Σαν σήμερα 22-Σεπ-1980, τα ιρακινά στρατεύματα εισβάλλουν στο ιρανικό έδαφος. Αρχίζει ο πόλεμος Ιράν — Ιράκ, που θα διαρκέσει 8 χρόνια (έως τις 20/8/1988) και θα στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, μαχητές και άμαχους.
Αρχικά τα ιρακινά στρατεύματα εισβάλλουν στο ιρανικό έδαφος με σκοπό να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο του διαύλου Σατ Αλ Αράμπ και καταστρέφουν τα μεγάλα διυλιστήρια του Αμπαντάν και το λιμάνι του Χοραμσάρ, ενώ η Τεχεράνη κλείνει τα στενά του Ορμούζ, όπου εγκλωβίζονται δεκάδες δεξαμενόπλοια, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πανικού σ’ όλο τον κόσμο για πιθανότητα μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης. Αρχίζει ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ.
Τα βαριά σύννεφα στις σχέσεις Βαγδάτης-Τεχεράνης είχαν παρουσιαστεί από το δεύτερο εξάμηνο του 1979. Αυτό που εμφανιζόταν ως διαφορά ήταν η κυριαρχία του πλωτού διαύλου Σατ Ελ Αράμπ. Πρόκειται για μια τεράστια υδάτινη αρτηρία, στην οποία συνενώνονται οι δυο μεγάλοι ποταμοί του Ιράκ, ο Τίγρης και ο Ευφράτης, καταλήγοντας στο μυχό του Περσικού Κόλπου. Η στρατηγική σημασία της αρτηρίας είναι τεράστια, καθώς αυτός που την κατέχει ελέγχει όχι μόνο τα τεράστια υδάτινα αποθέματα, αλλά και τα αποθέματα των πετρελαίων του Περσικού Κόλπου. Το Σατ Ελ Αράμπ αποτελούσε προαιώνια εστία αιματηρών ανταγωνισμών μεταξύ Περσών και Αράβων. Το 1975, με τη συμφωνία του Αλγερίου, η κυριαρχία του Σατ Ελ Αράμπ μοιράστηκε στο Ιράν και στο Ιράκ. Το καλοκαίρι του 1980 ο Σαντάμ Χουσεΐν εγείρει θέμα, ζητώντας την απόλυτη ιρακινή κυριαρχία στη συγκεκριμένη περιοχή.
Ωστόσο, πίσω από τις ιρακινές διεκδικήσεις υπήρχαν πολλά και ποικίλα συμφέροντα.
Εκείνη την εποχή το Ιράν συνταρασσόταν από την επανάσταση, που οδήγησε στην ανατροπή του Σάχη και στην εγκαθίδρυση του ισλαμικού καθεστώτος.
Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη και η ομηρία των Αμερικανών διπλωματών συντηρούσαν τη σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Απ’ την άλλη, ο Σαντάμ Χουσεΐν πίστευε ότι η αποδυνάμωση του ιρανικού στρατού τού έδινε τη δυνατότητα για έναν σύντομο και νικηφόρο πόλεμο, απ’ τον οποίο θα έβγαινε κυρίαρχος της περιοχής και το Ιράκ θα καθίστατο η πρώτη περιφερειακή δύναμη.
Για τις ΗΠΑ, ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου να αποκαταστήσουν και να ενισχύσουν τα ερείσματά τους στην περιοχή. Οι διεθνείς αναλυτές συνέκλιναν τότε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενθάρρυνε τον Σαντάμ να προχωρήσει στην επίθεση.
Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ κράτησε πολλούς μήνες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, οι οικονομίες των δύο χωρών καταστράφηκαν και στον τελικό «λογαριασμό» κερδισμένοι βγήκαν οι Αμερικανοί.
Το Ιράκ ως χώρος ενδοϊσλαμικής σύγκρουσης και διάσπασης
Στα εδάφη του σημερινού Ιράκ, στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, έγινε η διάσπαση του Ισλάμ με μεγάλες μάχες και απώλειες που οδήγησαν στην ήττα του σιιτισμού και στην επικράτηση και εξάπλωση του σουνιτισμού. Τους τελευταίους 3 αιώνες, το Ιράκ αποτέλεσε το βασικό χώρο υποδοχής των εκδιωγμένων σιιτών από το ουαχαμπικό σουνίτικο Ισλάμ της Αραβικής Χερσονήσου. Τα δεδομένα έχουν τη σημασία τους, παρά την έντονη υποκρισία των κρατών του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας και των παραγόντων που μιλούν για αδελφοσύνη των μουσουλμάνων και τον «πανισλαμισμό», με σκοπό τον έλεγχο της κατάστασης για την εξυπηρέτηση των μονοπωλιακών συμφερόντων.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, εκτός από το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αξιοποιείται και η θρησκευτική πίστη στο κουβάρι των ανταγωνισμών. Ετσι, οι Σουνίτες και οι Σιίτες του Ιράκ πολέμησαν διαχρονικά για τα συμφέροντα των Οθωμανών, των Γερμανών, των Βρετανών, και βεβαίως των εγχώριων αστικών δυνάμεων κάτω από σημαία ξένη ως προς τα συμφέροντά τους.
Βασικά στοιχεία από τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού του Ιράκ
Από τις αρχές του 1920, χρονολογείται η ίδρυση διαφόρων αστικών κομμάτων στο Ιράκ, στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της νεοσύστατης χασεμίτικης μοναρχίας. Ο συνενωτικός σχηματισμός των τμημάτων της πλουτοκρατίας της χώρας εμφανίζεται στις δεκαετίες ’40 και ’50, ενώ, πριν κυριαρχούσε ο ανταγωνισμός των παραπάνω τμημάτων, χωρίς την έκφραση του κοινού τους ταξικού συμφέροντος.
Το κόμμα της Συνταγματικής Ενωσης εξέφραζε τα συμφέροντα και αιτήματα των γαιοκτημόνων, των αριστοκρατών και των μεγαλεμπόρων, για φοροαπαλλαγές, αποκλεισμό των άλλων στρωμάτων από τις σημαντικές κρατικές και κυβερνητικές θέσεις, και φυσικά, την υπεράσπιση του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος που τα εξέφραζε.
Η πολιτική έκφραση των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και των φτωχών γεωργών πραγματοποιήθηκε με την «εισαγωγή» του κόμματος Μπάαθ από τη Συρία. Το αραβοεθνικιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ ιδρύθηκε στη Δαμασκό στις αρχές Απρίλη του 1947.
Με τον τίτλο Μπάαθ («νεκρανάσταση» του έθνους), οι ιδρυτές του κόμματος έβαλαν για το αραβικό έθνος τρεις στόχους: Ενότητα, Ελευθερία και Σοσιαλισμό, με πρωταρχικό το πρώτο, δηλαδή, την ένωση όλων των Αραβικών κρατών. Αν και το Μπάαθ αυτοπαρουσιάζεται ιστορικά ως «κοσμικό» κόμμα, στις θεωρητικές αρχές του είναι έντονη μια σύγχυση όσον αφορά στον λεγόμενο Αραβοϊσλαμισμό.
Σημαντικά στοιχεία από την εξέλιξη του ιρακινού Μπάαθ
Το Μπάαθ υπήρξε συνενωτικός φορέας των αραβόφωνων της Συρίας, του Ιράκ και άλλων χωρών της περιοχής, ξεπερνώντας τα ‘«στεγανά’» των θρησκευτικών κοινοτήτων. Ετσι, ανέτρεψε αρκετά κατάλοιπα της οθωμανικής εποχής, που διαχώριζαν τον πληθυσμό σε «Μιλέτια» (θρησκευτικές κοινότητες) παρά τον αραβοεθνικιστικό του χαρακτήρα, υπήρχαν αρκετά στελέχη με διαφορετική εθνοτική καταγωγή (Κούρδοι, Ασύριοι κ.λπ.).
Ο ανταγωνισμός του Ιρακινού Μπάαθ με το Συριακό που αποτελούσε τον «κορμό», με την επίδραση του «Αραβοϊσλαμισμού», οδήγησε στη μετατροπή του Ιρακινού Μπάαθ σε σουνιτικό τζιχαντιστικό κόμμα.
Τα δύο κεντρικά συνθήματα του Μπάαθ είναι: «Ενιαίο Αραβικό Εθνος έχον “Αθάνατο Μήνυμα”». «Οι στόχοι μας είναι: ενότητα, ελευθερία, σοσιαλισμός».
Στο ιρακινό Μπάαθ υιοθετήθηκε ξεκάθαρα (από τα τέλη της δεκαετίας του ’70) η θέση που λέει ότι το «αθάνατο μήνυμα» του έθνους είναι το Ισλάμ, ενώ το συριακό, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι είναι η συμβολή του έθνους στα γράμματα και στις επιστήμες.
Υπερίσχυσε η τάση της χρήσης στρατιωτικής βίας για την επίτευξη των επεκτατικών στόχων του, αντίθετα με το Συριακό που συνδύαζε όλα τα μέσα.
Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, θεωρητικός της «Ισλαμικής Επανάστασης» φιλοξενήθηκε στο Ιράκ από το 1965 μέχρι τα τέλη του 1978, ως «πολιτικός πρόσφυγας». Ενισχύθηκε, στηρίχτηκε και εξοπλίστηκε από το ιρακινό κράτος, ιδιαίτερα, μετά από το πραξικόπημα που έφερε το Μπάαθ στην εξουσία, με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος του Σάχη. Τότε, έκανε αρκετή «ζύμωση» με τους σιίτες του Ιράκ, προπαγανδίζοντας τη θεωρία του, πράγμα που ανάγκασε το καθεστώς του Μπάαθ να τον προειδοποιήσει για τη λήξη της «φιλοξενίας» του στη χώρα.
Κατάφερε η μεταρρυθμιστική του θεωρία και πολιτική να επικρατήσουν επί του ιρακινού Μπάαθ, ιδιαίτερα στις γραμμές των σιιτών του Ιράκ, στο Στρατό και στην κοινωνία γενικά. Στην επιφάνεια του πολιτικού σκηνικού αναδύθηκε το παράνομο «Κόμμα του Ισλαμικού Κηρύγματος», το οποίο απέκτησε αργότερα, ένοπλο σκέλος και σοβαρή δύναμη στο Ιράκ. Η επικράτηση της μεταρρυθμιστικής πρότασης του Χομεϊνί οφειλόταν στα έντονα φαινόμενα ιδιοτέλειας των στελεχών του Μπάαθ, στην υπαρκτή διαφθορά, και στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, και κυρίως, στην επιθυμία των τμημάτων της πλουτοκρατίας να αναχαιτιστεί το εργατικό — κομμουνιστικό κίνημα.
Ετσι, το ιρακινό Μπάαθ μετατρεπόταν ταχύτατα σε σουνίτικο κόμμα, απωθώντας αντικειμενικά τα στοιχεία που είχαν διαφορετική εθνοτική και θρησκευτική καταγωγή, από το κόμμα, τον κρατικό μηχανισμό και το στρατό. Τότε, αποκόπηκε μια μερίδα του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου από το καθεστώς που έπαψε να αποτελεί το «γενικό στρατηγείο» της αστικής τάξης.
ℹ️ Το ιρακινό καθεστώς είχε συνεργαστεί με τους (σουνίτες) Αδελφούς Μουσουλμάνους της Συρίας για την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, το διάστημα 1978 — 1982 και είχε στείλει αρκετά στελέχη του στο Αφγανιστάν για να μάθουν τον μαζικό «ισλαμικό» τρόπο δουλειάς από τους μουτζαχιντίν.
Κατά την εξέλιξη του πολέμου Ιράκ — Ιράν, τα επιτελεία του Μπάαθ του Ιράκ εκτιμούσαν ότι με έναν «αστραπιαίο πόλεμο» θα εξόντωναν το νεόκοπο καθεστώς της «ισλαμικής επανάστασης» του Ιράν.
Παρά τη βοήθεια που έλαβε το ιρακινό καθεστώς από τις «σουνίτικες» μοναρχίες του Κόλπου, που έφτασαν τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια, δεν τα κατάφερε.
Το 1980, το ιρακινό καθεστώς συνεργαζόταν με τις μοναρχίες του Κόλπου και την Αίγυπτο για την προώθηση του σουνίτικου Ισλάμ, και τη δαιμονοποίηση και καταπολέμηση του ιρανικού καθεστώτος.
Η επεκτατική πολιτική του ιρακινού Μπάαθ πραγματοποιήθηκε με την εισβολή και κατοχή του Κουβέιτ στις 2/8/1990. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την ομιλία του Σαντάμ Χουσεΐν στη Σύνοδο των αραβικών κρατών που πραγματοποιήθηκε στη Βαγδάτη, τέλη Μαΐου 1990: «Μερικές φορές ο πόλεμος διεξάγεται με στρατιώτες, με απόπειρες πραξικοπήματος, με δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις, αλλά και μερικές φορές διεξάγεται μέσω της οικονομίας». Με απειλητικό ύφος φωτογράφιζε τις μοναρχίες του Κόλπου «οι οποίες δεν πειθαρχούν στις αποφάσεις του οργανισμού ΟΠΕΚ, και φέρνουν ζημιά στο Παναραβικό συμφέρον».
Η πλήρης σουνιτοποίηση και εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, του στρατού και του Μπάαθ από «ύποπτα» στοιχεία, επιχειρήθηκε με τη λεγόμενη «Καμπάνια πίστης» που εγκαινιάστηκε αρχές του 1993, μετά τον πόλεμο στον Περσικό.
Για την απώλεια μιας φυσιογνωμίας της ιρακινής αντιπολίτευσης
Ο Αχμάντ Τσαλαμπί αποτέλεσε «σημαίνουσα» μορφή της αντιπολίτευσης και πέθανε «αθόρυβα», παρά τον πρωταγωνιστικό εγκληματικό ρόλο του κατά της χώρας και του λαού του. Ηταν γόνος (σιίτικης) οικογένειας τραπεζιτών που υπηρέτησαν από υπουργικές καρέκλες τη χασεμίτικη (σουνίτικη) μοναρχική κυβέρνηση. Ηταν φορέας φιλελεύθερων αντιλήψεων που αντιτίθονταν στην οικονομική πολιτική του Μπάαθ (εθνικοποίηση, προστατευτισμός, κ.λπ.), από τα νιάτα του. Τελειώνοντας το διδακτορικό του «συνεργάστηκε» με το ιρανικό καθεστώς του Σάχη και με τον εθνικιστή Κούρδο ηγέτη Μουσταφά Μπαρζανί, για την ανατροπή του καθεστώτος του Μπάαθ από το 1969.
Μετά από την αποτυχία της ένοπλης εξέγερσης του νοτίου Ιράκ (έπειτα από τον πόλεμο του Περσικού), ηγήθηκε του Ιρακινού Εθνικού Κογκρέσου, το οποίο λάμβανε, για χρόνια, οικονομική «βοήθεια» των ΗΠΑ σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Επαιξε σημαντικό ρόλο στη θέσπιση της «Νομοθετικής Πράξης για την Απελευθέρωση του Ιράκ — Iraq Liberation Act», η οποία εγκρίθηκε από το κογκρέσο των ΗΠΑ, επί προεδρίας Κλίντον. Διετέλεσε πρόεδρος του Κυβερνητικού Συμβουλίου του Ιράκ, μετά την κατοχή του, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και, προσωρινά, υπουργός πετρελαίου. Ο Τσαλαμπί ήταν η βασική πηγή των ισχυρισμών για την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στη διάθεση του ιρακινού καθεστώτος.
Ενδεικτικό το συλλυπητήριο μήνυμα του υφυπουργού Εξωτερικών του Ιράν, Χουσεΐν Αμίρ Αμπντολαχιάν, που κυκλοφόρησε στις αρχές Νοέμβρη 2015, για το θάνατο του Τσαλαμπί: «Ο πολιτικός αγώνας του Αχμάντ Τσαλαμπί επικεντρώθηκε στην πορεία ανεξαρτησίας του Ιράκ και της εθνικής του ενότητας».
Για χάρη των μονοπωλιακών συμφερόντων τους οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ ονόμασαν αυτό που έγινε στο Ιράκ «απελευθέρωση». Το Ιράν από την πλευρά του το χαρακτηρίζει «ανεξαρτησία» και υπόσχεται στο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας την ίδια κατάληξη με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.
Σοβαρές μεταβολές στο Ιράκ μετά από την ιμπεριαλιστική επέμβαση του 2003
Η ιμπεριαλιστική επέμβαση της «Συμμαχίας των προθύμων» προκάλεσε σημαντικό πλήγμα σε μονοπωλιακά συμφέροντα της Γαλλίας (επί πρωθυπουργίας τού κυρίου Ντομινίκ ντε Βιλπέν), αλλά και σε αυτά της καπιταλιστικής Ρωσίας.
Παραμερίστηκε το Ιράκ ως «σημαντικός παίκτης» από τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στην ευρύτερη περιφέρεια, μπροστά στο ενδεχόμενο διαμελισμού του ή της διαιώνισης ενός παραλυτικού χαλαρού «ομοσπονδιακού» καθεστώτος.
Τη μερίδα του «λέοντος» πήραν τα μονοπώλια των ΗΠΑ από τη «λεία» της εκμετάλλευσης του πλούτου του Ιράκ, αλλά και από την «ανοικοδόμησή» του.
Η πλειοψηφία των δρώντων πολιτικών σχημάτων σήμερα είχαν τη συμβολή τους στην έγκριση του συντάγματος της χώρας σε συνθήκες κατοχής. Δεν χρησιμοποιούν τον όρο «κατοχή», αλλά τον όρο «απελευθέρωση» της χώρας, όταν αναφέρονται στην ανατροπή του καθεστώτος του Μπάαθ, ως συνέπεια της επέμβασης του 2003.
Το νέο σύνταγμα κατοχύρωσε τη συνταγματική αρχή του «ξεριζώματος του Μπάαθ», που αποκλείει και διώκει όλα τα μέλη και στελέχη του που διαχειρίζονταν την κρατική εξουσία, από την ανάληψη θέσεων στον «νέο» κρατικό μηχανισμό. Το αυστηρότερο μέτρο της ήταν ο αποκλεισμός των στελεχών του στρατού από τον αμερικανοθρεμμένο επαγγελματικό στρατό. Ετσι, οι σουνίτες που κυριαρχούσαν στον κρατικό μηχανισμό του καθεστώτος του Σαντάμ, στράφηκαν στις γραμμές των σουνίτικων τζιχαντιστικών σχημάτων, που περιλαμβάνουν την πολιτική και στρατιωτική «ελίτ» του προηγούμενου καθεστώτος.
Μετά την επέμβαση, έγινε η δέσμευση των εσόδων του ιρακινού πετρελαίου, με βάση την απόφαση 1483 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του αναπτυξιακού ταμείου του Ιράκ (Development Fund for Iraq), υπό τη μορφή ενός λογαριασμού στην Τράπεζα Ομοσπονδιακών Αποθεματικών των ΗΠΑ, με τις (επιπλέον) θετικές συνέπειες για την καπιταλιστική οικονομία των ΗΠΑ.
Η αναγνώριση του Ιράκ ως «ομόσπονδου κράτους» με την αναγνώριση της αυτονομίας του Κουρδιστάν, ενίσχυσε της αποσχιστικές τάσεις των Κούρδων των Τουρκίας, Συρίας και Ιράν.
Οι σημαντικότερες ενδοαστικές πολιτικές «φουρτούνες» που πέρασε το Ιράκ μετά την κατοχή του ήταν συνδεδεμένες με δύο γεγονότα: 1. Την κατάθεση και ψήφιση του νόμου του πετρελαίου το 2007, που ήταν «στα μέτρα» των «συμμάχων» και των μονοπωλίων τους. 2. Τη λήξη της προκαθορισμένης ημερομηνίας παραμονής των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στη χώρα.
Συνεπώς, υπήρξε έντονη διαμάχη μεταξύ των αστικών δυνάμεων. Επικράτησαν οι φωνές των ακραίων εκφραστών των μονοπωλίων που λυμαίνονται τον πλούτο της χώρας. Μετά την αποχώρηση του κυρίου όγκου των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Ιράκ, η χώρα δέθηκε με 2 «συμβατικές υποχρεώσεις», που αφορούν στην προάσπιση των συμφερόντων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για την «Συμφωνία του Στρατηγικού Πλαισίου»1 και για τη «Συμφωνία Ασφαλείας»2, που εξέφρασαν την αντίθεση της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης του Ιράκ στη διαιώνιση της παραμονής των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στη χώρα τους, με την προηγούμενη μορφή και όγκο.
🆘 Η τρίτη και σημαντικότερη «φουρτούνα» των αστικών δυνάμεων του Ιράκ είχε την πιο έντονη ανάμειξη των ΗΠΑ και των περιφερειακών συμμάχων τους στο φόντο της επέκτασης των περιοχών που ελέγχει το «Ισλαμικό Κράτος», και προκλήθηκε με αφορμή την αθέτηση των παραπάνω συμφωνιών από τον πρωθυπουργό Νούρι Αλμάλικι, ο οποίος εξέφρασε ανοιχτά την επιθυμία μεγαλύτερης συνεργασίας με την καπιταλιστική Ρωσία σε εξοπλιστικό και στρατιωτικό επίπεδο, την ώρα που βάθυνε η προσπάθεια διείσδυσης των μονοπωλίων της, στο Ιράκ και την ευρύτερη περιοχή.
Ο Αλμάλικι κατηγόρησε τη Σαουδική Αραβία για εμπλοκή στην ενίσχυση των Τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και κατήγγειλε ανοιχτά την κωλυσιεργία των ΗΠΑ στην εκτέλεση των συμβολαίων των ήδη εξοφλημένων οπλικών συστημάτων. Η καθαίρεσή του ήρθε μετά από πιέσεις εγχώριων, περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων. Ο εν ενεργεία αντικαταστάτης του, Χ. Αλ Αμπάντι, προέρχεται και αυτός από το κόμμα του Ισλαμικού Κηρύγματος, το οποίο αποτελεί τον μεγαλύτερο πολιτικό σχηματισμό στο μετακατοχικό Ιράκ.
ℹ️ Στο Ιράκ ιδρύθηκαν από τη δεκαετία του 1920, έως την κατοχή του, ’67 πολιτικά σχήματα, από τις γραμμές των οποίων δρούσαν: Ιρακινοί Αραβες, Κούρδοι, Τουρκεμένοι, μουσουλμάνοι (σιίτες και σουνίτες), χριστιανοί, τόσο σε συνθήκες νομιμότητας όσο και παρανομίας.
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιράκ το 2014, τις πρώτες που διεξάγονται μετά από την τυπική αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ (τέλη Οκτώβρη 2011), έλαβαν μέρος 277 ψηφοδέλτια κομμάτων και συνασπισμών που εκφράζουν πάνω από 700 κόμματα!!!.
Η πλειοψηφία των παραπάνω κομμάτων δεν διαθέτει επιρροή σε επίπεδο μιας επαρχίας του κράτους. Με την αναγνώρισή τους ως πολιτικά κόμματα από το σχετικό μετακατοχικό νόμο εκφράζουν μια «πανσπερμία» αντιλήψεων που αντανακλούν αστικά συμφέροντα τοπικιστικών, εθνοτικών, θρησκευτικών και δογματικών αποχρώσεων, πράγμα που εξυπηρέτησε τις δυνάμεις κατοχής και εξακολουθεί να εξυπηρετεί τα μεγαλύτερα αστικά κόμματα της χώρας.
Ο μεγαλύτερος συνασπισμός κομμάτων: Νταουλάτ Αλκανούν («Κράτος Δικαίου») διαθέτει 96 έδρες στη Βουλή. Ο τίτλος του εκφράζει τη «συγκολλητική ουσία» των μελών του, ενώ, παρουσιάζεται από την κυρίαρχη προπαγάνδα ως «πολιτικό μπλοκ των Σιιτών», παρά το γεγονός της συμμετοχής και «σουνιτών» πολιτικών παραγόντων στο πλαίσιό του!!.
Εάν και στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές ο συνασπισμός κομμάτων (Κράτος Δικαίου) κατέλαβε τη δεύτερη θέση, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση μετά από την αποτυχία του συνασπισμού «Εθνικό Ιρακινό Ψηφοδέλτιο», που παρουσιαζόταν από τα αστικά μέσα ως: το «Σουνίτικο Μπλοκ», αλλά διαλύθηκε λόγω της διαμάχης των μοναρχιών του κόλπου που το στήριζαν, με στόχο τη διαμόρφωση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για σχηματισμό κυβέρνησης.
Οι «συμμαχικές» κυβερνήσεις κατά κανόνα στο Ιράκ προσεγγίζουν το χαρακτήρα μιας «οικουμενικής» λόγω της αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού που έγινε κατά την κατοχή με τρόπο που εξυπηρετεί τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και τις περιφερειακές δυνάμεις.
Το κλειδί της ανατροπής αυτής της διάχυτης βαρβαρότητας βρίσκεται στην ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση του κομμουνιστικού κινήματος, στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης, με στόχο το σάρωμα της εξουσίας του κεφαλαίου.
Με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη