Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

50 χρόνια Βασίλης Παπακωνσταντίνου — Μεγάλη συναυλία στις 14 Ιούνη στο Καλλιμάρμαρο

Μεγάλη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Καλλιμάρμαρο, στις 14/6, για τα 50 χρόνια παρουσίας του στην ελληνική δισκογραφία

50 χρό­νια Βασί­λης Παπα­κων­στα­ντί­νου. 50 χρό­νια και ο Βασί­λης είναι το πρώ­το μας λάκτι­σμα στον κόσμο της μου­σι­κής. Η πρώ­τη μας συναυ­λία που έγι­νε η πρώ­τη συναυ­λία των παι­διών μας. Η πρώ­τη μας αμφι­σβή­τη­ση και ο πρώ­τος μας προ­βλη­μα­τι­σμός που έγι­νε η παντο­τι­νή μας υπό­κρου­ση στους αγώ­νες. Ο Βασί­λης στις πιο προ­σω­πι­κές μας στιγ­μές. Και ο Βασί­λης ανα­ντι­κα­τά­στα­τος, δομι­κό στοι­χείο στη συλ­λο­γι­κή μας μνή­μη στα Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, εκεί που τρα­γου­δά για «τα παι­διά που τα θέλουν όλα» και η παρου­σία του, κάθε Σεπτέμ­βρη, μας χαρί­ζει την ομορ­φό­τε­ρη εικό­να, τρεις γενιές μαζί να τρα­γου­δούν με την ίδια συγκί­νη­ση «Αξί­ζει φίλε να υπάρ­χεις για ένα όνει­ρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει…».

Θα μπο­ρού­σε κανείς να μιλά­ει ώρες ολό­κλη­ρες για τα όνει­ρά του, τις απο­γοη­τεύ­σεις του, τις ελπί­δες του, τους έρω­τές του, τους αγώ­νες του μόνο με στί­χους από τα τρα­γού­δια του ή απλά θα μπο­ρού­σε να σφυ­ρί­ζει τη μελω­δία μιας εισα­γω­γής… Είναι ο Βασί­λης που ξεπερ­νά­ει το εδώ και το τώρα. Αλλω­στε, με δικά του λόγια, «αυτή τη δου­λειά κάνει η τέχνη, μας πηγαί­νει στο μακρι­νό παρελ­θόν και στο μακρι­νό μέλ­λον…». Είναι ο Βασί­λης που η «περιου­σία» του, όπως ο ίδιος έχει ανα­φέ­ρει, είναι η συνερ­γα­σία του με τους μεγά­λους συν­θέ­τες και ποι­η­τές. Ο Βασί­λης του Μίκη, του Μάνου, του Θάνου, του Ασι­μου, του Στα­μά­τη Μεση­μέ­ρη, του Από­στο­λου Μπου­λα­σί­κη… Ο Βασί­λης που τρα­γού­δη­σε Λει­βα­δί­τη, Καρυω­τά­κη, Καμπα­νέλ­λη, Καβ­βα­δία, Νεγρε­πό­ντη, Τρι­πο­λί­τη, Αλκαίο, Ιωάν­νου, Νικο­λα­κο­πού­λου, Δημο­πού­λου και τόσους άλλους. Και με περη­φά­νια μπο­ρεί να δηλώ­σει ότι σε αυτά τα 50 χρό­νια δεν έχει κάνει καμιά έκπτω­ση, δεν τρα­γού­δη­σε τίπο­τα που δεν του άρεσε.

Μια μεγά­λη γιορτή

Αυτά τα 50 χρό­νια παρου­σί­ας του στην ελλη­νι­κή δισκο­γρα­φία θα γιορ­τά­σει ο Βασί­λης Παπα­κων­στα­ντί­νου την Τετάρ­τη 14 Ιού­νη στο Καλ­λι­μάρ­μα­ρο.Μια συγκι­νη­τι­κή, αλλά και γεμά­τη ορμή, συναυ­λία, που θα μας ταξι­δέ­ψει σε δίσκους — σταθ­μούς, ιστο­ρι­κές συναυ­λί­ες, δια­χρο­νι­κά αγα­πη­μέ­να τρα­γού­δια, ιστο­ρί­ες και παρέ­ες που έγρα­ψαν ιστο­ρία. Μια συναυ­λία ανα­δρο­μή στο παρελ­θόν, με την προ­βο­λή σπά­νιου οπτι­κού υλι­κού από την πενη­ντά­χρο­νη πορεία του Βασίλη.Συνοδοιπόροι στο μου­σι­κό ταξί­δι του θα είναι οι μόνι­μοι συνερ­γά­τες του, με τον Ανδρέα Απο­στό­λου στις ενορ­χη­στρώ­σεις και στο πιά­νο, τον Βαγ­γέ­λη Πατε­ρά­κη στο ηλε­κτρι­κό μπά­σο, τον Στέ­φα­νο Δημη­τρί­ου στα drums, την Μαί­ρη Μπρό­ζη στο βιο­λί, τον Γιάν­νη Αυγέ­ρη στην ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα, τον Από­στο­λο Μόσιο στην ακου­στι­κή κιθά­ρα. Μετά από πολ­λά χρό­νια θα βρε­θούν μαζί του και ο Χρι­στό­φο­ρος Κρο­κί­δης και η Τάνια Κικίδη.Θα ακο­λου­θή­σουν αντί­στοι­χες συναυ­λί­ες στις 21 Ιού­νη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στις 29 Ιού­νη στη Λάρι­σα, στις 5 Ιού­λη στην Πάτρα, στις 12 Ιού­λη στο Ηρά­κλειο και έπε­ται συνέχεια.

1.300 τρα­γού­δια σε 50 χρό­νια αδιά­λει­πτης παρουσίας

Γεν­νή­θη­κε σε ένα μικρό χωριό της Αρκα­δί­ας, στο Βάστα. Τα πρώ­τα παι­χνί­δια, τα πανη­γύ­ρια, τα τρα­γού­δια που συνό­δευαν τις αγρο­τι­κές δου­λειές, τα θρο­ΐ­σμα­τα των φύλ­λων ήταν οι πρώ­τοι ήχοι που γέμι­σαν τις «απο­σκευ­ές» του Β. Παπα­κων­στα­ντί­νου, αλλά και οι αγκα­λιές της μάνας του και η αγά­πη και οι αγώ­νες του Μακρο­νη­σιώ­τη πατέ­ρα του.

Σε ηλι­κία 7 χρο­νών εγκα­θί­στα­νται, οικο­γε­νεια­κώς, στην Αθή­να. Πρώ­τα σε ένα πλυ­στα­ριό στην Αγία Παρα­σκευή και στη συνέ­χεια στις εργα­τι­κές κατοι­κί­ες της Νέας Ιωνί­ας. Η πρώ­τη κιθά­ρα που έπια­σε στα χέρια του ήταν στην εφη­βεία, δανει­κή από έναν φίλο του, και έμα­θε να σκα­ρώ­νει μόνος του μελω­δί­ες. Από τα 17 του που έκα­νε την πρώ­τη του συναυ­λία στις εργα­τι­κές πολυ­κα­τοι­κί­ες που ζού­σε, με το συγκρό­τη­μα που είχε φτιά­ξει με παι­διά της γει­το­νιάς, μέχρι σήμε­ρα έχει τρα­γου­δή­σει σχε­δόν 1.300 τραγούδια…

Οταν απο­λύ­θη­κε από φαντά­ρος, πήγε πρώ­τα στη Γερ­μα­νία και στη συνέ­χεια στη Γαλ­λία. Εκεί συνά­ντη­σε τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη. Τον άκου­σε και απο­φά­σι­σαν να κάνουν μαζί έναν κύκλο συναυ­λιών στις ΗΠΑ. Στην πρώ­τη συναυ­λία που έδω­σαν στη Γαλ­λία για την υπο­στή­ρι­ξη Μαρο­κι­νών φοι­τη­τών, πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν ότι έπε­σε η χού­ντα. Η συναυ­λία εξε­λί­χθη­κε σε μια μεγά­λη γιορτή…

Επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα και μας συστή­θη­κε, σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να, με τον «Προ­δο­μέ­νο Λαό» του Μ. Θεο­δω­ρά­κη και τα «Τρα­γού­δια του δρό­μου» του Μ. Λοΐ­ζου, για να ακο­λου­θή­σει μια πορεία, μακρά και ουσια­στι­κή, που σφρα­γί­στη­κε από μεγά­λα τρα­γού­δια. Ακο­λου­θούν τη δεκα­ε­τία του ’70 «Ο Εχθρός Λαός» και «Της εξο­ρί­ας» του Μίκη, «Τα Αγρο­τι­κά» και «Οι προ­στά­τες» του Θ. Μπα­κα­λά­κου, «Ο Σταυ­ρός του Νότου» του Θ. Μικρού­τσι­κου κ.ά.

Τη δεκα­ε­τία του ’80 ο ήχος του γίνε­ται πιο ηλε­κτρι­κός και χαρί­ζει κάποιους από τους πλέ­ον εμβλη­μα­τι­κούς του δίσκους, όπως «Φοβά­μαι», «Διαί­ρε­ση», «Χαι­ρε­τί­σμα­τα», «Χορεύω», «Ολα από χέρι καμέ­να»… Το 1985 πραγ­μα­το­ποί­η­σε στο ΣΕΦ την πρώ­τη του μεγά­λη προ­σω­πι­κή συναυ­λία, στην οποία συμ­με­τεί­χαν 16.000 θεα­τές. Το επα­νέ­λα­βε τον Ιού­νιο του 1987 στο γήπε­δο του Πανα­θη­ναϊ­κού, στη Λεω­φό­ρο Αλε­ξάν­δρας. Από τότε οι συναυ­λί­ες του απο­τε­λούν γεγο­νό­τα, ξεχω­ρί­ζουν για τη μαζι­κό­τη­τά τους.

Τη δεκα­ε­τία του ’90 κυκλο­φό­ρη­σε ανά­με­σα σε άλλους τους δίσκους «Σφε­ντό­να», «Φυσά­ει», «Πες μου ένα ψέμα να απο­κοι­μη­θώ», «Θάλασ­σα στη σκά­λα». Τα επό­με­να χρό­νια βγαί­νουν οι δίσκοι «Χαμέ­νες Αγά­πες», «Το παι­χνί­δι παί­ζε­ται», «Μπλέ­ξα­με», ενώ συμ­με­τέ­χει και σε άλλους δίσκους.

Στην προ­σπά­θεια να εξη­γή­σει την αδιάρ­ρη­κτη σχέ­ση του με το κοι­νό δια­φο­ρε­τι­κών γενιών, είχε πει σε παλιό­τε­ρη συνέ­ντευ­ξή του στον «Ριζο­σπά­στη»: «Πιστεύω ότι είναι η σχέ­ση αλή­θειας που έχω με το υλι­κό που επι­λέ­γω. Επει­δή δεν τρα­γου­δάω απλώς για να υπάρ­χω ως τρα­γου­δι­στής, αλλά έχω ανά­γκη να εκφρα­στώ μέσα από το τρα­γού­δι, επι­λέ­γω το υλι­κό με τα δικά μου κρι­τή­ρια, αισθη­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά, προ­κει­μέ­νου να εκφρά­σει τις αγω­νί­ες μου σαν άτο­μο. Κι επει­δή ακρι­βώς είναι ειλι­κρι­νής η σχέ­ση μου με αυτά που επι­λέ­γω, πιστεύω ότι αυτή η αλή­θεια αντικατοπτρίζεται…».

Πηγή: Ριζο­σπά­στης.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο