Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Isabel Allende: «Το νησί κάτω απ’ τη θάλασσα»

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Isabel Allende: Το νησί κάτω απ’ τη θάλασσα
Μετά­φρα­ση του Λεω­νί­δα Καρατζά
Εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα»

Η Αϊτή, πρώ­ην αποι­κία της Γαλ­λί­ας, γνώ­ρι­σε δύο μεγά­λες εξε­γέρ­σεις των μαύ­ρων σκλά­βων που η δεύ­τε­ρη (1791) συνέ­τρι­ψε το στρα­τό του Ναπο­λέ­ο­ντα και οδή­γη­σε στην πρώ­τη Δημο­κρα­τία των μαύ­ρων στο δυτι­κό τμή­μα του νησιού Εσπα­νιό­λα στην Καραϊ­βι­κή δίνο­ντάς του τ’ όνο­μα Αϊτή (1803). Όλη η περιο­χή, στην οποία εναλ­λάσ­σο­νταν στην εξου­σία σε μια συνε­χή σύγκρου­ση μετα­ξύ τους, κατα­κτη­τές Γάλ­λοι, Άγγλοι, Ισπα­νοί και Ολλαν­δοί, γνώ­ρι­σε σχε­δόν σε όλη τη διάρ­κεια του 18ου αιώ­να αρκε­τές μεγά­λες εξε­γέρ­σεις μαύ­ρων σκλά­βων που, ωστό­σο, δεν οδή­γη­σαν σε ανε­ξάρ­τη­τες Δημο­κρα­τί­ες, όπως στην Αϊτή.

Η εξέ­γερ­ση στο Άγιο Ντο­μί­νι­κο του 1791

Η εξέ­γερ­ση των σκλά­βων στην τότε γαλ­λι­κή αποι­κία Άγιο Ντο­μί­νι­κο επη­ρέ­α­σε τη διε­θνή κοι­νή γνώ­μη αρκε­τά ενι­σχύ­ο­ντας το κίνη­μα υπέρ της κατάρ­γη­σης της δου­λεί­ας. Είχε προη­γη­θεί μια εξέ­γερ­ση των χιλιά­δων απε­λεύ­θε­ρων έγχρω­μων ενά­ντια στην κατα­πί­ε­ση και τη διά­κρι­ση εκ μέρους των λευ­κών αποι­κι­στών. Ο επί­ση­μα «απε­λεύ­θε­ρος»  αυτός έγχρω­μος πλη­θυ­σμός δεν είχε καθό­λου δικαιώ­μα­τα και επι­πλέ­ον ήταν υπο­ταγ­μέ­νος σ’ ένα αυστη­ρό σύστη­μα απαρτ­χάιτ. Όταν οι «λευ­κοί κρε­ο­λοί» (δηλα­δή, οι λευ­κοί που είχαν γεν­νη­θεί στην αποι­κία) ενί­σχυ­σαν τη θέση τους στην Αποι­κια­κή Συνέ­λευ­ση, οι «έγχρω­μοι» εξε­γέρ­θη­καν για να διεκ­δι­κή­σουν τα δικά τους δικαιώ­μα­τα (τον αύγου­στο του 1790). Η άγρια κατα­στο­λή αυτής της εξέ­γερ­σης προ­κά­λε­σε έντο­να αισθή­μα­τα εκδί­κη­σης. Ένα Διά­ταγ­μα της γαλ­λι­κής Εθνι­κής Συνέ­λευ­σης του Μάη του 1791 καθό­ρι­ζε ότι μαύ­ροι γεν­νη­μέ­νοι από απε­λεύ­θε­ρους γονείς θα απο­κτού­σαν δικαί­ω­μα ψήφου στα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά όργα­να στην αποι­κία. Μην ξεχνά­με πως η Γαλ­λία περ­νού­σε εκεί­να τα χρό­νια τη θύελ­λα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης (1789) και πρέ­σβευαν προ­ο­δευ­τι­κές ιδέ­ες. Ωστό­σο, η δου­λεία συνέ­χι­ζε στις γαλ­λι­κές αποι­κί­ες, παρ’ όλες τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες των, ανά­με­σα σ’ άλλους, Ροβε­σπιέ­ρο και Μαρά και παρ’ όλη τη Δια­κή­ρυ­ξη για τα Δικαιώ­μα­τα των Ανθρώ­πων. Οι ιδιο­κτή­τες των φυτειών λοι­πόν, απέρ­ρι­ψαν το Διά­ταγ­μα για το δικαί­ω­μα ψήφου. Έτσι, τον αύγου­στο του 1791, οι μαύ­ροι σκλά­βοι του Αγί­ου Ντο­μί­νι­κου που ζού­σαν κάτω από ένα απάν­θρω­πο καθε­στώς, εξε­γέρ­θη­καν. Κάτω από την ηγε­σία του μαύ­ρου Πιερ Ντο­μι­νίκ Του­σέν λ’ Ουβερ­τίρ (γιου ενός Αφρι­κα­νού αρχη­γού φυλής) κατά­φε­ραν να αντι­στα­θούν στα γαλ­λι­κά στρα­τεύ­μα­τα. Άλλω­στε, τα πράγ­μα­τα ήταν αρκε­τά πολυ­σύν­θε­τα. Οι πλευ­ρές που μάχο­νταν μετα­ξύ τους, ήταν διαι­ρε­μέ­νοι, για­τί πίσω τους υπήρ­χαν συγκρουό­με­να ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Έτσι, Γάλ­λοι βασι­λό­φρο­νοι βρί­σκο­νταν απέ­να­ντι στους Γάλ­λους επα­να­στά­τες, κρε­ο­λοί Γάλ­λοι απέ­να­ντι σε Γάλ­λους της μητρό­πο­λης, μαύ­ροι απέ­να­ντι σε μιγά­δες, απε­λεύ­θε­ροι απέ­να­ντι σε σκλά­βους, αλλά και τα συγκρουό­με­να συμ­φέ­ρο­ντα ανά­με­σα στις αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις της περιο­χής ήταν εμπλεγ­μέ­να, για­τί για ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα ανα­κα­τεύ­τη­καν Ισπα­νοί και Άγγλοι σε μια προ­σπά­θεια να εκμε­ταλ­λευ­τούν την κατά­στα­ση για να πάρουν το νησί απο τους Γάλλους.

Το απο­τέ­λε­σμα μετράει

Ωστό­σο, το 1792 όλοι οι απε­λεύ­θε­ροι σκλά­βοι από­κτη­σαν τα δικαιώ­μα­τα του πολί­τη και στις 4 Φεβρουα­ρί­ου του 1794 καταρ­γή­θη­κε τελι­κά η δου­λεία στις γαλ­λι­κές αποι­κί­ες. Όταν, όμως, ο Ναπο­λέ­ων απο­κα­τέ­στη­σε στις 17 του Μάη του 1802 τη δου­λεία, ξέσπα­σε μια και­νούρ­για εξέ­γερ­ση στο Άγιο Ντο­μί­νι­κο. Ο ηγέ­της Του­σέν με δόλο και ψεύ­τι­κα προ­σχή­μα­τα έπε­σε σε γαλ­λι­κά χέρια και μετα­φέρ­θη­κε στη Γαλ­λία, αλλά οι εξε­γερ­μέ­νοι συνέ­χι­σαν την πάλη τους για την ανε­ξαρ­τη­σία κάτω από άλλον αρχη­γό, τον Ζαν-Ζακ Ντε­σα­λίν ο οποί­ος δια­κή­ρυ­ξε το 1803 την ανε­ξαρ­τη­σία του δυτι­κού τμή­μα­τος του νησιού και ίδρυ­σε την πρώ­τη Δημο­κρα­τία των μαύ­ρων δίνο­ντάς της τ’ όνο­μα Αϊτή. Όμως, η οικο­νο­μία του νησιού που στη­ρι­ζό­ταν κυρί­ως στην καλ­λιέρ­γεια της ζάχα­ρης, δεν ευδο­κί­μη­σε όπως πριν από την επα­νά­στα­ση. ‘Οσοι λευ­κοί επέ­ζη­σαν, είχαν φύγει αλλού και τις δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές ανά­γκες από ζάχα­ρη τις ικα­νο­ποιού­σαν εισα­γω­γές από άλλα μέρη του κόσμου, πχ από την Ινδία. Επι­πλέ­ον στην Ευρώ­πη ανα­πτύ­χθη­κε η παρα­γω­γή ζάχα­ρης από ζαχα­ρό­τευ­τλα. Τέτοια φαι­νό­με­να επη­ρέ­α­σαν πολύ αρνη­τι­κά την καλ­λιέρ­γεια του ζαχα­ρο­κά­λα­μου σε όλη την περι­φέ­ρεια των Δυτι­κών Ινδιών. Όπως θα μπο­ρού­σε να περι­μέ­νει κανείς, η εξέ­γερ­ση του Άγιου Ντο­μί­νι­κου ανα­στά­τω­σε όλη την Καραϊ­βι­κή εμπνέ­ο­ντας κι άλλες εξε­γέρ­σεις δού­λων, όπως στην ολλαν­δι­κή αποι­κία του Κου­ρα­σά­ου το 1795 και τον ανταρ­το­πό­λε­μο των δρα­πε­τών σκλά­βων στη Τζα­μάι­κα  επί­σης το 1795. Άλλω­στε, όπως είδα­με παρα­πά­νω, είχαν προη­γη­θεί πολ­λές, καμιά φορά μεγά­λες, εξε­γέρ­σεις και όλη η περιο­χή ήταν στη διάρ­κεια του 18ου αιώ­να σε ανα­βρα­σμό. Επο­μέ­νως, για τους αποι­κι­στές των δια­φό­ρων ευρω­παϊ­κών εθνών η υπό­θε­ση του Αγί­ου Ντο­μί­νι­κου ήταν μια προει­δο­ποί­η­ση τρό­μου, ένα σημά­δι στον τοί­χο της ιστο­ρί­ας ότι η αποι­κιο­κρα­τία ενδε­χο­μέ­νως θα γνώ­ρι­ζε το ιστο­ρι­κό της τέλος.

Ένας μαύ­ρος πρό­δρο­μος της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Αμερικής

Φραν­σουά Μακαντάλ

Η πρώ­τη εξέ­γερ­ση στο Άγιο Ντο­μί­νι­κο είχε γίνει 33 χρό­νια νωρί­τε­ρα, το 1758, κάτω από την ηγε­σία του Φραν­σουά Μακα­ντάλ.  Ο ηρω­ι­σμός του και η δημό­σια εκτέ­λε­σή του ενέ­πνευ­σαν πολ­λούς συγ­γρα­φείς αφιε­ρώ­νο­ντας έργα ή μέρη έργων τους στα γεγο­νό­τα αυτά, όπως ο Εντουάρ­ντο Γκα­λε­ά­νο στη Μνή­μη της Φωτιάς, ο Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέ στο Επί γης Βασι­λεία και το στην παρού­σα παρου­σί­α­ση προ­τει­νό­με­νο Το νησί κάτω απ’ τη Θάλασ­σα της Ιζα­μπέλ Αγιέ­ντε για να πού­με κάποια. Στο βιβλίο η συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει μυθι­στο­ρη­μα­τι­κά τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα στο νησί στην περί­ο­δο 1770–1793 στο πρώ­το μέρος και στην περί­ο­δο 1793–1810 στο δεύ­τε­ρο μέρος. Ένα κεφά­λαιο αφιε­ρώ­νε­ται στον Μακα­ντάλ, από το οποίο ακο­λου­θεί από­σπα­σμα. Μπαί­νει στο βιβλίο σαν φλασ-μπακ μέσω αφή­γη­σης: «Ο Μακα­ντάλ ήταν ένα κελε­πού­ρι φερ­μέ­νο από την Αφρι­κή. Ήταν μου­σουλ­μά­νος, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, ήξε­ρε να γρά­φει και να δια­βά­ζει αρα­βι­κά, είχε γνώ­σεις για­τρι­κής και φυτο­λο­γί­ας. Έχα­σε το δεξί του χέρι σ’ ένα τρο­μα­κτι­κό ατύ­χη­μα που θα είχε απο­βεί μοι­ραίο για κάποιον λιγό­τε­ρο δυνα­τό, και καθώς ήταν άχρη­στος πια στα ζαχα­ρο­κά­λα­μα, το αφε­ντι­κό του τον έστει­λε να φυλά­ει ζώα. Περι­φε­ρό­ταν στην περιο­χή τρώ­γο­ντας γάλα και φρού­τα, ώσπου έμα­θε να χρη­σι­μο­ποιεί το αρι­στε­ρό του χέρι και τα δάχτυ­λα των ποδιών για να φτιά­χνει παγί­δες και να δένει κόμπους. Έτσι μπο­ρού­σε να κυνη­γά­ει τρω­κτι­κά, ερπε­τά και που­λιά. Μες στη μονα­ξιά και τη σιω­πή, του ξανα­ήρ­θαν στο μυα­λό οι εικό­νες της εφη­βεί­ας του, όταν ετοι­μα­ζό­ταν για πόλε­μο και για κυνή­γι, όπως άρμο­ζε στο γιο ενός βασι­λιά: μέτω­πο ψηλό, μάτια ξύπνια και δυνα­τό κρά­τη­μα του ακο­ντιού. […] Απ’ την αρχή ήξε­ρε ότι θα το έσκα­γε, για­τί προ­τι­μού­σε να υπο­στεί το χει­ρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο παρά να συνε­χί­σει να είναι σκλά­βος. Ετοι­μά­στη­κε όμως με μεγά­λη προ­σο­χή και περί­με­νε με υπο­μο­νή την κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία. Στο τέλος πήρε τα βου­νά κι από κει ξεκί­νη­σε την εξέ­γερ­ση των σκλά­βων που θα συγκλό­νι­ζε το νησί σαν τρο­με­ρός σει­σμός. Ενώ­θη­κε με άλλους ανυ­πό­τα­κτους και πολύ σύντο­μα φάνη­καν τ’ απο­τε­λέ­σμα­τα της μανί­ας και της ευφυ­ϊ­ας του: αιφ­νι­δια­στι­κή επί­θε­ση μέσα στην πιο σκο­τει­νή νύχτα, άναμ­μα δαυ­λών, χτυ­πή­μα­τα γυμνών ποδιών, κραυ­γές, μέταλ­λο πάνω σε αλυ­σί­δες, πυρ­κα­γιά στα ζαχα­ρο­κά­λα­μα. Το όνο­μα του δια­βό­λου κυκλο­φο­ρού­σε από στό­μα σε στό­μα και το επα­να­λάμ­βα­ναν οι νέγροι σαν προ­σευ­χή ελπί­δας. Ο Μακα­ντάλ, ο πρί­γκι­πας της Γουι­νέ­ας, μετα­μορ­φω­νό­ταν σε που­λί, σε σαύ­ρα, σε μύγα, σε ψάρι. Ο σκλά­βος που ήταν δεμέ­νος στο στύ­λο της τιμω­ρί­ας έβλε­πε να περ­νά­ει από μπρο­στά του ένας λαγός πριν αυλα­κώ­σει και πάλι την πλά­τη του το μαστί­γιο, κι έλε­γε πως ήταν ο Μακα­ντάλ, μάρ­τυ­ρας του μαρ­τυ­ρί­ου του. Μια ιγκουά­να παρα­κο­λου­θού­σε με απά­θεια ένα κορί­τσι ξαπλω­μέ­νο στο χώμα μετά το βια­σμό του. «Σήκω, πλύ­σου στο ποτά­μι και μην ξεχνάς, για­τί σύντο­μα θα πάρω εκδί­κη­ση για σένα», ψιθύ­ρη­σε η ιγκουά­να. Ο Μακα­ντάλ. Απο­κε­φα­λι­σμέ­να κοκό­ρια, σύμ­βο­λα ζωγρα­φι­σμέ­να με αίμα, τσε­κού­ρια, μια νύχτα χωρίς φεγ­γά­ρι, κι άλλη πυρ­κα­γιά» (σελ. 76/77). Έπει­τα ψοφά­νε τα κοπά­δια, τα άλο­γα στους στά­βλους και τέλος εξο­ντώ­νο­νται και ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες. Ήταν δηλη­τή­ριο. Ο Μακαντάλ…Βασάνισαν εκα­το­ντά­δες σκλά­βους για να μάθουν πού κρυ­βό­ταν ο Μακα­ντάλ που τα έκα­νε όλα αυτά. Τελι­κά τον βρή­καν και τον έπια­σαν, αφού μαρ­τύ­ρη­σε μια μικρή σκλά­βα κάτω από την απει­λή να την κάψουν ζωντα­νή. Παρ’ όλα αυτά, την έκα­ψαν… Μετα­φέ­ρε­ται ο ανα­γνώ­στης στη σκη­νή της εκτέ­λε­σης του Μακα­ντάλ: «Η πλα­τεία απο­δεί­χθη­κε μικρή για τον κόσμο που έφτα­σε από τις φυτεί­ες. Οι μεγά­λοι λευ­κοί εγκα­τα­στά­θη­καν ο καθέ­νας κάτω από τη δική του τέντα, εφο­δια­σμέ­νοι με το κολα­τσιό τους και τα ποτά τους, οι μικρόι λευ­κοί αρκέ­στη­καν στους εξώ­στες και στις στο­ές, ενώ οι απε­λεύ­θε­ροι νοί­κια­σαν τα μπαλ­κό­νια γύρω απ’ την πλα­τεία, που ανή­καν σε άλλους έγχρω­μους απε­λεύ­θε­ρους. Την καλύ­τε­ρη θέα τη φύλα­ξαν για τους σκλά­βους, τους οποί­ους έφε­ραν τ’ αφε­ντι­κά τους από μακρι­νές περιο­χές, για να δια­πι­στώ­σουν ότι ο Μακα­ντάλ δεν ήταν παρά ένας άθλιος μονό­χει­ρας νέγρος που θα ψηνό­ταν σαν γου­ρου­νά­κι στη σού­βλα» (σελ. 79).

Η επι­στρο­φή του αδάμαστου

Ο Μακα­ντάλ προ­χω­ρού­σε περί­φα­νος στις αλυ­σί­δες του, αδά­μα­στος και γεμά­τος περι­φρό­νη­ση για τους λευ­κούς, αφε­ντι­κά, πάστο­ρες, στρα­τιώ­τες και τα σκυ­λιά τους. Οι μαζε­μέ­νοι Αφρι­κα­νοί σκλά­βοι τον χαι­ρέ­τη­σαν με ξέφρε­νο ενθου­σια­σμό: «Δεν ήταν ένας σκλά­βος που θα τον εκτε­λού­σαν, αλλά ο μονα­δι­κός πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρος άνθρω­πος μέσα σ΄όλο αυτό το πλή­θος. Έτσι το αντι­λή­φθη­καν όλοι και μια βαθιά σιω­πή έπε­σε στην πλα­τεία. Στο τέλος οι νέγροι αντέ­δρα­σαν κι απ’ όλα τα στό­μα­τα βγή­κε σαν ανε­ξέ­λεγ­κτη κραυ­γή το όνο­μα του ήρωα, Μακα­ντάλ, Μακα­ντάλ, Μακα­ντάλ. Ο κυβερ­νή­της κατά­λα­βε πως έπρε­πε να τελειώ­σουν το συντο­μό­τε­ρο, πριν το τσίρ­κο που είχαν σχε­διά­σει μετα­τρα­πεί σε λου­τρό αίμα­τος. Έδω­σε το σινιά­λο κι οι στρα­τιώ­τες έδε­σαν με αλυ­σί­δες τον αιχ­μά­λω­το στο στύ­λο της φωτιάς. Ο δήμιος άνα­ψε το άχυ­ρο κι αμέ­σως τα ποτι­σμέ­να με λίπος ξύλα άρπα­ξαν φωτιά, σηκώ­νο­ντας πυκνό καπνό. Κι ενώ δεν ακου­γό­ταν ούτε κιχ στην πλα­τεία, υψώ­θη­κε η βαθιά φωνή του Μακα­ντάλ: «Θα γυρί­σω! Θα γυρί­σω!» (σελ. 80/81). Μετά αρχί­ζει η μυθο­ποί­η­ση, μια μυθο­ποί­η­ση συμ­βο­λι­κού χαρα­κτή­ρα. 33 χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1791, ο Μακα­ντάλ θα «επέ­στρε­φε», το πνεύ­μα του Μακα­ντάλ, με τη μορ­φή μιας μεγά­λης εξέ­γερ­σης που έμει­νε στην ιστο­ρία μαρ­κά­ρο­ντας την αντί­στρο­φη μέτρη­ση για την επο­χή της δουλείας. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο