Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Faust _αφιέρωμα

Το (ο) Faust του Γκαί­τε (Johann Wolfgang von Goethe) απο­τε­λεί ένα τρα­γι­κό έργο _από τα μεγα­λύ­τε­ρα της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας, σε δύο μέρη με σχε­δόν όλο το 1ο μέρος και το περισ­σό­τε­ρο 2ο γραμ­μέ­να σε στί­χους με ομοιο­κα­τα­λη­ξία. Αν και σπά­νια ανε­βαί­νει στο σύνο­λό του, είναι το έργο με το μεγα­λύ­τε­ρο κοι­νό στις γερ­μα­νό­φω­νες σκη­νές. Θεω­ρεί­ται από πολ­λούς το magnum opus του Γκαί­τε και το μεγα­λύ­τε­ρο έργο της γερ­μα­νι­κής λογοτεχνίας.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

ℹ️  Σαν σήμε­ρα 19-Ιαν το 1829  έχου­με πρε­μιέ­ρα (του 1ου μέρους)

Οι παλαιό­τε­ρες μορ­φές του, γνω­στές ως Urfaust, ανα­πτύ­χθη­καν μετα­ξύ 1772 και 1775. Ωστό­σο, οι λεπτο­μέ­ρειες αυτής της εξέ­λι­ξης δεν είναι απο­λύ­τως σαφείς. Το Urfaust έχει είκο­σι δύο σκη­νές, μία σε πεζο­γρα­φία, δύο σε μεγά­λο βαθ­μό πεζά και τις υπό­λοι­πες 1.441 γραμ­μές σε στί­χους με ομοιο­κα­τα­λη­ξία. Το χει­ρό­γρα­φο είχε χαθεί, αλλά ένα αντί­γρα­φο ανα­κα­λύ­φθη­κε το 1886. Η πρώ­τη εμφά­νι­ση του έργου σε έντυ­πη μορ­φή ήταν από­σπα­σμα, που δημο­σιεύ­τη­κε το 1790. Ο Γκαί­τε ολο­κλή­ρω­σε μια προ­κα­ταρ­κτι­κή έκδο­ση αυτού που είναι σήμε­ρα γνω­στό ως Μέρος Πρώ­το το 1806. Τη δημο­σί­ευ­σή του το 1808 ακο­λού­θη­σε η ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκδο­ση 1828–29, η τελευ­ταία που θα επι­με­λη­θεί ο ίδιος ο Γκαίτε.

Ο Γκαί­τε ολο­κλή­ρω­σε τη συγ­γρα­φή του Faust, Μέρος Δεύ­τε­ρο το 1831 και δημο­σιεύ­τη­κε μετά θάνα­τον τον επό­με­νο χρό­νο. Σε αντί­θε­ση με τον Φάουστ, Μέρος Πρώ­το, η εστί­α­ση εδώ δεν είναι πλέ­ον στην ψυχή του Φάουστ, που έχει που­λη­θεί στον διά­βο­λο, αλλά μάλ­λον σε κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να όπως η ψυχο­λο­γία, η ιστο­ρία και η πολι­τι­κή, καθώς και μυστι­κι­στι­κά — φιλο­σο­φι­κά θέμα­τα. Το δεύ­τε­ρο μέρος απο­τέ­λε­σε την κύρια ενα­σχό­λη­ση των τελευ­ταί­ων ετών του Γκαίτε.

Ονοματολογία

Η αρχι­κή γερ­μα­νι­κή σελί­δα τίτλου του 1808 του έργου του Γκαί­τε έγρα­φε απλά: “Faust. / Eine Tragödie” (“Faust. / μια τρα­γω­δία”). Η προ­σθή­κη του “erster Teil” (μέρος πρώ­το) εφαρ­μό­στη­κε ανα­δρο­μι­κά από τους εκδό­τες όταν η συνέ­χεια δημο­σιεύ­τη­κε το 1832 με μια σελί­δα τίτλου που έγρα­φε: “Faust. / Der Tragödie zweiter Teil” (“Faust. / Το δεύ­τε­ρο μέρος της τραγωδίας”).

Faust, Μέρος Πρώτο

  • Ο Χάιν­ριχ Φάουστ, ένας λόγιος, που μερι­κές φορές λέγε­ται ότι βασί­ζε­ται στον Γιό­χαν Γκέ­οργκ Φάουστ ή στη δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νη αφή­γη­ση του Τζέι­κομπ Μπί­ντερ­μαν για τον Θρύ­λο του Για­τρού του Παρι­σιού, Κενόδοξο
  • Μεφι­στο­φε­λής, ο Διάβολος
  • Gretchen _Γκρέτσεν, η αγά­πη του Φάουστ (ή Μαρ­γκρέ­τε, ο Γκαί­τε χρη­σι­μο­ποιεί και τις δύο μορφές)
  • Marthe Schwerdtlein, γει­τό­νισ­σα της Gretchen
  • Ο Βαλε­ντίν, ο αδερ­φός της Γκρέτσεν
  • Βάγκνερ, συνο­δός του Φάουστ

Το 1ο Μέρος λαμ­βά­νει χώρα σε πολ­λα­πλό περι­βάλ­λον, το πρώ­το από τα οποία είναι ο Παρά­δει­σος. Ο Μεφι­στο­φε­λής (Σατα­νάς) βάζει ένα στοί­χη­μα με τον Θεό: λέει ότι μπο­ρεί να δελε­ά­σει τον αγα­πη­μέ­νο άνθρω­πο του (Φάουστ), ο οποί­ος προ­σπα­θεί να μάθει ό,τι μπο­ρεί, με πλά­γιο τρό­πο. Η επό­με­νη σκη­νή δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στη μελέ­τη του Φάουστ όπου ο ηλι­κιω­μέ­νος μελε­τη­τής, παλεύ­ο­ντας με αυτό που θεω­ρεί τη ματαιό­τη­τα και αχρη­στία της επι­στη­μο­νι­κής, ανθρω­πι­στι­κής και θρη­σκευ­τι­κής μάθη­σης, στρέ­φε­ται στη μαγεία της άπει­ρης γνώ­σης. Υπο­ψιά­ζε­ται, ωστό­σο, ότι οι προ­σπά­θειές του απο­τυγ­χά­νουν. Απο­γοη­τευ­μέ­νος, σκέ­φτε­ται να αυτο­κτο­νή­σει, αλλά το απορ­ρί­πτει καθώς ακού­ει τον από­η­χο των κοντι­νών εορ­τα­σμών του Πάσχα να ξεκι­νούν. Πηγαί­νει βόλ­τα με τον βοη­θό του Βάγκνερ και τον ακο­λου­θεί στο σπί­τι ένα αδέ­σπο­το σκυ­λί (θυμί­ζει κανίς).

Στο στού­ντιο του Φάουστ, το κανίς μετα­μορ­φώ­νε­ται σε Μεφι­στο­φε­λή, ντυ­μέ­νο σαν ταξι­διώ­της μαθη­τής που αρνεί­ται να δώσει το όνο­μά του. Του απο­κα­λύ­πτει ότι παρό­λο που το παρα­μορ­φω­μέ­νο πεντά­γραμ­μο _χαραγμένο στην πόρ­τα του, του επέ­τρε­ψε να μπει, δεν μπο­ρεί να φύγει. Ο Φάουστ εκπλήσ­σε­ται που ο Μεφι­στο­φε­λής δεσμεύ­ε­ται από μυστι­κι­στι­κούς νόμους και γι’ αυτό θα μπο­ρού­σε να κάνει μια συμ­φω­νία. Αυτός λέει ότι είναι πρό­θυ­μος να κάνει μια συμ­φω­νία, αλλά θέλει να φύγει το βρά­δυ. Ο Φάουστ αρνεί­ται να τον απε­λευ­θε­ρώ­σει για­τί πιστεύ­ει ότι θα ήταν αδύ­να­το να τον πιά­σει ξανά. Στη συνέ­χεια όμως ο Μεφι­στο­φε­λής τον ξεγε­λά­ει σε μια επί­δει­ξη της δύνα­μής του. Ο Φάουστ απο­κοι­μιέ­ται ακού­γο­ντας το τρα­γού­δι των πνευ­μά­των, επι­τρέ­πο­ντας στον Μεφι­στο­φέ­λη να δρα­πε­τεύ­σει καλώ­ντας τους αρου­ραί­ους να μασή­σουν το πεντάγραμμο.

Το επό­με­νο πρωί ο Μεφι­στο­φε­λής επι­στρέ­φει. Λέει στον Φάουστ ότι επι­θυ­μεί να γίνει σκλά­βος του και σε αντάλ­λαγ­μα ο Φάουστ να τον υπη­ρε­τή­σει στη μετά θάνα­τον ζωή. Ο Φάουστ είναι πρό­θυ­μος αλλά ανη­συ­χεί κιό­λας ότι η απο­δο­χή των “υπη­ρε­σιών” του Μεφι­στο­φέ­λη θα τον οδη­γή­σει στην κατα­στρο­φή. Για να απο­φύ­γει αυτή τη μοί­ρα, ο Φάουστ στοι­χη­μα­τί­ζει: αν ο Μεφί­στο μπο­ρέ­σει να του δώσει μια εμπει­ρία υπέρ­βα­σης στη Γη — μια στιγ­μή τόσο ευτυ­χι­σμέ­νη που να θέλει να παρα­μεί­νει σε αυτήν για πάντα, παύ­ο­ντας να αγω­νί­ζε­ται περαι­τέ­ρω — τότε θα πεθά­νει αμέ­σως και θα υπη­ρε­τή­σει τον Διά­βο­λο στο Κόλα­ση. Ο Μεφι­στο­φε­λής δέχε­ται το στοίχημα.

Όταν ο τελευ­ταί­ος λέει να υπο­γρά­ψουν το σύμ­φω­νο με αίμα, ο Φάουστ παρα­πο­νιέ­ται ότι ο Μεφι­στο­φε­λής δεν εμπι­στεύ­ε­ται τον τιμη­τι­κό λόγο του και στο τέλος, ο δεύ­τε­ρος κερ­δί­ζει τη δια­μά­χη και ο Φάουστ ανα­γκά­ζε­ται να υπο­γρά­ψει το συμ­βό­λαιο με μια στα­γό­να από το αίμα του. Στο μετα­ξύ κάνει μερι­κές εξό­δους και μετά συνα­ντά τη Μάρ­γκα­ρετ (γνω­στή και ως Γκρέ­τσεν). Ελκύ­ε­ται από αυτήν και με τη βοή­θεια μιας γει­τό­νισ­σας, της Μάρ­θας, ο Μεφι­στο­φε­λής τρα­βά­ει την Γκρέ­τσεν στην αγκα­λιά του Φάουστ και με τη βοή­θεια του την σαγη­νεύ­ει (υπο­νο­ώ­ντας και ερω­τι­κή-σαρ­κι­κή συνεύ­ρε­ση), ενώ η μητέ­ρα της πεθαί­νει από το υπνω­τι­κό, _ένα φίλ­τρο, που της χορή­γη­σε η κόρη της για να απο­κτή­σει την απα­ραί­τη­τη ιδιω­τι­κό­τη­τα ώστε ο Φάουστ να την επι­σκε­φτεί. Η συνεύ­ρε­ση  κατα­λή­γει φυσιο­λο­γι­κά _η Γκρέ­τσεν ανα­κα­λύ­πτει ότι είναι έγκυος, ενώ ο αδερ­φός της κατα­ριέ­ται τον Φάουστ, τον προ­κα­λεί και πέφτει νεκρός στα χέρια του με παρό­ντα και τον Μεφί­στο. Η Γκρέ­τσεν πνί­γει το νόθο παι­δί της και κατα­δι­κά­ζε­ται για τον φόνο και ο Φάουστ προ­σπα­θεί να την σώσει από τον θάνα­το απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντάς την από τη φυλα­κή. Δια­πι­στώ­νο­ντας ότι αρνεί­ται να δρα­πε­τεύ­σει, ο Φάουστ και ο Μεφι­στο­φέ­λης φεύ­γουν από το μπου­ντρού­μι, ενώ φωνές από τον Παρά­δει­σο ανα­κοι­νώ­νουν ότι η Γκρέ­τσεν θα σωθεί — “Sie ist gerettet” — αυτό δια­φέ­ρει από το σκλη­ρό­τε­ρο τέλος του Ουρ­φά­ουστ — “Sie ist gerichtet!” – «είναι κατα­δι­κα­σμέ­νη» _τέλος 1ου μέρους

Faust, Μέρος Δεύτερο

Πλού­σιο σε κλα­σι­κή νύξη, στο Δεύ­τε­ρο Μέρος, η ρομα­ντι­κή ιστο­ρία του πρώ­του Φάουστ παρα­με­ρί­ζε­ται και ο Φάουστ ξυπνά σε ένα χωρά­φι με νεράι­δες για να ξεκι­νή­σει έναν νέο κύκλο περι­πε­τειών και ανα­ζη­τή­σε­ων. Το κομ­μά­τι απο­τε­λεί­ται από πέντε πρά­ξεις (σχε­τι­κά μεμο­νω­μέ­να επει­σό­δια) που η καθε­μία αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα δια­φο­ρε­τι­κό θέμα. Τελι­κά, ο Φάουστ πηγαί­νει στον Παρά­δει­σο. Είχε χάσει το στοί­χη­μά του με τον Μεφι­στο­φέ­λη, ότι δεν θα επι­δί­ω­κε ποτέ να παρα­μεί­νει σε μια υπερ­βα­τι­κή στιγ­μή και να παρα­τα­θεί για πάντα. Ωστό­σο, ο Θεός είχε κερ­δί­σει το στοί­χη­μά του από τον Πρό­λο­γο (και συνε­πώς την ψυχή του Φάουστ) καθώς η υπερ­βα­τι­κή στιγ­μή προ­ερ­χό­ταν από τις δίκαιες επι­διώ­ξεις του. Οι άγγε­λοι, που φτά­νουν ως αγγε­λιο­φό­ροι του θεί­ου ελέ­ους, δηλώ­νουν στο τέλος της Πρά­ξης V: «Αυτός που αγω­νί­ζε­ται και ζει για να αγω­νί­ζε­ται / Μπο­ρεί να κερ­δί­σει τη λύτρω­ση ακό­μα» (V, 11936–7).

Σχέση μεταξύ των μερών

Σε όλο το Μέρος Πρώ­το, ο Faust παρα­μέ­νει ανι­κα­νο­ποί­η­τος, ενώ η τελι­κή κατά­λη­ξη της τρα­γω­δί­ας και η έκβα­ση των στοι­χη­μά­των απο­κα­λύ­πτο­νται μόνο στο Faust, Μέρος Δεύ­τε­ρο. Το πρώ­το μέρος αντι­προ­σω­πεύ­ει τον «μικρό κόσμο» και δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο τοπι­κό, χρο­νι­κό περι­βάλ­λον του ίδιου του Φάουστ. Αντί­θε­τα, το δεύ­τε­ρο μέρος λαμ­βά­νει χώρα στον «ευρύ κόσμο» ή μακρόκοσμο.

Μεταφράσεις

Το 1821, μια μερι­κή αγγλι­κή μετά­φρα­ση στί­χων του Φάουστ (Πρώ­το Μέρος) εκδό­θη­κε ανώ­νυ­μα από τον εκδό­τη του Λον­δί­νου Thomas Boosey and Sons, με εικο­νο­γρά­φη­ση του Γερ­μα­νού χαρά­κτη Moritz Retzsch

  • Το 1828, σε ηλι­κία είκο­σι ετών, ο Ζεράρ ντε Νερ­βάλ δημο­σί­ευ­σε μια γαλ­λι­κή μετά­φρα­ση του Φάουστ του Γκαίτε.
  • Το 1850, η Anna Swanwick κυκλο­φό­ρη­σε μια αγγλι­κή μετά­φρα­ση του Μέρους Πρώ­του. Το 1878, δημο­σί­ευ­σε μια μετά­φρα­ση του δεύ­τε­ρου μέρους. Η μετά­φρα­σή της θεω­ρεί­ται από τις καλύτερες.
  • Το 1870–71, ο Bayard Taylor δημο­σί­ευ­σε μια αγγλι­κή μετά­φρα­ση στα πρω­τό­τυ­πα μέτρα. Αυτή η μετά­φρα­ση, για την οποία είναι περισ­σό­τε­ρο γνω­στός, θεω­ρεί­ται μια από τις καλύ­τε­ρες και έμει­νε στα­θε­ρά σε έντυ­πη μορ­φή για έναν αιώνα.
  • Calvin Thomas: Part One (1892) και Part Two (1897) για τον C. Heath.
  • Alice Raphael: Part First (1930) για τον Jonathan Cape.
  • Mori Ōgai: 1913 και τα δύο μέρη στα ιαπωνικά.
  • Guo Moruo: Μέρος Πρώ­το (1928) και Μέρος Δεύ­τε­ρο (1947) στα κινέζικα.
  • Ο φιλό­σο­φος Walter Kaufmann ήταν επί­σης γνω­στός για μια αγγλι­κή μετά­φρα­ση του Faust, παρου­σιά­ζο­ντας το Πρώ­το Μέρος στο σύνο­λό του, με επι­λο­γές από το Δεύ­τε­ρο Μέρος και παρα­λει­φθεί­σες σκη­νές με εκτε­νή περί­λη­ψη. Η εκδο­χή του Κάουφ­μαν δια­τη­ρεί τα μέτρα και τα σχή­μα­τα ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας του Γκαί­τε, αλλά αντι­τά­χθη­κε στη μετά­φρα­ση όλου του Μέρους Δεύ­τε­ρου στα αγγλι­κά, πιστεύ­ο­ντας ότι «Το να αφή­σεις τον Γκαί­τε να μιλή­σει αγγλι­κά είναι ένα πράγ­μα· το να μετα­φέ­ρεις στα αγγλι­κά την προ­σπά­θειά του να μιμη­θεί την ελλη­νι­κή ποί­η­ση στα γερ­μα­νι­κά είναι άλλο».
  • Phillip Wayne: Part One (1949) και Part Two (1959) για Penguin Books.
  • Louis MacNeice: Το 1949, το BBC ανέ­θε­σε μια συνο­πτι­κή μετά­φρα­ση για το ραδιό­φω­νο. Εκδό­θη­κε το 1952.
  • Τον Αύγου­στο του 1950, η ρωσι­κή μετά­φρα­ση του Boris Pasternak του πρώ­του μέρους με επί­θε­ση από το σοβιε­τι­κό λογο­τε­χνι­κό περιο­δι­κό Novy Mir. 
    • … ο μετα­φρα­στής δια­στρε­βλώ­νει σαφώς τις ιδέ­ες του Γκαί­τε… για να υπε­ρα­σπι­στεί την αντι­δρα­στι­κή θεω­ρία της «καθα­ρής τέχνης» … εισά­γει μια αισθη­τι­κή και ατο­μι­κι­στι­κή γεύ­ση στο κεί­με­νο… απο­δί­δει μια αντι­δρα­στι­κή ιδέα στον Γκαί­τε… δια­στρε­βλώ­νει το κοι­νω­νι­κό και φιλο­σο­φι­κό νόημα…
  • Peter Salm: Faust, First Part (1962) για Bantam Books.
  • Randall Jarrell: Part One (1976) για τους Farrar, Straus και
  • Walter Arndt: Faust: A Tragedy (1976) για την W. Norton & Company.
  • Stuart Atkins: Faust I & II, Volume 2: Goethe’s Collected Works (1984) για το Princeton University Press.
  • David Luke: Part One (1987) και Part Two (1994) για Oxford University Press.
  • Martin Greenberg : Part One (1992) και Part Two (1998) για το Yale University Press. Του έχει απο­δο­θεί η σύλ­λη­ψη της ποι­η­τι­κής αίσθη­σης του πρωτοτύπου.
  • John R. Williams: Part One (1999) και Part Two (2007) για το Wordsworth Editions.
  • David Constantine: Part One (2005) και Part Two (2009) για Penguin Books.
  • Zsuzsanna Ozsváth και Frederick Turner: Part One (2020) για τα Deep Vellum Books, με εικο­νο­γρά­φη­ση της Fowzia Karimi.

Ακο­λού­θη­σαν εκα­το­ντά­δες στις περισ­σό­τε­ρες γλώσ­σες του κόσμου και ελλη­νι­κά εδώ και εδώ

Ιστορικές παραγωγές \ Μέρος πρώτο

  • 1819: Πρε­μιέ­ρα επι­λεγ­μέ­νων σκη­νών. Κάστρο Monbijou, Βερολίνο
  • 1829: Πρε­μιέ­ρα του πλή­ρους Μέρους Πρώ­του. Μπράουνσβαϊγκ
  • 1885, ο Ιρλαν­δός δρα­μα­τουρ­γός W. G. Wills δια­σκεύ­α­σε χαλα­ρά το πρώ­το μέρος του Faust για μια παρα­γω­γή με πρω­τα­γω­νι­στή τον Henry Irving ως Mephisto και την Ellen Terry ως Margaret στο Lyceum Theatre του Λονδίνου.
  • Το 1908, ο Stephen Phillips και ο J. Comyns Carr δια­σκεύ­α­σαν ελεύ­θε­ρα το πρώ­το μέρος του Faust για παρα­γω­γή στο Her Majesty’s Theatre. Πρω­τα­γω­νί­στη­σε ο Henry Ainley ως Faust, ο Herbert Beerbohm Tree ως Mephisto και η Marie Lohr ως Margaret.
  • 1960: Deutsches Schauspielhaus, Αμβούρ­γο: Σκη­νο­θε­σία Peter Gorski και παρα­γω­γή Gustaf Gründgens (που έπαι­ξε επί­σης τον Mephisto), με τους Will Quadflieg (Faust), Ella Büchi (Gretchen), Elisabeth Flickenschildt (Marthe), Max Eckard (Valdent). Marks (Wagner), Uwe Friedrichsen (Φοι­τη­τής). Η ται­νία αυτής της παρά­στα­σης είχε μεγά­λη επιτυχία.
  • 1989: Απο­σπά­σμα­τα από το 1ο μέρος στο Piccolo Teatro di Milano: Σκη­νο­θέ­της Giorgio Strehler, σκη­νο­γρά­φος Josef Svoboda
  • 2006: Teatro Comunale Modena, Ιτα­λία: Σκη­νο­θε­σία: Eimuntas Nekrošius; μια παρά­στα­ση μαμούθ διάρ­κεια (με τα δια­λεί­μα­τα): 4½ ώρες

Μέρος δεύτερο

  • 1990: Απο­σπά­σμα­τα από το δεύ­τε­ρο μέρος. Piccolo Teatro di Milano: Σκη­νο­θέ­της Giorgio Strehler, σκη­νο­γρά­φος Josef Svoboda
  • 2003 του Ingmar Thilo; με τους Antonio Safralis (Faust), Raphaela Zick (Mephisto), Ulrike Dostal (Helena), Max Friedmann (Lynceus) και άλλους
  • 2005 Michael Thalheimer στο Deutsches Theatre, Βερο­λί­νο, με α.ο. Ingo Hülsmann, Sven Lehmann, Nina Hoss και Inge Keller

Ολόκληρο

  • 1938: Παγκό­σμια πρε­μιέ­ρα και των δύο μερών, χωρίς περι­κο­πή, στο Goetheanum στο Dornach της Ελβετίας
  • 2000: Παρά­στα­ση The Expo 2000 Hanover: Σκη­νο­θε­σία Peter Stein; και τα δύο μέρη στην πλή­ρη εκδο­χή τους, με τους Christian Nickel και Bruno Ganz (ο νεα­ρός και ο μεγά­λος Faust), Johann Adam Oest (Mephisto), Dorothée Hartinger, Corinna Kirchhoff και Elke Petri. Τμη­μα­τι­κά _σύνολο 21 ώρες

Μουσική και κινηματογράφος

  • Το Opus 75 no 3 (1809) του Λού­ντ­βιχ βαν Μπε­τό­βεν – Aus Goethes Faust: “Es war einmal ein König”
  • 1814: ο Franz Schubert έθε­σε ένα κεί­με­νο από το Faust Part I, σκη­νή 18 ως “Gretchen am Spinnrade” (D 118, Op. 2). Ήταν η πρώ­τη του τοπο­θέ­τη­ση σε ένα κεί­με­νο του Γκαί­τε. Αργό­τε­ρα Lieder του Σού­μπερτ με βάση τον Φάουστ: D 126, 367, 440 και 564.
  • Το κοσμι­κό ορα­τό­ριο του Robert Schumann Σκη­νές από τον Φάουστ του Γκαί­τε (1844–1853)
  • «Légende dramatique» του Hector Berlioz La damnation de Faust (1846)
  • Η Συμ­φω­νία του Φάουστ του Φραντς Λιστ (1857)
  • Όπε­ρα Φάουστ του Σαρλ Γκου­νό (1859)
  • Η όπε­ρα του Arrigo Boito Mefistofele (1868, 1875)
  • Συμ­φω­νία Νο. 8 (Mahler) του Gustav Mahler (1906) θέτει το κεί­με­νο της τελι­κής σκη­νής του Faust Part II στο μεγά­λο δεύ­τε­ρο μέρος του.

Η ται­νία του F. W. Murnau Faust (1926) βασί­ζε­ται σε παλαιό­τε­ρες εκδο­χές του θρύ­λου καθώς και στην εκδο­χή του Γκαίτε.

  • Η όπε­ρα του Havergal Brian “Faust” που γρά­φτη­κε το 1955–56.
  • Ο Peter Gorski σκη­νο­θέ­τη­σε τον Gustaf Gründgens στην ται­νία του 1960, Faust.
  • Το μιού­ζι­καλ Faust του Randy Newman (1993)
  • Η ται­νία του Jan Švankmajer Faust (1994)
  • Η Rock Opera Faust του Rudolf Volz με πρω­τό­τυ­πους στί­χους του Goethe (1997)
  • Τα CD της αμε­ρι­κα­νι­κής metal μπά­ντας Kamelot Epica (2003) και The Black Halo (2005) βασί­ζο­νται στον Faust.

Η ται­νία του Alexander Sokurov Faust (2011)

  • Το Faustian Echoes EP του αμε­ρι­κα­νι­κού συγκρο­τή­μα­τος Agalloch βασί­ζε­ται απευ­θεί­ας στο έργο του Γκαί­τε και περιέ­χει απευ­θεί­ας απο­σπά­σμα­τα από αυτό.

Η ται­νία μοντέρ­νας τέχνης του Philipp Humm The Last Faust (2019) βασί­ζε­ται απευ­θεί­ας στον Φάουστ του Γκαί­τε και είναι η πρώ­τη ται­νία που έγι­νε στο μέρος I και II μέρος του Faust.

Ο Johann Wolfgang (von) Goethe
Johann Wolfgang von Goethe _Γκαίτε

1749 –1832: Γερ­μα­νός συγ­γρα­φέ­ας, που θεω­ρεί­ται ευρέ­ως ως ο μεγα­λύ­τε­ρος και με τη μεγα­λύ­τε­ρη επιρ­ροή στη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα. Το έργο του είχε μια βαθιά και ευρεία επιρ­ροή στη δυτι­κή λογο­τε­χνι­κή, πολι­τι­κή και φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη από τα τέλη του 18ου αιώ­να έως τις μέρες μας. Υπήρ­ξε ποι­η­τής, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, μυθι­στο­ριο­γρά­φος, επι­στή­μο­νας, πολι­τι­κός, σκη­νο­θέ­της θεά­τρου και κρι­τι­κός. Τα έργα του περι­λαμ­βά­νουν και αισθη­τι­κή κρι­τι­κή, καθώς επί­σης πραγ­μα­τεί­ες για τη βοτα­νι­κή, την ανα­το­μία και το χρώμα.

Εγκα­τα­στά­θη­κε στη Βαϊ­μά­ρη τον Νοέμ­βριο του 1775 μετά την επι­τυ­χία του πρώ­του του μυθι­στο­ρή­μα­τος, Οι θλί­ψεις του νεα­ρού Βέρ­θερ (1774) και ήταν από τους πρώ­τους συμ­με­τέ­χο­ντες στο λογο­τε­χνι­κό κίνη­μα Sturm und Drang. Κατά τα πρώ­τα δέκα χρό­νια του στη Βαϊ­μά­ρη, ο Γκαί­τε έγι­νε μέλος του μυστι­κού συμ­βου­λί­ου του Δού­κα (1776–1785), συμ­με­τεί­χε σε επι­τρο­πές πολέ­μου και αυτο­κι­νη­το­δρό­μων, επέ­βλε­ψε την επα­να­λει­τουρ­γία των ορυ­χεί­ων αργύ­ρου στο κοντι­νό Ilmenau και εφάρ­μο­σε μια σει­ρά διοι­κη­τι­κών μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων στο Πανε­πι­στή­μιο της Ιένας. Συνέ­βα­λε επί­σης στον σχε­δια­σμό του βοτα­νι­κού πάρ­κου της Βαϊ­μά­ρης και στην ανοι­κο­δό­μη­ση του Δου­κι­κού Παλα­τιού της.

Το πρώ­το σημα­ντι­κό επι­στη­μο­νι­κό έργο του, η Μετα­μόρ­φω­ση των Φυτών, δημο­σιεύ­τη­κε μετά την επι­στρο­φή του από μια περιο­δεία του στην Ιτα­λία το 1788. Το 1791 έγι­νε διευ­θύ­νων σύμ­βου­λος του θεά­τρου της Βαϊ­μά­ρης και το 1794 ξεκί­νη­σε η φιλία του με τον δρα­μα­τουρ­γό, ιστο­ρι­κό και φιλό­σο­φο Φρί­ντριχ Σίλερ, τα έργα του οποί­ου πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε μέχρι τον θάνα­το του Σίλερ το 1805. Κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου ο Γκαί­τε δημο­σί­ευ­σε το δεύ­τε­ρο μυθι­στό­ρη­μά του η Μαθη­τεία του Wilhelm Meister το έπος των στί­χων Hermann & Dorothea και, το 1808, το πρώ­το μέρος του πιο διά­ση­μου δρά­μα­τός του, Faust. Οι συνο­μι­λί­ες του και οι διά­φο­ρες κοι­νές δεσμεύ­σεις του κατά τη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας του 1790 με τους Schiller, Johann Gottlieb Fichte, Johann Gottfried Herder, Alexander von Humboldt, Wilhelm von Humboldt, τον August και τον Friedrich Schlegel ονο­μά­στη­καν συλ­λο­γι­κά κλα­σι­κι­σμός της Βαϊμάρης.

Ο Γερ­μα­νός φιλό­σο­φος Arthur Schopenhauer ονό­μα­σε τη Μαθη­τεία του Wilhelm Meister ένα από τα τέσ­σε­ρα μεγα­λύ­τε­ρα μυθι­στο­ρή­μα­τα που γρά­φτη­καν ποτέ, ενώ ο Αμε­ρι­κα­νός φιλό­σο­φος και δοκι­μιο­γρά­φος Ralph Waldo Emerson επέ­λε­ξε τον Γκαί­τε ως έναν από τους έξι «αντι­προ­σω­πευ­τι­κούς άνδρες» (μαζί με τον Πλά­τω­να, τον Emanuel Swedenborg, τον Montaigne, τον Ναπο­λέ­ο­ντα και τον Shakespeare). Τα σχό­λια και οι παρα­τη­ρή­σεις του Γκαί­τε απο­τε­λούν τη βάση αρκε­τών βιο­γρα­φι­κών έργων,  όπως  του Johann Peter Eckermann _Conversations with Goethe (1836). Τα ποι­ή­μα­τά του μελο­ποι­ή­θη­καν από πολ­λούς συν­θέ­τες όπως ο Μότσαρτ, ο Μπε­τό­βεν, ο Σού­μπερτ, ο Μπερ­λιόζ, ο Λιστ, ο Βάγκνερ και ο Μάλερ.

Ο πατέ­ρας του, Γιό­χαν Κάσπαρ Γκαί­τε, ζού­σε με την οικο­γέ­νειά του σε ένα μεγά­λο σπί­τι (σήμε­ρα το σπί­τι του Γκαί­τε) στη Φραν­κφούρ­τη, τότε ελεύ­θε­ρη αυτο­κρα­το­ρι­κή πόλη της Αγί­ας Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Αν και είχε σπου­δά­σει νομι­κά στη Λει­ψία και είχε διο­ρι­στεί Αυτο­κρα­το­ρι­κός Σύμ­βου­λος, δεν ανα­μεί­χτη­κε στις επί­ση­μες υπο­θέ­σεις της πόλης. Ο Johann Caspar παντρεύ­τη­κε τη μητέ­ρα του Goethe, Catharina Elisabeth Textor, στη Φραν­κφούρ­τη το 1748, όταν εκεί­νος ήταν 38 ετών και εκεί­νη 17. Όλα τα παι­διά τους, με εξαί­ρε­ση τον Johann Wolfgang και την αδερ­φή του Cornelia Friederica Christiana (γεν­νη­μέ­νη το 1750), πέθα­ναν σε νεα­ρή ηλικία.

Ο νεα­ρός Γκαί­τε έλα­βε από τον πατέ­ρα του και ιδιω­τι­κούς δασκά­λους μαθή­μα­τα σε θέμα­τα κοι­νά εκεί­νη την επο­χή, ιδιαί­τε­ρα γλώσ­σες (Λατι­νι­κά, Ελλη­νι­κά, Βιβλι­κά Εβραϊ­κά, Γαλ­λι­κά, Ιτα­λι­κά και Αγγλι­κά). Ο Γκαί­τε πήρε επί­σης μαθή­μα­τα χορού, ιππα­σί­ας και ξιφα­σκί­ας. Ο Johann Caspar, νιώ­θο­ντας απο­γοη­τευ­μέ­νος από τις δικές του φιλο­δο­ξί­ες, ήταν απο­φα­σι­σμέ­νος ότι τα παι­διά του έπρε­πε να έχουν κάθε πλε­ο­νέ­κτη­μα που του είχε χάσει.

Αν και το μεγά­λο πάθος του Γκαί­τε ήταν το σχέ­διο, γρή­γο­ρα άρχι­σε να ενδια­φέ­ρε­ται για τη λογο­τε­χνία. Ο Friedrich Gottlieb Klopstock (1724–1803) και ο Όμη­ρος ήταν μετα­ξύ των πρώ­των αγα­πη­μέ­νων του. Είχε επί­σης αφο­σί­ω­ση στο θέα­τρο και γοη­τεύ­τη­κε πολύ από τις παρα­στά­σεις κου­κλο­θέ­α­τρου που διορ­γα­νώ­νο­νταν κάθε χρό­νο από Γάλ­λους στρα­τιώ­τες κατο­χής στο σπί­τι του και οι οποί­ες αργό­τε­ρα έγι­ναν επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο θέμα στο λογο­τε­χνι­κό του έργο η Μαθη­τεία του Wilhelm Meister, επί­σης διά­βα­ζε έργα για την ιστο­ρία και τη θρη­σκεία. Για αυτήν την περί­ο­δο έγραψε:
Είχα από μικρός τη μονα­δι­κή συνή­θεια να μαθαί­νω πάντα απέ­ξω τις απαρ­χές των βιβλί­ων και τις διαι­ρέ­σεις ενός έργου, πρώ­τα από τα πέντε βιβλία του Μωυ­σή και μετά την Αινειά­δα και τις Μετα­μορ­φώ­σεις του Οβι­δί­ου. … Αν μια ενερ­γή φαντα­σία, για την οποία μπο­ρεί να μαρ­τυ­ρεί αυτή η ιστο­ρία, με οδη­γού­σε εδώ κι εκεί, αν η μίξη του μύθου και της ιστο­ρί­ας, της μυθο­λο­γί­ας και της θρη­σκεί­ας απει­λού­σε να με μπερ­δέ­ψει, έφυ­γα πρό­θυ­μα σε εκεί­νες τις ανα­το­λί­τι­κες περιο­χές και βού­τη­ξα. στα πρώ­τα βιβλία του Μωυ­σή, και εκεί, ανά­με­σα στις διά­σπαρ­τες ποι­με­νι­κές φυλές, βρέ­θη­κα αμέ­σως στη μεγα­λύ­τε­ρη μονα­ξιά και στη μεγα­λύ­τε­ρη κοι­νω­νία.

Ο Γκαί­τε γνώ­ρι­σε επί­σης ηθο­ποιούς της Φραν­κφούρ­της. Σε πρώ­ι­μες λογο­τε­χνι­κές από­πει­ρες, ο Γκαί­τε έδει­ξε έναν ερω­τι­κό ενθου­σια­σμό με την Γκρέ­τσεν, που αργό­τε­ρα θα εμφα­νι­στεί ξανά στο Φάουστ του, και τις περι­πέ­τειες με τις οποί­ες θα περιέ­γρα­φε συνο­πτι­κά στο Dichtung und Wahrheit (Ποί­η­ση και αλή­θεια). Λάτρευε την Caritas Meixner (1750–1773), μια πλού­σια κόρη εμπό­ρου των Worms και φίλη της αδερ­φής του.

Σπού­δα­σε νομι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο της Λει­ψί­ας από το 1765 έως το 1768. Σιχαι­νό­ταν να μαθαί­νει παλαιούς δικα­στι­κούς κανό­νες από καρ­διάς, προ­τι­μώ­ντας αντ’ αυτού να παρα­κο­λου­θεί τα μαθή­μα­τα του καθη­γη­τή πανε­πι­στη­μί­ου και ποι­η­τή Christian Fürchtegott Gellert. Στη Λει­ψία, ο Γκαί­τε ερω­τεύ­τη­κε την Anna Katharina Schönkopf, κόρη ενός τεχνί­τη και παν­δο­χέα, γρά­φο­ντας χαρού­με­νους στί­χους για αυτήν στο είδος ροκο­κό. Το 1770 κυκλο­φό­ρη­σε ανώ­νυ­μα την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Annette. Ο άκρι­τος θαυ­μα­σμός του για πολ­λούς σύγ­χρο­νους ποι­η­τές εξα­τμί­στη­κε καθώς ανέ­πτυ­ξε ενδια­φέ­ρον για τον Gotthold Ephraim Lessing και τον Christoph Martin Wieland. Μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή, ο Γκαί­τε είχε ήδη γρά­ψει πολ­λά, αλλά απέρ­ρι­ψε σχε­δόν όλα αυτά τα έργα εκτός από την κωμω­δία Die Mitschuldigen _ Οι συνέ­νο­χοι. Το παν­δο­χείο Auerbachs Keller και ο θρύ­λος του για τη βόλ­τα με το βαρέ­λι του Johann Georg Faust το 1525 τον εντυ­πω­σί­α­σαν τόσο πολύ που το Auerbachs Keller έγι­νε το μόνο πραγ­μα­τι­κό μέρος στο δρά­μα Faust 1ο μέρος. Δεδο­μέ­νου ότι είχε μικρή πρό­ο­δο στις επί­ση­μες σπου­δές του, ο Γκαί­τε ανα­γκά­στη­κε να επι­στρέ­ψει στη Φραν­κφούρ­τη στα το 1768.

Πίσω στη Φραν­κφούρ­τη, ο Γκαί­τε αρρώ­στη­σε βαριά. Τον ενά­μι­ση χρό­νο που ακο­λού­θη­σε, που χαρα­κτη­ρί­στη­κε από αρκε­τές υπο­τρο­πές, οι σχέ­σεις με τον πατέ­ρα του επι­δει­νώ­θη­καν. Κατά τη διάρ­κεια της ανάρ­ρω­σης, ο Γκαί­τε θήλα­ζε από τη μητέ­ρα και την αδερ­φή του. Τον Απρί­λιο του 1770, έφυ­γε από τη Φραν­κφούρ­τη για να τελειώ­σει τις σπου­δές του, αυτή τη φορά στο Πανε­πι­στή­μιο του Στρασβούργου.

Στην Αλσα­τία, ο Γκαί­τε άνθι­σε. Κανέ­να άλλο τοπίο δεν μπό­ρε­σε να περι­γρα­φεί από αυτόν τόσο στορ­γι­κά όσο η ζεστή, πλα­τιά Ρηνα­νία. Στο Στρα­σβούρ­γο, συνά­ντη­σε τον Γιό­χαν Χέρ­ντερ. Οι δυο τους έγι­ναν στε­νοί φίλοι, και απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας για την πνευ­μα­τι­κή ανά­πτυ­ξη του Γκαί­τε, ήταν ο Χέρ­ντερ που κίνη­σε το ενδια­φέ­ρον του για τον Ουί­λιαμ Σαίξ­πηρ, τον Όσιαν και για την έννοια της Volkspoesie (λαϊ­κή ποί­η­ση). Το 1772 ο Γκαί­τε φιλο­ξέ­νη­σε μια συγκέ­ντρω­ση στο σπί­τι των γονιών του προς τιμήν της πρώ­της γερ­μα­νι­κής «Ημέ­ρας του Σαίξ­πηρ». Η πρώ­τη του γνω­ρι­μία με τα έργα του περι­γρά­φε­ται ως προ­σω­πι­κή του αφύ­πνι­ση στο χώρο της λογοτεχνίας.

Σε ένα ταξί­δι στο χωριό Sessenheim το 1770, ο Goethe ερω­τεύ­τη­κε τη Friederike Brion, αλλά η προ­σπά­θεια έλη­ξε το 1771. Αρκε­τά από τα ποι­ή­μα­τα του Γκαί­τε, όπως τα “Willkommen und Abschied”, “Sesenheimer Lieder” και “Heidenröslein” (Καλώς ήρθες και αντίο, Τρα­γού­δια Sesenheim τρια­ντά­φυλ­λο στο Ρεί­κι) χρο­νο­λο­γού­νται σε αυτήν την περίοδο.

Ιταλία

Το ταξί­δι του Γκαί­τε στην ιτα­λι­κή χερ­σό­νη­σο και τη Σικε­λία από το 1786 έως το 1788 είχε μεγά­λη σημα­σία για την αισθη­τι­κή και φιλο­σο­φι­κή του εξέ­λι­ξη. Ο πατέ­ρας του είχε κάνει ένα παρό­μοιο ταξί­δι και το παρά­δειγ­μά του ήταν ένα σημα­ντι­κό κίνη­τρο για τον ίδιο. Το πιο σημα­ντι­κό, ωστό­σο, το έργο του Johann Joachim Winckelmann είχε προ­κα­λέ­σει ένα γενι­κό ανα­νε­ω­μέ­νο ενδια­φέ­ρον για την κλα­σι­κή τέχνη της αρχαί­ας Ελλά­δας και της Ρώμης. Έτσι, το ταξί­δι του είχε κάτι από τη φύση ενός προ­σκυ­νή­μα­τος σε αυτό όπου γνώ­ρι­σε και έγι­νε φίλος με τους καλ­λι­τέ­χνες Angelica Kauffman και Johann Heinrich Wilhelm Tischbein, καθώς και συνά­ντη­σε αξιό­λο­γους χαρα­κτή­ρες όπως η Lady Hamilton και ο Alessandro Cagliostro.

Ταξί­δε­ψε επί­σης στη Σικε­λία κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου, και έγρα­ψε ότι «Το να έχεις δει την Ιτα­λία χωρίς να έχεις δει τη Σικε­λία σημαί­νει ότι δεν έχεις δει καθό­λου την Ιτα­λία, για­τί η Σικε­λία είναι η ένδει­ξη για τα πάντα». Συνά­ντη­σε, για πρώ­τη φορά, γνή­σια ελλη­νι­κή (σε αντί­θε­ση με τη ρωμαϊ­κή) αρχι­τε­κτο­νι­κή και “τρό­μα­ξε” από τη σχε­τι­κή απλό­τη­τά της. Ο Winckelmann δεν είχε ανα­γνω­ρί­σει τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα των δύο στυλ.

Τα ημε­ρο­λό­για του Γκαί­τε αυτής της περιό­δου απο­τε­λούν τη βάση του (μη) μυθι­στο­ρή­μα­τος Ιτα­λι­κό Ταξί­δι, που καλύ­πτει μόνο τον πρώ­το χρό­νο της επί­σκε­ψης του Γκαί­τε. Το υπό­λοι­πο έτος είναι σε μεγά­λο βαθ­μό χωρίς έγγρα­φα, εκτός από το γεγο­νός ότι πέρα­σε μεγά­λο μέρος του στη Βενε­τία. Αυτό το “κενό” υπήρ­ξε πηγή πολ­λών εικασιών.

Στις δεκα­ε­τί­ες που ακο­λού­θη­σαν αμέ­σως τη δημο­σί­ευ­σή του το 1816, του “Ιτα­λι­κό Ταξί­δι” ενέ­πνευ­σε αμέ­τρη­τους Γερ­μα­νούς νέους να ακο­λου­θή­σουν το παρά­δειγ­μα του. Αυτό απει­κο­νί­ζε­ται, κάπως σατι­ρι­κά, στο Middlemarch του George Eliot.

Βαϊμάρη

Στα τέλη του 1792, ο Γκαί­τε συμ­με­τεί­χε στη μάχη του Βαλ­μί ενα­ντί­ον της επα­να­στα­τι­κής Γαλ­λί­ας, βοη­θώ­ντας τον δού­κα Καρλ Αύγου­στο της Σαξ-Βαϊ­μά­ρης-Αϊζε­νάχ κατά την απο­τυ­χη­μέ­νη εισβο­λή στη Γαλ­λία. Και πάλι κατά τη διάρ­κεια της Πολιορ­κί­ας του Μάιντς, βοή­θη­σε τον Karl August ως στρα­τιω­τι­κός παρα­τη­ρη­τής. Η γρα­πτή αφή­γη­ση αυτών των γεγο­νό­των βρί­σκε­ται στα Πλή­ρη Έργα του. Το 1794, ο Φρί­ντριχ Σίλερ έγρα­ψε στον Γκαί­τε προ­σφέ­ρο­ντας τη φιλία του. Είχαν προη­γου­μέ­νως μόνο μια αμοι­βαία επι­φυ­λα­κτι­κή σχέ­ση από τότε που γνω­ρί­στη­καν για πρώ­τη φορά το 1788. Αυτή η συλ­λο­γι­κή φιλία κρά­τη­σε μέχρι το θάνα­το του Σίλερ το 1805.

Το 1806, ο Γκαί­τε ζού­σε στη Βαϊ­μά­ρη με την ερω­μέ­νη του Christiane Vulpius, την αδελ­φή του Christian A. Vulpius, και τον γιο τους August (von Goethe). Στις 13 Οκτω­βρί­ου, ο στρα­τός του Ναπο­λέ­ο­ντα εισέ­βα­λε στην πόλη και οι Γάλ­λοι («φύλα­κες του κου­τα­λιού», οι λιγό­τε­ρο πει­θαρ­χη­μέ­νοι στρα­τιώ­τες), κατέ­λα­βαν το σπί­τι του: Οι “κου­τα­λο­φύ­λα­κες” είχαν διαρ­ρή­ξει, είχαν πιει κρα­σί, έκα­ναν μεγά­λο σάλο και φώνα­ξαν τον κύριο του σπι­τιού. Ο γραμ­μα­τέ­ας του Γκαί­τε, Ρίμερ, ανα­φέ­ρει: “Αν και ήταν ήδη ξεντυ­μέ­νος και φορού­σε μόνο το φαρ­δύ νυχτι­κό του… κατέ­βη­κε τις σκά­λες προς το μέρος τους και ρώτη­σε τι ήθε­λαν από αυτόν… Η αξιο­πρε­πής σιλου­έ­τα του, ο επι­βλη­τι­κός σεβα­σμός και η πνευ­μα­τι­κή του εικό­να φαι­νό­ταν να εντυ­πω­σιά­ζει ακό­μη και τους.” Αλλά δεν έμελ­λε να κρα­τή­σει πολύ. Αργά το βρά­δυ εισέ­βα­λαν στην κρε­βα­το­κά­μα­ρά του με τρα­βηγ­μέ­νες ξιφο­λόγ­χες. Ο Γκαί­τε απο­λι­θώ­θη­κε, η Christiane (Κρι­στιάν μετέ­πει­τα γυναί­κα του) πετά­χτη­κε τσί­τσι­δη με τα βυζιά της να χορο­πη­δά­νε και μάλι­στα μπλέ­χτη­κε μαζί τους, έσπευ­σαν και άλλοι άνθρω­ποι που είχαν βρει κατα­φύ­γιο στο σπί­τι του Γκαί­τε και έτσι οι επι­δρο­μείς τελι­κά απο­σύρ­θη­καν ξανά. Και μετά η δυνα­μι­κή Christiane διέ­τα­ξε και οργά­νω­σε την άμυ­να του σπι­τιού στο Frauenplan, με αδια­πέ­ρα­στα φράγ­μα­τα στην κου­ζί­νας και το κελά­ρι ενά­ντια στους άγριους στρα­τιώ­τες που δεν μπο­ρού­σαν πια να λεη­λα­τή­σουν. Ο Γκαί­τε σημεί­ω­σε στο ημε­ρο­λό­γιό του: «Φωτιές, βια­σμός, μια τρο­μα­κτι­κή νύχτα… Δια­τή­ρη­ση του σπι­τιού με στα­θε­ρό­τη­τα και τύχη. Η τύχη ήταν μαζί μου χάρη στη στα­θε­ρό­τη­τα που έδει­ξε η Christiane”.

Μέρες μετά, ο Γκαί­τε νομι­μο­ποί­η­σε τη 18χρονη σχέ­ση τους παντρεύ­ο­ντας την Christiane σε μια ήσυ­χη τελε­τή γάμου στο Jakobskirche της Βαϊ­μά­ρης. Η Christiane (von Goethe πλέ­ον) πέθα­νε 10 χρό­νια μετά το 1816.

Μετά το 1793, ο Γκαί­τε αφιέ­ρω­σε τις προ­σπά­θειές του κυρί­ως στη λογο­τε­χνία. Μέχρι το 1820, είχε φιλι­κούς όρους με τον Κάσπαρ Μαρία φον Στέρν­μπεργκ (θεο­λό­γος, ορυ­κτο­λό­γος, γεω­γνώ­στης, εντο­μο­λό­γος και βοτα­νο­λό­γος από τη Βοη­μία, γνω­στός ως ο “Πατέ­ρας της Παλαιοβοτανίας”).

Το 1821, έχο­ντας αναρ­ρώ­σει από μια σχε­δόν θανα­τη­φό­ρα καρ­δια­κή ασθέ­νεια, ο 72χρονος Γκαί­τε ερω­τεύ­τη­κε την Ulrike von Levetzow, 17 ετών τότε και μετά από μια ταρα­χώ­δη σχέ­ση, το 1823, ήθε­λε να την παντρευ­τεί, αλλά λόγω αντί­θε­σης της μητέ­ρας της, δεν έγι­νε  ποτέ πρό­τα­ση γάμου. Η τελευ­ταία τους συνά­ντη­ση στο Carlsbad το 1823 ενέ­πνευ­σε το ποί­η­μά του “η ελε­γεία της Marienbad” το οποίο θεω­ρού­σε ένα από τα καλύ­τε­ρα έργα του. Κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου ανέ­πτυ­ξε επί­σης έναν βαθύ συναι­σθη­μα­τι­κό και ερω­τι­κό δεσμό με την Πολω­νή πια­νί­στα Maria Szymanowska, 33 ετών τότε, που χώρι­σε από τον σύζυ­γό της.

Το 1821 ο φίλος του Γκαί­τε Καρλ Φρί­ντριχ Ζέλ­τερ του σύστη­σε τον 12χρονο τότε Φέλιξ Μέντελ­σον. Ο Γκαί­τε, τώρα στα εβδο­μή­ντα του, εντυ­πω­σιά­στη­κε πολύ από το παι­δί, γεγο­νός που οδή­γη­σε στην ίσως την πιο πρώ­ι­μη επι­βε­βαιω­μέ­νη σύγκρι­ση με τον Μότσαρτ στην ακό­λου­θη συνο­μι­λία μετα­ξύ του Γκαί­τε και του Ζέλτερ:

“Τα μου­σι­κά θαύ­μα­τα… μάλ­λον δεν είναι πια τόσο σπά­νια· αλλά αυτό που μπο­ρεί να κάνει αυτό το μικρό ανθρω­πά­κι για να εξορ­μή­σει και να παί­ξει εν όψει συνο­ρεύ­ει με το θαυ­μα­τουρ­γό, και δεν μπο­ρού­σα να το πιστέ­ψω δυνα­τό σε τόσο νωρίς”. “Και όμως ακού­σα­τε τον Μότσαρτ στον έβδο­μο χρό­νο του στη Φραν­κφούρ­τη;” είπε ο Ζέλ­τερ. “Ναι, απά­ντη­σε ο Γκαί­τε, … αλλά αυτό που ήδη κατα­φέρ­νει ο μαθη­τής σου, έχει την ίδια σχέ­ση με τον Μότσαρτ εκεί­νης της επο­χής που η καλ­λιερ­γη­μέ­νη ομι­λία ενός μεγά­λου φέρ­νει στην παρ­ρη­σία ενός παιδιού”.

Ο Μέντελ­σον προ­σκλή­θη­κε να συνα­ντή­σει τον Γκαί­τε σε αρκε­τές μετα­γε­νέ­στε­ρες περι­πτώ­σεις, και να μελο­ποι­ή­σει μια σει­ρά από ποι­ή­μα­τα του. Άλλες συν­θέ­σεις του εμπνευ­σμέ­νες από τον Γκαί­τε περι­λαμ­βά­νουν την ουβερ­τού­ρα Calm Sea and Prosperous Voyage (Op. 27, 1828) και την καντά­τα Die erste Walpurgisnacht (Η Πρώ­τη Βαλ­πουρ­γι­κή Νύχτα, Op. 60, 1832).[39]

Θάνα­τος: Το 1832, ο Γκαί­τε πέθα­νε στη Βαϊ­μά­ρη από προ­φα­νή καρ­δια­κή ανε­πάρ­κεια. Τα τελευ­ταία του λόγια, σύμ­φω­να με τον για­τρό του Carl Vogel ήταν, Mehr Licht! (Περισ­σό­τε­ρο φως!) _ Είναι θαμ­μέ­νος στο Ducal Vault στο Ιστο­ρι­κό Νεκρο­τα­φείο της Βαϊμάρης.

Ο Eckermann κλεί­νει το διά­ση­μο έργο του, “συζη­τή­σεις με τον Goethe”, με αυτό το απόσπασμα:
Το πρωί μετά το θάνα­το του Γκαί­τε, με κατέ­λα­βε μια βαθιά επι­θυ­μία να κοι­τά­ξω ξανά το γήι­νο ένδυ­μά του. Ο πιστός  υπη­ρέ­της του, Frederick, μου άνοι­ξε την κάμα­ρα στην οποία ήταν ξαπλω­μέ­νος  σαν να κοι­μό­ταν _βαθιά γαλή­νη και ασφά­λεια βασί­λευαν στα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του θαυ­μά­σιου ευγε­νούς του προ­σώ­που. Το δυνα­τό μέτω­πο έμοια­ζε να κρύ­βει ακό­μα σκέ­ψεις. Πιθύ­μη­σα  μια τού­φα από τα μαλ­λιά του, αλλά η ευλά­βεια με εμπό­δι­σε να το κόψω. Το σώμα βρι­σκό­ταν γυμνό, μόνο τυλιγ­μέ­νο σε ένα λευ­κό σεντό­νι. μεγά­λα κομ­μά­τια πάγου είχαν τοπο­θε­τη­θεί κοντά του, για να δια­τη­ρη­θεί όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρο ζωντα­νό. Ο Φρει­δε­ρί­κος τρά­βη­ξε στην άκρη το σεντό­νι και έμει­να έκπλη­κτος με τη θεϊ­κή μεγα­λο­πρέ­πεια των άκρων. Το στή­θος ήταν δυνα­τό, φαρ­δύ και τοξω­τό. Τα μπρά­τσα και οι μηροί ήταν κομ­ψά και με το πιο τέλειο σχή­μα, που­θε­νά, σε ολό­κλη­ρο το σώμα, δεν υπήρ­χε ίχνος λίπους ή αδυ­να­τί­σμα­τος και φθο­ράς. Ένας τέλειος άντρας βρι­σκό­ταν μπρο­στά μου με υπέ­ρο­χη ομορ­φιά και η αρπα­γή που μου προ­κά­λε­σε το θέα­μα με έκα­νε να ξεχά­σω για μια στιγ­μή ότι το αθά­να­το πνεύ­μα είχε αφή­σει μια τέτοια κατοι­κία. Έβα­λα το χέρι μου στην καρ­διά του –επι­κρά­τη­σε μια βαθιά σιω­πή– και γύρι­σα μακριά για να διο­χε­τεύ­σω ελεύ­θε­ρα τα κατα­πιε­σμέ­να μου δάκρυα.

Η πρώ­τη παρα­γω­γή της όπε­ρας Lohengrin του Richard Wagner πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στη Βαϊ­μά­ρη το 1850. Μαέ­στρος ήταν ο Franz Liszt, ο οποί­ος επέ­λε­ξε την ημε­ρο­μη­νία 28 Αυγού­στου προς τιμήν του Goethe, ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε στις 28 Αυγού­στου 1749.

Ο Γκαί­τε είχε πέντε παι­διά με την Christiane Vulpius. Μόνο ο μεγα­λύ­τε­ρος γιος τους, ο August, επέ­ζη­σε μέχρι την ενη­λι­κί­ω­ση. Ένα παι­δί γεν­νή­θη­κε νεκρό, ενώ τα άλλα πέθα­ναν νωρίς. Μέσω του γιου του August και της νύφης του Ottilie, ο Johann απέ­κτη­σε τρία εγγό­νια. Η ταφό­πλα­κα του Walther ανα­φέ­ρει: “Μαζί του τελειώ­νει η δυνα­στεία του Γκαί­τε, το όνο­μα θα κρα­τή­σει για πάντα”, σημα­το­δο­τώ­ντας το τέλος της προ­σω­πι­κής γραμ­μής αίμα­τος του Γκαίτε.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο