­κή του απε­λευ­θέ­ρω­ση. Αν αυτός που τον ανα­φέ­ρει, δεν ενδια­φέ­ρε­ται πως αυτός ο λαός θα μορ­φω­θεί, πως θα αντι­με­τω­πί­σει τα προ­βλή­μα­τα επι­βί­ω­σης, πως θα ζήσει απέ­να­ντι στην αρρώ­στια και στο θανα­τι­κό. Όχι πως θα χτί­σει η μπουρ­ζουα­ζία της χώρας ένα ισχυ­ρό brand name, για τα δικά της συμ­φέ­ρο­ντα, με τον λαό στη γωνία.

Ο πατριω­τι­σμός είναι έννοια συνυ­φα­σμέ­νη με ηρω­ι­κές πρά­ξεις σαν αυτές του Παπα­φλέσ­σα στο Μανιά­κι, του Διά­κου στην Αλα­μά­να, του Καραϊ­σκά­κη στο Φάλη­ρο, του Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη στο Μεσο­λόγ­γι και του Ανδρού­τσου στο Χάνι της Γρα­βιάς. Είναι συνυ­φα­σμέ­νος με τις μάχες των ανταρ­τών της Εθνι­κής Αντί­στα­σης κόντρα σε απί­στευ­τα πιο πολυά­ριθ­μο αντί­πα­λο, στον Φαρ­δύ­κα­μπο, στην Αρά­χω­βα, στον Αχλα­δό­κα­μπο, στη Στυμ­φα­λία αλλά και στο Κάστρο του Υμητ­τού, στο σπι­τά­κι της οδού Μπι­ζα­νί­ου στη Καλ­λι­θέα και στην Ηλε­κτρι­κή στο Κερα­τσί­νι και σε δεκά­δες άλλους τόπους. Ανθρώ­πων που μπρο­στά στο γενι­κό καλό αψή­φη­σαν τον θάνα­το. Ο πατριω­τι­σμός είναι έννοια που σχε­τί­ζε­ται με την ασί­γα­στη πάλη «για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τρα­γού­δι», χωρίς εκπτώ­σεις και υπο­χω­ρή­σεις, χωρίς συμ­μα­χί­ες, αστα­θείς ή στα­θε­ρές, μ’ εκεί­νους που νοιά­ζο­νται μόνο για τις δικές τους πισί­νες και τα γιωτ.

Κάτι ακό­μα:

Γρά­φει η κυρία Γιαν­να­κά ότι: «Από τον Γιάν­νη Κορ­δά­το ως σήμε­ρα, η Αρι­στε­ρά παλεύ­ει (μάταια, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται) να βάλει στο ’21 έναν ταξι­κό χαρα­κτή­ρα, αφαι­ρώ­ντας τον εθνι­κό, θέλο­ντας να επι­βάλ­λει, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τη στρα­τη­γι­κή της για την κατά­λη­ψη της εξου­σί­ας από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα.»

Να της πού­με ότι η Επα­νά­στα­ση του 1821, από τα ίδια τα χεί­λη των πρω­τερ­γα­τών της (Ρήγας, Φιλι­κοί κλπ.) έβα­ζε διπλό στό­χο. Τη διε­νέρ­γεια εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να και παράλ­λη­λα την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του λαού από κάθε λογής δυνά­στες. Ο Θού­ριος φωνά­ζει στους σκλαβωμένους:

Ανδρεί­οι καπε­τά­νιοι, παπά­δες, λαϊκοί,
σκο­τώ­θη­καν, κι αγά­δες, με άδι­κον σπαθί·
κι αμέ­τρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρ­κοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλού­τον χάνουν, χωρίς καμιά ΄φορ­μή.

Σ’ Ανα­το­λή και Δύσι και Νότον και Βοριά,
για την Πατρί­δα όλοι να ‘χωμεν μια καρδιά·
στην πίστιν του καθέ­νας ελεύ­θε­ρος να ζη,
στην δόξαν του πολέ­μου να τρέ­ξω­μεν μαζί.
Βουλ­γά­ροι κι Αρβα­νί­τες, Αρμέ­νοι και Ρωμιοί,
αρά­πη­δες και άσπροι, με μια κοι­νή ορμή,
για την Ελευ­θε­ρί­αν να ζώσω­μεν σπαθί,
πως είμα­σθ’ αντρειω­μέ­νοι, παντού να ξακουσθή.

Ο Ρήγας, που βρο­ντο­φώ­να­ζε: ”Καλ­λιό ΄ναι μιας ώρας ελεύ­θε­ρη ζωή“, δεν το ΄λεγε μόνο στους σκλα­βω­μέ­νους Έλλη­νες. Ούτε υπη­ρε­τού­σε κάποιον στεί­ρο «εθνι­κι­σμό», τα μηνύ­μα­τα στον Θού­ριο του είναι ξεκά­θα­ρα. Ο ίδιος, όπως και οι περισ­σό­τε­ροι Φιλι­κοί, ήταν έντο­να επη­ρε­α­σμέ­νος από τις ιδέ­ες του ευρω­παϊ­κού δια­φω­τι­σμού και της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, που ήταν η εμβλη­μα­τι­κό­τε­ρη από όλες τις κοι­νω­νι­κές επα­να­στά­σεις του 19ου αιώ­να. Μια επα­νά­στα­ση βαθιά ταξι­κή, που σημά­δευε την πάλη του και­νούρ­γιου απέ­να­ντι στο παλιό και ξεπε­ρα­σμέ­νο. Το ίδιο και την υπό­δου­λη Ελλά­δα, που σημειω­τέ­ον μέχρι τότε δεν είχε στοι­χεία κρά­τους, έστω κρά­τους υπό­δου­λου σε ξένον κατα­κτη­τή. Η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία, χτι­σμέ­νη πάνω σε φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις, απλώ­νο­νταν σε μια τερά­στια έκτα­ση, που εκτός από ολό­κλη­ρη τη βαλ­κα­νι­κή χερ­σό­νη­σο, κυριαρ­χού­σε σε εκτά­σεις στην Ασία και στη Αφρι­κή, ενώ τα σύνο­ρά της έφτα­ναν μέχρι τις σημε­ρι­νές χώρες της κεντρι­κής Ευρώπης.

Αυτές οι σχέ­σεις είχαν αρχί­σει να φθί­νουν και να βρί­σκο­νται αντι­μέ­τω­πες με το και­νούρ­γιο που ξεπε­τα­γό­ταν ανε­ξέ­λεγ­κτα παντού, απ’ άκρου σ’ άκρο, μέσα στην αυτο­κρα­το­ρία. Και δημιουρ­γού­σε αντι­φά­σεις, κοι­νω­νι­κές και οικο­νο­μι­κές, που μοι­ραία οδη­γού­σαν σε συγκρού­σεις. Αντι­κει­με­νι­κά, όταν οι αντι­φά­σεις αυτές οξύν­θη­καν σε σημείο μη ελεγ­χό­με­νο, το έδα­φος για την επα­νά­στα­ση είχε ήδη στρω­θεί. Έλει­πε η οργά­νω­ση και η σπί­θα, που δεν άργη­σαν να κάνουν την εμφά­νι­σή τους. Ωστό­σο, ο δρό­μος που περ­πά­τη­σε η επα­νά­στα­ση ΔΕΝ ήταν ευθύς, ούτε στρω­μέ­νος με λου­λού­δια. Στους κόλ­πους της και όσο αυτή ακό­μα διαρ­κού­σε, ξετυ­λί­χθη­καν δυο εμφύ­λιοι πόλε­μοι, που αντι­κα­τό­πτρι­ζαν τις αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στις κοι­νω­νι­κές ομά­δες που συμ­με­τεί­χαν σ’ αυτήν και που προ­σπα­θού­σαν, η κάθε μια από την πλευ­ρά της, να υπε­ρι­σχύ­σουν απέ­να­ντι στις άλλες αντα­γω­νί­στριες ομά­δες, με σκο­πό τον έλεγ­χο της επα­νά­στα­σης και στη συνέ­χεια τον έλεγ­χο του κυο­φο­ρού­με­νου νέου κρά­τους που θα προ­έ­κυ­πτε μετά από αυτήν. Ανά­με­σα και σε άλλα, αυτό καταρ­ρί­πτει με πάτα­γο τον μύθο περί εθνι­κής ομο­ψυ­χί­ας. Ακό­μα, δεν πρέ­πει να μας δια­φεύ­γει ότι η επέμ­βα­ση των τότε μεγά­λων δυνά­με­ων, τις οποί­ες εξυ­μνεί η κυρία Γιαν­να­κά, δεν έγι­νε λόγω «αγνών φιλελ­λη­νι­κών» προ­θέ­σε­ων. Η κάθε μια από αυτές ξεχω­ρι­στά και για τα δικά της συμ­φέ­ρο­ντα, επε­νέ­βη στη δια­μά­χη μετα­ξύ των επα­να­στα­τών και της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, προ­κει­μέ­νου να ελέγ­ξει και στη συνέ­χεια να επι­βάλ­λει με τον τρό­πο της την επι­κυ­ριαρ­χία της πάνω στο ανα­με­νό­με­νο νεο­σύ­στα­το κρά­τος, που θα προ­έ­κυ­πτε. Ταυ­τό­χρο­να, πάλι η κάθε μια ξεχω­ρι­στά, προ­σέ­βλε­πε με τη βοή­θειά της στους επα­να­στα­τη­μέ­νους Έλλη­νες τον δια­με­λι­σμό της Αυτο­κρα­το­ρί­ας και μετά τον έλεγ­χο των εδα­φών, των εμπο­ρι­κών, χερ­σαί­ων και θαλάσ­σιων, οδών και σε κάθε είδους όφε­λος που θα μπο­ρού­σε να προ­κύ­ψει από αυτόν τον διαμελισμό.

Τα έχουν πει κι άλλοι αυτά, ο καθέ­νας με τον δικό του τρόπο.

Ο Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας (Το 21 και η αλήθεια)

«Το είπα και το ξανα­λέω: Το 21 δεν ήταν όμοιο με καμία επα­νά­στα­ση του κόσμου. Το ότι, παρά τον Μέτ­τερ­νιχ και το Συνέ­δριο της Βιέν­νης, παρά τον Ιμπρα­ήμ και τον Ιγνά­τιο, παρά τον Κοραή και το Βρυώ­νη, παρά την αντί­δρα­ση του Ιερα­τεί­ου και των Προ­κρί­των, μπό­ρε­σε και να εκρα­γεί και να στα­θεί, αυτό δεν ήταν θαύ­μα – για­τί το θαύ­μα είναι μια παρα­βί­α­ση της φυσι­κής δια­δι­κα­σί­ας της ύλης (πράγ­μα­τα της δικαιο­δο­σί­ας των Αγί­ων μας).

 Το 21, ήταν μια Εθνι­κο-Κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση, η πρώ­τη και η τελευ­ταία της Ιστο­ρί­ας. Χτύ­πη­σε τον Κιου­τα­χή και τον Δρά­μα­λη, όσο και το ντό­πιο τσορ­μπα­τζή και το δυνά­στη. Απο­θέ­ω­σε τον Κανά­ρη, ενώ κατέ­λα­βε την Καγκε­λα­ρία της Ύδρας εξ εφό­δου. Κήδε­ψε το Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη και τον Μπά­υ­ρον, ενώ στα Βέρ­βαι­να θα ’σφα­ζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προ­κρί­τους…»

Ο Βάρ­να­λης

«…

— Λαός δεν είν’ αυτό που βλέ­πε­τε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρεί­τε δου­λευ­τή κι αγω­νι­στή σε κάμπο,
σε θάλασ­σα, σε φάμπρι­κα, σε κάτερ­γα, σε τάφους…
… Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαρά­ζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρό­μο παίρνουν
για σε, Αρε­τή και Λευ­τε­ριά, με το σπα­θί στο χέρι…»

Ο Σεφέ­ρης

«Όταν κατά τα μέσα του 19ου αιώ­να ο ελλη­νι­κός λαός ετοι­μα­ζό­τα­νε να σπά­σει τα δεσμά του, η χώρα που βρέ­θη­κε πολύ φυσι­κά στο πλευ­ρό του για να του δώσει τα φώτα της ήταν η Γαλ­λία … Είναι γνω­στό ότι την ιδε­ο­λο­γι­κή δομή της Επα­νά­στα­σης του ’21 την έδω­σαν οι ιδέ­ες που προ­ε­τοί­μα­σαν τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση … Για­τί πράγ­μα­τι, δεν υπάρ­χει απε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα, εκτός αν εννο­ού­με μ’ αυτή την έκφρα­ση πρα­ξι­κο­πή­μα­τα υπο­κι­νού­με­να από ξένα συμ­φέ­ρο­ντα, δεν υπάρ­χει αλη­θι­νό απε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα που να μην έχει γαλου­χη­θεί με ιδέ­ες, που να μην έχει γίνει από λαό άξιο να απο­δε­χτεί και να εφαρ­μό­σει τις ιδέ­ες για τις οποί­ες αγω­νί­ζε­ται…»

Ο Δημή­τρης Φωτιάδης:

«…Δύο είταν τα Εικο­σιέ­να: Το ένα του λαού και των πιο προ­ο­δευ­τι­κών ανθρώ­πων εκεί­νου του και­ρού, το άλλο των κοτζα­μπά­ση­δων και των πολι­τι­κά­ντη­δων. Του πρώ­του οι ρίζες αντλού­νε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώ­που” του Ρήγα Βελε­στιν­λή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρι­κής Διδα­σκα­λί­ας” του Μακα­ριω­τά­του Πατριάρ­χη της Αγί­ας Πόλης Ιερου­σα­λήμ Κυρ-Άνθι­μου – ή πιο σωστά του Γρη­γο­ρί­ου».

αλλά και άλλοι σύγ­χρο­νοι μελε­τη­τές και ιστορικοί.

Αν έχουν λοι­πόν κάποιοι μίσος για την Επα­νά­στα­ση, αυτοί βρί­σκο­νται έξω από αυτούς που κατο­νο­μά­ζει η κυρία Γιαν­να­κά. Και κυρί­ως έξω από το ΚΚΕ. Της συνι­στού­με να ξανα­δια­βά­σει προ­σε­κτι­κά την δια­κή­ρυ­ξη, στην οποία ανα­φέ­ρε­ται με τέτοιον ξεδιά­ντρο­πο τρό­πο. Και να δει ότι στην αρχή της, ως προ­με­τω­πί­δα, υπάρ­χει από­σπα­σμα από το γρα­πτό του Ρήγα, ενώ αμέ­σως μετά ανα­φέ­ρε­ται ότι:

Η Επα­νά­στα­ση του 1821 ήταν αστι­κή εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή επα­νά­στα­ση, γνή­σιο «τέκνο» της επο­χής της. Προ­έ­κυ­ψε ως συνέ­πεια των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών αντι­θέ­σε­ων που οξύν­θη­καν την περί­ο­δο μετά­βα­σης από τη φεου­δαρ­χία στον καπι­τα­λι­σμό. Απο­τέ­λε­σε μία από τις κοσμο­γο­νι­κές αλλα­γές που συντε­λού­νταν εκεί­νη την περί­ο­δο, έναν από τους πολ­λούς κρί­κους των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων, που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώ­να: στη Βόρεια Αμε­ρι­κή (1775), στη Γαλ­λία (1789), στην Ιτα­λία, την Ισπα­νία και την Πορ­το­γα­λία (1820), στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή (1811–1830), στο Βέλ­γιο (1830), κλπ.

Σε αυτά, η κυρία Γιαν­να­κά «ανα­κα­λύ­πτει» μίσος για την 25η Μαρ­τί­ου. Πιστεύ­ου­με ότι συνει­δη­τά γρά­φει αυτά που γρά­φει. Και γι’ αυτό, επα­να­λαμ­βά­νω: Άξιος ο μισθός της.

Αλλιώς
«Μη προ­τρε­χέ­τω η γλώτ­τα του νοός»

Πανα­γιώ­της Μελάς
Συντα­ξιού­χος Α’ Μηχα­νι­κός Ε.Ν.
Γραμ­μα­τέ­ας Παραρ­τή­μα­τος Καλ­λι­θέ­ας ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο