Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ, της Ειρήνης Γαλανού

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

galanouΗ Ειρή­νη Γαλα­νού είναι μια ακό­μη γυναι­κεία λογο­τε­χνι­κή παρου­σία, άγνω­στη στο πλα­τύ κοι­νό. Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να, στην Πλά­κα, το 1895 και πέθα­νε το 1984. Ο πατέ­ρας της ήταν βου­λευ­τής των Φιλε­λευ­θέ­ρων και λόγιος.  Η καλή οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της οικο­γέ­νειας , τής επέ­τρε­ψε να φοι­τή­σει στο Αρσά­κειο, στο Γαλ­λι­κό Ινστι­τού­το και σε Σχο­λή Κινη­μα­το­γρά­φου. Λογο­τε­χνι­κά ανή­κει στη Γενιά του Τριά­ντα και στα έργα της παρα­τη­ρεί­ται η τάση ανα­νέ­ω­σης του αφη­γη­μα­τι­κού λόγου με έντο­νο το λυρι­κό στοι­χείο τόσο στην από­δο­ση των συναι­σθη­μά­των όσο και στην περι­γρα­φή του φυσι­κού τοπί­ου, το οποίο βρί­σκε­ται κάπου μακριά από την πόλη, σε κάποιο νησί του Αιγαί­ου. Σπου­δαία θεω­ρή­θη­κε η ικα­νό­τη­τα της να παρου­σιά­ζει τις ψυχο­λο­γι­κές μετα­πτώ­σεις των ηρώ­ων της. Το πιο γνω­στό της έργο είναι το  ερω­τι­κό μυθι­στό­ρη­μα  «Κόντρα στον άνε­μο», το οποίο εκδό­θη­κε το 1943 και έγι­νε τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά το 1980 από τον Βαγ­γέ­λη Γκού­φα. Υπήρ­ξε ιδρυ­τι­κό μέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και μέλος του Δ.Σ της. Τιμή­θη­κε με διά­φο­ρα βρα­βεία και έγρα­ψε σε αρκε­τά περιοδικά.

Σε ένα από αυτά, τα Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα, δημο­σιεύ­τη­κε τον Απρί­λη του 1946 το διή­γη­μα με τίτλο «Τα χέρια του», το οποίο συγκα­τα­λέ­γε­ται στα έργα της αντι­στα­σια­κής λογο­τε­χνί­ας. Το διή­γη­μα το συμπε­ριέ­λα­βε η Έλλη Αλε­ξί­ου το 1965 στην Ανθο­λο­γία Αντι­στα­σια­κής Λογο­τε­χνί­ας 1941–1944, στο τόμο με τα πεζά, που κυκλο­φό­ρη­σε σε κοι­νή έκδο­ση των Akademie – Verlag – Berlin 1965 και των εκδό­σε­ων Ηριδανός.

***

Ήταν το τελευ­ταίο καλο­καί­ρι πριν απ’ τον πόλε­μο. Στ’ αυτιά σου σφυ­ρί­ζα­νε αδιά­κο­πα φοβέ­ρες. Συχνά, έκα­νες μια κίνη­ση, σα για ν’ απο­φύ­γεις την πέτρα μιας σφε­ντό­νας. Η δυστυ­χία που θα χτύ­πα­γε τη Γη και σένα­νε, μπο­ρού­σε να στα­μα­τή­σει τα πάντα σε τού­το δω το καλο­καί­ρι – σε τού­το δω τ’ ακρογιάλι.

Από τού­το τ’ ακρο­γιά­λι έβλε­πες κάθε λιό­γερ­μα την πλά­ση, σαν όστρα­κο μισά­νοι­χτο ξεχει­λι­σμέ­νο με φλό­γες. Οι φλό­γες, κινώ­ντας από το βάθος, εκέι που ενώ­νο­νταν τα δυο καπά­κια, ρίχνο­νταν αχτι­δω­τά πάνω και κάτω, στο βυσ­σι­νί χάος τ’ ουρα­νού, στο μου­ντό ασή­μι της θάλασ­σας. Και πάλι, τού­το το μου­ντό ασή­μι φαι­νό­τα­νε άσπρο, μπρο­στά στη σκο­τει­νιά που είχα­νε της αχτής οι ορθο­κα­τέ­βα­τοι βρά­χοι με τα μαυ­ρο­πρά­σι­να χόρ­τα, όπου λου­λου­δί­ζα­νε πλή­θος ζωού­λες, γαν­τζω­μέ­νες, αχι­βά­δες, κογ­χύ­λια, σαλι­γκα­ρά­κια με τσό­φλι σαν το μάρ­γα­ρο. Ο άνε­μος ξεσή­κω­νε το κύμα, η άρμη σε ράντι­ζε, κάπως κρύ­ω­νες, κάπως η θύμη­ση του χει­μώ­να σ’ έκα­νε και παρά­τα­γες το γέλοιο.

-..Μα…τι Θ έ τ ι ς είσα­στε σεις, να σας κακο­κε­φιά­ζουν τα καπρί­τσια της θάλασσας;

Εκεί­νη απο­ρού­σε. Πώς αυτός, ένας νησιώ­της, ένας χωριά­της, ήξε­ρε ότι κάπο­τε, μια Θ έ τ ι ς είχε σχέ­ση με τη θάλασ­σα. Όμως καλύ­τε­ρα που τόξε­ρε. Μπο­ρεί ίσως, νάξε­ρε και περισ­σό­τε­ρα από αυτή­νε, κι ας ήτα­νε δασκάλα.

Τι μπο­ρού­σε κιό­λας να πει για έναν άνθρω­πο που μόλις χτες το πρωί τον είχε γνω­ρί­σει. Χτες ήρθαν εδώ απ’ την Αθή­να, η κ υ ρ ί α, τα παι­διά κι αυτή. Η πρό­τα­ση για να πηγαί­νει τ’ από­γε­μα μαζί τους με τ΄αυτοκίνητο στο κοσμι­κό κέντρο, γίνη­κε τόσο κρύα, που δήλω­σε ότι προ­τι­μά­ει να μην τους συντροφέψει…

Έτσι, τρι­γυρ­νά­ει μ’ αυτόν εδώ τον ντό­πιον πλάι της.

- Πηδήστε…Ας καθήσουμε.

Δεν είχε πια μπερ­δε­μέ­νες φλό­γες, ούτε άγριο κύμα. Το δει­λι­νό έσερ­νε την καθα­ρή του φορε­σιά στην άμμο, στα νερά. Τα μαλ­λιά του στρώ­να­νε μ’ απα­λω­σύ­νη τους ουρανούς.

- Λοι­πόν;

- Λοι­πόν;

Το βλέμ­μα της σκόρ­πι­σε γύρω σμα­ρα­γδέ­νιες σπιθούλες.

- Θέτις, πότε θα μου απα­ντή­σε­τε γι’ αυτό που καταλάβατε;

Ζύγια­σε στην παλά­μη της μια τού­φα φύκια.

- Θ’ απαντήσω…ας περι­μέ­νου­με όμως.

Της φάνη­κε πως άλλη γυναί­κα μίλη­σε, και όχι αυτή η ίδια. Αυτή, από χτες κιό­λας ερω­τεύ­τη­κε δυο φορές. Τη μια τον τόπο, τη δεύ­τε­ρη τού­τον τον άνθρωπο.

Ο τόπος δεν ήτα­νε παρά­δει­σος. Τους είχε βαρε­θεί τους παρά­δει­σους με τη γεω­με­τρία και τις ψεύ­τι­κες πηγές που τα νερά τους ανα­βρύ­ζα­νε τάχα φυσι­κά, μέσ’ από τσι­με­ντέ­νια βράχια.

Ερη­μιά. Δεν ήτα­νε καν χωριό. Δυο τρία σπί­τια, μάντρες, χτή­μα­τα. Στο βοριά τα βου­νά, στη δύση τ’ ακρο­γιά­λι, βαθύ πίσω απ’ τους βράχους.

Όπου κι αν γύρι­ζες όλο τον ίδιο άνθρω­πο αντά­μω­νες. Τα παι­διά ρωτή­σα­νε ποιος νάναι. Η Θέτις απά­ντη­σε: Ένας χωριάτης.

- Μ’ αρέ­σει, είπε το κορίτσι.

- Τα μάτια του, μοιά­ζουν στα δικά σας δεσποι­νίς, είπε τ’ αγόρι.

Πέρα­σαν απ’ το σπί­τι του. Είδα­νε στη μέση της πλα­κό­στρω­της αυλής τού­φες δει­λι­νά, κι’ ένα πεύ­κο που βού­ι­ζε απ΄το μαΐ­στρο. Τους σερ­γιά­νι­σε στα χωρά­φια του, έκο­ψε σύκα και τους πρό­σφε­ρε. Η Θέτις περ­πα­τώ­ντας πλάι του, ένοιω­σε ξαφ­νι­κό καρ­διό­χτυ­πο. Θάναι ωραί­ος ο έρω­τας εδώ στην ερη­μιά, μ’ έναν άντρα…μ ΄ένα τέτοιο σωστό παι­δί της ερη­μιάς. Να μην ξανα­δείς τον άνο­στο παρά­δει­σο, τις ψεύ­τι­κες πηγές, τη χλόη σπαρ­μέ­νη παι­διά, που δεν αφή­νου­νε στη ζωή σου, παρά την άχνα μιας πεταλούδας.

Και τώρα, καθι­σμέ­νος στην άμμο, πλάι της, να τος ο άντρας που της λέει να γίνει αφέ­ντρα στα δικά του τ’ αμπέ­λια, στο δικό του το σπί­τι, να χορ­ταί­νουν μαζί με τα παι­διά τους, όλα που χαρί­ζουν τα καλο­καί­ρια, όλα που μοι­ρά­ζουν οι χειμωνιές.

Της γυρεύ­ει αμέ­σως την απά­ντη­ση και κεί­νη λέει πως θα πει το ναι…ας περι­μέ­νου­με όμως.

Και περι­μέ­νο­ντας δεν απά­ντη­σε. Για­τί ήρθε στην εξο­χή ο θειός της κυρί­ας, φτα­σμέ­νος από το εξω­τε­ρι­κό. Ήτα­νε μεγά­λος στα χρό­νια, μα έτρι­ζε απά­νω του το μετά­ξι και των σαλο­νιών η ζωή. Τα χέρια του μόνο σε ζωγρα­φιά μπο­ρού­σες να τα δεις.

Μίλη­σε της Θέτι­δας γαλ­λι­κά, την είπε «κου­κλί­τσα με τα σμα­ρα­γδέ­νια μάτια», της χάρισ’ ένα μαγιώ, την έπαιρ­νε μαζί του στην κοσμι­κή ακρογιαλιά.

Ο άλλος πήγε δυο τρεις φορές να δει το ηλιό­γερ­μα μονά­χος στην αχτή με τα σκού­ρα βρά­χια. Εκεί αντά­μω­σε το παι­δά­κι του σιδε­ρά. Αγω­νι­ζό­ταν το δόλιο να ξεκολ­λή­σει πεταλίδες.

- Ο πατέ­ρας άρρωστος…Πολλές παραγ­γε­λί­ες μα…ποιος να δουλέψει;

Μια άγρια χαρά φού­ντω­σε μέσα του.

- Εγώ!…

Πήγε και δού­λε­ψε μέρες. Ο πάγκος του σιδε­ρά ήτα­νε όξω απ’ τ’ αργα­στή­ρι, κάτω από μια λεύ­κα. Ο και­ρός τρά­βα­γε κατά το φθι­νό­πω­ρο. Το χώμα μύρι­ζε βρο­χή. Είχε σύν­νε­φα, είχε βρο­ντές απ’ τα βου­νά, και βόγ­γο από τη θάλασσα.

Πέρα­σε μια μέρα η Θέτις και τον είδε. Φωτιές ζερ­βά του, δεξά του…Το σφυ­ρί έπε­φτε στα σίδε­ρα και δεν αστό­χα­γε. Τον κοί­τα­ξε με οργή. Δεν είναι ταπεί­νω­ση νάχεις κάπο­τε μαγέ­ψει έναν άντρα που κάνει και του γύφτου τη δου­λειά κι’ έχει κάτι χέρια ολό­μαυ­ρα γεμά­τα γδαρ­σιές, κοψές, μουντζούρες;..

Η σιδε­ρού πρόβαλε:

- Ήρθες για καμ­μιά παραγ­γε­λία κόρη; Δε δέχε­ται και­νούρ­γιες τ’ αργα­στή­ρι. Φορ­τώ­θη­κε τις παλιές ο αφέ­ντης από δω για να μας γλυ­τώ­σει από την πείνα…Όπου νάναι, γερεύ­ει ο άντρας μου, και περνάς…

Σ’ αυτό το διά­στη­μα ο αφέ­ντης δού­λευε και δε σήκω­νε τα μάτια. Η Θέτις έφυ­γε σκυφτή.

Πόλε­μος – δόξα – πόλε­μος — σκλα­βιά. Νιό­πα­ντρη η Θέτις. Ακου­μπώ­ντας το μέτω­πο στα κρύ­σταλ­λα του σπι­τιού της, κοι­τά­ει έξω. Τα δέντρα και η γη που τρέ­μου­νε μέσα στο χιό­νι, μιλά­νε για του χει­μώ­να την απο­νιά. Αυτή έχει φωτιά. Σκε­λε­τοί που δια­βαί­νου­νε γυμνοί, μιλά­νε για πεί­να. Αυτή δεν πει­νά­ει. Γύρω από μαυ­ρο­φό­ρες γυναί­κες χτυ­πά­ει φτε­ρά του ο θάνα­τος. Αυτή, κανέ­ναν δεν έχασε…

Βου­βά όλα γύρω της. Ο άντρας της την έχει κλεισμένη.

- Δεν είναι και­ροί αυτοί για φιλίες.

Δυο τρεις αρά­δες κρυ­φο­τυ­πω­μέ­νες, μια επι­γρα­φή που χαρά­χτη­κε στον τοί­χο τη νύχτα, μια δήλω­ση στα φύλ­λα για την τιμω­ρία των κ α κ ο π ο ι ώ ν, για το ντου­φέ­κι­σμα κεί­νων που πήγαν να φύγου­νε και λεύ­τε­ροι να πολε­μή­σουν, τη δένουν με τον κόσμο.

Στιγ­μές στιγ­μές απλώ­νου­νται στο μυα­λό της βού­λες ολό­μαυ­ρες, και στη μέση έχου­νε αίμα, στη μέση έχου­νε τάφους, αγχό­νες, τρο­χούς που σκί­ζου­νε σάρ­κα ελλη­νι­κή, λόγ­χες που τρι­βελ­λά­νε καρ­διές γεμά­τες πατρίδα.

Θέλει να μιλή­σει γι’ αυτά με τον άντρα της, θέλει να μιλή­σει για την εκδί­κη­ση, για το τέλος, μα κεί­νος πάντα βια­στι­κός, της γνέ­φει πως η συζή­τη­ση δεν της ταιριάζει.

Την απο­χαι­ρε­τά­ει πολύ πρωΐ, γυρί­ζει νύχτα. Αυτή έχει βέβαια το πιά­νο της. Μα πώς να παί­ξεις χαρού­με­νο σκο­πό; Ο θλιμ­μέ­νος πάλι, φέρ­νει κλάμα.

***

Από­ψε, ο άντρας της ξενυ­χτά­ει κάτω στο γρα­φείο. Εκεί­νη απά­νω, κοι­μά­ται τάχα. Αλλό­κο­το, πόσο πηχτή είναι η κατα­χνιά που έχει ρου­φή­ξει από­ψε την ψυχή της. Η μονα­ξιά χερο­πια­στή λες αγριά­δα, την αγγί­ζει σα φάντα­σμα, την κάνει και πετά­γε­ται απά­νω, αλα­φια­σμέ­νη. Ρωτιέ­ται, ρωτιέ­ται μονά­χη της με αγω­νία για τόσα, για χίλια, και πιο πολύ για ένα: Πώς θάτα­νε η ζωή της σκλα­βιάς πλάι σ’ άλλον άντρα…Πώς θάτα­νε πλάι σ’ εκείνον…στο παι­δί της ερη­μιάς, που το είδα­νε τα μάτια της βου­τηγ­μέ­νο στον κόπο, στην μαυ­ρί­λα, στον ιδρώ­τα, για κάποιου άμοι­ρου το χατή­ρι; Ποιο νάτα­νε το νόη­μα τού­του του και­ρού, δίπλα σ’ έναν που θάκλει­νε μέσα του τη λαχτά­ρα για τον άλλονε;…

Κι’ αντη­χά­ει στ’ αυτιά της το χτύ­πη­μα του πυρω­με­νου σίδε­ρου, σαν εμβα­τή­ριο για μια πορεία, που ήταν ανά­ξια να τη χαρεί…

Ξάφ­νου, κάτω στο γρα­φείο του άντρα της ένας κρό­τος. Κάποιος μπή­κε. Πετά­γε­ται στη σκάλα…κατεβαίνει. Από μια πορ­τί­τσα μπο­ρεί να ιδεί. Η καρ­διά, πάει να γκρε­μί­σει με το χτύ­πο της, ολό­κλη­ρο το μικρό κορμί.

Δυο Γερμανοί…Συνοδεύουν ευγε­νι­κά μια γερό­ντισ­σα, απ’ το κεφά­λι τυλιγ­μέ­νη. Κάτι λένε του άντρα της, στη γλώσ­σα τους, ακου­μπά­νε στο γρα­φείο του ένα δέμα, που τρέ­μο­ντας το λύνει η γριά – κι’ αμέ­σως πέφτει στα γόνατα.

- Σώστε μου το παιδί!..Και των τριών μου κορών τα χρυ­σά­φια, δικά σας!

Ο άντρας της παίρ­νο­ντας στα ολό­λευ­κα χέρια του ένα δια­μά­ντι το ξετά­ζει με το φακό.

Της Θέτι­δας τα μάγου­λα τα γλύ­φου­νε φλό­γες. Ένας σίφου­νας την αρπά­ει, τη σπρώ­χνει όξω. Ο αγέ­ρας κάνει να την καρ­φώ­σει κοντά  στο σπί­τι της , μα του ξεφεύ­γει. Έχει χιό­νι, έχει μαυ­ρί­λα, κι’ αυτή τρέ­χει. Είναι ξέσκε­πη. Τι πει­ρά­ζει; Άσε το βοριά να παι­δεύ­ει με τον κοφτε­ρό του βούρ­δου­λα, το κορ­μί που χάρι­σε γλύ­κα σ’ έναν προ­δό­τη. Άσε τα δόντια να χτυ­πάν, να δαγκά­νου­νε τα χεί­λια τα κου­κλί­στι­κα, τόσο που να τα λερώ­νει το αίμα.

Μέσα στο σκο­τά­δι, τη σημα­δεύ­ει σα φοβέ­ρα το δια­μά­ντι. Είν’ ένας βώλος από δάκρυα, που τονε χαρί­ζει γονα­τί­ζο­ντας μια γριά, για να σώσει ακρι­βή ζωή.

Και του δικού της άντρα τα χέρια ακό­μα θα το ζυγιά­ζου­νε, θα το παί­ζου­νε σαν νάναι τού­τη η ώρα, η συνει­θι­σμέ­νη ώρα, της ήσυ­χης σκέψης…

Τρέ­χει. Τρέ­χει. Βρί­σκε­ται μακρυά τώρα. Άσε να βασα­νι­στεί, να κρυώ­σει, να πει­νά­σει. Άσε να σωθεί από την Κρί­ση, ότι κάπο­τε, εκεί κοντά στο συν­νε­φια­σμέ­νο πέλα­γο, κάτω από μια λεύ­κα, αυτή κοί­τα­ξε γεμά­τη οργή έναν άνθρω­πο μ’ ανθρώ­πι­νη καρδιά.

- Αλτ!

Δε στα­μα­τά­ει. Οι σφαί­ρες σταυ­ρώ­νο­νται στον απα­γο­ρευ­μέ­νο της δρό­μο. Δυο της τρυ­πάν τα σμα­ρα­γδέ­νια μάτια, μπή­χνου­νται στο μυα­λό. Και κεί­νο, πεθαί­νει ξύπνιο, κάτω απ’ τη λαμπά­δα που κρα­τά­νε δυο χέρια. Είναι όλο καπνιά, μαυ­ρί­λα, κοψές, είναι δυο χέρια, που δου­λεύ­α­νε για την Αγάπη.

 

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για την Ειρή­νη Γαλα­νού από το Εθνι­κό Κέντρο Βιβλίου

και το Επί­με­τρο: Γυναί­κες συγ­γρα­φείς 1940–1950: Το ταξί­δι της ελευ­θε­ρί­ας από το βιβλίο της Αγγέ­λας Καστρι­νά­κη  Η λογο­τε­χνία στην ταραγ­μέ­νη δεκα­ε­τία 1940–1950, Πόλις, Αθή­να 2005.

Το διή­γη­μα από το Περιο­δι­κό Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα, Παρα­σκευή 19 Απρι­λί­ου 1946, αρ.41. Διευ­θυ­ντής Δημή­τρης Φωτιάδης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο