Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

40 χρόνια από τη βράβευση του Μίκη Θεοδωράκη με το βραβείο «Λένιν»

Για μια ακό­μα φορά το βρα­βείο Λένιν απο­νε­μή­θη­κε στην Ελλά­δα, στους αγω­νι­στές της, στους πρω­το­πό­ρους της ειρή­νης, του στο­χα­σμού και της δημιουρ­γί­ας. Για μια ακό­μη φορά ο σοβιε­τι­κός λαός θυμί­ζει σ’ όλα τα σημεία του ορί­ζο­ντα πως η μικρή, γεω­γρα­φι­κά, Ελλά­δα, έχει έναν μεγά­λο μαχό­με­νο λαό, φλο­γε­ρούς υπε­ρα­σπι­στές της ειρή­νης και στρα­τευ­μέ­νους, μέγι­στους καλ­λι­τέ­χνες και δημιουρ­γούς. Κι αυτό δεν πιστο­ποιεί­ται μόνο στο σκε­πτι­κό της επι­τρο­πής των βρα­βεί­ων στη γενέ­τει­ρα του Λένιν. Πιστο­ποιεί­ται από τις δηλώ­σεις φίλων, συντρό­φων και παρα­γό­ντων του τόπου που μ’ ένα στό­μα ταυ­τί­ζουν τις έννοιες «βρα­βείο Λένιν» με την ειρή­νη, τον αγώ­να, τη στρα­τευ­μέ­νη τέχνη και τον ελλη­νι­κό λαό. Το λέει και ο ίδιος ο τιμώ­με­νος, ο ακρι­βός μας σύντρο­φος ο Μίκης:

«Η τιμή αυτή δεν μπο­ρεί να χωρέ­σει μέσα στα στε­νά όρια μιας όποιας προ­σω­πι­κό­τη­τας, ιδιαί­τε­ρα στην περί­πτω­σή μου που σα μου­σι­κός γαλου­χή­θη­κα από τις πνευ­μα­τι­κές παρα­δό­σεις του ελλη­νι­κού λαού. Δε θάταν υπερ­βο­λή να τόλε­γα πως το βρα­βείο αυτό απευ­θύ­νε­ται προς όλο τον λαό μας και μάλι­στα προς τους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους και τους αγω­νι­στές που με το έργο και τις θυσί­ες τους τιμούν και τίμη­σαν το έργο και το λαό μας».

Οι ίδιες έννοιες ταυ­τί­ζο­νται και στο συγ­χα­ρη­τή­ριο της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του Κόμ­μα­τός μας, που είναι το παρακάτω:

«Σύντρο­φε Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, η ΚΕ του ΚΚΕ σε συγ­χαί­ρει θερ­μά για την κορυ­φαία παγκό­σμια διά­κρι­ση που κατά­χτη­σες με το μεγά­λο έργο σου και την πλού­σια συνει­σφο­ρά σου στον αγώ­να για πρό­ο­δο και ειρή­νη. Το βρα­βείο Λένιν στο πρό­σω­πό σου τιμά τη μαχό­με­νη ελλη­νι­κή κουλ­τού­ρα, το αρι­στε­ρό και φιλει­ρη­νι­κό κίνη­μα της χώρας μας, όλο τον λαό μας».

Το βρα­βείο Λένιν για την ειρή­νη «τελι­κά ηχεί μέσα μας σαν ένα σάλ­πι­σμα συνεί­δη­σης» τονί­ζει ο συνθέτης.

Σάλ­πι­σμα συνεί­δη­σης όχι μόνο για όλο τον λαό και την πολι­τι­κή του ηγε­σία, αλλά και για τους δημιουρ­γούς και για τους καλ­λι­τέ­χνες. Για­τί το βρα­βείο αυτό είναι η τιμή της μαχό­με­νης, της λαϊ­κής, της μεγά­λης, της στρα­τευ­μέ­νης, της ατα­λά­ντευ­της, της εμπνευ­σμέ­νης — ναι της εθνι­κής, αλλά και της κομ­μα­τι­κής κουλτούρας.

Και στ’ όνο­μα του Λένιν επα­νέρ­χε­ται η υπεν­θύ­μι­ση πως όλες αυτές οι έννοιες, όταν είναι αδιάρ­ρη­κτα δεμέ­νες με τη μεγά­λη τέχνη, όταν τις δια­περ­νά­ει η φαντα­σία, η παρά­δο­ση, η ανα­ζή­τη­ση, το πάθος και η από­λαυ­ση και όταν ο καλ­λι­τέ­χνης έχει πλε­ό­να­σμα δημιουρ­γί­ας και συνο­μι­λεί ακα­τά­παυ­στα με τα γύρω του, με τους γύρω του, με την ιστο­ρία, με το κίνη­μα, με την πρό­ο­δο, ε, τότε, ο χαρα­χτή­ρας «στρα­τευ­μέ­νος» δικαιώ­νε­ται σαν η μόνη επι­λο­γή μάχης για την πρό­ο­δο δια­μέ­σου της τέχνης αλλά και για την τέχνη.

Κι αυτά δεν είναι λόγια θεω­ρί­ας αλλά ζωντα­νά υπο­δείγ­μα­τα που, στα πρό­σω­πα των δυο βρα­βεί­ων Λένιν, στον Γιάν­νη Ρίτσο και στον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη (φωτο­γρα­φία από την προ­χτε­σι­νή εκδή­λω­ση στην Πετρού­πο­λη) βρή­καν τον υπο­δειγ­μα­τι­κό εκφρα­στή τους. Η διεύ­θυν­ση και το προ­σω­πι­κό του «Ριζο­σπά­στη» συγ­χαί­ρουν θερ­μά τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και του εύχο­νται νέες επι­τυ­χί­ες στην καλ­λι­τε­χνι­κή του δημιουρ­γία και στον αγώ­να του για την ειρή­νη και την πρόοδο. (…)

***

40 χρό­νια συμπλη­ρώ­θη­καν απ’ τη βρά­βευ­ση του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη με το Βρα­βείο «Λένιν». Ηταν μια απ’ τις πολ­λές, αλή­θεια, στιγ­μές που περι­λαμ­βά­νο­νται στα «πιο κρί­σι­μα, τα δυνα­τά και τα ώρι­μα χρό­νια» του, που τα πέρα­σε «κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ», όπως ο ίδιος έγραψε.

Οι στιγ­μές που χαρα­κτή­ρι­σε ως «Μεγά­λα Μεγέ­θη» ξεκί­νη­σαν απ’ τα 17 του κιό­λας, όταν οργα­νώ­θη­κε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ. Στη συνέ­χεια, «πολέ­μη­σε τον Δεκέμ­βρη», μέσα από τις γραμ­μές του 1ου Λόχου του 1ου Τάγ­μα­τος του Εφε­δρι­κού ΕΛΑΣ.

Ακο­λού­θη­σαν οι άγριες διώ­ξεις του αστι­κού κρά­τους ως εξό­ρι­στος στην Ικα­ρία και τη μαρ­τυ­ρι­κή Μακρό­νη­σο, όπου βασα­νί­στη­κε άγρια. Αργό­τε­ρα, στην ΕΔΑ και τους Λαμπρά­κη­δες για την πολι­τι­στι­κή ανα­γέν­νη­ση, ενώ «πλή­ρω­σε» με νέες δοκι­μα­σί­ες, φυλα­κές και εξο­ρί­ες την παρά­νο­μη δρά­ση του ενά­ντια στη δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών το 1967. Το 1978 ήταν υπο­ψή­φιος δήμαρ­χος με το ΚΚΕ στην Αθή­να, ενώ το 1981 και το 1985 εκλέ­χτη­κε βου­λευ­τής του Κόμματος.

Το έργο του μεγα­λειώ­δες. Μιλώ­ντας με αφορ­μή τη βρά­βευ­σή του, είχε δηλώ­σει: «Ο,τι φτιά­ξα­με το πήρα­με απ’ το λαό, το δίνου­με στο λαό. Ανή­κου­με σ’ αυτόν και το πρώ­το μεγά­λο “ευχα­ρι­στώ” είναι δικό του».

Αντι­γρά­φου­με απ’ την ανα­κοί­νω­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, μετά τον θάνα­τό του:

«Το έργο του είναι μια διαρ­κής ανα­μέ­τρη­ση με την αδι­κία και την ηττο­πά­θεια, ένα σάλ­πι­σμα πάλης, νέων αγώ­νων, αντί­στα­σης, ανά­τα­σης κι ελπί­δας. “Τη Ρωμιο­σύ­νη μην την κλαις… εκεί που πάει να σκύ­ψει… να την πετιέ­ται από ξαρ­χής” είναι η απά­ντη­σή του στην πίκρα και την απο­γο­ή­τευ­ση ενός λαού, που τα όνει­ρά του δεν πήραν ακό­μα εκδίκηση. (…)

Η μου­σι­κή του Μίκη είναι ζυμω­μέ­νη με όλα εκεί­να τα υλι­κά που φτιά­χνουν τη μεγά­λη τέχνη, την τέχνη που συλ­λαμ­βά­νει τον σφυγ­μό της επο­χής της και προ­αι­σθά­νε­ται το επερ­χό­με­νο. Το αίσθη­μα, το φρό­νη­μα, η μνή­μη και η πεί­ρα του λαού που αγω­νί­ζε­ται, είναι η πηγή της έμπνευ­σής του».

Η απο­νο­μή του βρα­βεί­ου στον μεγά­λο δημιουρ­γό έγι­νε τον Οκτώ­βρη του 1983 στη Μόσχα και ήταν ο τέταρ­τος Ελλη­νας που τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο «Λένιν». Ο πρώ­τος ήταν ο Κώστας Βάρ­να­λης, ενώ ακο­λού­θη­σαν ο Μανώ­λης Γλέ­ζος και ο Γιάν­νης Ρίτσος. Ο πέμ­πτος και ο τελευ­ταί­ος Ελλη­νας που τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο «Λένιν» ήταν ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης, μια χρο­νιά μετά τον Μίκη Θεοδωράκη.

Το απέ­ρα­ντο έργο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη θα μας συντρο­φεύ­ει πάντα, σε κάθε μάχη, σε κάθε αγώ­να, κάθε φορά που σηκώ­νο­νται ψηλά οι σημαί­ες μας, κάθε φορά που «λάμπει ο ουρα­νός».

Ριζο­σπά­στης.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο