Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν ο Τσε επέστρεψε για πάντα στην Σάντα Κλάρα: 20 χρόνια από την ανακάλυψη του μυστικού της Βολιβίας

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

«…κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχω­σαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυ­ψαν τη στά­χτη σου
σε κοι­μη­τή­ρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμπο­δί­σουν να σε βρούμε,
Τσε Κομα­ντά­ντε, φίλε.»
- Νικο­λάς Γκιγιέν*.

Ήταν 12 Ιού­λη 1997 όταν ένα- ειδι­κά ναυ­λω­μέ­νο από την κυβέρ­νη­ση- αερο­σκά­φος των κου­βα­νι­κών αερο­γραμ­μών προ­σγειώ­νο­νταν στο αερο­δρό­μιο Χοσέ Μαρ­τί της Αβά­νας. Δεν επρό­κει­το για μια συνη­θι­σμέ­νη προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη πτή­ση, από αυτές που μετα­φέ­ρουν επι­βά­τες η εμπο­ρεύ­μα­τα. Ήταν μια άφι­ξη ιστο­ρι­κής σημα­σί­ας, κάτι που ήταν ολο­φά­νε­ρο από τις προ­ε­τοι­μα­σί­ες που είχαν γίνει στο αερο­δρό­μιο, με την παρου­σία στρα­τιω­τι­κών αγη­μά­των και κυβερ­νη­τι­κών αξιω­μα­τού­χων συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του ίδιου του Φιντέλ. Έτσι, με λιτή επι­ση­μό­τη­τα, συγκί­νη­ση και σεβα­σμό, η Κού­βα υπο­δέ­χο­νταν, 30 χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του, την σορό του Κομα­ντά­ντε Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα, καθώς και άλλων τεσ­σά­ρων συντρό­φων του.

Λίγες ημέ­ρες πριν, στις 28 Ιού­νη, μια διε­θνής ομά­δα ειδι­κών επι­στη­μό­νων με επι­κε­φα­λής τον κου­βα­νό ΔρΧόρ­χε Γκον­ζά­λες Πέρεζ είχε εντο­πί­σει στο Βαλε­γκρά­ντε- ένα μικρό χωριό της βολι­βια­νής επαρ­χί­ας- το μαζι­κό τάφο που βρί­σκο­νταν θαμ­μέ­νη η σορός του Τσε και άλλων έξι ανταρ­τών. Αν και οι προ­σπά­θειες για την ανεύ­ρευ­ση του σημεί­ου που είχε ταφεί ο θρυ­λι­κός Κομα­ντά­ντε είχαν ξεκι­νή­σει δεκα­ε­τί­ες πριν, μέχρι το Νοέμ­βρη του 1995 δεν υπήρ­χε καμιά ουσια­στι­κή και αξιό­πι­στη πλη­ρο­φο­ρία που θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει τις έρευνες.

Η πλη­ρο­φο­ρία-κλει­δί δόθη­κε από τον από­στρα­το στρα­τη­γό Μάριο Σαλί­νας Βάρ­γκαςαξιω­μα­τι­κό του βολι­βια­νού στρα­τού που το 1967 ηγού­νταν δυνά­με­ων που έστη­σαν ενέ­δρα την αντάρ­τι­κη ομά­δα του Τσε- στο δημο­σιο­γρά­φο Τζον Λι Άντερ­σον των New York Times. Ο ίδιος ο Άντερ­σον περι­γρά­φει τα γεγο­νό­τα εκεί­νων των ημε­ρών στο βιβλίο-βιο­γρα­φία του Τσε υπό τον τίτλο “Che: A Revolutionary Life” (Grove Press, New York):

«Ένα πρωί το Νοέμ­βρη του 1995, ευρι­σκό­με­νος στη Βολι­βία προ­κει­μέ­νου να πάρω συνέ­ντευ­ξη από οποιον­δή­πο­τε θα μπο­ρού­σα να βρω που είχε σχέ­ση με τη δρα­στη­ριό­τη­τα του Τσε στην περιο­χή, πήγα στην Σάντα Κρουζ να δω τον Μάριο Σαλί­νας Βάρ­γκας, έναν από­στρα­το στρα­τη­γό γύρω στα 50. Ως νεα­ρός αξιω­μα­τι­κός το 1967, ο Βάρ­γκας έγι­νε διά­ση­μος καθώς ηγή­θη­κε ενέ­δρας που ο στρα­τός έστη­σε στον ποτα­μό Μασι­κού­ρι εξο­λο­θρεύ­ο­ντας την 2η φάλαγ­γα των αντάρ­τι­κων δυνά­με­ων του Τσε. Η γερ­μα­νί­δα συντρό­φισ­σα του Τσε, η Τάνια, καθώς και οκτώ άλλοι μαχη­τές σκο­τώ­θη­καν».

Ο Βάρ­γκας εξι­στό­ρη­σε ανα­λυ­τι­κά στον Άντερ­σον τι ακο­λού­θη­σε της σύλ­λη­ψης του Τσε, βάζο­ντας τον αμε­ρι­κα­νό δημο­σιο­γρά­φο στον πει­ρα­σμό να τον ρωτή­σει τι απέ­γι­νε το σώμα του Κομα­ντά­ντε. Γρά­φει σχε­τι­κά ο Άντερ­σον: «Η ευθύ­τη­τα του Βάρ­γκας με ώθη­σε να τον ρωτή­σω για το σώμα του Τσε, παρ’ ότι δεν περί­με­να μια ειλι­κρι­νή απά­ντη­ση. Έμει­να έκπλη­κτος όταν μου απά­ντη­σε πως ήθε­λε να ξεδια­λύ­νει το παρελ­θόν. Είπε πως μετά τη δολο­φο­νία του Τσε, τα χέρια του ακρω­τη­ριά­στη­καν. Πάρ­θη­καν δαχτυ­λι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα ώστε να υπάρ­χει από­δει­ξη της ταυ­τό­τη­τας του σώμα­τος και τα χέρια τοπο­θε­τή­θη­καν σε φορ­μαλ­δε­ΰ­δη. Το βρά­δυ, μια ομά­δα αξιω­μα­τι­κών στην οποία μετεί­χε ο Βάρ­γκας, πέτα­ξαν τα σώμα­τα του Τσε και ορι­σμέ­νων άλλων συντρό­φων του σε έναν ομα­δι­κό τάφο».

Φωτογραφία από τις ανασκαφές στην περιοχή του Βαλεγκράντε, 1997.

Φωτο­γρα­φία από τις ανα­σκα­φές στην περιο­χή του Βαλε­γκρά­ντε, 1997.

Όταν δημο­σιεύ­θη­κε η συνέ­ντευ­ξη του Σαλί­νας Βάρ­γκαςμε την σημα­ντι­κή αυτή απο­κά­λυ­ψη- στους New York Times, οι εξε­λί­ξεις στη Βολι­βία πήραν δρα­μα­τι­κή τρο­πή. Ο πρό­ε­δρος της χώρας Γκον­σά­λο Σάν­τσες ντε Λοζά­δα δήλω­σε ότι ο Άντερ­σον είχε επι­νο­ή­σει την όλη ιστο­ρία παίρ­νο­ντας συνέ­ντευ­ξη από έναν… πιω­μέ­νο Βάρ­γκας. Την ίδια στιγ­μή, ο Βάρ­γκας κρύ­φτη­κε σε άγνω­στη τοπο­θε­σία και σε ανα­κοί­νω­ση του αρνή­θη­κε ότι είπε το παρα­μι­κρό. Ωστό­σο, τόσο ο πρό­ε­δρος Σάν­τσες ντε Λοζά­δα όσο και ο στρα­τη­γός, αγνο­ού­σαν ότι ο Άντερ­σον είχε ηχο­γρα­φή­σει την συνέ­ντευ­ξη. Η απο­κά­λυ­ψη της ύπαρ­ξης ηχο­γρα­φη­μέ­νου ντο­κου­μέ­ντου οδή­γη­σε το μεν Βάρ­γκας να παρα­δε­χθεί δημό­σια τα όσα είπε στον Άντερ­σον και το δε βολι­βια­νό πρό­ε­δρο να δώσει εντο­λή για τον σχη­μα­τι­σμό επι­τρο­πής έρευ­νας για τον εντο­πι­σμό των σωρών.

Η απο­κά­λυ­ψη του Βάρ­γκας για το τι απέ­γι­νε η σωρός του Τσε διεύ­ψευ­σε μια σει­ρά από θεω­ρί­ες που έβλε­παν κατά και­ρούς το φως της δημο­σιό­τη­τας και οι οποί­ες απο­προ­σα­να­τό­λι­ζαν τις όποιες έρευ­νες: μια πλη­ρο­φο­ρία έλε­γε ότι το σώμα του Γκε­βά­ρα είχε απο­τε­φρω­θεί και οι στά­χτες είχαν σκορ­πι­στεί από ελι­κό­πτε­ρο στη ζού­γκλα, μια άλλη ότι η σωρός είχε μετα­φερ­θεί από αμε­ρι­κα­νούς μυστι­κούς πρά­κτο­ρες στα κεντρι­κά γρα­φεία της CIA στη Βιρ­τζί­νια, ή, όπως σημεί­ω­ναν άλλα δημο­σί­ευ­μα­τα σε αμε­ρι­κα­νι­κή βάση στον Πανα­μά. Τίπο­τε από αυτά βεβαί­ως δεν ίσχυε. Η δε κου­βα­νι­κή κυβέρ­νη­ση, απο­φα­σι­σμέ­νη να φτά­σει τις έρευ­νες μέχρι το τέλος, συνέ­στη­σε επι­τρο­πή που επι­βα­ρύ­νο­νταν με το έργο της ανα­κά­λυ­ψης, ταυ­το­ποί­η­σης και επα­να­πα­τρι­σμού της σωρού του Τσε. Επι­κε­φα­λείς της επι­τρο­πής αυτής ήταν οι Ραούλ Κάστρο και Ραμί­ρο Βαλντές.

Οι έρευ­νες που ξεκί­νη­σαν στις αρχές του 1996 στην περιο­χή του Βαλε­γκρά­ντε δεν έδω­σαν αμέ­σως απο­τέ­λε­σμα, καθώς δεν ήταν γνω­στό το ακρι­βές σημείο που είχαν ταφεί τα σώμα­τα του Τσε και των συντρό­φων του. Τις ανα­σκα­φές επι­χεί­ρη­σε να απο­προ­σα­να­το­λί­σει ο γνω­στός κου­βα­νός πρά­κτο­ρας της CIA- ο οποί­ος είχε ανα­μει­χθεί στην σύλ­λη­ψη και δολο­φο­νία του Τσε- Φέλιξ Ροντρί­γκες. Σύμ­φω­να με τη «Γκράν­μα», ο Ροντρί­γκες ταξί­δε­ψε μέχρι το σημείο των ανα­σκα­φών και υπέ­δει­ξε στους ερευ­νη­τές ότι θα έπρε­πε να ψάξουν προς την αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση από εκεί­νη που είχαν ξεκινήσει.

Σημα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες που οδή­γη­σαν τις ανα­σκα­φές στην σωστή περιο­χή έδω­σε στον Άντερ­σον η χήρα ενός πρώ­ην αξιω­μα­τι­κού του βολι­βια­νού στρα­τού, του συνταγ­μα­τάρ­χη Αντρές Σέλιχ. Κάποιες παλιές σημεί­ω­σεις του Σέλιχ επι­βε­βαί­ω­ναν την εκδο­χή του Βάρ­γκας για την ύπαρ­ξη ενός μαζι­κού τάφου στα πέριξ ενός πρό­χει­ρου, χωμα­τέ­νιου αερο­δια­δρό­μου λίγο έξω από το Βαλε­γκρά­ντε. Ήταν πλέ­ον θέμα χρό­νου η ομά­δα των επι­στη­μό­νων που εργά­ζο­νταν στις ανα­σκα­φές να φτά­σουν σε μια σημα­ντι­κή ανα­κά­λυ­ψη. Αυτή ήρθε στις 9 το πρωί της 28 Ιού­νη 1997.

Διη­γεί­ται σχε­τι­κά ο Άντερ­σον: «Βρι­σκό­μουν στο Μαϊ­ά­μι όταν μου τηλε­φώ­νη­σε ο Αλε­χά­ντρο (επι­κε­φα­λής των αργε­ντί­νων επι­στη­μό­νων). Με μια ήρε­μη φωνή, που πρό­δι­δε όμως ενθου­σια­σμό, μου είπε: “Τον βρή­κα­με. Έλα”. Πήγα στην Σάντα Κρουζ και απο κεί οδι­κώς για το Βαλε­γκρά­ντε. Τίπο­τα δεν είχε ακό­μη δημο­σιευ­θεί στον Τύπο, αλλά είχαν ξεκι­νή­σει να δια­δί­δο­νται οι πρώ­τες φήμες. Οι σωροί είχαν βρε­θεί από μια ομά­δα κου­βα­νών και βολι­βια­νών ειδι­κών ερευ­νη­τών. Δίπλα στον αερο­διά­δρο­μο, πέντε σχε­δόν μέτρα από τις τελευ­ταί­ες εκσκα­φές που είχαν αρχί­σει το Νοέμ­βρη του ’95, βρι­σκό­ταν ένα νέο σημείο. Η περιο­χή είχε απο­κλει­στεί και βολι­βια­νοί στρα­τιώ­τες έλεγ­χαν όποιον πλη­σί­α­ζε. Ο τάφος είχε περί­που 2 μέτρα βάθος».

Στον μαζι­κό τάφο είχαν βρε­θεί 7 ανθρώ­πι­νοι σκε­λε­τοί. Ένας όμως ξεχώ­ρι­ζε καθώς ήταν καλυμ­μέ­νος με στρα­τιω­τι­κό χιτώ­νιο. Αυτό που έκα­νε τους επι­στή­μο­νες να βεβαιω­θούν ότι είχαν βρει την- επί 30 χρό­νια αγνο­ού­με­νη- σορό του Τσε, ήταν ότι από τον ανθρώ­πι­νο σκε­λε­τό έλει­παν τα χέρια. «Το χέρι είχε κοπεί στο ύψος του καρ­πού, ενώ το κόκ­κα­λο έμοια­ζε να είχε αφαι­ρε­θεί με χει­ρουρ­γι­κή ακρί­βεια» γρά­φει ο Άντερ­σον. Μέσα στο στρα­τιω­τι­κό χιτώ­νιο βρέ­θη­καν ίχνη από καπνό πίπας που συνή­θι­ζε να καπνί­ζει ο Γκε­βά­ρα, ενώ έγι­νε και ταυ­το­ποί­η­ση των οδο­ντι­κών χαρακτηριστικών.

Για τους κου­βα­νούς επι­στή­μο­νες που συμ­με­τεί­χαν στις έρευ­νες, ο εντο­πι­σμός και η ταυ­το­ποί­η­ση της σορού του ηρω­ϊ­κού Κομα­ντά­ντε ήταν πηγή ενθου­σια­σμού αλλά ταυ­τό­χρο­να και έντο­νου στρές, δεδο­μέ­νης της ιστο­ρι­κής απο­στο­λής που είχαν ανα­λά­βει. «Ήταν πολύ έντο­νες μέρες, με μεγά­λη έντα­ση» σημειώ­νει ο Δρ. Χόρ­χε Γκον­ζά­λες Πέρες και προ­σθέ­τει: «Δεν εγκα­τα­λεί­ψα­με καθό­λου το σημείο, ούτε το για­πω­νέ­ζι­κο νοσο­κο­μείο (σ.σ. στη Σάντα Κρούζ) όπου μετα­φέρ­θη­καν τα οστά μετά την εκτα­φή προ­κει­μέ­νου να ταυ­το­ποι­η­θούν. Μπο­ρώ να σας δια­βε­βαιώ­σω ότι κανέ­νας μας δεν κοι­μή­θη­κε, για να βρι­σκό­μα­στε συνέ­χεια σε επα­φή με το χώρο που ήταν οι σωροί, ώστε να μην συμ­βεί τίπο­τε»Ο επα­να­πα­τρι­σμός της σορού του Τσε και των έξι συντρό­φων του απο­τε­λού­σε για την Κού­βα ζήτη­μα αξιο­πρέ­πειας, ώστε να απο­δο­θούν- έστω και μετά θάνα­τον- όλες οι απα­ραί­τη­τες εκεί­νες τιμές στον κορυ­φαίο κομ­μου­νι­στή αντάρ­τη και γνή­σιο τέκνο της κου­βα­νι­κής επανάστασης.

Αβάνα, 1997- Κουβανοί στρατιώτες μεταφέρουν το φέρετρο με τα οστά του Τσε.

Αβά­να, 1997- Κου­βα­νοί αξιω­μα­τι­κοί μετα­φέ­ρουν το φέρε­τρο με τα οστά του Τσε.

Αυτοκινητοπομπή μεταφέρει τις σωρούς του Τσε και των συντρόφων του στην Σάντα Κλάρα.

Αυτο­κι­νη­το­πο­μπή μετα­φέ­ρει τις σωρούς του Τσε και των συντρό­φων του στην Σάντα Κλάρα.

Στις 17 Οκτώ­βρη 1997 ξημέ­ρω­νε για τον κου­βα­νι­κό λαό μια ιστο­ρι­κή ημέ­ρα. Με κάθε επι­στη­μό­τη­τα και παλ­λαϊ­κή συμ­με­το­χή, οι σοροί του Κομα­ντά­ντε Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα και άλλων έξι συντρό­φων του θα εντα­φιά­ζο­νταν στο ειδι­κά χτι­σμέ­νο Μαυ­σω­λείο που είχε χτι­στεί τη δεκα­ε­τία του ’80 στην πόλη της Σάντα Κλά­ρα. Στην είσο­δο του Μαυ­σω­λεί­ου, εντυ­πω­σια­κό και περή­φα­νο, δεσπό­ζει το περί­που 7 μέτρων μπρού­τζι­νο άγαλ­μα του επα­να­στά­τη Τσε με το του­φέ­κι στο χέρι.

Η Σάντα Κλά­ρα, η πόλη-ορό­ση­μο για την επι­τυ­χή έκβα­ση της Επα­νά­στα­σης, στην οποία ο Τσε έδω­σε μια απ’ τις πλέ­ον σημα­ντι­κές του μάχες οδη­γώ­ντας τις αντάρ­τι­κες δυνά­μεις το 1959 σε θριαμ­βευ­τι­κή νίκη, υπο­δέ­χο­νταν και πάλι τον θρυ­λι­κό Κομα­ντά­ντε. Έπει­τα από εβδο­μά­δες λαϊ­κού προ­σκυ­νή­μα­τος στην Αβά­να και επτά ημέ­ρες επί­ση­μου πέν­θους, επτά μικρά ξύλι­να φέρε­τρα με τα λεί­ψα­να των ανταρ­τών έφτα­ναν πάνω σε στρα­τιω­τι­κά αγή­μα­τα μπρο­στά από το χώρο του Μαυσωλείου.

«Ο Τσε πολε­μά και κερ­δί­ζει περισ­σό­τε­ρες μάχες από ποτέ»σημεί­ω­σε στην ομι­λία του ενώ­πιον εκα­το­ντά­δων χιλιά­δων κου­βα­νών, ο Φιντέλ Κάστρο. «Ευχα­ρι­στού­με, Τσε, για την ιστο­ρία, τη ζωή και το παρά­δειγ­μα σου. Ευχα­ρι­στού­με που έρχε­σαι να μας δώσεις δύνα­μη στο δύσκο­λο αγώ­να που δίνου­με σήμε­ρα προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρή­σου­με τις ιδέ­ες για τις οποί­ες εσύ πολέ­μη­σες τόσο σκλη­ρά».

Βίντεο που περι­λαμ­βά­νει απο­σπά­σμα­τα από την άφι­ξη της σωρού του Τσε και των συντρό­φων του στην Κού­βα στις 12 Ιού­λη 1997 (λαν­θα­σμέ­να ανα­φέ­ρε­ται ο μήνας Οκτώ­βρης) και την τελε­τή εντα­φια­σμού στην Σάντα Κλά­ρα στις 17 Οκτώ­βρη 1997.

* Από­σπα­σμα από το ποί­η­μα του Νικο­λάς Γκι­γιέν “Che Comandante, Amigo” (Τσε Κομα­ντά­ντε, Φίλε)Στα ελλη­νι­κά, το ποί­η­μα περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο «Νικο­λάς Γκι­γιέν: Αηδό­νια και Μπα­ζού­κας», σε μετά­φρα­ση Μπά­μπη Ζαφει­ρά­του, από τις εκδό­σεις New Star.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο