Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ ΤΟΥ ΑΜΠΙΜΑΕΛ ΓΚΟΥΣΜΑΝ — Σχετικά με ένα βιβλίο για το «Φωτεινό Μονοπάτι»

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Με αφορ­μή το θάνα­το του ηγέ­τη της σύμ­φω­να με κάποιους επα­να­στα­τι­κής και σύμ­φω­να με άλλους τρο­μο­κρα­τι­κής περου­βια­νής οργά­νω­σης «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν, καλό είναι να ρίξου­με μια ματιά ξανά στο βιβλίο του Περου­βια­νού συγ­γρα­φέα Σαντιά­γκο Ρον­κα­λό­λιο και το βιβλίο του Η τέταρ­τη ρομ­φαία (εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της»), όπου πραγ­μα­τεύ­ε­ται την πορεία ζωής και τη δρά­ση του Γκου­σμάν και του «Φωτει­νού Μονοπατιού».

Ο Περου­βια­νός αυτός συγ­γρα­φέ­ας  έχει αισθαν­θεί στο πετσί του τη «δημο­κρα­τι­κή» λογο­κρι­σία μιας χώρας σαν την Ισπα­νία, όταν μετά από έξι μήνες έρευ­να σχε­τι­κά με το ΚΚ Περού-Φωτει­νό Μονο­πά­τι και ιδιαί­τε­ρα σχε­τι­κά με την ηγε­τι­κή του ομά­δα και δη τον ιδρυ­τή του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν για την ισπα­νι­κή εφη­με­ρί­δα Ελ Παϊς, το ρεπορ­τάζ του θα δημο­σιευό­ταν μετά από μεγά­λη καθυ­στέ­ρη­ση σε συνέ­χειες. Ο Ρον­κα­λιό­λο νόμι­ζε πως επι­τέ­λους είχαν λυθεί όλα τα προ­βλή­μα­τά του και ότι είχε τελειώ­σει το βιβλίο του. Ακού­με τον ίδιο στη σελί­δα 200: «Αλλά η ψευ­δαί­σθη­ση κρά­τη­σε μόνο είκο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν γίνει τρό­μος. Πράγ­μα­τι, η ιστο­ρία ήταν εκεί, στη σελί­δα 15. Αλλά αντί για τον τίτλο που είχα επι­λέ­ξει εγώ, είχε έναν πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κό, πιο ελκυ­στι­κό για τους ανα­γνώ­στες: “Ο πιο επι­κίν­δυ­νος τρε­λός της Αμε­ρι­κής» για να σχο­λιά­σει στη συνέ­χεια  «Ένα ολό­κλη­ρο εξά­μη­νο έρευ­νας πήγε στα σκου­πί­δια» . Ο δικη­γό­ρος του Γκου­σμάν του έστει­λε ένα οργι­σμέ­νο μέιλ και παρ’ όλες τις προ­σπά­θειες του Ρον­κα­λιό­λο να του εξη­γή­σει ότι δεν είχε επι­λέ­ξει ο ίδιος τον τίτλο και ότι για να δου­λέ­ψει κανείς σε εφη­με­ρί­δα πρέ­πει να απο­δε­χτεί τους κανό­νες (!) της, ο δικη­γό­ρος δεν τον πίστε­ψε… Όμως, δεν κάνει πίσω το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου της ελλη­νι­κής έκδο­σης μιλώ­ντας για το «τρο­μο­κρα­τι­κό κίνη­μα Φωτει­νό Μονο­πά­τι», «την πιο θανα­τη­φό­ρα αντάρ­τι­κη οργά­νω­ση στην ιστο­ρία της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου» και τον πόλε­μο ανά­με­σα σε αυτό και το κρά­τος του Περού τις δεκα­ε­τί­ες του 80 και 90 του περα­σμέ­νου αιώ­να. Ο Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν, σύμ­φω­να με το οπι­σθό­φυλ­λο «καθο­δή­γη­σε όλη αυτή τη βία» θεω­ρώ­ντας τον εαυ­τό του «τέταρ­τη ρομ­φαία του διε­θνούς κομ­μου­νι­σμού μετά τον Λένιν, τον Στά­λιν και τον Μάο» χωρίς ο ίδιος να φέρει όπλα. Ούτε υπο­στή­ρι­ξη από ξένες κυβερ­νή­σεις δεν πήρε ποτέ ο Γκου­σμάν, ούτε πήγε στο πεδίο της μάχης, αλλά «για δώδε­κα όμως ολό­κλη­ρα χρό­νια, πίσω από ένα γρα­φείο, οπλι­σμέ­νος με μια άκαμ­πτη ιδε­ο­λο­γία, προ­σπα­θού­σε να ελέγ­ξει μια ολό­κλη­ρη χώρα» κατα­λή­γο­ντας το κεί­με­νο ότι «η ιστο­ρία του απο­τε­λεί ένα ανα­τρι­χια­στι­κό παρά­δειγ­μα της κατα­στρο­φι­κής δύνα­μης των ιδε­ών». Των ιδε­ών γενι­κά και αόρι­στα. Κρί­νει το κεί­με­νο ότι το βιβλίο απο­τε­λεί «εμβά­πτι­ση στο μυα­λό ενός σφα­γέα, ένα πορ­τρέ­το του Κακού». Το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου συν­δυά­ζε­ται με την εικό­να που επι­λέ­χθη­κε στο μπρο­στι­νό εξώ­φυλ­λο που δεί­χνει έναν Γκου­σμάν με μαύ­ρα γυα­λιά, ριγέ (των φυλα­κών) μπλού­ζα και σηκω­μέ­νη τη γρο­θιά υπο­βάλ­λο­ντας την ιδέα της φυλα­κι­σμέ­νης πια τρο­μο­κρα­τι­κής αγριά­δας τη στιγ­μή που στο βιβλίο βγαί­νει μια αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κή εικό­να.  Διό­τι ο ανα­γνώ­στης που θα επι­χει­ρή­σει να δια­βά­σει αυτό το σύμ­φω­να με το οπι­σθό­φυλ­λο «συντα­ρα­κτι­κό μυθι­στό­ρη­μα-δημο­σιο­γρα­φι­κό ντο­κου­μέ­ντο» θα σχη­μα­τί­σει μια αρκε­τά δια­φο­ρε­τι­κή εικό­να. Παρ’ όλο που ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κρα­τά­ει ίσες απο­στά­σεις αφή­νο­ντας τους μάρ­τυ­ρες από τους οποί­ους πήρε τις συνε­ντεύ­ξεις  να μιλά­νε προ­σθέ­το­ντας ελά­χι­στα σχό­λια δικά του σε μια προ­σπά­θεια να μην πάρει θέση, αδι­κεί­ται από το κεί­με­νο του οπι­σθό­φυλ­λου της ελλη­νι­κής έκδο­σης. Ο Γκου­σμάν δεν βγαί­νει από τα ντο­κου­μέ­ντα ούτε «σφα­γέ­ας» ούτε «ο πιο επι­κίν­δυ­νος τρε­λός της Αμερικής».

H αμηχανία ενός δημοσιογράφου

Ο συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει μια κατα­νό­η­ση γνω­ρί­ζο­ντας πολύ καλά την απελ­πι­στι­κή κατά­στα­ση των περισ­σό­τε­ρων Περου­βια­νών, στην ύπαι­θρο, αλλά και στην πόλη. Ο ίδιος γόνος μεσαί­ου στρώ­μα­τος δεν κατα­κρί­νει, αλλά παρα­κο­λου­θεί με λύπη τις κατα­στρο­φές στη χώρα του. Σε πολ­λά σημεία του βιβλί­ου δεί­χνει ακό­μα ότι τα έχει χαμέ­να, αλλά και δια­κρί­νου­με ίχνη θαυ­μα­σμού ανα­κα­τε­μέ­να με απο­ρία για τα μέλη του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» στη διάρ­κεια των συνε­ντεύ­ξε­ων στις φυλα­κές. Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον του προ­κά­λε­σαν οι γυναί­κες-ηγέ­τι­δες. Κανείς δεν αμφι­βάλ­λει ότι στο Περού τα πράγ­μα­τα είχαν ξεφύ­γει σε αυτό τον ιδιό­μορ­φο εμφύ­λιο της δεκα­ε­τί­ας του 80 με τους σχε­δόν συνο­λι­κά 70.000 νεκρούς. Μακριά μας να δικαιο­λο­γού­με τις σφα­γές, αλλά πόσες έγι­ναν από την αστυ­νο­μία, το στρα­τό, το επί­ση­μο κρά­τος δηλα­δή, κάτι το οποίο έκα­νε να ξεφεύ­γουν από κάθε έλεγ­χο τα αντί­ποι­να; Είπα­με, ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κατα­λά­βει και εδώ κι εκεί εκφρά­ζει κάποιες δικές του φιλο­σο­φί­ες γύρω από «τον» άνθρω­πο και την κοι­νω­νία που δεν απο­τε­λούν με κανέ­ναν τρό­πο απά­ντη­ση, πόσο μάλ­λον ανά­λυ­ση. Συχνά τον προ­σγειώ­νουν οι συνε­ντεύ­ξεις με παρά­γο­ντες της αστυ­νο­μί­ας, του στρα­τού, του δικα­στι­κού σώμα­τος, αλλά και του ίδιου του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» και ενδε­χο­μέ­νως συγ­γε­νείς των μελών του. Για παρά­δειγ­μα, ανα­φέ­ρε­ται μια συζή­τη­ση με τον αδερ­φό του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν που δεν τόλ­μη­σε έως τότε να επι­σκε­φτεί τον αδερ­φό του στη φυλα­κή, αλλά ομο­λό­γη­σε ότι θα τολ­μού­σε πια μην κρύ­βο­ντας το θαυ­μα­σμό για τον αδερ­φό του:

«Ο Αμπι­μα­έλ άφη­σε τη δυνα­τό­τη­τα μιας άνε­της ζωής, μιας αξιο­σέ­βα­στης θέσης στο πανε­πι­στή­μιο για να ηγη­θεί ενός έπους».

«Και συμ­φω­νεί­τε με τον αδερ­φό σας;» ρώτη­σα. «Θέλω να πω… στα πάντα;»

Απά­ντη­ση: «Έχε­τε δει πώς ζουν οι χωρι­κοί;» είπε ήρε­μα, με επαρ­χια­κή βρα­δύ­τη­τα. «Χωρίς νερό, χωρίς ηλε­κτρι­κό, χωρίς σχο­λεία, χωρίς νοσο­κο­μεία. Δεν συμ­φω­νεί­τε ότι πρέ­πει να υπάρ­ξει κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη σε αυτή τη χώρα;»

«Δεν συμ­φω­νώ με τη χωρίς δια­κρί­σεις χρή­ση βίας για την επί­τευ­ξή της»

Απά­ντη­ση:  «Αχ, δεν συμ­φω­νεί­τε με τα μέσα. Και τι προ­τεί­νε­τε στους αγρό­τες; Να τη ζητή­σουν ευγενικά;»

«Αν η επα­νά­στα­ση βελ­τί­ω­νε πραγ­μα­τι­κά τη ζωή των αγρο­τών, θα το κατα­λά­βαι­να. Αλλά αν δού­με την ιστο­ρία της, τα κομ­μου­νι­στι­κά καθε­στώ­τα σε όλο τον κόσμο απέ­τυ­χαν. Σκε­φτεί­τε τη Ρωσία ή τη Βόρεια Κορέα».

Απά­ντη­ση: «Νεα­ρέ μου, εγώ δεν έχω πάει στη Ρωσία ή στη Βόρεια Κορέα. Αλλά εδώ το μόνο πράγ­μα που έχει απο­τύ­χει  είναι αυτό που εσείς ονο­μά­ζε­τε  δημο­κρα­τία. Για να μην το βλέ­πει κανείς, θα πρέ­πει να είναι φανα­τι­σμέ­νος» (σελ. 40)

Η βία έχει ασκη­θεί για αιώ­νες από τα πάνω και αν υπάρ­ξει σαν αντί­δρα­ση πια η βία από τα κάτω, αυτό σημαί­νει ότι κάθε άλλη μέθο­δος για από­κτη­ση δικαιο­σύ­νης έχει ναυα­γή­σει. Η ρήση ότι η βία είναι κατα­δι­κα­στέα απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται, είναι υπο­κρι­σία βλέ­πο­ντας την ιστο­ρία και των Ευρω­παϊ­κών χωρών με τις πολ­λές αιμα­τη­ρές αστι­κές επα­να­στά­σεις και την κατα­κτη­τι­κή και συχνά ληστρι­κή και φονι­κή επέ­κτα­ση σε όλη τη γη σε βάρος των ντό­πιων πλη­θυ­σμών. Ο Ρον­κα­λιό­λο φεύ­γει από την συζή­τη­ση με τον αδερ­φό του Γκου­σμάν «απο­γοη­τευ­μέ­νος», διό­τι «αντί για ένα αρπα­κτι­κό, έχω βρει μόνο έναν επαρ­χιώ­τη και καθό­λου απει­λη­τι­κό μικρο­α­στό, με ευγε­νείς προθέσεις». 

Ο Ρον­κα­λιό­λο οχυ­ρώ­νε­ται στα ντο­κου­μέ­ντα και στις ιστο­ρί­ες των μαρ­τύ­ρων από τις αντί­θε­τες πλευ­ρές τονί­ζο­ντας το «μη μυθο­πλα­στι­κό μέρος της ιστο­ρί­ας που πρό­κει­ται να αφη­γη­θεί» αντι­πα­ρα­βάλ­λο­ντάς τα με ένα προ­φίλ του Γκου­σμάν στο περιο­δι­κό «Granta» το 1988. Αργό­τε­ρα είχε πρό­σβα­ση σε μια συνο­πτι­κή βιο­γρα­φία του αρχη­γού του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» γραμ­μέ­νη από το Πολε­μι­κό Ναυ­τι­κό του Περού. Μαθαί­νει ο ανα­γνώ­στης την ιστο­ρία ζωής του Γκου­σμάν από την παι­δι­κή ηλι­κία. Κι εδώ ο δημο­σιο­γρά­φος αφή­νει τα ντο­κου­μέ­ντα και τους μάρ­τυ­ρες να μιλούν, αν και υπάρ­χει μια ασθε­νής προ­σπά­θεια παρα­πο­μπής της ευθύ­νης στην παι­δι­κή ηλι­κία που ο δημο­σιο­γρά­φος Ρον­κα­λιό­λο αφή­νει, ωστό­σο, ανοιχτή.

Ιδεολογία και αγώνας

Πνευ­μα­τι­κός και ιδε­ο­λο­γι­κός ταγός του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» ήταν ο Περου­βια­νός φιλό­σο­φος-αγω­νι­στής Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι (1894–1930), σύμ­φω­να με κάποιους ο «πατέ­ρας του μαρ­ξι­σμού στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή». Το «Φωτει­νό Μονο­πά­τι» είναι το μονο­πά­τι του Μαριά­τε­γκι. Σύμ­φω­να με τον τελευ­ταίο η επα­νά­στα­ση στο Περού δεν θα ήταν εργα­τι­κή, αλλά αγρο­τι­κή, επει­δή το Περού δεν είχε βιο­μη­χα­νία. Άρα ούτε βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Οι κατα­πιε­σμέ­νοι ζού­σαν κυρί­ως στην ύπαι­θρο. Ιδού και η προ­σκόλ­λη­ση στη διδα­σκα­λία του Μάο-τσε-Τουνγκ. Ωστό­σο, ο Μαριά­τε­γκι που ο ίδιος ήταν αυτο­δί­δα­κτος, ήθε­λε να εδραιω­θεί η επα­νά­στα­ση στο πανε­πι­στή­μιο ώστε να γίνει το πανε­πι­στή­μιο εργα­λείο της ταξι­κής πάλης. Ο ιστο­ρι­κός Φερ­νά­ντο Ιουα­σά­κι θα πει σχε­τι­κά με αυτό: «Ο Μαριά­τε­γκι αντι­λαμ­βα­νό­ταν το πανε­πι­στή­μιο σαν φάμπρι­κα και τους φοι­τη­τές σαν εργά­τες. Ο στό­χος των ακα­δη­μαϊ­κών αμφι­θε­ά­τρων ήταν να συνερ­γα­στούν με τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα, απο­κτώ­ντας αγω­νι­στι­κές εμπει­ρί­ες ενά­ντια στις συντη­ρη­τι­κές δυνά­μεις και ασκώ­ντας αυτο­κρι­τι­κή ώστε να παρα­μεί­νουν στην πρω­το­πο­ρία της ιδε­ο­λο­γι­κής καθο­δή­γη­σης» (στο βιβλίο, σελ. 45).

Ο Γκου­σμάν τοπο­θε­τή­θη­κε μέσα σε αυτά τα πλαί­σια «αρι­στε­ρό­τε­ρος της Αρι­στε­ράς» εκφρα­ζό­με­νος απα­ξιω­τι­κά για την Κού­βα ως «προηγ­μέ­νο αστι­κό κρά­τος» και για τον Τσε Γκε­βά­ρα, παρα­κα­λώ, ως «γελοίο ανθρω­πά­κι». Το κεφά­λαιο με τίτλο Το Φωτει­νό Μονο­πά­τι του Μαριά­τε­γκι ο Ρον­κα­λιό­λο το ξεκι­νά­ει ως εξής: «Τώρα ας μιλή­σου­με για ιδε­ο­λο­γία» (σελ. 56). Φαί­νε­ται ότι τη δεκα­ε­τία του 90 του περα­σμέ­νου αιώ­να στο Περού δεν χρη­σι­μο­ποιού­σαν πια τη λέξη «ιδε­ο­λο­γία». Και, θα προ­σθέ­τα­με,  η έννοια αυτή ήταν κατά κάποιο τρό­πο υπό διωγ­μό μέσα στη θύελ­λα της «από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης» που ακο­λού­θη­σε τις ανα­τρο­πές του 1989–9. Δεν υπήρ­χε, βέβαια, παντού δικτα­το­ρία, όπως στο Περού με το καθε­στώς του Φου­χι­μό­ρι της τελευ­ταί­ας δεκα­ε­τί­ας του περα­σμέ­νου αιώ­να, όταν είχαν γίνει οι ανα­τρο­πές της για 40 δεκα­ε­τί­ες παγιω­μέ­νης κατά­στα­σης στον κόσμο. Σε άλλες χώρες η κατα­δί­ω­ξη της κάθε έννοιας της ιδε­ο­λο­γί­ας γινό­ταν με πιο πονη­ρό τρό­πο. Δεν απα­γο­ρεύ­τη­κε, αλλά την έκα­ναν να πέφτει σε δυσμέ­νεια μέσα από έναν θεω­ρη­τι­κό ιδε­ο­λο­γι­κό πόλε­μο και μιας γερής στρέ­βλω­σης μαρ­ξι­στι­κών θεω­ρη­τι­κών βάσε­ων προ­βάλ­λο­ντας ακό­μα και το «τέλος της ιστο­ρί­ας». Στις σελί­δες που ακο­λου­θούν, η κου­βέ­ντα με κάποιο πρώ­ην στέ­λε­χος του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» περι­στρέ­φε­ται γύρω από την κίνη­ση των ιδε­ών και την πολι­τι­κή ζωή σε διε­θνές επί­πε­δο στις δεκα­ε­τί­ες που προη­γή­θη­καν και την αντι­πα­ρά­θε­σή του με τον Αμπι­μα­έλ σε φοι­τη­τι­κό συνέ­δριο στα τέλη του 1963. Ξέρου­με ότι τη δεκα­ε­τία του 60 ήταν ιδιαί­τε­ρα παρα­γω­γι­κή σε εξε­γέρ­σεις και απο­δε­σμεύ­σεις (ή του­λά­χι­στον προ­σπά­θειες απο­δέ­σμευ­σης) πρώ­ην αποι­κιο­κρα­τού­με­νων χωρών σ’ όλο τον κόσμο από την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επιρ­ροή. Ήταν και χρό­νια που ετοι­μα­ζό­ταν να γεν­νη­θεί το κίνη­μα που θα εξε­λισ­σό­ταν σε «Φωτει­νό Μονο­πά­τι». Η εκτί­μη­ση που επι­κρά­τη­σε τότε ήταν ότι η τακτι­κή του Τσε Γκε­βά­ρα δεν ήταν κατάλ­λη­λη για το Περού.

Μια μεθοδολογική παραχώρηση

Ο συγ­γρα­φέ­ας του Η τέταρ­τη ρομ­φαία αφη­γεί­ται την ιστο­ρία της σύλ­λη­ψης και της φυλά­κι­σης του Γκου­σμάν με νότες θρί­λερ. Δεν κρύ­βει –έστω σε λίγες φρά­σεις – την ενερ­γή βοή­θεια της CIA: «Οι Αμε­ρι­κά­νοι συνερ­γά­στη­καν (για την αντι­με­τώ­πι­ση του αντάρ­τι­κου) μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή με εξο­πλι­σμό υψη­λής τεχνο­λο­γί­ας. Μέχρι που εντο­πί­στη­κε ο Γκου­σμάν. Μια μέρα πριν από τη σύλ­λη­ψη απο­σύρ­θη­καν σιω­πη­λά από το πεδίο» (σελ. 148/149). Προς το τέλος  ο Ρον­κα­λιό­λο ανα­ρω­τιέ­ται αν μπο­ρεί να τα γρά­ψει όλα αυτά χωρίς να πάρει θέση και αν υπάρ­χει αλή­θεια ανε­ξάρ­τη­τη από τον αφη­γη­τή! Στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο με τίτλο Κώδι­κας Μηδέν θα πει ότι μεθο­δο­λο­γι­κά πιστεύ­ει όλες τις πλευ­ρές και ότι παίρ­νεις θέση ανά­λο­γα με το λεξι­λό­γιο που χρη­σι­μο­ποιείς: «Δεν υπάρ­χει μια ουδέ­τε­ρη γλώσ­σα, απο­στει­ρω­μέ­νη, η οποία να στε­ρεί­ται θέσεις. Δεν υπάρ­χει ένας κώδι­κας μηδέν, χωρίς άπο­ψη, χωρίς προ­σω­πι­κές απο­χρώ­σεις» (σελ. 191). Σε άλλα σημεία ο λόγος του αντι­φά­σκει με αυτά και επι­δί­δε­ται σε διά­φο­ρα ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά «φάλ­τσα». Κατα­λα­βαί­νει περισ­σό­τε­ρα απ’ ό, τι θέλει να μας δεί­ξει ο δημο­σιο­γρά­φος και ήθε­λε να κρα­τή­σει το βιβλίο στα όρια του επι­τρε­πτού της συγκα­λυμ­μέ­νης λογο­κρι­σί­ας των «δημο­κρα­τι­κών» χωρών; Για να δια­βά­ζε­ται και να μην ρίχνε­ται στη λήθη; Πάντως, όπως και να έχει το πράγ­μα, καλά έκα­νε και έπια­σε ένα τόσο ευαί­σθη­το και καυ­τό θέμα της περου­βια­νής ιστο­ρί­ας εφι­στώ­ντας την προ­σο­χή του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού σε πλευ­ρές που αλλιώς θα θάβο­νταν. «Εκτι­μά ότι, για πρώ­τη φορά, ένας συγ­γρα­φέ­ας μιλά για μας χωρίς να μας βρί­ζει. Ωστό­σο, πιστεύ­ει ότι είναι πολύ ουδέ­τε­ρο. Στο θέμα αυτό πρέ­πει κανείς να τοπο­θε­τη­θεί, πρέ­πει να πάρει θέση» θα πει η συντρό­φισ­σα του Γκου­σμάν, η Ελέ­να Ιπα­ρα­γί­ρε, όταν ο Ρον­κα­λιό­λο τη ρώτη­σε για τη γνώ­μη του Γκου­σμάν σχε­τι­κά με το βιβλίο του Κόκ­κι­νος Απρί­λης (σελ. 205).

 Ο γυναικείος παράγοντας

 Η συζή­τη­ση αυτή περι­λαμ­βά­νε­ται στον Επί­λο­γο του Η τέταρ­τη ρομ­φαία με τίτλο Η βασί­λισ­σα των μελισ­σών, στον οποίο ο δημο­σιο­γρά­φος συνα­ντιέ­ται με φυλα­κι­σμέ­νες γυναί­κες μέλη του «Φωτει­νού Μονο­πα­τιού» και δη με τις τρεις ηγε­τι­κές μορ­φές. Ένα εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρον θέμα, για­τί θα μπο­ρού­σε να ανα­πτυ­χθεί σαν θέμα χωρι­στό γύρω από το ερώ­τη­μα «για­τί παγκο­σμί­ως, στα αντάρ­τι­κα κινή­μα­τα το ποσο­στό των γυναι­κών είναι πάντα τόσο ανε­βα­σμέ­νο  λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την πλή­ρη αντί­θε­ση της συμ­με­το­χής αυτής με το παρα­δο­σια­κό ρόλο των γυναι­κών, ιδιαί­τε­ρα σε καθυ­στε­ρη­μέ­νες κοι­νω­νί­ες; Μήπως έτσι μπο­ρεί να εξη­γη­θεί η από­λυ­τη αφο­σί­ω­σή τους – ο ιδιαί­τε­ρος φανα­τι­σμός, σύμ­φω­να με πιο συντη­ρη­τι­κές από­ψεις – που φτά­νει στο να εγκα­τα­λεί­πουν ακό­μα και τις οικο­γέ­νειές τους, κάτι που «συγ­χω­ρεί­ται» ευκο­λό­τε­ρα στους άντρες αντάρ­τες παρά στις γυναί­κες, του­λά­χι­στον στην ύστε­ρη κατε­στη­μέ­νη ιστο­ριο­γρα­φία. Και σε αυτό το σημείο ο Ρον­κα­λιό­λο μένει αμή­χα­νος. Ψάχνει την απά­ντη­ση στον «τύπο» του ανθρώ­πι­νου χαρα­κτή­ρα.  Ούτε ο παραλ­λη­λι­σμός με θρη­σκευ­τι­κούς λει­τουρ­γούς δεν στέ­κει, αν και πολυ­δο­κι­μα­σμέ­νος από κατα­σκευα­στές της κοι­νής γνώ­μης δια­φό­ρων πολι­τι­κών απο­χρώ­σε­ων. Δεν ξεφεύ­γει από τον γνω­στό αυτό παραλ­λη­λι­σμό ούτε ο Σαντιά­γκο Ρον­κα­λιό­λο, στο Η τέταρ­τη ρομ­φαία: «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ορι­σμέ­να μέλη του Μονο­πα­τιού όπως η Νέλι Έβανς είχαν φορέ­σει ράσα πριν πάρουν τα όπλα. Δεν είναι τυχαίο. Καθώς συζη­τού­σα μαζί τους, μου έδω­σαν την ίδια αίσθη­ση που μου δίνουν συχνά οι φίλοι μου οι ιερείς: ανθρώ­πων που έχουν ανά­γκη από μια υπερ­βα­τι­κή λογι­κή στη ζωή τους. Είναι άνθρω­ποι που αγκα­λιά­ζουν έναν λόγο για τον οποίο ζουν και πεθαί­νουν, και ως εκ τού­του, ένα πρό­τυ­πο δρά­σης σαφές, άκαμ­πτο, χωρίς αμφι­βο­λί­ες, ρωγ­μές ή απο­χρώ­σεις. Με λίγα λόγια, μια αλή­θεια» (σελ. 202/203).

Όχι Σαντιά­γκο, δεν μπαί­νουν οι επα­να­στά­τες στον αγώ­να με κίν­δυ­νο για τη ζωή τους απλώς από ανά­γκη μιας κάποιας αλή­θειας. Παρά­θε­σες τα λόγια του αδερ­φού του Γκου­σμάν και κατα­λά­βα­με, παρ’ όλο το κάπως χαο­τι­κό ύφος του βιβλί­ου, μια συνέ­πεια του οποί­ου είναι ότι ο ανα­γνώ­στης θα κατα­λά­βει το βιβλίο ανά­λο­γα με την ιδε­ο­λο­γι­κή και μορ­φω­τι­κή συγκρό­τη­σή του. Δηλα­δή, το μήνυ­μα που ενδε­χο­μέ­νως βγαί­νει, είναι ότι ο καθέ­νας έχει την αλή­θειά του κι αυτό, όμως, αντι­κρού­ε­ται από την ίδια την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την επι­στη­μο­νι­κά αντι­κει­με­νι­κή ανα­ζή­τη­σή της!

Το βιβλίο περι­λαμ­βά­νει χάρ­τη του Περού με τα κύρια θέα­τρα επι­χει­ρή­σε­ων του Φωτει­νού Μονο­πα­τιού μέχρι το 1988 και μετά το 1988, χρο­νο­λό­γιο από το 1934 (ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης του Αμπι­μα­έλ Γκου­σμάν) μέχρι το 2006 με πολι­τι­κά και ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Επί­σης υπάρ­χει φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό και μια βιβλιο­γρα­φία με τις πηγές που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο συγγραφέας.

«Ο Μεγά­λος Ζωο­λο­γι­κός Κήπος» του Νικο­λάς Γκι­γιέν, από­δο­ση Γιάν­νη Ρίτσου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο