Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηλίας Τσέχος: Η Πρώτη Λέξη Της Ποιήσεως — Α’ περίοδος (1978–1988)

 Γρά­φει ο Σίμος Ανδρο­νί­δης //
υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας στο τμή­μα Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του ΑΠΘ

”Γεν­νιέ­μαι στο γέλιο / Και γελώ γελώ / Γελιέ­μαι και ζω” (η.τ επίγραμμα)

Ο ποι­η­τής Ηλί­ας Τσέ­χος, έχει ”παρά­ξει” ένα πλού­σιο ποι­η­τι­κό έργο, εκκι­νώ­ντας από το 1978, όταν έγρα­ψε την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Έρη­μη Αλή­θεια”. Ακο­λού­θη­σαν κατά σει­ρά, η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Ταγ­μέ­να” 1980, η έμφορ­τη νοη­μά­των-πρά­ξε­ων σει­ρά ποι­η­μά­των με τον τίτλο ”Δάφ­νε Πότα­με” 1981, ”Ανθέ­μια” 1982, ”Τα Πάθη που Φοράς” 1983, ”Φωνές σ’ ένα Μου­σείο — Απρό­ο­πτη Ύλη — Μύθοι Σγου­ροί” 1985, ”Διώ­ρο­φο Μέλ­λον” 1988. Οι παρα­πά­νω ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές συν­θέ­τουν το ”Όλον” της ποι­ή­σε­ως, ή όπως ανα­φέ­ρε­ται και στον τίτλο του κει­μέ­νου, την πρώ­τη λέξη της ποι­ή­σε­ως. Θαρ­ρείς πως μία βαθύ­τε­ρη ανά­γκη καθο­δη­γεί τον ποιητή.
Δίχως να αφί­στα­ται από την κύρια λει­τουρ­γία της ποί­η­σης, ο Ηλί­ας Τσέ­χος εγκι­βω­τί­ζει στο πρώ­ι­μο, τρό­πον τινά, έργο του, τις όψεις μίας φυγής προς τα εμπρός, φυγής από ότι περι­βάλ­λει, εγκλω­βί­ζει και περιο­ρί­ζει τον άνθρω­πο. Το ποι­η­τι­κό του έργο είναι το μαχαί­ρι που ξύνει παλιές πλη­γές, τις πλη­γές που χαρά­χτη­καν και σημα­δεύ­τη­καν από την απου­σία της μνή­μης και του σώμα­τος, από τις αγκυ­λώ­σεις και τους δισταγ­μούς, από τους ακρο­τε­λεύ­τιους μύθους του ανθρώπου.

Ενταγ­μέ­νος σε μία ιδιαί­τε­ρη ποι­η­τι­κή κατη­γο­ρία, ο ποι­η­τής δεν επι­διώ­κει την απλή συνταύ­τι­ση, αλλά την κάθε φορά ανά­δυ­ση εκεί­νης της λυτρω­τι­κής και καθαρ­τή­ριας ουσί­ας που υπερ­προσ­διο­ρί­ζει την ποί­η­ση. Βαθιά ιστο­ρι­κός και συγκαι­ρι­νός των ανθρώ­πων και των πραγ­μά­των, το ποι­η­τι­κό του έργο ανα­πτύσ­σε­ται στη δια­χρο­νία, τέμνει ιστο­ρι­κές περιό­δους, ”εγγί­ζει” τη ζωή ανή­συ­χων ανθρώ­πων, ανα­πα­ρι­στά το αρχέ­γο­νο στρο­βί­λι­σμα των ποντια­κών χωρών. Η πρώ­τη λέξη της ποι­ή­σε­ως, είναι αυτή που οδη­γεί στο σύνο­λο του ποι­η­τι­κού του πράτ­τειν στον πυρή­να, στο πάθος της γρα­φής και είναι η πρώ­ι­μη γρα­φή του που οδη­γεί στο μετα­γε­νέ­στε­ρο και ”κρι­σια­κά” ενταγ­μέ­νο ποι­η­τι­κό έργο του, λει­τουρ­γώ­ντας γέφυ­ρα συσχέ­τι­σης των αντιθέτων.
Ο τύποις χρο­νο­λο­γι­κός δια­χω­ρι­σμός, επ’ ουδε­νί δεν αίρει την ολό­τη­τα του έργου, τις μεί­ζο­νες επι­ση­μάν­σεις που συγκρο­τούν τον κοι­νω­νι­κό βιό­κο­σμο της ποί­η­σης. Ο ποι­η­τής μετα­σχη­μα­τί­ζει το φαντα­σια­κό στοι­χείο σε γνή­σιο και σε πραγ­μα­τι­κό, προ­χω­ρώ­ντας πέρα και πάνω από τη δια­κει­με­νι­κή όψη της απλής παρα­τή­ρη­σης. Δεν είναι ο απλός παρα­τη­ρη­τής ανθρώ­πων, τόπων και κατα­στά­σε­ων, αλλά ο ποι­η­τής που ”βυθί­ζε­ται” στην άβυσ­σο, ο ποι­η­τής που αφου­γκρά­ζε­ται, νιώ­θει, βιώ­νει, ερω­τεύ­ε­ται και πονά, πεν­θεί κι ανα­λύ­ει, ο ποι­η­τής που δίνει στο σώμα φωνή.

”Η ώρα πόσο μακρι­νή / Κι εγώ γυρεύω για να φτά­σω / Η ώρα πόσο κοντι­νή / Για να τη φτά­σω πρέ­πει να πεθάνω”.[1] . Η επε­νέρ­γεια του χρό­νου, του χρό­νου που θα φθεί­ρει τις μνή­μες, τα σώμα­τα και τις συνει­δή­σεις, εμφι­λο­χω­ρεί στην ποί­η­ση, ή αλλιώς, στα ”Ταγ­μέ­να” της ποί­η­σης. Δίχως στιγ­μή να μακρη­γο­ρεί, ο ποι­η­τής Ηλί­ας Τσέ­χος γυρεύ­ει τις λέξεις, εκεί­νο το ποί­η­μα που θα τον οδη­γή­σει στην ώρα, στο παι­χνί­δι­σμα ζωής και θανά­του, στην περι­δί­νη­ση του νου που γυρεύ­ει να εκδι­κη­θεί την ώρα, τα λεπτά, τα δευ­τε­ρό­λε­πτα που θρυμ­μα­τί­ζουν το είναι. Προ­σεγ­γί­ζο­ντας την ώρα, προ­σεγ­γί­ζει την ουσία της ποί­η­σης, διό­τι τι άλλο είναι η ποί­η­ση παρά η αγω­νιώ­δης προ­σπά­θεια υπέρ­βα­σης του πνι­γη­ρού χωρο­χρό­νου, η κορύ­φω­ση της σιω­πής που ψάχνει τις λέξεις για να εκφρα­στεί; Δια­στέλ­λο­ντας και συστέλ­λο­ντας την έννοια της ώρας-χρό­νου, ο ποι­η­τής φθά­νει μέχρι το ατέρ­μο­νο στοι­χείο της ύπαρ­ξης, κατη­γο­ριο­ποιώ­ντας το δικό του είναι: ο μακρι­νός χρό­νος είναι ο χρό­νος της ύπαρ­ξης, ο κοντι­νός χρό­νος είναι ο χρό­νος του ανεί­πω­του, του «γυμνού» θανά­του, και, ακρι­βώς, ως πεδίο σύγκλι­σης και εναρ­μό­νι­σης αυτών των στοι­χεί­ων προ­κύ­πτει η ποί­η­ση, η ποί­η­ση που ζητά να αγκυ­ρο­βο­λή­σει το θάνα­το μες στη ζωή.

”Το τοπίο // μονα­χι­κό τοπίο // Αυτά τα βρά­χια δω πέρα / Δεί­χνουν όλη τη γύμνια τους // το τοπίο κι οι άνθρω­ποι // Κάτι άνθρω­ποι / Τα όμοια να φτιά­ξουν προ­σπα­θού­νε / Και σπά­νε το τοπίο στα δυο” .[2]. Στο τοπίο καθρε­πτί­ζε­ται η αλή­θεια, στο άνυ­δρο τοπίο αντα­να­κλά­ται η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου, λιτή στις δια­τυ­πώ­σεις της, καί­ρια στα νοή­μα­τα της. Οι σκλη­ρές πέτρες τέμνουν την παρου­σία του ανθρώ­που, ο ποι­η­τής προ­τι­μά να τοπο­θε­τεί στο επί­κε­ντρο της δρά­σης τον άνθρω­πο ή τους ανθρώ­πους που επι­διώ­κουν να ”συγκολ­λή­σουν”, όχι απλά τα ”όμοια”, αλλά τις αξί­ες του και­ρού τους.
Το συγκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ανα­δύ­ει μια λαν­θά­νου­σα θεα­τρι­κό­τη­τα, φυσι­κή και άμε­ση, εκεί όπου οι παρό­ντες άνθρω­πο κινούν τα σώμα­τα τους, επι­τε­λούν λει­τουρ­γί­ες, μετα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε φορείς, σε μύστες της ποί­η­σης. Το τοπίο ”σπά­ει” ως απο­τέ­λε­σμα της δρά­σης των ανθρώ­πων, απο­δο­μεί­ται με την πρά­ξη, απο­δο­μεί­ται με τις λέξεις, απο­δο­μεί­ται από τη θερ­μό­τη­τα που εκλύ­ουν τα παρό­ντα σώμα­τα, που έχουν επι­δο­θεί σ’ έναν ατέρ­μο­νο αγώ­να να συνται­ριά­ξουν τις ζωές τους, να ευθυ­γραμ­μί­σουν τις πορεί­ες τους, μα η ποί­η­ση δεν συγκρο­τεί­ται με βάση την απλή φυσι­κή και επι­φα­νεια­κή ομοιό­τη­τα. Αντι­θέ­τως, συγκρο­τεί­ται έχο­ντας στα­θε­ρό υπό­βα­θρο την διαρ­κή ετε­ρό­τη­τα, την πολυ­πλο­κό­τη­τα των υπο­κει­μέ­νων, την απεύ­θυν­ση στις εκφάν­σεις που σχε­τί­ζο­νται με τον βίο.
Κι εδώ ο ποι­η­τής παί­ζει με τους όρους: η απο­τυ­χία σύγκλι­σης ή δια­μόρ­φω­σης των ”ομοί­ων” απο­τυγ­χά­νει, τη στιγ­μή που υπό­κω­φα λαν­θά­νει η επι­τυ­χία της ποί­η­σης, να προ­βάλ­λει και να εκφρά­ζει τα αταί­ρια­στα, τις αντι­φά­σεις του βίου, την ετε­ρό­τη­τα ως ταυ­το­τι­κή συγκρό­τη­ση του ανθρώ­που. Ο ποι­η­τής με λόγο θεα­τρι­κό, με σώμα­τα κινού­με­να, με πτυ­χές αδιό­ρα­τες, με νήμα­τα λεπτά, συν­θέ­τει κόσμο των αντι­θέ­των, τοπο­θε­τώ­ντας την ποι­η­τι­κή τέχνη σε ρόλο πλοη­γού. Οι άνθρω­ποι στέ­κουν και κινού­νται, δεν έχουν όνο­μα και ταυ­τό­τη­τα, θαρ­ρείς πως ”αόρα­τοι”. Ο ποι­η­τής κινεί τα νήμα­τα αυτής της ιδιά­ζου­σας παρά­στα­σης, τους παρα­δί­δει εργα­λεία νίκης και δια­φυ­γής από το τετριμ­μέ­νο: με άλλα λόγια, τους ”αιμο­δο­τεί” με ποί­η­ση βαθιά, όσο η σύγ­χρο­νη και πολύ­πλο­κη κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ποί­η­ση απεύ­θυν­σης στην καρ­διά του ανθρώ­που. Αυτή είναι η ”Έρη­μη Αλή­θεια”, η σκλη­ρή, γυμνή όσο και λυτρω­τι­κή λει­τουρ­γία της ποί­η­σης, η οποία δια­τρέ­χει τις αγω­νί­ες, τα πάθη, την πολι­τι­κή, το φιλί που δεν δόθη­κε ποτέ, ακρι­βώς για να μεί­νει μόνο η ουσία της: ”Η ποί­η­ση’, ναι, βάλ­τος του μέλ­λο­ντος / Δίχως κουνούπια”.

Στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Ταγ­μέ­να”, ο Ηλί­ας Τσέ­χος τάζει εαυ­τόν ολι­κά πλέ­ον και δωρι­κά στο ποι­η­τι­κό σύμπαν, γίνε­ται ο ερα­στής της, ο ποι­η­τής που σκέ­πτε­ται ποι­η­τι­κά και δρα ανθρώ­πι­να. Εδώ, όλα είναι γήι­να και αισθα­ντι­κά, αυθε­ντι­κά βιω­μέ­να, εμπει­ρί­ες του σώμα­τος, του νου, πλη­θυ­ντι­κή δρά­ση, συγκε­κρι­μέ­νη. Στο κέντρο της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής, προ­βάλ­λει όχι απλά το υπο­κεί­με­νο της απλής και μόνο ύπαρ­ξης, αλλά το υπο­κεί­με­νο της δρά­σης, το υπο­κεί­με­νο που ανοί­γε­ται και διευ­ρύ­νει το ίδιο τα όρια της ποίησης.

Ο ταγ­μέ­νος ποι­η­τής δεν υπήρ­ξε ποτέ μονο­θε­μα­τι­κός, πει­σμα­τι­κά στρα­τευ­μέ­νος στην ανα­ζή­τη­ση της αιώ­νιας αλή­θειας. Γνω­ρί­ζει πάρα πολύ καλά το ποιες είναι οι επάλ­λη­λες πτυ­χώ­σεις που ορί­ζουν το βίο, γνω­ρί­ζει πως, κάποιες φορές, η αλή­θεια δια­περ­νά­ται από το ψέμα και τη μυθο­πλα­σία, το πως το ψέμα λει­τουρ­γεί ως το κατο­πτρι­κό-αντι­θε­τι­κό είδω­λο της αλή­θειας. Στα ”Ταγ­μέ­να”, ο ποι­η­τής ανα­ζη­τεί τον έρω­τα ως λύτρω­ση, ως θέα­ση και βίω­ση του άλλου: ”Σε είδα σε είδα / Και σ’ αγκά­λια­σα / Και σε φίλη­σα / Κι αλλά­ξα­με φορε­σιές // Σε είδα σε είδα / Και μ’ αγκά­λια­σες / Και με φίλη­σες / Με πήρες τα μάτια / Κι αντά­μα κοι­τού­σα­με / Κάτω απ’ τον ήλιο μαζί / Μαζί κάτω απ’ τον ήλιο / Σε είδα σε είδα / Στη θάλασ­σα βού­τη­ξες / Κεί­νη τη μέρα τη φουρ­τού­να / Γύρι­σες πίσω και με κου­βά­λη­σες // ”Απέ­ρα­ντη είναι
/ Άγρια μη” τρα­γου­δού­σα / ”Πως θα σωθού­με”; // Πόσες φορές δεν πολέ­μη­σα / Τα κύμα­τα κεί­νη τη μέρα / Σ’ άρπα­ξαν μακριά μου / Πρό­λα­βα και σε φώνα­ξα / ”Χαρά μου Χαρά μου” / Σε είδα σε είδα / Δεν έχω τίπο­τα άλλο να δω”.[3]

Το αντι­κεί­με­νο του πόθου φεύ­γει μακριά, απο­μα­κρύ­νε­ται, ο ποι­η­τής-υπο­κεί­με­νο παρα­τη­ρεί τα πάντα. Ο έρω­τας προ­κύ­πτει ως απώ­λεια σώμα­τος του άλλου, ως ”κεραυ­νός και ωκε­α­νός” αισθη­μά­των που κατα­κλύ­ζουν το νου, ως ποί­η­ση θα λέγα­με που σχη­μα­το­ποιεί τη δρά­ση ή τη μη δρά­ση του έρω­τα. Σ’ αυτόν το χώρο, η αλα­ζο­νεία αίρε­ται, χωρά πλέ­ον μόνο ένα μακρι­νό βλέμ­μα, το ταξί­δι των ερω­τευ­μέ­νων σωμά­των, ο ηλε­κτρι­σμός, το βήμα προς την πτώ­ση, η από­κρι­ση, ο έρω­τας που αξί­ζει προ­στα­σί­ας. Ο ποι­η­τής καλεί τη ”χαρά του” όπως καλεί τη ”λύπη του”.
Η ποί­η­ση του γίνε­ται ”φωλιά”, ο χώρος που στε­γά­ζει τον έρω­τα, την απου­σία και την εμπει­ρία της σάρ­κας, ο χώρος που εκλο­γι­κεύ­ει και κανο­νι­κο­ποιεί τον ίδιο το θάνα­το. Στο χώρο της ποί­η­σης, ο θάνα­τος στέ­κει ολόρ­θος και γυμνός, είναι η ίδια η απου­σία πλέ­ον του ερω­τι­κού βιώ­μα­τος, που συνι­στά έναν έμμε­σο θάνα­το. Ο ποι­η­τής πλά­θει το δικό του ιδα­νι­κό, το δικό του ιδε­ώ­δες, επα­να­φέ­ρει στο λόγο τα σκιρ­τή­μα­τα της μνή­μης και της πρώ­της παρα­τή­ρη­σης κι επα­φής. Τίπο­τα δεν χάνε­ται, τίπο­τα δεν μέλει να χαθεί, τη στιγ­μή που τα κάθε φορά ταγ­μέ­να της ποί­η­σης, ταξι­νο­μού­νται ως όροι ανα­νοη­μα­το­δό­τη­σης του ατο­μι­κού-κοι­νω­νι­κού βίου, εκεί όπου ”Απ’ τις χαρές πρώ­τος να φεύ­γεις μάτια μου / Κι από τις λύπες πρώ­τος”. [4] Για τον εκ Γιαν­να­κο­χω­ρί­ου ερχό­με­νο ποι­η­τή, η ποί­η­ση είναι υπό­θε­ση των πολ­λών, προ­κύ­πτει και προ­βάλ­λει στη μεγά­λη εικό­να ως ”Πλη­θυ­ντι­κός αριθ­μός των πασχό­ντων σωμά­των”. Η ποι­η­τι­κή σει­ρά ”Ταγ­μέ­να”, γραμ­μέ­νη στην κορύ­φω­ση της μετα­πο­λι­τευ­τι­κής πολι­τι­κο­ποί­η­σης, συμ­βα­δί­ζει υπό­κω­φα με το μέλ­λον που έρχε­ται, με το ίδιο το πλαί­σιο των χρο­νι­κά κατο­πι­νών δια­ψευ­σμέ­νων προσ­δο­κιών κι ελπί­δων, δίχως στιγ­μή να αίρει αυτό που θα ονο­μά­ζα­με ποί­η­ση πολι­τι­κή, ποί­η­ση για και από τον απο­κλει­σμέ­νο, ποί­η­ση ιστο­ρι­κή ενός συγκε­κρι­μέ­νου (λαϊ­κού) κοι­νω­νι­κού μπλοκ. Η ποί­η­ση είναι πολι­τι­κή στις συνη­χή­σεις της, εξε­γερ­σια­κή-επα­να­στα­τι­κά στα νοή­μα­τα και στις αξί­ες που την προσδιορίζουν.

Η μετά­βα­ση στην ποι­η­τι­κή σει­ρά ”Δάφ­νε Πότα­με”, ακο­λου­θεί την αλλη­λου­χία των χαρα­κτη­ρι­στι­κών που πλέ­ον προ­σλαμ­βά­νει η μετα­πο­λι­τευ­τι­κή ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου. Εδώ δια­φαί­νε­ται το μεγά­λο πεδίο της ιστο­ρί­ας και της ταύ­τι­σης της με τη μνή­μη της πατρο­γο­νι­κής γης, με το νόστο μιας ζωής συμπε­ρι­λη­πτι­κής. Ένας ποι­η­τής εξι­στο­ρεί και αφη­γεί­ται, λει­τουρ­γεί ως ιστο­ρι­κός του συγκε­κρι­μέ­νου και του μερι­κού, του τμη­μα­τι­κού και του στα­δια­κού. Στα φερ­τά υλι­κά του δικού του ποτα­μού, προ­σλαμ­βά­νει και την απεύ­θυν­ση στη μνή­μη, την από­πει­ρα μίας δοκι­μια­κής συγ­γρα­φής, που ενώ είναι ποι­η­τι­κή, δύνα­ται να συγκρο­τη­θεί και από την προ­φο­ρι­κή αφή­γη­ση. Η ιστο­ρι­κό­τη­τα του παρελ­θό­ντος δια­περ­νά και δια­μορ­φώ­νει το έργο του.

”Έτυ­χε να ‘χάμε αέρα πολύ / Ξερί­ζω­νε τις αμαρ­τί­ες και τις μέρες τους / Έκα­νε τα όνει­ρα ήχους / Κι έδιω­χνε μακριά τις προ­κη­ρύ­ξεις // Δυσκό­λευε η καλ­λιέρ­γεια / Ο πατέ­ρας στα βου­νά του εμφύ­λιου / Η μάνα έπαιρ­νε να οργώ­σει / Να φρο­ντί­σει τα γεν­νή­μα­τα / Το κοπά­δι / Άγριο κυνη­γη­τό / Κλα­ψά­ρες οι αδερ­φές / ‘Ημουν κι εγώ ο μικρό­τε­ρος // Έτυ­χε να ‘χάμε αέρα πολύ / Και χώρα μικρή μικρή / Σαν κάστα­νο στα κάρ­βου­να με συνεί­δη­ση / Έτυ­χε να ‘μαστε η νέα γενιά / Και η προ­σπά­θεια τερά­στια πλάι /Όλα στο πλάι // Μάνα λεβέ­ντι­σα μ΄έτυχε / Σαν η Ελλά­δα / Μάνα λεβέ­ντισ­σα έτυ­χε η μάνα μου”.[5] Το ποί­η­μα είναι συγκλο­νι­στι­κό στην απλό­τη­τα του, αφη­γη­μα­τι­κό στον πυρή­να του, αυξα­νό­με­νης έντα­σης, ”χαμη­λό” στον πόνο του, βαθιά ιστο­ρι­κό στο εύρος. Οι φιγού­ρες του πατέ­ρα και της μητέ­ρας (παντα­χού παρού­σα στο έργο του) παρε­λαύ­νουν, όπως παρε­λαύ­νει και η ιστο­ρία μιας χώρας, η ιστο­ρία του πλή­θους των ηττη­μέ­νων. Ο Ηλί­ας Τσέ­χος φέρει αυτά τα θραύ­σμα­τα της μνή­μης μπρο­στά στον ανα­γνώ­στη, παρεμ­βαί­νει στο πεδίο της ιστο­ρί­ας, συν­θέ­τει το μερι­κό με το καθο­λι­κό δια­μέ­σου της ποί­η­σης. Στα διά­κε­να του χρό­νου, στο πεδίο της ήττας και της κατα­στρο­φής, ξεπρο­βάλ­λει η ποι­η­τι­κή τέχνη, του τότε και του τώρα, η ποί­η­ση που προσ­διο­ρί­ζε­ται ολι­κά από τον χώρο της πατρο­γο­νι­κής γης κι από το χρό­νο της ρήξης.

Και ακρι­βώς μέσα σε αυτά τα διά­κε­να χωρά η μορ­φή της μάνας, σύμ­βο­λο και ιερό τοτέμ, πρό­σω­πο ιδε­α­τό και αντα­νά­κλα­ση της ιδα­νι­κής Ελλά­δας, της Ελλά­δας του πλή­θους, των ανα­γκών, των μεγά­λων προσ­δο­κιών, της ποί­η­σης. Η μάνα είναι η αρχέ­γο­νη φιγού­ρα του κόσμου, η πρώ­τη και η τελευ­ταία επα­φή με αυτό που ορί­ζε­ται ως οντο­λο­γία της ύπαρ­ξης. Στο συγκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα, ο εμφύ­λιος νοεί­ται ως απώ­λεια του χώρου, ως απώ­λεια της ιεραρ­χι­κής πατρι­κής φιγού­ρας, ως θεμε­λιώ­δης ανα­γκαιό­τη­τα προσ­διο­ρι­σμού ταυτότητας.
Η αρι­στε­ρή ταυ­τό­τη­τα προ­κύ­πτει ως απά­ντη­ση στην ”Ιστο­ρία” των νικη­τών. Η ώσμω­ση ιστο­ρί­ας και ποί­η­σης λαμ­βά­νει χώρα έντο­να και καθη­με­ρι­νά, προσ­δί­δο­ντας στην τέχνη της ποι­ή­σε­ως, στο λόγο του ποι­η­τή, χαρα­κτη­ρι­στι­κά μαρ­τυ­ρί­ας και αφή­γη­σης των περα­σμέ­νων, που οδη­γούν στο παρόν. Η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου λει­τουρ­γεί και ως ιστο­ρι­κός οδο­δεί­κτης, μικρό εγχει­ρί­διο βιω­μέ­νης ιστο­ρί­ας των ”από κάτω”, ως θέα­ση της πλη­γής, ως λυτρω­τι­κή παρη­γο­ριά του ηττημένου.
Στην ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου, εμφι­λο­χω­ρούν παράλ­λη­λα υπο­στρώ­μα­τα, τα οποία και οδη­γούν στο μεί­ζον στοι­χείο μιας λυτρω­τι­κής απο­κά­λυ­ψης τόπων, ανθρώ­πων, πολι­τι­σμών. Το συνο­λι­κό ποι­η­τι­κό του έργο, ενέ­χει τα δίπο­λα της ζωής και του θανά­του, του στιγ­μιαί­ου και του διαρ­κούς, της μικρής και της μεγά­λης εικό­νας, της ποί­η­σης και της μικρής αφή­γη­σης που ”ψεύ­δε­ται” και λει­τουρ­γεί ως ποί­η­ση. Διό­τι: ”Μαθαί­νω να ζω / Μαθαί­νω να πεθά­νω / Μαθαί­νω να δίνω / Και να παίρνω”.[6] Εδώ ακρι­βώς, ο ποι­η­τής λει­τουρ­γεί ως αλλη­λέγ­γυος δέκτης, που συσ­σω­ρεύ­ει τα δια­φο­ρε­τι­κά αντη­χεία και τα μετου­σιώ­νει σε ποί­η­ση που τη μοι­ρά­ζε­ται απλό­χε­ρα, την κοι­νω­νεί στο πεδίο της κοι­νω­νι­κής ολό­τη­τας, την απο­γυ­μνώ­νει ως ουσία, τοπο­θε­τώ­ντας την σε ένα ιδα­νι­κό βάθρο: εκεί όπου ο άνθρω­πος ο καθη­με­ρι­νός, ο προ­λε­τά­ριος, θα βρει λέξεις της να ευθυ­γραμ­μί­ζο­νται με τη δική του ζωή.

Στα πολ­λά ”Ανθέ­μια”, η ποί­η­ση του είναι ολι­κή, δομι­κό στοι­χείο της δικής του φωνής. Και δια­θέ­τει ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό η ποί­η­ση του που την καθι­στά δια­χρο­νι­κή. Κι αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι ότι ”δανεί­ζει” τη φωνή του, τη δική του φωνή, στους άλλους, τη στιγ­μή που παρα­κο­λου­θεί τις ζωές τους, ανταλ­λάσ­σο­ντας την ιερή μάσκα της ποί­η­σης, με τα μεγά­λα τους πάθη. ”Σιγα­νά σιγα­νά / Παρα­δί­δω το ψέμα / Θα παρα­δώ­σω και τι αγα­πώ στη βεβαί­ω­ση / Ότι θα μεί­νει / Άξιο είναι // Εσέ­να Ελέ­νη Κ. / Εσέ­να Ριχάρ­δε / Εσέ­να Αθή­να ή Αθη­νά / Της Ρωμιο­σύ­νης ποι­η­τή εσέ­να / Εσέ­να Μυρ­τώ στη γνω­ρι­μία μας τίμια / Εσάς ανό­μα­στα / Που ήθε­λα τη σιω­πή σας / Σε τού­το το ποίημα”.[7]

Όλες οι οικί­ες μορ­φές, οι γνω­στές στον ποι­η­τή φιγού­ρες είναι εδώ. Η Ελέ­νη Κ, ο Ριχάρ­δος, η Αθή­να ή Αθη­νά, ο δικός μας ποι­η­τής της Ρωμιο­σύ­νης, ο ”απα­ρη­γό­ρη­τος παρη­γο­ρη­τής του κόσμου”, ο Γιάν­νης Ρίτσος, λιθο­σχέ­διο του οποί­ου κοσμεί το εξώ­φυλ­λο της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής ”Ανθέ­μια”. Η δική τους σιω­πη­λή φωνή συν­θέ­τει τού­το το μικρό ποί­η­μα, είναι οι δικές τους αγω­νί­ες και τα δικά τους απο­τυ­πώ­μα­τα που ”μιλούν” μέσω του ποι­η­τή. Όλα θα καούν μπρο­στά στις μεγά­λες και διευ­ρυ­μέ­νες ανά­γκες που φέρει ο ποι­η­τι­κός λόγος, ο έξο­χα ανα­πα­ρι­στά­με­νος εδώ, ως επι­κοι­νω­νία με τις μορ­φές που ξεπρο­βάλ­λουν από το χρό­νο, ξεπρο­βάλ­λουν από το μύθο και γίνο­νται απτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπως ο Γιάν­νης Ρίτσος.

H ανα­πα­ρα­στα­τι­κή λει­τουρ­γία της ποί­η­σης έγκει­ται στη δια­μόρ­φω­ση ενός λιτού, φυσι­κού χώρου, όπως πράτ­τει ο Ηλί­ας Τσέ­χος: ένα λιτό σκη­νι­κό αρκεί, καθώς και οι ανθρώ­πι­νες παρου­σί­ες. Μέσα σε αυτό το ”ά‑χρο­νο-χρο­νι­κό” σκη­νι­κό, σε αυτό το μικρο­πε­ρι­βάλ­λον, ο ποι­η­τής ανα­πα­ρι­στά την ομι­λία, τις αντι­φά­σεις, την αμφι­ση­μία, την ηλε­κτρι­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα. Με εργα­λείο την ποί­η­ση, οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι εξο­μο­λο­γού­νται διαρ­κώς, καταρ­ρί­πτουν τους μύθους της φθο­ράς και της παρακ­μής, ενώ είναι ο ποι­η­τής που έχει την εξής απο­στο­λή: να δια­τη­ρή­σει ακέ­ραιες τις μορ­φές τους, χαραγ­μέ­νες μόνο με ποί­η­ση. Τίπο­τα άλλο δεν είναι απα­ραί­τη­το. Στα ”Ανθέ­μια” του, ο κάθε φορά ποι­η­τής, ανα­πα­ρι­στά τις μύχιες και ανο­μο­λό­γη­τες στο­χεύ­σεις, τα παρό­ντα ”Πάθη που Φοράς”.

”Τώρα τρα­βώ για τη δου­λειά μου ταπει­νά / Φανά­ρια με στα­μα­τούν / Δρό­μοι γνώ­ρι­μοι ‑πολύ πιθα­νόν — Οκτώ­μι­σι πρωί / Πει­ρά­μα­τα εμείς / Κλει­διά πόρ­τες / Κατα­ρα­μέ­νος οργα­σμός / Και να το θάμα! / Μια­σμέ­νο υπαλληλίκι”.[8] Αυτός ο εργά­της της ποί­η­σης, σωμα­τι­κο­ποιεί τα πάθη, προ­χω­ρεί ένα βήμα πέρα από την απελ­πι­σία της ύπαρ­ξης. Μία καθη­με­ρι­νό­τη­τα ενερ­γή, φθο­ρο­ποιός, σκλη­ρή στις πτυ­χώ­σεις της, που ενερ­γο­ποιεί τον ενε­στώ­τα του βίου. Σε αυτό το πεδίο «χωρούν» όλα: ταπει­νά φανά­ρια, κλει­διά-πόρ­τες, κατα­ρα­μέ­νοι οργα­σμοί, σωμα­τι­κή και ψυχι­κή φθο­ρά της εργα­σί­ας. Πραγ­μα­τι­κά, σε αυτό το πλαί­σιο ανα­κύ­πτει το οξυ­γό­νο που προ­σφέ­ρει η ποί­η­ση, η οποία δια­τρέ­χει την ανο­λο­κλή­ρω­τη πορεία, τη μερι­κή πράξη.

Το συμ­βάν που επέρ­χε­ται και επε­νερ­γεί ως λόγος, ανα­τρέ­πει τις νόρ­μες, παρα­λη­ρεί διαρ­κώς, τονί­ζο­ντας λέξεις που προ­κύ­πτουν αυθόρ­μη­τα. Για­τί αυτό ακρι­βώς είναι η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου: μία καθη­με­ρι­νή άσκη­ση του αυθόρ­μη­του, μία άσκη­ση σώμα­τος και ψυχής, σκέ­ψης και μνή­μης, φοριέ­ται ως πάθος, ως κραυ­γή και λαχτά­ρα προ­σω­πι­κής βελ­τί­ω­σης: ”Μια­σμέ­νο υπαλ­λη­λί­κι!”. Κι είναι οι ”φωνές σ’ ένα μου­σείο / απρό­ο­πτη ύλη / μύθοι σγου­ροί” και το ”Διώ­ρο­φο μέλ­λον”, που οδη­γούν με ασφά­λεια στο ποι­η­τι­κό αγκυ­ρο­βό­λιο του «κρι­σια­κού» σήμε­ρα. Ας δώσου­με το λόγο στον ποιητή:
”Ανα­βο­σβή­νουν στα ποι­ή­μα­τα λέξεις / Μπο­ρεί να ΄σαι μια λέξη / Πλη­θυ­ντι­κός αριθμός”.[9]. Το ένα των πάντων και οι πολ­λοί του ενός, της μίας λέξης, του ενός νοή­μα­τος. Η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου, έτσι όπως προ­κύ­πτει και απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται, είναι πλη­θυ­ντι­κή, ποί­η­ση που λει­τουρ­γεί ως κόμ­βος μετα­σχη­μα­τι­σμού ατο­μι­κής μονά­δας σε συλ­λο­γι­κό­τη­τα, του ενε­στώ­τα σε αόρι­στη διάρ­κεια στο χώρο και στο χρό­νο. Οι εννοιο­λο­γή­σεις, οι ταξι­νο­μή­σεις και οι δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις αίρο­νται και ανα­πλά­θο­νται στο πεδίο μίας γειω­μέ­νης δια­κει­με­νι­κό­τη­τας και δια­προ­σω­πι­κής επα­φής με την τέχνη των ανθρώ­πων, σε όλες τις πτυχές.

”Ανα­βο­σβή­νουν οι λέξεις”, μορ­φο­ποιού­νται, προ­σλαμ­βά­νουν τη μορ­φή του και­ρού τους, τη μορ­φή μέσω της οποί­ας ο ποι­η­τής εισβάλ­λει ορμη­τι­κά στο γίγνε­σθαι κι ο Ηλί­ας Τσέ­χος γνω­ρί­ζει τι σημαί­νει σκίρ­τη­μα του νου, ”μύθοι σγου­ροί” του χρό­νου και ακρω­τη­ρια­σμέ­νης και τρε­μά­με­νης φωνής που ψελ­λί­ζει και ζει με ποί­η­ση του μέλ­λο­ντος και­ρού: ”Μαθαί­νω μ αγα­πού­σες / Χίλια καντή­λια ανά­βο­ντας / Σε τετρα­κό­σες εκκλη­σιές που περνούσες /
Μύρι­ζε λάδι το νησί // Έστω κι αν σε θωπεύ­ουν άλλου χέρια / ‑Αμά­ρα­ντος Αμά­ρα­ντος – / Μαθαί­νω δε λησμο­νή­θη­κα // Θυμή­θη­κα το χρώ­μα των μαλ­λιών σου / Τις απο­στά­σεις απ’ τα στή­θια σου στην ήβη / Διά­βα­ζα λάμ­ψεις επι­θυ­μιών / Αιώ­νες /Συνάντηση μαντεύω ορί­ων /Θίγοντας μνή­μες / Μνημοσύνη”.[10]

Σ’ αυτό το ποί­η­μα ανα­κύ­πτει ακρι­βώς η αυτο­τέ­λεια της ποί­η­σης του Ηλία Τσέ­χου, η πάντα παρού­σα στο εγκι­βω­τι­σμέ­νο παρόν της, στο άδη­λο αλλά συναρ­πα­στι­κό μέλ­λον της, η υπο­στα­σιο­ποί­η­ση πορεί­ας. Το ποι­η­τι­κό έργο του Ημα­θιώ­τη ποι­η­τή, δύνα­ται να δια­βα­στεί ως η μακραί­ω­νη ιστο­ρία της μετα­πο­λι­τευ­τι­κής θέσμι­σης, με τους αγώ­νες της, τα επί­δι­κα της, την αρι­στε­ρά ως μύθο-πρό­ταγ­μα, την πολι­τι­κο­ποί­η­ση της, το παρόν και το μέλ­λον της, τον ερω­τι­σμό της ως απε­λευ­θέ­ρω­ση των σωμά­των πριν την σαρ­κι­κή πρά­ξη. Το ”Διώ­ρο­φο μέλ­λον’” είναι στο­χα­στι­κό, γήι­νο και καθη­με­ρι­νό. Η μετα­γε­νέ­στε­ρη σιω­πή του ποι­η­τή είναι η σιω­πή που αφου­γκρά­ζε­ται, που αντα­πο­κρί­νε­ται στα κελεύ­σμα­τα, ώστε την κατάλ­λη­λη στιγ­μή, να κορυ­φω­θεί και να ξεσπά­σει σε έναν αστε­ρι­σμό λέξε­ων, που τέμνουν την βαθιά οικο­νο­μι­κή κρίση.
Η σιω­πή και η έντα­ση της ποί­η­σης προσ­διο­ρί­ζουν την περί­ο­δο της παύ­σης, με το ”Διώ­ρο­φο μέλ­λον” να προ­ε­τοι­μά­ζει, ως ολο­κλη­ρω­μέ­νο έργο, για αυτό που θα επα­κο­λου­θή­σει χρό­νια αργό­τε­ρα. Το ποι­η­τι­κό σύμπαν του Ηλία Τσέ­χου μιλά με τη φωνή των πολ­λών, με τα προ­σω­πεία των αρχαί­ων ηθο­ποιών, της ακι­νη­σί­ας και της φθο­ράς, με το αντη­χείο της βου­βής ενα­τέ­νι­σης των ανθρώ­πι­νων πραγ­μά­των, που δεν ξεσπά σε λυγ­μούς, παρά μόνον υιο­θε­τεί το μη προ­φα­νές σε ποίηση.
Η έρευ­να του είναι διαρ­κής, συνε­χί­ζε­ται, δίνει τρο­φή στη σκέ­ψη, δια­βά­ζε­ται ως ιστο­ρία επο­χής, ως ιστο­ρία των ανθρώ­πων που δεν μίλη­σαν και για αυτό χρειά­στη­καν τη φωνή του ποι­η­τή, όχι για να καθο­δη­γή­σει, αλλά για να στη­ρί­ξει. Η αρχή της ποί­η­σης μετα­βαί­νει πέρα από τη βιω­μέ­νη ιστο­ρία. Εκεί όπου η ποί­η­ση συνα­ντά τον ποι­η­τή στο Γιαν­να­κο­χώ­ρι. Ένας ολό­γυ­μνος ρεα­λι­σμός επι­βάλ­λε­ται πάνω στον απλά ονει­ρι­κό υπερ­ρε­α­λι­σμό. Το ”Διώ­ρο­φο μέλ­λον” προ­βάλ­λει την υλι­κό­τη­τα, το αίμα που θα χυθεί στον μέλ­λο­ντα χρόνο!

Ο Ηλί­ας Τσέ­χος συμπυ­κνώ­νει αυτό που ο Γιάν­νης Ρίτσος ψηλα­φί­ζει ως όλον: ”Εδώ η Αρχή εδώ η Ποί­η­ση και ο Έρως / Εδώ το μάρ­μα­ρο και το αίμα και το πνεύ­μα / Εδώ το βλέμ­μα περι­η­γεί­ται από τα μέσα την αρχι­τε­κτο­νι­κή των αγαλ­μά­των / Εδώ το σώμα περι­σφίγ­γει την αρχι­τε­κτο­νι­κή των ζωντα­νών σωμά­των / Εδώ οι ωραί­οι νεκροί μπο­ρούν να κοι­μη­θούν μέσα στον ύπνο δικαιωμένοι”.[11]

____________________________________________________________________________________

[1] Βλ. σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Η Ώρα”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Ταγ­μέ­να”, Τρί­τη Έκδο­ση, Εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να, 1982, σελ. 9. [2] Βλέ­πε σχε­τι­κά, ”Το τοπίο”ό.π, σελ. 40. [3] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”ΧΑΡΑ ΜΟΥ ΧΑΡΑ ΜΟΥ”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Ταγ­μέ­να”, Ελλη­νι­κή ποί­η­ση, Αθή­να, 1980, σελ. 19. [4] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, Επίγραμμα…ό.π, σελ. 7. [5] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Από­σπα­σμα”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, ”Δάφ­νε Πότα­με”, Διο­γέ­νης, Αθή­να, 1981, σελ. 30–31. [6] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, Επίγραμμα…ό.π, σελ. 14. [7] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Παρά­δο­ση”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Ανθέ­μια”, Εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να, 1982, σελ. 19. [8] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Φανε­ρός”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ”Τα πάθη που φοράς”, Εκδό­σεις Θεω­ρία, Αθή­να, 1983, σελ.11. [9] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Φωνές σ’ ένα μου­σείο-απρό­ο­πτη ύλη-μύθοι σγου­ροί”, Εκδό­σεις Ηρι­δα­νός, Αθή­να, 1985, σελ. 7. [10] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Τσέ­χος Ηλί­ας, ”Μια του έρω­τα”, ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, ”Διώ­ρο­φο μέλ­λον”, Εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να, 1988, σελ. 7. [11] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Ρίτσος Γιάν­νης, ”Αγια­σθή­τω”, ποι­ή­μα­τα Η΄, Εκδό­σεις Κέδρος, Αθή­να, 1999, σελ. 238.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο