Σαν σήμερα στις 25 Μαΐου 1922 γεννιέται στη Σαρδηνία ο καταλανός ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Partito Comunista Italiano | PCI) Ενρίκο Μπερλίνγκουερ (Enrico Berlinguer)
Υποστήριξε ανοιχτά ‑μετατρέποντάς το στη συνέχεια και σε τακτικοστρατηγικό στόχο του PCI ότι «για να βγούμε από την πολιτική απομόνωση, είναι απαραίτητη η σύγκλιση των τριών συστατικών πλειοψηφικών ρευμάτων - μερών της πολιτικο-πολιτισμικής (sic!!) ιταλικής πραγματικότητας, δηλ. του καθολικισμού (ΣΣ |> Χριστιανοδημοκράτες), του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού» (ΣΣ |> εννοεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα [PSI] ήδη τελείως αστικοποιημένο, πιο δεξιό και από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία της εποχής, που «μεγαλούργησε αργότερα ‑το 1983 και στην πρωθυπουργία)
Εν ολίγοις, το κομμουνιστικό κόμμα – στο δρόμο προς την πλήρη υποταγή σους αστούς, έπρεπε να ρίξει ακόμη περισσότερο τους τόνους και τις διεκδικήσεις, αναζητώντας συμβιβασμούς που θα αναδείκνυαν τον «εθνικολαϊκό» του χαρακτήρα. Η αντίστροφη μέτρηση για τον «ιστορικό συμβιβασμό» γνωστό σαν «compromesso storico» είχε ξεκινήσει, από τότε ‑από το 1969 πριν καν «αναγγελθεί» επίσημα.
Ταυτόχρονα καλλιέργησε στο έπακρο τις λεγκαλιστικές αυταπάτες (κατάκτηση της εξουσίας μέσω εκλογών) στις γραμμές του κινήματος τακτική που έπεσε στο κενό, όταν σάρωσε κυριολεκτικά στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές του 1975 και ένα χρόνο μετά έφθασε στο απόγειο της δύναμης του με 34,4% στις γενικές εκλογές του 1976.
Έφτασε να υπερασπιστεί ακόμη και πολιτικές λιτότητας κατευθύνοντας τα συνδικάτα στη συγκράτηση ακόμη και μισθολογικών διεκδικήσεων.
Εκλέχθηκε γραμματέας το 1972 στο 13ο συνέδριο του PCI στο Μιλάνο και παρέμεινε, μέχρι τον θάνατό του στην Padova στις 11-Ιουν-1984, όταν ξεκινάει και η αντίστροφη μέτρηση του PCI … με τις χωρίς όρους προσπάθειες συνεργασίας με τους αστούς, που οδήγησαν το κόμμα στην αποσύνθεση (ο Ιστορικός Συμβιβασμός «έληξε» το 1980)
Ο ευρωκομμουνισμός, υιοθετήθηκε και από τα ΚΚ Ισπανίας και Γαλλίας ως «εναλλακτικό» μοντέλο ή «τρίτος δρόμος» προς το σοσιαλισμό εδραιώθηκε σε μια τριμερή (Μπερλίνγκουερ, Ζωρζ Μαρσέ — Σαντιάγκο Καρίγιο) του 1977 στη Μαδρίτη
Το κόμμα τυπικά διαλύθηκε το 1991, κατά τη διάρκεια του 20ού Συνέδριου, (με την «ιστορική» “svolta della Bolognina”) και μετά …PDS κ.λπ. [click |>εδώ]
[Marco Rizzo ΓΓ του Partito Comunista Italiano, 11-Νοε- 2015 στην l’UNITA’]
Υπάρχει πάντα μια αρχή. Αναρωτιόμαστε: τι οδήγησε στον ευτελισμό της μεγάλης ιστορικής και πολιτικής εμπειρίας των κομμουνιστών στην Ιταλία;
Τι οδήγησε το κόμμα του Antonio Gramsci να γίνει ο Matteo Renzi;
Όλα ξεκινούν την περίοδο 1943–1947.
Σίγουρα ο Palmiro Togliatti μετά την εθνική αντίσταση έπαιξε το ρόλο του «κάνοντας την επανάσταση …χωρίς να κάνει τίποτε» και η κριτική του έκκληση στον «ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό» είναι εμφανής
Είναι μήπως ο Gramsci ο πρόδρομος των «εθνικών δρόμων σοσιαλισμού»;
Αρκεί να διαβάσετε τις σελίδες του Gramsci στο πρωτότυπο για να συνειδητοποιήσετε ότι η αντίληψη του Gramsci για το Κόμμα και το κράτος είχε πάντα ως στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
Όχι! ο Gramsci δεν είναι Togliatti ούτε Berlinguer.
Στη σκέψη του Berlinguer, ενός έντιμου ατόμου αλλά εκτός κομμουνιστικής ιδεολογίας (αναφορικά με τις θεωρητικές-πρακτικές έννοιες του), ορισμένα βασικά σημεία ξεχωρίζουν: ο ιστορικός συμβιβασμός, η δημοκρατία ως αταξική παγκόσμια αξία, ο ευρωκομμουνισμός, η αποδοχή της ομπρέλας του ΝΑΤΟ, η ένταξη στην ΕΕ και τέλος σκέψεις σχετικά με την εξάντληση της κινητήριας δύναμης της Σοβιετικής Επανάστασης.
Αντικειμενικά, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο Berlinguer βρέθηκε επίσης «συντριμμένος» από ένα πολιτικό σώμα του PCI στο οποίο οι λεγόμενοι «βελτιωτές» (Amendola, Napolitano κλπ) είχαν στα χέρια τους τα ζωτικά γάγγλια, του Κόμματος, εξ ου και η ίδια «μοναχική» παρουσία του Berlinguer στις πύλες της Fiat το 1980 και στον δίκαιο αγώνα για την υπεράσπιση της «scala mobile» (ΣΣ |> ένα είδος ΑΤΑ ‑Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής εκείνης της περιόδου)
Σημαντικά γεγονότα τα οποία, ωστόσο, φαίνεται ότι μικρό ρόλο έπαιξαν σε ένα μεγάλο κόμμα όπου είχε ήδη πραγματοποιηθεί η «γενετική μετάλλαξη» και που ο Berlinguer δεν ήθελε να αντιμετωπίσει.
Ας ξεκινήσουμε με τον ιστορικό συμβιβασμό αναφορικά με τον ηρωικό θάνατο του Προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Αντί ο Berlinguer απλώς να αποκαλύψει ότι η αστική δημοκρατία υπάρχει μόνο εάν το αστικό κράτος αισθάνεται σίγουρο και όταν ‑κάποια στιγμή αυτό μπαίνει σε αμφιβολία όπως συνέβη στη Χιλή, τότε η μπουρζουαζία αρνείται τους δικούς της τυπικούς κανόνες, προχωρώντας σε βίαιες τρομοκρατικές και φασιστικές μεθόδους, γράφει:
«Πάντα πιστεύαμε ότι η ενότητα των εργατικών κομμάτων και των αριστερών δυνάμεων δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για την εγγύηση της υπεράσπισης και της προόδου της δημοκρατίας … , δεν είναι μια κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης, ανταγωνιστής στο κοινωνικό μπλοκ της μπουρζουαζίας, αλλά μια πολιτική συμμαχία μεταξύ των μεγάλων κομμάτων» εκείνης της εποχής, PCI-PSI-DC, το τελευταίο, μάλιστα (ΣΣ) ως πολιτική έκφραση της μεγαλοαστικής, ιδιωτικής κρατικομονοπωλιακής ιδιοκτησίας.
Από λενινιστική άποψη, το λάθος του Αλιέντε συνίστατο στο ότι δεν προσπάθησε καν να «σπάσει τους μηχανισμούς του αστικού κράτους», αλλά το είχε αποδεχτεί, με εμπιστοσύνη στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στους ηγέτες του κρατικού μηχανισμού.
Αυτά αντί να αναπτυχθούν ισχυρά μαζικά κινήματα υποστήριξης της κυβέρνησης, δίπλα σε μια ένοπλη πολιτοφυλακή της εργατικής τάξης, να αλλάξουν οι θεσμικοί μηχανισμοί, να «αποκεφαλιστούν» οι ηγέτες και οι δομές του στρατού, της αστυνομίας, των υπηρεσιών ασφαλείας, των οικονομικών υπουργείων, με μαζική εισαγωγή αξιόπιστων προλεταριακών στοιχείων.
Εν ολίγοις, θα ήταν απαραίτητο να καθιερωθεί η προλεταριακή δικτατορία.
Ο Allende δεν το έκανε και ο λαός της Χιλής πλήρωσε ακριβά για αυτό το λάθος.
Ο Berlinguer, όπως γνωρίζουμε, αγνόησε αυτές τις σκέψεις.
Ο ευρωκομμουνισμός, ως μια εντελώς ρεβιζιονιστική και ευκαιριακή θεωρία και πρακτική, ανατέλλει από τη συνάντηση στις Βρυξέλλες, της 26ης Ιανουαρίου 1974, μεταξύ του Berlinguer και των Ισπανών και Γάλλων ρεβιζιονιστών, Carrillo και Marchais, γραμματείς των αντίστοιχων Κομμουνιστικών Κομμάτων που παντρεύτηκαν τις διατριβές για την αξία της «δημοκρατίας».
Ο Berlinguer την είδε ως εξής: … «αυτή η ευρεία σύγκλιση … περιλαμβάνει την αναγνώριση της αξίας των προσωπικών ελευθεριών και την εγγύησή τους, τις αρχές της κοσμικότητας του κράτους και της δημοκρατικής του άρθρωσης, την πολυφωνία των κομμάτων, την αυτονομία των συνδικάτων» … (κλπ) δηλ. έκανε δικές του τις τυπικές κατηγορίες της αστικής σκέψης -μακριά και έξω από κάθε ιστορική και ταξική αναφορά
Αργότερα, με τη συνέντευξη στον Giampaolo Pansa (Corriere della Sera 15-Ιουν-1976), αποδέχτηκε όλη την ουσία της καπιταλιστικής Δύσης και της θανατηφόρας στρατιωτικής συμμαχίας της, σπάζοντας τη συμμαχία με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που αν και μολυσμένο από το μικρόβιο του χρουστσοφικού ρεβιζιονισμού παρέμεινε το μοναδικό προπύργιο περιορισμού του ιμπεριαλισμού, ζητώντας να παραμείνει η Ιταλία στο ΝΑΤΟ, που «μπορεί να αποβεί χρήσιμη ασπίδα για την οικοδόμηση ενός σοσιαλισμού με ελευθερία» -«νοιώθουμε ασφαλείς εδώ» είπε (!!)
Και τέλος, πάντα σε αυτή την κατεύθυνση, υπάρχει η περίφημη φράση με την οποία, το 1981, ο «ομφάλιος λώρος» αποκόπηκε οριστικά, από την ιστορία των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων κινημάτων: «η προωθητική ώθηση της Οκτωβριανής Επανάστασης έχει πλέον εξαντληθεί»
…
Και κλείνοντας ο Marco Rizzo, ΓΓ του Partito Comunista Italiano, γράφει:
Επαναλαμβάνω, με κάθε δυνατή σεμνότητα: Ο Berlinguer ήταν έντιμος άνθρωπος, αλλά αυτό δεν αρκεί για να είναι κομμουνιστής.
Το Μάρτη του 1999 ένα άλλο σημαίνον στέλεχος του PCI έγραψε τη δική του μαύρη ιστορία:
Πρόκειται για τον οπορτουνιστή ολκής Massimo D’Alema, που ‑επιτέλους «τα κατάφερε» να γίνει ο πρώτος πρωθυπουργός που προερχόταν από το PCI (1998, επί κεφαλής του «Συνασπισμού της Ελιάς»).
Γραμματέας της κομμουνιστικής νεολαίας (FGCI) το 1971, για χρόνια διευθυντής της «L’Unità», αναδείχτηκε μετά τις απανωτές διασπάσεις και ανακατατάξεις (απόρριψη κομμουνιστικών συμβόλων, δημιουργία του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς [PDS] κλπ)
Ο ντ’Αλέμα πάλεψε με νύχια και με δόντια (και το καυχιόταν…) για «την αποκοπή του ΚΚΙ από τις κομμουνιστικές ρίζες» και για τη μετεξέλιξή του «σε σύγχρονο, ευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα», αποφασίζοντας ‑ως τελευταία πράξη τραγωδίας τη συμμετοχή στον βρώμικο πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας (σε ρόλο μάλιστα πρώτου βιολιού, που υποστήριξαν θερμά τόσο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι όσο και σύσσωμη δεξιά αντιπολίτευση) δολοφονώντας χιλιάδες άμαχους και καταστρέφοντας μια ολόκληρη χώρα.
Όλα αυτά είχαν να κάνουν με το κορυφαίο στρατηγικό ζήτημα της διαφορετικής στάσης των κομμουνιστικών κομμάτων πάνω στο δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση, δηλαδή ανατροπή ή διαχείριση του συστήματος Δεν υπάρχει ολοκληρωμένη συνεκτική αντίληψη γι αυτή τη στρατηγική Κατά τους ίδιους, αυτό έχει να κάνει με τις «εθνικές ιδιομορφίες.
Ιστορικά, μετά την εκδίωξή του από την κυβέρνηση (1948) και στη συνέχεια, το KKΙταλίας (PCI) ακολούθησε τη στάση του «καλού παιδιού» προωθώντας ένα image παράγοντα σταθερότητας και ψηφίζοντας , μέχρι το 1968 πάνω από τα 3/4 των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν.
Όταν το 1964 πεθαίνει ο ιστορικός γραμματέας του Palmiro Togliatti ‑που συμπίπτει και με την περίοδο που, μετά το σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα υπόλοιπα κόμματα το PCI είναι το μόνο αντιπολιτευόμενο κόμμα, δημοσιεύεται ένα γράμμα του προς το Χρουστσόφ, όπου τάσσεται υπέρ του «πολυκεντρισμού» και στο κρίσιμο δίλημμα, πολιτική ρήξης με τους αστούς ή προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου του στα πλαίσια του συστήματος επιλέγει ξεκάθαρα το δεύτερο δρόμο.
Λίγο πριν την Piazza Fontana ‑το φθινόπωρο του 1969, σημειώνονται στα εργοστάσια της Ιταλίας, οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις που γνώρισε η χώρα μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με καταλήψεις κλπ., μια άνευ προηγούμενου πολιτικοκοινωνική κρίση, που συσπείρωσαν το 80% των εργατών κόντρα στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες CGIL |> που ελεγχόταν από το PCI|< & CISL,UIL, αλλά προφανώς ανερμάτιστες και με έλλειψη πολιτικού στόχου χειραγωγήθηκαν με την ικανοποίηση κάποιων οικονομικών αιτημάτων.
Στο 13ο Συνέδριο (1972) για πρώτη φορά διακηρύσσεται ότι «δεν είναι αρκετή μια πολιτική συνεργασιών με την αριστερά για την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού» και αμέσως μετά (Σεπ 73) έρχεται το πραξικόπημα στη Χιλή, που ‑αντί να οδηγήσει σε (προφανή) συμπεράσματα για τη δημοκρατία του αστικού κράτους και για ανάγκη προετοιμασίας του κινήματος να αξιοποιεί όλες των μορφές πάλης, γίνεται πρόσχημα και άρμα του «ιστορικού συμβιβασμού» και το PCI ψάχνει δρόμους αναβάθμισης του ρόλου του στην αστική διαχείριση.
Στην Ιταλία, 15 χρόνια αργότερα ‑το 1984 (επί «5πολικής» κυβέρνησης Craxi) με την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση να είναι ακόμα ζωντανή, το πολιτικό κλίμα αβέβαιο και ανερμάτιστο και ενώ «σκάει» η «μασονική» στοά P2, που προκαλεί παραιτήσεις υπουργών το Κομμουνιστικό Κόμμα (ευρωεκλογές του Ιουνίου) βγαίνει πρώτο, χωρίς όμως να έχει την παραμικρή δυνατότητα δυναμικής παρέμβασης, λόγω της τακτικής του των συνεχών υποχωρήσεων.
Η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ
Αν και οι αιτίες είναι κυρίως «από τα μέσα και από τα πάνω», εξετάζοντας τα εξωτερικά αίτια, οι αναλύσεις τείνουν να εστιάζουν στη μελέτη των διαφόρων πτυχών της επίθεσης ενάντια στον σοσιαλισμό που εξαπέλυσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σε πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό επίπεδο — αντιπαράθεση / γνήσια έκφραση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο.
Βαθύνοντας τη μελέτη των τάσεων εκείνων, που συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της σοσιαλιστικής εξουσίας δρώντας στους κόλπους του εργατικού κινήματος και του ίδιου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλληλεπιδρώντας πολλές φορές με οπορτουνιστικές πολιτικές κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων που βρίσκονταν στην εξουσία, ο ευρωκομμουνισμός αποτελεί την αιχμή του δόρατος υποστηρίζοντας:
- Την αντίθεση στην ύπαρξη οργανωμένου διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, υποστηρίζοντας τη θέση του λεγόμενου «πολυκεντρισμού» απέναντι στην εμπειρία της ΚΔ και των μετέπειτα συσκέψεων
- Την αντίθεση στη «δικτατορία του προλεταριάτου», έναντι της οποίας υπερασπίζονταν την ύπαρξη πολλαπλών δρόμων προς το σοσιαλισμό και κύρια την κοινοβουλευτική με αστικές δυνάμεις που αποδέχονταν τον πολυκομματισμό στο αστικοδημοκρατικό πλαίσιο.
- Την αντικατάσταση της θέσης του «προλεταριακού διεθνισμού», ο οποίος ταυτίστηκε με την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης, με τη «διεθνιστική αλληλεγγύη» ή το «νέο διεθνισμό».
- Την αποδοχή του πλαισίου της ΕΟΚ, υπό το κάλεσμα για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη συμμετοχή των εργατών στο σχεδιασμό.
- Τη συνεχή και ανοιχτή κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, από τη σκοπιά της αστικής αντίληψης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες.
- Την αναθεώρηση, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, της θεωρίας του «κόμματος νέου τύπου» που εισήγαγε ο Λένιν.
Ο ευρωκομμουνισμός επηρέασε κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα από διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη, ορισμένα από αυτά μάλιστα κόμματα εξουσίας και ‑όπως και άλλα οπορτουνιστικά ρεύματα στη διάρκεια της ιστορίας- είχε σαφή διεθνή προσανατολισμό, παρότι η κυρίαρχη άποψη είναι ότι αποτελούσε φαινόμενο που εξειδίκευε στις εθνικές ιδιαιτερότητες και συνθήκες.
Σχετικά με αυτό ο Μπερλίνγκουερ έλεγε:
«Προφανώς δεν είμαστε εμείς που διαμορφώσαμε αυτό τον όρο, αλλά το γεγονός ότι κυκλοφορεί ευρέως δείχνει σε τι βαθμό φιλοδοξούν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης να δουν να επιβεβαιώνονται και να προωθούνται λύσεις νέου τύπου όσον αφορά την αλλαγή της κοινωνίας με σοσιαλιστικό περιεχόμενο».
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ
βλ |> 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ |> σημείο οπορτουνιστικής στροφής
Η στροφή του 20ού Συνεδρίου άσκησε καθοριστική επίδραση και στην παραπέρα πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Οι οπορτουνιστικές πολιτικές στο πεδίο της οικονομίας γρήγορα εφαρμόστηκαν ως κεντρική γραμμή και σε όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες, με το παραμέρισμα εκείνων των κομματικών ηγετικών στελεχών που διατύπωσαν αντιρρήσεις για την αλλαγή πορείας.
Η δεξιά στροφή στο 20ό Συνέδριο επέτεινε τη διαπάλη και τα προβλήματα στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα που είχαν ήδη εκδηλωθεί την προηγούμενη περίοδο.
Οι θέσεις για τη δυνατότητα ενός κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην Έκθεση της ΚΕ του ΚΚΣΕ προς το 20ό Συνέδριο, ουσιαστικά ακύρωναν τη γενίκευση της πείρας της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία και υιοθετούσαν τη μεταρρυθμιστική στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας.
Διαστρεβλώνοντας την αναφορά του Λένιν ότι «όλα τα έθνη θα φτάσουν στο σοσιαλισμό, αλλά δε θα φτάσουν όλα εντελώς με τον ίδιο τρόπο, το καθένα θα εισάγει μια ιδιομορφία στη μια ή την άλλη μορφή δημοκρατίας, στη μια ή την άλλη ποικιλομορφία της δικτατορίας του προλεταριάτου…», η Έκθεση του 20ού Συνεδρίου διακηρύσσει:
«Γεννιέται το ερώτημα αν είναι δυνατό να περάσουμε στο σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας κοινοβουλευτικά μέσα. Για τους Ρώσους μπολσεβίκους δεν υπήρχε ανοιχτό ένα τέτοιο μονοπάτι […] Από τότε, όμως, οι ιστορικές συνθήκες έχουν υποστεί ριζικές αλλαγές, οι οποίες κάνουν εφικτή μια διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος. Οι δυνάμεις του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας έχουν απροσμέτρητα ενισχυθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ο καπιταλισμός έχει γίνει πολύ πιο αδύναμος […] Σε αυτές τις συνθήκες η εργατική τάξη, συσπειρώνοντας γύρω της την εργαζόμενη αγροτιά, τη διανόηση, όλες τις πατριωτικές δυνάμεις […] είναι σε θέση να νικήσει τις αντιδραστικές δυνάμεις που αντιτίθενται στο λαϊκό συμφέρον, να κατακτήσει μια σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να το μεταμορφώσει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε ένα αυθεντικό εργαλείο της λαϊκής θέλησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός ο θεσμός, παραδοσιακός σε πολλές υψηλά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μπορεί να γίνει όργανο μιας αυθεντικής δημοκρατίας, δημοκρατίας του εργαζόμενου λαού».
Το οπορτουνιστικό μπλοκ με επικεφαλής το Ν. Σ. Χρουστσόφ άνοιξε τις πύλες στη θέση της ύπαρξης πολλαπλών μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, αναθεωρώντας τη μαρξιστική θεωρία σχετικά με τον ταξικό χαρακτήρα του Κράτους και τη λενινιστική θεωρία για την επανάσταση.
Στις 8–14 Δεκέμβρη 1956, δέκα μήνες μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, πραγματοποιείται στη Ρώμη το 8ο Συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο επικύρωσε κατόπιν πρότασης του Παλμίρο Τολιάτι, το λεγόμενο «ιταλικό δρόμο προς το σοσιαλισμό».
Η στρατηγική που ακολούθησε ενέμεινε στην εμβάθυνση των ελευθεριών για να επιτευχθεί η οικονομική και κοινωνική δημοκρατία. Προκύπτει έτσι η αντίληψη της «προοδευτικής δημοκρατίας» ή της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» που στην κορύφωση της ανάπτυξής της θα επιτρέπει στη συνέχεια τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Ο Τολιάτι, μπαίνοντας επικεφαλής των ευρωπαίων ηγετών των αποκαλούμενων «ανανεωτών», καταλήγει να επιβεβαιώσει στο γνωστό έργο του «Διαθήκη της Γιάλτας» ότι:
«Γενικά, έχουμε ως αφετηρία και πεποίθηση ότι πρέπει να ξεκινάμε την επεξεργασία της πολιτικής μας από τις θέσεις του 20ού Συνεδρίου. Αλλά σήμερα αυτές οι θέσεις χρειάζεται να βαθύνουν και να εξελιχθούν. Για παράδειγμα, ένας βαθύτερος προβληματισμός για την πιθανότητα ενός ειρηνικού δρόμου πρόσβασης στο σοσιαλισμό μας οδηγεί στο να θέσουμε συγκεκριμένα τι αντιλαμβανόμαστε ως δημοκρατία σε ένα αστικό κράτος, με ποιο τρόπο μπορούν να επεκταθούν τα όρια της ελευθερίας και των δημοκρατικών θεσμών και ποιες μορφές είναι πιο αποτελεσματικές για τη συμμετοχή των εργαζόμενων μαζών στην οικονομική και πολιτική ζωή. Προκύπτει λοιπόν η πιθανότητα να κατακτηθούν θέσεις εξουσίας από την εργατική τάξη, στο πλαίσιο ενός κράτους που δεν θα έχει αλλάξει η ταξική του φύση κι επομένως το αν είναι δυνατή η πάλη για έναν προοδευτικό μετασχηματισμό στο πλαίσιο αυτό».
Όταν διάφορα κόμματα αρχίζουν να παίρνουν τέτοιες θέσεις, χειροτερεύει η επίθεση ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Η πρώτη μεγάλη ρωγμή στο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα που δημοσιοποιήθηκε έγινε μετά τη διεθνιστική παρέμβαση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, τον Αύγουστο του 1968. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας και το Ρουμάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα καταδικάζουν δημόσια την παρέμβαση.
Ο αντισοβιετισμός ενσωματώνεται στην πολιτική γραμμή των κομμάτων που αγκαλιάζουν τον «ευρωκομμουνισμό» και αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους.
Οποιαδήποτε δικαιολογία είναι καλή, εφόσον τους διαφοροποιεί από την ΕΣΣΔ, τους παρουσιάζει μπροστά στην κοινή γνώμη σαν διαφοροποιημένη επιλογή από τον κύριο προμαχώνα της διεθνούς εργατικής τάξης, παρότι οι αντισοβιετικές κριτικές συμπίπτουν ανοιχτά με την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα και συμβάλλουν αντικειμενικά στην αποδυνάμωση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Σε αυτή την προοπτική, το 1975, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας προέβησαν σε κοινή ανακοίνωση σχετικά με το μοντέλο μετάβασης στο σοσιαλισμό με «ειρήνη και ελευθερία». Αυτά ήταν τα προλεγόμενα της Συνδιάσκεψης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο στις 29–30 Ιούνη του 1976, της οποίας τα αποτελέσματα είχαν παγκόσμια απήχηση.
Τα κόμματα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας που στηρίζονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την παρέμβαση ορισμένων κομμάτων εξουσίας ‑όπως το γιουγκοσλαβικό- παρουσίασαν ανοιχτά σε ενιαίο μέτωπο την ευρωκομμουνιστική πλατφόρμα.
Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε ανοιχτά το διαμελισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ δήλωνε:
«…η Συνδιάσκεψή μας δεν είναι συνδιάσκεψη μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης, που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε μορφή, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε σε ευρωπαϊκό…».
Ο «ευρωκομμουνισμός» εκδηλώθηκε ανοιχτά ως δεξιό αναθεωρητικό ρεύμα, υιοθετώντας πλήρως τα δόγματα του ιμπεριαλισμού γύρω από τις πιο ποικίλες πολιτικές πτυχές: δημοκρατία, ελευθερίες, θρησκεία κλπ.
Στο πλαίσιο της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών και της αστικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα του πολυκομματισμού και της καθολικής ψηφοφορίας, έθαψαν την πάλη των τάξεων και αρνήθηκαν το ρόλο της ταξικής κυριαρχίας του Κράτους.
Ασκησαν διαρκή και διευρυνόμενη επιθετική πολιτική στις σοσιαλιστικές χώρες, προσπάθησαν να δυναμιτίσουν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους το συντονισμό και την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και μετατράπηκαν ‑στο όνομα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και του δημοκρατικού σοσιαλισμού- σε εκφραστές της αντικομμουνιστικής στρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Επιτέθηκαν με μανία στο λενινιστικό συλλογισμό ότι μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι το πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το πρόβλημα της στάσης του προλεταριακού κράτους απέναντι στο αστικό κράτος, της προλεταριακής δημοκρατίας απέναντι στην αστική δημοκρατία.
Με πληροφορίες από
- Tο αρχείο της εφημερίδας L’UNITÁ
- Βιβλιοπαρουσίαση (Κώστα Σκολαρίκου) «“Ευρωκομμουνισμός”: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του κεφαλαίου»
- Ραούλ Μαρτίνεθ Τουρέρο |> Απο τον «ευρωκομουνισμό» στο σύγχρονο οπορτουνισμό
Δείτε και όλη τη σχετική κριτική αρθρογραφία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας αρχίζοντας από αυτό |> Berlinguer Una brava persona ma non comunista -«ένας καλός άνθρωπος που δεν ήταν κομμουνιστής» άρθρο του Marco Rizzo στην l’UNITA’.