Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

200 Χρόνια από το λαμπρό 1821: Οι ένοπλοι αρματολοί και κλέφτες…

Με χίλια ονό­μα­τα μια χάρη
ακρί­τας είτε αρματολός
αντάρ­της, κλέ­φτης, παλικάρι
πάντα είναι ο ίδιος ο λαός

Πολ­λές φορές στην Ιστο­ρία του εργα­τι­κού και του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος η ανά­δει­ξη προ­σω­πι­κο­τή­των ή ομά­δων που πρω­το­στά­τη­σαν σε προη­γού­με­νες επα­να­στά­σεις (ιδιαί­τε­ρα τις αστι­κές, αλλά όχι μόνο) αξιο­ποι­ή­θη­κε προ­κει­μέ­νου να ανα­δει­χθεί ο ρόλος των επα­να­στά­σε­ων ως ατμο­μη­χα­νών της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης, αλλά και ως πηγής έμπνευ­σης και εμψύ­χω­σης των αγω­νι­ζό­με­νων εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών. Ο Β. Ι. Λένιν π.χ. θα ανα­φερ­θεί στους μπολ­σε­βί­κους ως Ιακω­βί­νους του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, θέλο­ντας να ανα­δεί­ξει πως, όπως οι Ιακω­βί­νοι στη διάρ­κεια της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης απο­τε­λού­σαν την πιο ριζο­σπα­στι­κή έκφρα­ση των αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων, έτσι στέ­κο­νταν και οι μπολ­σε­βί­κοι από την πλευ­ρά των εργα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων στην πορεία προς τη σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση, κόντρα στις οπορ­του­νι­στι­κές ταλα­ντεύ­σεις των μεν­σε­βί­κων. Αντί­στοι­χα οι επα­να­στά­τες σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες στη Γερ­μα­νία (Ρ. Λού­ξε­μπουργκ, Κ. Λίμπ­κνεχτ κ.ά.), δια­χω­ρί­ζο­ντας τη θέση τους από την ηγε­σία του κόμ­μα­τός τους (που συστρα­τεύ­τη­κε με την αστι­κή τάξη στον Α’ Παγκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στι­κό Πόλε­μο), έδω­σαν στην ομά­δα τους το όνο­μα του Θρα­κιώ­τη επα­να­στά­τη δού­λου Σπάρ­τα­κου, θέλο­ντας με αυτόν τον τρό­πο να σημα­το­δο­τή­σουν την επα­να­στα­τι­κή ενα­ντί­ω­σή τους στη σύγ­χρο­νη σκλα­βιά των και­ρών τους, τη μισθω­τή εργασία.

Υπό αυτό το πρί­σμα, η ανα­φο­ρά στους ενό­πλους μαχη­τές του 1821 στον Υμνο του ΕΛΑΣ δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη. Ωστό­σο, είναι άλλο η αντι­κει­με­νι­κή τάση κάθε εργα­τι­κού και λαϊ­κού κινή­μα­τος να ανα­ζη­τά έμπνευ­ση και εμψύ­χω­ση σε επα­να­στα­τι­κά κινή­μα­τα του παρελ­θό­ντος και άλλο να θεω­ρεί ότι το σύγ­χρο­νο εργα­τι­κό και το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει μια ολο­κλή­ρω­σή τους ή πολύ περισ­σό­τε­ρο ένα ανά­τυ­πό τους.

1821 κλέφτες

Στην κομ­μα­τι­κή ιστο­ριο­γρα­φία του παρελ­θό­ντος, οι κλε­φταρ­μα­το­λοί ανα­δεί­χτη­καν ως ενσάρ­κω­ση της αδού­λω­της επα­να­στα­τι­κής ψυχής του λαού. Και αυτό ήταν προ­πα­γαν­δι­στι­κά εξη­γή­σι­μο. Ωστό­σο, την ίδια στιγ­μή, οι αδυ­να­μί­ες στην ανά­λυ­ση της γέν­νη­σης και ανά­πτυ­ξης του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού (που συν­δέ­ο­νταν με γενι­κό­τε­ρες αδυ­να­μί­ες του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος), δημιούρ­γη­σαν παρερ­μη­νεί­ες και συγ­χύ­σεις, οι οποί­ες είχαν στον πυρή­να τους την αντί­λη­ψη ότι το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα έπρε­πε να ολο­κλη­ρώ­σει την αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση, που η αστι­κή τάξη πρό­δω­σε και άφη­σε στη μέση. Το γεγο­νός αυτό αντι­κει­με­νι­κά μετέ­θε­τε το πραγ­μα­τι­κό καθή­κον της σύγ­χρο­νης επα­νά­στα­σης, δηλα­δή την πάλη για σοσια­λι­στι­κή εξου­σία σε επα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες, όπως κατά την περί­ο­δο απε­λευ­θέ­ρω­σης από τις κατο­χι­κές δυνά­μεις (Οκτώ­βρης 1944). Οι γενι­κό­τε­ρες ιδε­ο­λο­γι­κές και πολι­τι­κές συγ­χύ­σεις αξιο­ποιού­νται ακό­μα και σήμε­ρα από οπορ­του­νι­στι­κές και άλλες δυνά­μεις, προ­κει­μέ­νου να επι­τύ­χουν την παρέκ­κλι­ση του ΚΚΕ από την επα­να­στα­τι­κή του στρατηγική.

Με αυτή την έννοια, η ανά­δει­ξη του κοι­νω­νι­κού — ταξι­κού ρόλου των κλε­φτών και των αρμα­το­λών στον ιστο­ρι­κό τους χρό­νο είναι ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κή όχι μόνο για την προ­σέγ­γι­ση της ιστο­ρι­κής αλή­θειας, αλλά και για τη σύγ­χρο­νη ιδε­ο­λο­γι­κή — πολι­τι­κή διαπάλη.

Οι κλέφτες

Οι κλέ­φτες προ­έρ­χο­νταν από τις τάξεις των φτω­χών κτη­νο­τρό­φων και αγρο­τών, που κατέ­φευ­γαν στο ληστρι­κό βίο για μια σει­ρά λόγους: α) Ως απόρ­ροια της επέ­κτα­σης της μεγά­λης γαιο­κτη­σί­ας (κατά την οποία οι καλ­λιερ­γη­τές διώ­χνο­νταν από τη γη τους και οι ποι­μέ­νες από τα χει­μα­διά τους), β) Ως συνέ­πεια των αυξα­νό­με­νων φορο­λο­γι­κών βαρών κ.ά. αυθαι­ρε­σιών εκ μέρους των οθω­μα­νι­κών και χρι­στια­νι­κών αρχών, γ) Για την επι­δί­ω­ξη καθα­ρά ιδιο­τε­λών σκοπών.Συχνά στη βιβλιο­γρα­φία απο­δί­δο­νται στους κλέ­φτες χαρα­κτη­ρι­στι­κά ένο­πλου αγρο­τι­κού κινή­μα­τος, με ταξι­κό (αντι­φε­ου­δαρ­χι­κό) ή εθνι­κό (εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό) περιε­χό­με­νο. Ωστό­σο, η δρά­ση τους υπήρ­ξε περισ­σό­τε­ρο μια ατο­μι­κή αντί­δρα­ση στις πολ­λα­πλές κατα­πιέ­σεις που βίω­ναν, παρά μια πάλη για την ανα­τρο­πή τους. Σε αυτή βεβαί­ως ενυ­πήρ­χαν πρω­τό­λεια τα στοι­χεία της αντί­στα­σης στην εξου­σία, της ελευ­θε­ρί­ας κ.ο.κ., που ουδέ­πο­τε όμως μετου­σιώ­θη­καν σε πολι­τι­κό πρό­γραμ­μα ή στόχο.

Το φαι­νό­με­νο της λεγό­με­νης «κοι­νω­νι­κής ληστεί­ας» απο­τε­λού­σε γενι­κά τυπι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό στις αγρο­τι­κές προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες. Ηταν δε ευρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη στον βαλ­κα­νι­κό χώρο του 18ου αιώνα.

Κατά μια — ομο­λο­γου­μέ­νως εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη — απο­τύ­πω­σή τους, οι κλέ­φτες εμφα­νί­ζο­νται να στο­χο­ποιούν απο­κλει­στι­κά τους ισχυ­ρούς Οθω­μα­νούς (αξιω­μα­τού­χους, μεγα­λο­γαιο­κτή­μο­νες κ.λπ.) ή έστω και ορι­σμέ­νους ισχυ­ρούς ομο­ε­θνείς τους (κοτζα­μπά­ση­δες κ.λπ.). «Οι κλέ­φτες», ανα­φέ­ρει ο Γ. Κορ­δά­τος, «δεν πεί­ρα­ζαν τη φτω­χο­λο­γιά, του­να­ντί­ον την συνέ­τρε­χαν».1Σύμ­φω­να με τον Κ. Παπαρ­ρη­γό­που­λο, οι κλέ­φτες δεν έκα­ναν τέτοιες από­λυ­τες εξαι­ρέ­σεις, αν και είχαν σαφή ιεράρ­χη­ση στό­χων: «Συνή­θως επέ­πι­πτον (…) κατά των Τούρ­κων, αρπά­ζο­ντες τα εν τοις όρε­σι ποί­μνια του πασά ή εμβάλ­λο­ντες απροσ­δο­κή­τως εις τα χωρία των αγά­δων και των μπέ­υ­δων και πολ­λά­κις απά­γο­ντες αυτούς (…) επί λύτροις. Αλλ’ ενί­ο­τε ηνα­γκά­ζο­ντο να ληστεύ­ουν και αυτούς τους ομό­φυ­λους και ομό­θρη­σκους, επί τω λόγω ότι ήσαν υπη­ρέ­ται ή ενοι­κια­σταί των Τούρ­κων (…). Μετά τους προ­ε­στώ­τας, οι κλέ­φται ιδί­ως ετέρ­πο­ντο να υπο­βάλ­λω­σιν εις πλη­ρω­μήν λύτρων τους καλο­γή­ρους, προς τους οποί­ους ουδε­μί­αν είχον ιδιά­ζου­σαν συμπά­θειαν, και τους παπά­δες (…). Τελευ­ταί­ον (…) οι κλέ­φται εφο­ρο­λό­γουν τα χωρία ή και αυτάς τας πόλεις».2 Αντί­στρο­φη εικό­να παρου­σιά­ζει ο Γ. Φίν­λεϊ, υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως οι κλέ­φτες «έζων συνή­θως ανα­λώ­μα­σι των πτω­χών Χρι­στια­νών χωρι­κών, και σπα­νί­ως ερρι­ψο­κιν­δύ­νευον να ενε­δρεύ­σω­σι πλού­σιον πρού­χο­ντα Ελλη­να, ακό­μη δε σπα­νιώ­τε­ρον να ληστεύ­σω­σι Τούρ­κον αγάν».3

Σε κάθε περί­πτω­ση, παράλ­λη­λα με την εκμε­ταλ­λευ­τι­κή συνυ­πήρ­χε μια περί­που συμ­βιω­τι­κή σχέ­ση μετα­ξύ των κλε­φτών και των αγρο­το­κτη­νο­τρο­φι­κών πλη­θυ­σμών (κυρί­ως των ορει­νών περιο­χών), κατά την οποία οι πρώ­τοι εξα­σφά­λι­ζαν στους δεύ­τε­ρους μια ορι­σμέ­νη προ­στα­σία από τις πολ­λα­πλές αυθαι­ρε­σί­ες των αρχών (χρι­στια­νι­κών και μου­σουλ­μα­νι­κών), καθώς και μια ορι­σμέ­νη αίσθη­ση «δικαί­ω­σης» / «εκδί­κη­σης» για τα δει­νά που βίω­ναν, ενώ οι δεύ­τε­ροι παρεί­χαν στους πρώ­τους τρο­φές, χρή­μα­τα, πλη­ρο­φο­ρί­ες, άνδρες και πολεμοφόδια.

Η ληστεία διω­κό­ταν δια­χρο­νι­κά από τις αρχές (μου­σουλ­μα­νι­κές και χρι­στια­νι­κές), ωστό­σο, όσο ανα­πτύσ­σο­νταν οι εμπο­ρευ­μα­τι­κές καλ­λιέρ­γειες (τσι­φλί­κια) και ιδιαί­τε­ρα το εμπό­ριο, τόσο πιο επι­τα­κτι­κή γινό­ταν η δια­σφά­λι­ση της απρό­σκο­πτης λει­τουρ­γί­ας τους. Ακο­λού­θως, στις αρχές του 19ου αιώ­να (επί Σελίμ Γ’), ξεκί­νη­σε μια συστη­μα­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της ληστεί­ας, που εντασ­σό­ταν στις γενι­κό­τε­ρες προ­σπά­θειες εκσυγ­χρο­νι­στι­κής ανα­μόρ­φω­σης του οθω­μα­νι­κού κράτους.

Η «δοκι­μα­σμέ­νη» πρα­κτι­κή της περιο­δι­κής ενσω­μά­τω­σης μέρους των παρά­νο­μων ενό­πλων στην οθω­μα­νι­κή νομι­μό­τη­τα (γενό­με­νοι «κάποι»4 ή «αρμα­το­λοί»), αν και είχε μια ορι­σμέ­νη απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στο παρελ­θόν, είχε ωστό­σο κατα­στεί αναχρονιστική.

Ετσι, προ­κρί­θη­κε η κατα­στο­λή τους. Οι μεγα­λύ­τε­ρες κατα­διώ­ξεις πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν στην Ηπει­ρο και την Πελο­πόν­νη­σο. Και στις δύο περι­πτώ­σεις οι οθω­μα­νι­κές αρχές είχαν την ενερ­γό στή­ρι­ξη της χρι­στια­νι­κής άρχου­σας τάξης. Ειδι­κά στην Πελο­πόν­νη­σο (που έχει ένα ιδιαί­τε­ρο βάρος για την Επα­νά­στα­ση), η εκστρα­τεία κατά των κλε­φτών (1805–1806) υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα απο­τε­λε­σμα­τι­κή. Η αφορ­μή δόθη­κε με τη ληστεία του κοτζα­μπά­ση των Γαρ­γα­λιά­νων και πρω­το­σύ­γκε­λου Ανθ. Ανδρια­νό­που­λου (που ήταν υπεύ­θυ­νος για την είσπρα­ξη των εκκλη­σια­στι­κών φόρων της περιο­χής). Ακο­λού­θως, «δεσπο­τά­δες και κοτζα­μπά­ση­δες» κινη­το­ποι­ή­θη­καν και πέτυ­χαν την επέμ­βα­ση του οθω­μα­νι­κού στρα­τού, καθώς και τον αφο­ρι­σμό των κλε­φτών από το Πατριαρ­χείο (με συνέ­πεια τη σημα­ντι­κή υπο­νό­μευ­ση των ερει­σμά­των που διέ­θε­ταν στις αγρο­τι­κές μάζες).

Παρό­τι οι πηγές δια­φέ­ρουν σημα­ντι­κά ως προς τους αριθ­μούς, εκτι­μά­ται πως οι κλέ­φτες που εξο­ντώ­θη­καν ανέρ­χο­νταν σε αρκε­τές εκα­το­ντά­δες, ενώ ακό­μη περισ­σό­τε­ροι έγι­ναν πρό­σφυ­γες, κατα­φεύ­γο­ντας κυρί­ως στα Επτάνησα.

«Η εξο­λό­θρευ­ση των κλε­φτών», ανα­φέ­ρει η Ε. Αγγε­λο­μά­τη-Τσου­γκα­ρά­κη, «είχε ως απο­τέ­λε­σμα την απο­κα­τά­στα­ση της ασφά­λειας. (…) Η θέση των κοτζα­μπά­ση­δων (…) ενι­σχύ­θη­κε», ενώ ευνο­ή­θη­κε και η «ανά­πτυ­ξη των εμπο­ρι­κών συναλ­λα­γών» με «αυξη­μέ­νη συμ­με­το­χή των Ελλή­νων στο εμπό­ριο και τις μετα­φο­ρές της Πελο­πον­νή­σου που ξεπέ­ρα­σαν το 60%».5

Στην Επα­νά­στα­ση οι κλέ­φτες στοι­χή­θη­καν αρχι­κά με τις πιο ριζο­σπα­στι­κές δυνά­μεις της αστι­κής τάξης και τη Φιλι­κή Εται­ρεία. Σε αυτό συνέ­δρα­μαν οι ζυμώ­σεις και το μπό­λια­σμά τους με τις ιδέ­ες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης την περί­ο­δο της παρα­μο­νής τους στα Επτά­νη­σα. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή ως προς αυτό είναι η ανα­φο­ρά του Θ. Κολο­κο­τρώ­νη πως «η Γαλ­λι­κή επα­νά­στα­σις και ο Ναπο­λέ­ων έκα­με, κατά την γνώ­μην μου, να ανοί­ξη τα μάτια του κόσμου».6Πολ­λοί ήταν ακό­μη εκεί­νοι οι οποί­οι πολέ­μη­σαν στους Ναπο­λε­ό­ντειους πολέμους.

Ιδιαί­τε­ρα όμως βάρυ­ναν οι όροι δια­βί­ω­σής τους, που δυσχέ­ραι­ναν συνε­χώς υπό το βάρος της οικο­νο­μι­κής κρί­σης (που εκδη­λώ­θη­κε προ­ε­πα­να­στα­τι­κά), της ανό­δου των τιμών των βασι­κών προ­ϊ­ό­ντων, της υπερ­φο­ρο­λό­γη­σης κ.λπ. «Μας ομι­λεί­τε για το μέλ­λον και για την ανα­τρο­φή των παι­διών μας», τόνι­σαν στον Ι. Καπο­δί­στρια σε σύσκε­ψη που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στα Επτά­νη­σα δύο μόλις χρό­νια πριν την Επα­νά­στα­ση (1819), «τη στιγ­μή που μας λεί­πει και το καθη­με­ρι­νό ψωμί και δεν έχου­με τίπο­τα».7

Τέλος, σημα­ντι­κό είναι επί­σης και το στοι­χείο που απο­τυ­πώ­νε­ται στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Φωτά­κου (υπα­σπι­στή του Θ. Κολο­κο­τρώ­νη), αντα­να­κλώ­ντας την οπτι­κή και άλλων αγω­νι­στών της επο­χής, οι οποί­οι έβλε­παν «στην επα­νά­στα­ση την έναρ­ξη μιας νέας επο­χής όπου οι “τελευ­ταί­οι έσο­νται πρώ­τοι”, μια επο­χή δικαιο­σύ­νης, ισό­τη­τας και αδελ­φο­σύ­νης».8

Οι κλέ­φτες — οπλαρ­χη­γοί, ωστό­σο, μπο­ρεί να συντάσ­σο­νταν με την πιο ριζο­σπα­στι­κή μερί­δα της αστι­κής τάξης ως προς την ανα­γκαιό­τη­τα επα­να­στα­τι­κής ανα­τρο­πής της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας, αυτό όμως δεν σήμαι­νε πως συμ­φω­νού­σαν και με τον στό­χο της συγκρό­τη­σης αστι­κού συγκε­ντρω­τι­κού έθνους — κρά­τους. Η στρα­τιω­τι­κή οργά­νω­ση των κλε­φτών (που βασί­ζο­νταν στην τοπι­κό­τη­τα και τις συγ­γε­νι­κές / προ­σω­πι­κές σχέ­σεις ενό­πλων — οπλαρ­χη­γών) παρέ­με­νε κατά­λοι­πο των κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων, με τις οποί­ες η αστι­κή τάξη ήταν σε σύγκρου­ση και επι­δί­ω­κε να καταρ­γή­σει. Αντί­στοι­χα, και η αντί­λη­ψη της ηγε­σί­ας των κλε­φτών — οπλαρ­χη­γών ως προς το επι­διω­κό­με­νο απο­τέ­λε­σμα της Επα­νά­στα­σης περιο­ρί­ζο­νταν — εν πολ­λοίς και αντι­κει­με­νι­κά — από την ταξι­κή τους υπό­στα­ση.9 Εν τέλει, το ίδιο το γεγο­νός της συγκρό­τη­σης αστι­κού κρά­τους σήμαι­νε αντι­κει­με­νι­κά την εξά­λει­ψη των κλε­φτών ως κοι­νω­νι­κής ομάδας.

Οι αρματολοί

Οι αρμα­το­λοί ήταν ένο­πλοι (συνή­θως κλέ­φτες, που «προ­σκυ­νού­σαν» και «αμνη­στεύ­ο­νταν») ενταγ­μέ­νοι στην οθω­μα­νι­κή νομι­μό­τη­τα με κύριο — «θεσμι­κό» — ρόλο τη συνε­πι­κου­ρία των κρα­τι­κών και τοπι­κών αρχών στην τήρη­ση της τάξης των ορει­νών βασι­κά περιο­χών (φύλα­ξη περα­σμά­των, κατα­δί­ω­ξη της ληστεί­ας κ.ο.κ.).

Ο αρμα­το­λι­σμός χρο­νο­λο­γεί­ται από τις απαρ­χές της οθω­μα­νι­κής κατά­κτη­σης, ενώ συνα­ντιό­ταν σε μια σει­ρά περιο­χές και λαούς της Βαλ­κα­νι­κής. «Καθ’ όσον», όμως, «οι σουλ­τά­νοι ηύξα­νον την δύνα­μιν και επε­ξέ­τει­νον την εξου­σί­αν της κεντρι­κής διοι­κή­σε­ως, η σημα­σία των αρμα­το­λών εξέ­πι­πτε».10

Παρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης του 1821, στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή της Ρού­με­λης (όπου ο αρμα­το­λι­σμός γνώ­ρι­σε τη μεγα­λύ­τε­ρη ανά­πτυ­ξη), υπήρ­χαν «του­λά­χι­στον» 23 αρμα­το­λί­κια, ενώ σε μικρό­τε­ρο αριθ­μό υπήρ­χαν επί­σης στη Θεσ­σα­λία, στην Ηπει­ρο και τη Μακε­δο­νία (καθό­λου δε στην Πελοπόννησο).

Η δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη ισχύς του αρμα­το­λι­σμού ανά περιο­χή οφει­λό­ταν σε πολ­λούς παρά­γο­ντες: Από την εκά­στο­τε κυρί­αρ­χη οικο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, τη μορ­φο­λο­γία του εδά­φους, τις ιδιο­μορ­φί­ες στο καθε­στώς γαιο­κτη­σί­ας, την ιστο­ρι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη ισχύ άλλων αντα­γω­νι­στι­κών δυνά­με­ων (πρώ­τα και κύρια των κοτζα­μπά­ση­δων), την εξέ­λι­ξη των ενδο-αρμα­το­λι­τι­κών συμ­μα­χιών / συγκρού­σε­ων, τις «έξω­θεν» παρεμ­βά­σεις Οθω­μα­νών αξιω­μα­τού­χων κ.ά.

Τα όρια των αρμα­το­λι­κιών δεν ήταν στα­τι­κά. Μετα­βάλ­λο­νταν διαρ­κώς. Δυνη­τι­κά, δε, μπο­ρού­σαν να λάβουν — και έλα­βαν — μεγά­λες δια­στά­σεις, περι­λαμ­βά­νο­ντας πολ­λές δεκά­δες χωριά και χιλιά­δες κατοίκους.

Αρχι­κά, κατά κανό­να, το αρμα­το­λί­κι ανα­τι­θό­ταν από την οθω­μα­νι­κή εξου­σία στον ισχυ­ρό­τε­ρο από τους ενό­πλους μιας περιο­χής (μετα­ξύ των οποί­ων ανα­πτυσ­σό­ταν σφο­δρό­τα­τος αντα­γω­νι­σμός για την κατο­χύ­ρω­σή του — γεγο­νός που βεβαί­ως εξυ­πη­ρε­τού­σε επι­πρό­σθε­τα τις αρχές στη λογι­κή του «διαί­ρει και βασί­λευε»).11 Αλλες φορές οι ένο­πλοι προ­σπα­θού­σαν να «εκβιά­σουν» κατα­στά­σεις και να επι­βάλ­λουν το διο­ρι­σμό τους, εντεί­νο­ντας τη ληστεία και τρο­μο­κρα­τώ­ντας την ύπαι­θρο (χρι­στια­νούς και μου­σουλ­μά­νους ανε­ξαι­ρέ­τως): Τακτι­κή που είχε μια ορι­σμέ­νη επιτυχία.

Σε μια πορεία, ορι­σμέ­νοι αρμα­το­λοί έγι­ναν τόσο ισχυ­ροί, ώστε κατο­χύ­ρω­σαν την κλη­ρο­νο­μι­κή δια­δο­χή της θέσης τους σε κάποιο μέλος της οικο­γέ­νειάς τους. «Στο απο­κο­ρύ­φω­μα της δύνα­μής τους, κατά το δεύ­τε­ρο ήμι­συ του 18ου αιώ­να, οι αρμα­το­λοί (ειδι­κά οι Ρου­με­λιώ­τες) είχαν μια εξου­σία συγκρί­σι­μη με εκεί­νη των τοπι­κών αρχό­ντων», χαρα­κτη­ρι­ζό­με­νοι ακό­μη και μικροί «βασι­λί­σκοι», οι οποί­οι «ενέ­μο­ντο κυριαρ­χι­κώς τας επαρ­χί­ας των», ενώ «ούδ’ ετόλ­μα ποτέ, άνευ αδεί­ας, Οθω­μα­νός να θέση τον πόδα εντός του κύκλου της δικαιο­δο­σί­ας των».12

Η οικο­νο­μι­κή δύνα­μη του αρμα­το­λι­σμού (πέραν της μισθο­δο­σί­ας των αρχών για την κατα­πο­λέ­μη­ση της ληστεί­ας ή των «αμοι­βών» που απο­σπού­σαν από τους υπ’ ευθύ­νη τους πλη­θυ­σμούς ένα­ντι της ασφά­λειας που παρεί­χαν) εδρά­ζο­νταν κυρί­ως στην εκμί­σθω­ση των φόρων, στην κτη­νο­τρο­φία, καθώς και άλλες, εμπο­ρι­κές ή τοκο­γλυ­φι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες. Η εκμί­σθω­ση και είσπρα­ξη των φόρων μιας περιο­χής υπήρ­ξε το βασι­κό πεδίο σύγκρου­σης των αρμα­το­λών με τους κοτζα­μπά­ση­δες (σύγκρου­ση στην οποία — με εξαί­ρε­ση τη δυτι­κή Ρού­με­λη — επι­κρα­τού­σαν κατά κανό­να οι δεύ­τε­ροι). Οι αρμα­το­λοί επί­σης απαλ­λάσ­σο­νταν από την κεφα­λι­κή φορο­λο­γία / δεκάτη.

Η «πολι­τι­κή» τους δύνα­μη σφυ­ρη­λα­τού­νταν μέσα από τη σύνα­ψη συγ­γε­νι­κών δεσμών με άλλους αρμα­το­λούς και τις αγα­στές σχέ­σεις με την οθω­μα­νι­κή εξου­σία. Αρμα­το­λοί συμ­μά­χη­σαν και πολέ­μη­σαν επα­νει­λημ­μέ­να στο πλευ­ρό των οθω­μα­νι­κών δυνά­με­ων (προσ­δο­κώ­ντας στα ανά­λο­γα οφέ­λη), όπως π.χ. κατά τον ενε­το­τουρ­κι­κό πόλε­μο του 1714–1715 ή κατά του Αλή Πασά των Ιωαν­νί­νων το 1820–1821 (όπου πολέ­μη­σαν και με τις δύο πλευρές).

Η πολι­τι­κή συμ­μα­χιών των αρμα­το­λών διέ­πο­νταν από έντο­νο και­ρο­σκο­πι­σμό, ενώ η αλλα­γή στρα­το­πέ­δου δεν ήταν σπά­νιο φαι­νό­με­νο. Τα περι­βό­η­τα «καπά­κια» («προ­σκυ­νο­χάρ­τια»), οι ιδιό­τυ­πες αυτές «συμ­φω­νί­ες ειρή­νης» των χρι­στια­νών αρμα­το­λών με τις οθω­μα­νι­κές δυνά­μεις εν τω μέσω εμπό­λε­μων κατα­στά­σε­ων, ήταν γνω­στά ήδη από τα «Ορλω­φι­κά» (ενώ στην Επα­νά­στα­ση του 1821 γενι­κεύ­τη­καν «αγγί­ζο­ντας σχε­δόν όλους τους οπλαρ­χη­γούς της Ρού­με­λης»).13

Η σχέ­ση των αρμα­το­λών με τους αγρο­τι­κούς πλη­θυ­σμούς ήταν διτ­τή. Από τη μια, οι αρμα­το­λοί εξαρ­τιό­νταν από αυτούς όσον αφο­ρά την τρο­φο­δο­σία, την πλη­ρο­φό­ρη­ση και τη στρα­το­λό­γη­ση. Ωστό­σο, συχνά οι συνο­λι­κές επι­βα­ρύν­σεις των αγρο­τών απο­δει­κνύ­ο­νταν αβά­στα­κτες, ενώ η μη συμ­μόρ­φω­ση σε αυτές επί­σειε σκλη­ρά αντί­ποι­να.

Από τα τέλη του 19ου — αρχές του 20ού αιώ­να ο αρμα­το­λι­σμός στη Ρού­με­λη και την Ηπει­ρο ανα­δια­μορ­φώ­θη­κε υπό τις συγκε­ντρω­τι­κές μεταρ­ρυθ­μι­στι­κές πολι­τι­κές και τις πιέ­σεις του Αλή Πασά των Ιωαν­νί­νων. Η ισχύς και ο βαθ­μός αυτο­νο­μί­ας του αρμα­το­λι­σμού περιο­ρί­στη­καν σημαντικά.

Οταν ξέσπα­σε η Επα­νά­στα­ση, η στά­ση των αρμα­το­λών ήταν — το λιγό­τε­ρο — επι­φυ­λα­κτι­κή, γι’ αυτό και η δυτι­κή Ρού­με­λη καθυ­στέ­ρη­σε σχε­τι­κά να μπει στον αγώ­να (όχι η ανα­το­λι­κή, όπου ο αρμα­το­λι­σμός ήταν λιγό­τε­ρο ισχυ­ρός και ξεση­κώ­θη­κε σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με τον Μοριά).14

Ο αρμα­το­λι­σμός ως μορ­φή κοι­νω­νι­κής, πολι­τι­κής, οικο­νο­μι­κής και στρα­τιω­τι­κής οργά­νω­σης υπήρ­ξε σίγου­ρα καθυ­στε­ρη­μέ­νος, κλει­στός και συντη­ρη­τι­κός (ο Βρε­τα­νός φιλέλ­λη­νας L. Stanhope τον είχε χαρα­κτη­ρί­σει «φεου­δαρ­χι­σμό με όλη του την αγριό­τη­τα»15). Ο κλη­ρο­νο­μι­κός και τοπι­κι­στι­κός του χαρα­κτή­ρας, η στε­νή δια­σύν­δε­σή του με το οθω­μα­νι­κό φεου­δαρ­χι­κό σύστη­μα και κρά­τος: Ολα τα παρα­πά­νω ήταν ασύμ­βα­τα με τον στό­χο ανα­τρο­πής του υφι­στά­με­νου status quo και τη δημιουρ­γία αστι­κού έθνους — κρά­τους16. Αντι­κει­με­νι­κά, η νίκη της Επα­νά­στα­σης σήμαι­νε την κατά­λυ­ση των προ­νο­μί­ων τους αλλά και των ίδιων ως «τάξης» συνο­λι­κά (όπως και έγινε).

Το γεγο­νός αυτό απο­τυ­πώ­θη­κε εν μέρει και στην περιο­ρι­σμέ­νη επιρ­ροή της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας μετα­ξύ των αρμα­το­λών. Σύμ­φω­να με τις υπάρ­χου­σες πηγές, μόλις το 3,9% των μελών της οργά­νω­σης προ­έρ­χο­νταν από τη Στε­ρεά (εκ των οποί­ων μόλις το 1/3 ήταν «στρα­τιω­τι­κοί»: 34 στους 97 συνο­λι­κά). Η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των μυη­μέ­νων αρμα­το­λών της δυτι­κής Ρού­με­λης δε (με εξαί­ρε­ση μόλις 2) εντά­χθη­κε στην Εται­ρεία από το 1820 και μετά.
Βεβαί­ως, υπήρ­χαν και παρά­γο­ντες που επέ­δρα­σαν θετι­κά στην υπο­στή­ρι­ξη της Επανάστασης:

Οι αυξη­μέ­νες φορο­λο­γι­κές επι­βα­ρύν­σεις του πλη­θυ­σμού της Στε­ρε­άς (που σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις τετρα­πλα­σιά­στη­καν) λόγω του πολέ­μου της Πύλης κατά του Αλή Πασά συνέ­τει­ναν αναμ­φί­βο­λα στην όξυν­ση της αντί­θε­σης με τις συν­θή­κες της οθω­μα­νι­κής κατάκτησης.

Επι­πλέ­ον, η δυνα­μι­κή της Επα­νά­στα­σης δημιούρ­γη­σε ρήγ­μα­τα στο αρμα­το­λι­κό σύστη­μα, επι­τρέ­πο­ντας σε μερί­δα των ενό­πλων, που έως τότε ήταν απο­κλει­σμέ­νοι ή απο­μο­νω­μέ­νοι από αυτό, να ανα­δει­χθούν. «Η περί­πτω­ση Καραϊ­σκά­κη», π.χ., «αντι­στοι­χεί σαφέ­στα­τα στον αντι­προ­σω­πευ­τι­κό τύπο του αυτο­δη­μιούρ­γη­του Αρμα­το­λού, ο οποί­ος μέσα από τις ευκαι­ρί­ες του επα­να­στα­τι­κού γεγο­νό­τος κατόρ­θω­σε να εντα­χθεί και να επι­βλη­θεί στην μέχρι τότε συμπα­γή και περί­κλει­στη αρμα­το­λι­κή κοι­νό­τη­τα».17

Σε κάθε περί­πτω­ση, η ίδια η έκτα­ση, η δυνα­μι­κή και αρχι­κά νικη­φό­ρα πορεία της Επα­νά­στα­σης συμπα­ρέ­συ­ρε το σύνο­λο σχε­δόν των αρμα­το­λών, η ισχύς των όπλων των οποί­ων έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στη διε­ξα­γω­γή του αγώνα

  1. Γιά­νης Κορ­δά­τος, «Η κοι­νω­νι­κή σημα­σία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως του 1821», εκδ. «Επι­και­ρό­τη­τα», Αθή­να, 1975, σελ. 109.
  2. Κων­στα­ντί­νος Παπαρ­ρη­γό­που­λος, «Ιστο­ρία του ελλη­νι­κού έθνους», τόμ. 7ος, εκδ. «Χ. Μπού­ρα», Αθή­να, χ. χ., σελ. 288–290.
  3. Γεώρ­γιος Φίν­λεϊ, «Ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», τόμ. 1ος, εκδ. Ιδρυ­μα της Βου­λής των Ελλή­νων, Αθή­να, 2008, σελ. 71
  4. Οι κάποι ήταν πρώ­ην κλέ­φτες που νομι­μο­ποιού­νταν άλλο­τε διο­ρι­ζό­με­νοι σε κάθε επαρ­χία από τους χρι­στια­νούς άρχο­ντες ως ένα είδος «αστυ­νο­μί­ας» και άλλο­τε προ­σλαμ­βα­νό­με­νοι απευ­θεί­ας στην υπη­ρε­σία των κοτζα­μπά­ση­δων ως «προ­σω­πι­κές φρου­ρές» τους. Ως κάποι είχαν ανά και­ρούς υπη­ρε­τή­σει γνω­στές οικο­γέ­νειες κλε­φτών, όπως οι Πλα­που­ταί­οι, οι Κολο­κο­τρω­ναί­οι κ.ά.
  5. Ελέ­νη Αγγε­λο­μά­τη-Τσου­γκα­ρά­κη, «1821. Η γέν­νη­ση ενός έθνους — κρά­τους», τόμ. Α’, εκδ. «ΣΚΑΪ βιβλίο», Αθή­να, 2010, σελ. 140.
  6. Θεό­δω­ρος Κολο­κο­τρώ­νης, «Διή­γη­σις συμ­βά­ντων της ελλη­νι­κής φυλής», εκδ. «Τύποις Χ. Νικο­λα­ΐ­δου Φιλα­δελ­φέ­ως», Αθή­να, 1846, σελ. 49
  7. Γιά­νης Κορ­δά­τος, «Μεγά­λη Ιστο­ρία της Ελλά­δας», τόμ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώ­νας», Αθή­να, 1957, σελ. 72.
  8. Ελέ­νη Ανδριά­και­να, «Το “νόη­μα του ‘21” στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Φωτά­κου», Διδα­κτο­ρι­κή Δια­τρι­βή, Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο, Αθή­να, 1999, σελ. 296–297.
  9. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά οι «μεγα­λο­κα­πε­τα­ναί­οι συζη­τού­σαν ακό­μα και το κομ­μά­τια­σμα του Μοριά σε εφτά φεου­δα­λι­κές ηγε­μο­νί­ες» ή μια «αυτό­νο­μη ηγε­μο­νία στην Πελο­πόν­νη­σο» (ή μόνο της ενδο­χώ­ρας, με «τα παρα­θα­λάσ­σια κάστρα» να παρα­μέ­νουν υπό οθω­μα­νι­κό έλεγ­χο) και «κάτω από την επι­κυ­ριαρ­χία του σουλ­τά­νου» (Λύσαν­δρος Παπα­νι­κο­λά­ου, «Κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­νά­στα­σης του 19ου αιώ­να», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 1991, σελ. 142, 149).
  10. Γεώρ­γιος Φίν­λεϊ, «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως», τόμ. 1ος, εκδ. Ιδρυ­μα της Βου­λής των Ελλή­νων, Αθή­να, 2008, σελ. 65
  11. Οι ένο­πλοι που δεν γίνο­νταν αρμα­το­λοί, συνέ­χι­ζαν τη δρά­ση τους, υπο­νο­μεύ­ο­ντας τον επι­κρα­τή­σα­ντα και διεκ­δι­κώ­ντας διαρ­κώς τη θέση του.
  12. Riki Van Boeschoten, «Κλε­φταρ­μα­το­λοί, ληστές και κοι­νω­νι­κή ληστεία», «Μνή­μων», τόμ. 13ος, 1991, σελ. 17 και Αρι­στο­τέ­λης Βαλα­ω­ρί­της, «Αθα­νά­σιος Διά­κος», εκδ. «Τύποις Χ. Νικο­λα­ΐ­δου Φιλα­δελ­φέ­ως», Αθή­να, 1867, σελ. 179.
  13. Δημή­τρης Τσιά­μα­λος, «Κοι­νω­νι­κή και επα­να­στα­τι­κή συνεί­δη­ση των ενό­πλων της Ρού­με­λης στην επα­νά­στα­ση του 1821», Διδα­κτο­ρι­κή Δια­τρι­βή, Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο, Αθή­να, 2007, σελ. 270.
  14. Στις 27 Μάρ­τη 1821 κινή­θη­καν οι Φιλι­κοί αρμα­το­λοί καπε­τά­νιοι Σαλώ­νων (Αμφισ­σας) και Λει­βα­διάς, Δημή­τρης Ξηρός-Πανουρ­γιάς και Αθα­νά­σιος Διά­κος αντί­στοι­χα (και οι δύο πόλεις ήταν σημα­ντι­κά οικο­νο­μι­κά κέντρα της Ρού­με­λης, με οργα­νω­μέ­νη παρου­σία της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας). Από τους αρμα­το­λούς της δυτι­κής Ρού­με­λης κινή­θη­κε πρώ­τος (δύο μήνες μετά) ο επί­σης Φιλι­κός Αλε­ξά­κης Βλα­χό­που­λος. Αλλοι αρμα­το­λοί — μέλη της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας ήταν μετα­ξύ άλλων ο Μάρ­κος Μπό­τσα­ρης, ο Μελέ­της Βασι­λεί­ου (που σήκω­σε τη σημαία της Επα­νά­στα­σης στην Αττι­κή) κ.ά.
  15. Από­στο­λος Βακα­λό­που­λος, «Ιστο­ρία του Νέου Ελλη­νι­σμού», τόμ. 5ος, εκδ. «Τυπο­γρα­φεία Σφα­κια­νά­κη», Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1980, σελ. 419.
  16. Οι προσ­δο­κί­ες — επι­διώ­ξεις τους για την Επα­νά­στα­ση περιο­ρί­ζο­νταν εν πολ­λοίς στο σχέ­διο του Οδ. Ανδρού­τσου, το οποίο προ­έ­βλε­πε τη διαί­ρε­ση των απε­λευ­θε­ρω­μέ­νων εδα­φών σε τρεις ημιαυ­τό­νο­μες στρα­τιω­τι­κές τοπαρ­χί­ες (συγκρο­τη­μέ­νες στα πρό­τυ­πα της προ­τέ­ρας οθω­μα­νι­κής διοι­κη­τι­κής διαί­ρε­σης) υπό την τύποις επι­κυ­ριαρ­χία του Αλ. Υψη­λά­ντη. Η τοπαρ­χία της ανα­το­λι­κής Στε­ρε­άς θα είχε επι­κε­φα­λής τον Οδ. Ανδρού­τσο, η τοπαρ­χία της δυτι­κής Στε­ρε­άς τον Μ. Μπό­τσα­ρη και της Πελο­πον­νή­σου τον Θ. Κολο­κο­τρώ­νη (Λύσαν­δρος Παπα­νι­κο­λά­ου, «Κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­νά­στα­σης του 19ου αιώ­να», εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 1991, σελ. 160)
  17. Δημή­τρης Τσιά­μα­λος, «Κοι­νω­νι­κή και επα­να­στα­τι­κή συνεί­δη­ση των ενό­πλων της Ρού­με­λης στην επα­νά­στα­ση του 1821», Διδα­κτο­ρι­κή Δια­τρι­βή, Πάντειο Πανε­πι­στή­μιο, Αθή­να, 2007, σελ. 184.

Του Ανα­στά­ση ΓΚΙΚΑ
μέλους του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο