Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τάκης Φίτσος, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος που με χαμόγελο αντίκρισε κατάματα το θάνατο

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Δημο­σιο­γρά­φος. Πόση απα­ξί­ω­ση κου­βα­λά­ει στη ράχη της σήμε­ρα αυτή η λέξη. Ίσως όχι άδι­κα, αν σκε­φτεί κανείς ότι οι «εικό­νες» των περισ­σό­τε­ρων για τη συγκε­κρι­μέ­νη ιδιό­τη­τα εξα­ντλού­νται ή περιο­ρί­ζο­νται στην οθό­νη της τηλε­ό­ρα­σης. Ο δημο­σιο­γρά­φος δεν είναι εξ ορι­σμού «παπα­γα­λά­κι» ή που­λη­μέ­νο τομά­ρι σύμ­φω­να με την αντί­λη­ψη που έχει επι­κρα­τή­σει, στις μέρες μας, στις  συνειδήσεις.

Οι δημο­σιο­γρά­φοι υπη­ρε­τούν θέλο­ντας και μη, στρα­τευ­μέ­να ή όχι, συνει­δη­τά ή χωρίς να το αντι­λαμ­βά­νο­νται κάποιες φορές, συμ­φέ­ρο­ντα και, όπως όλοι, καλού­νται να δια­λέ­ξουν με ποιους θα πάνε και ποιων τα συμ­φέ­ρο­ντα θα υπε­ρα­σπι­στούν. Για τον κομ­μου­νι­στή δημο­σιο­γρά­φο δεν υπήρ­χε ποτέ τέτοιο δίλημ­μα. Τάσ­σε­ται στο πλευ­ρό των κατα­πιε­σμέ­νων, μάχε­ται το άδι­κο, στρα­τεύ­ε­ται στην υπό­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης και δίνει όλες τις δυνά­μεις του στον αγώ­να για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση· αν χρεια­στεί, και τη ζωή του. Έτσι γίνε­ται όλα τα χρό­νια απ’ όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς συμπύ­κνω­σαν στις σελί­δες του Μανι­φέ­στου του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος τα πως και τα για­τί της εκμε­τάλ­λευ­σης και έδει­ξαν στους κατα­πιε­σμέ­νους της γης το δρό­μο για να σπά­σουν τις αλυ­σί­δες τους.

Μετά από επίθεση της αστυνομίας κατά των κρατουμένων λαϊκών αγωνιστών στις φυλακές Συγγρού, στα 1927, διαδόθηκε πως ο Τάκης Φίτσος, που βρισκόταν κλεισμένος σ’ αυτές τις φυλακές, είχε δολοφονηθεί. Τις μέρες εκείνες παλεύοντας για την απελευθέρωση όλων των κατουμένων κομμουνιστών, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε αυτή τη φωτογραφία του Τ. Φίτσου.

Μετά από επί­θε­ση της αστυ­νο­μί­ας κατά των κρα­του­μέ­νων λαϊ­κών αγω­νι­στών στις φυλα­κές Συγ­γρού, στα 1927, δια­δό­θη­κε πως ο Τάκης Φίτσος, που βρι­σκό­ταν κλει­σμέ­νος σ’ αυτές τις φυλα­κές, είχε δολο­φο­νη­θεί. Τις μέρες εκεί­νες παλεύ­ο­ντας για την απε­λευ­θέ­ρω­ση όλων των κρα­του­μέ­νων κομ­μου­νι­στών, ο Ριζο­σπά­στης δημο­σί­ευ­σε αυτή τη φωτο­γρα­φία του Τάκη Φίτσου.

Ο Τάκης (Δημή­τρης) Φίτσος (1904–1949) υπήρ­ξε εξέ­χου­σα μορ­φή της δημο­σιο­γρα­φί­ας και του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Στέ­λε­χος του ΚΚΕ και αγω­νι­στής της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, από το 1929 που τέθη­κε σε αφορ­μή το «ιδιώ­νυ­μο» μέχρι τη μέρα που έπε­σε νεκρός από τις σφαί­ρες ελλη­νι­κού εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος, ένιω­σε στο πετσί του τους διωγ­μούς, τα βασα­νι­στή­ρια, τις φυλα­κί­σεις και εκτο­πί­σεις της εξου­σί­ας του κεφα­λαί­ου όπως χιλιά­δες αγω­νι­στές του λαού. Στο Ριζο­σπά­στη εργά­στη­κε αρχι­κά ως συντά­κτης και στη συνέ­χεια έγι­νε αρχι­συ­ντά­κτης. Οι νεό­τε­ροι αλλά και οι παλιοί συνά­δελ­φοί του τον σέβο­νταν και τον εκτι­μού­σαν και πάντα προ­σέ­τρε­χαν σ’ αυτόν για τις συμ­βου­λές του.

Τον Απρί­λη του 1949, μετά από είκο­σι μέρες «δίκης», ο Τάκης Φίτσος κατα­δι­κά­ζε­ται σε θάνα­το από το έκτα­κτο στρα­το­δι­κείο της Χαλ­κί­δας, μαζί με τους  Γιάν­νη Χρι­στο­φο­ρί­δη, Δημή­τρη Βου­ρα­ζό­που­λο, Γιάν­νη Χάνο, Κατε­ρί­να Μελε­με­νή, Μαρία Λαφα­ζά­νη, Ευαν­θία Πατσα­λή και Αλί­κη Τσουκαλά.

Στην απο­λο­γία του θα πει: «Στη ζωή μου δεν έχω αγα­θο­ερ­γές πρά­ξεις. Αγω­νί­στη­κα για την υπό­θε­ση του ΚΚΕ. Για το θρί­αμ­βο του κομ­μου­νι­σμού. Για μια καλύ­τε­ρη ζωή του λαού μας».

Στις 16 του Απρί­λη οι μελ­λο­θά­να­τοι αγω­νι­στές οδη­γού­νται στον τόπο της εκτέ­λε­σης, στο χώρο ενός νεκρο­τα­φεί­ου. Όταν ο επι­κε­φα­λής του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος τον πλη­σί­α­σε και τον ρώτη­σε αν θέλει να του δέσουν τα μάτια ο Τάκης Φίτσος αρνή­θη­κε. Ήταν χαμο­γε­λα­στός και έμοια­ζε ατά­ρα­χος, σα να μην πλη­σί­α­ζε λες η στιγ­μή που, σε λίγα λεπτά, θα συνα­ντού­σε το θάνα­το. Και μ’ ένα χαμό­γε­λο τον συνά­ντη­σε και τον ταπείνωσε.

Λαμία, Οκτώβρης 1944. Ο Τάκης Φίτσος δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη.

Λαμία, Οκτώ­βρης 1944. Ο Τάκης Φίτσος δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη.

«Ο Τάκης Φίτσος δεν λύγι­σε ποτέ. Ούτε μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Το χαμό­γε­λο δεν χάθη­κε ποτέ από τα χεί­λη του. Κανέ­νας από τους παλιούς του φίλους και συνα­δέλ­φους δεν τον θυμά­ται πικρα­μέ­νο και απαι­σιό­δο­ξο. Μια μόνο φορά τον είδαν λυπη­μέ­νο και βουρ­κω­μέ­νο. Κατά­λα­βαν ότι κάτι το συγκλο­νι­στι­κό συνέ­βαι­νε, όχι τόσο σ’ αυτόν τον ίδιο, μα στο κίνη­μα. Και πράγ­μα­τι, έτσι ήταν. Ήταν τότε που έμα­θε το χαμό του πρω­το­κα­πε­τά­νιου του ΕΛΑΣ, του συνα­γω­νι­στή του, συμπα­τριώ­τη και παι­δι­κού του φίλου, του θρυ­λι­κού Άρη Βελουχιώτη.»

Τάσος Δημου­λάς, Ριζο­σπά­στης, 21/9/1974

Την εκτέ­λε­ση του Τάκη Φίτσου παρα­κο­λού­θη­σε ένας νεα­ρός δημο­σιο­γρά­φος που μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα περιέ­γρα­ψε σε κύκλο φίλων του. Η συγκλο­νι­στι­κή αυτή μαρ­τυ­ρία κατα­γρά­φη­κε στο Ριζο­σπά­στη της 21 Σεπτέμ­βρη 1974, σε αφιέ­ρω­μα που υπέ­γρα­φε ο Τάσος Δημουλάς.

***

«Καθό­μουν, νεα­ρού­λης τότε δημο­σιο­γρά­φος, βλέ­πο­ντας έκπλη­κτος να κατε­βά­ζουν απ’ το καμιό­νι μερι­κούς ανθρώ­πους με τις χει­ρο­πέ­δες στα χέρια και να τους στή­νουν στη σει­ρά. Ο Τάκης Φίτσος, ο κοντού­λης και ευθυ­τε­νής αυτός άντρας, περ­πα­τού­σε με βήμα στα­θε­ρό που μού­κα­νε τρο­με­ρή εντύ­πω­ση. Πήγε και στά­θη­κε στη γραμ­μή στη­τός. Πριν σηκώ­σουν τα όπλα οι άντρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος ο επι­κε­φα­λής τους ρώτη­σε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Εκεί­νοι μ’ ένα νεύ­μα αρνή­θη­καν. Τα μάτια τα δικά μου είχαν καρ­φω­θεί πάνω στον ατά­ρα­χο και γαλή­νιο Φίτσο. Το αίμα είχε παγώ­σει στις φλέ­βες μου. Τον παρα­τη­ρού­σα με δέος, εμβρό­ντη­τος. Δεν μπο­ρού­σα να κατα­λά­βω τι ήταν εκεί­νο που έκα­νε αυτόν τον άνθρω­πο να αντι­με­τω­πί­ζει το χάρο με τόση ψυχραι­μία, με ατα­ρα­ξία, σχε­δόν με αδιαφορία…

Φαί­νε­ται ότι καθώς είχα τα βλέμ­μα­τά μου στραμ­μέ­να πάνω του, κατά­λα­βε τις σκέ­ψεις μου που χορο­πη­δού­σαν μέσα στο ταραγ­μέ­νο από τη συγκί­νη­ση, το φόβο και τον θαυ­μα­σμό μου, γι’ αυτόν τον άνθρω­πο, μυα­λό μου. Γι’ αυτό τον άνθρω­πο πού­χε αιχ­μα­λω­τί­σει τη σκέ­ψη μου. Και κει που βασί­λευε η ησυ­χία, η νεκρι­κή γαλή­νη, τον άκου­σα να μου λέει:

«Νεα­ρέ, σε βλέ­πω να κρα­τάς μολύ­βι και μπλοκ. Σίγου­ρα θα είσαι συνά­δελ­φος και θέλεις να περι­γρά­ψεις την εκτέ­λε­σή μας. Και γω το ίδιο είμαι, μού­πε με στα­θε­ρή φωνή. Είμαι δημο­σιο­γρά­φος του Ριζο­σπά­στη. Είμαι κομ­μου­νι­στής και χωρίς καμιά κατη­γο­ρία και χωρίς κανέ­να απο­δει­κτι­κό στοι­χείο μας στή­νουν στον τοί­χο για να μας εκτε­λέ­σουν. Θα απο­ρείς, ίσως, για­τίμ­κρα­τά­με αυτή τη στά­ση. Μην απο­ρείς καλέ μου φίλε. Εμείς, όλοι οι κομ­μου­νι­στές, δε φοβη­θή­κα­με ποτέ το θάνα­το, όπως δε φοβη­θή­κα­με ποτέ και τη ζωή. Το αθώο αίμα, το δικό μας, θα ποτί­σει το δέντρο της λευ­τε­ριάς. Η λευ­τε­ριά θέλει, όπως βλέ­πεις, αίμα. Γλι­τώ­σα­με από τους Γερ­μα­νούς και σκο­τω­νό­μα­στε από Έλληνες.»

Τον κοί­τα­ζα αυτόν τον άνθρω­πο με τα έξυ­πνα μάτια και δεν τον χόρ­ται­να. Φορού­σε μια ατσα­λά­κω­τη μπλε καμπαρ­ντί­να. Τον κοί­τα­ζα τον αεί­μνη­στο Τάκη Φίτσο, αυτόν τον ατσα­λέ­νιο άνθρω­πο με το μικρό ανά­στη­μα και τον απο­θαύ­μα­ζα. Μου φαι­νό­ταν σωστός γίγας. Κομ­μου­νι­στής δεν υπήρ­ξα ποτέ μου. Όμως, σαν περ­νού­σαν τα χρό­νια κι οπό­ταν έρχο­νταν στο νου μου οι τρο­με­ρές σκη­νές του θανά­του του Τάκη Φίτσου και των συνα­γω­νι­στών του, πάνατ ανα­ρω­τιό­μουν από τι πάστα είναι καμω­μέ­νοι αυτοί οι άνθρωποι…

Ελά­χι­στα ποι­ή­μα­τα του Κώστα Βάρ­να­λη ανα­φέ­ρο­νται σε πρό­σω­πα. Ένα από αυτά είναι αφιε­ρω­μέ­νο στον Τάκη Φίτσο:

Τάκης (Δημήτρης) Φίτσος (1904-1949)

Τάκης (Δημή­τρης) Φίτσος (1904–1949)

Τάκης Φίτσος

Με το πικρό χαμό­γε­λο και τα σφιγ­μέ­να χείλη
βου­βά τον ίσκιο σου έλιω­νες στην πολι­τεία των τάφων.
Εδώ σε θάβουν ζωντα­νόν αν θέλεις να ’σαι τίμιος.
Παι­δί σε χτί­σαν, γέρα­σες χωρίς στα­λιά να ζήσεις.

Μήνες και χρό­νια μέτρα­γες, δεκά­χρο­να κατόπι,
κι όλο η πηγά­δα βάθαι­νε κι αψή­λω­νεν ο τοίχος,
παρη­γο­ριά και μάθη­μα φτω­χο­λα­ού δεμένου.
Και μιαν αυγή ανοι­ξιά­τι­κην, που ανά­κρα­ζεν αγάπη,

τρυ­φε­ρά σ’ αγκα­λιά­σα­νε οι αδερ­φο­μά­χοι αγγέλοι
και σε φορ­τώ­σα­νε. Κανείς δεν άκου­σε τα βόλια.
Και τώρα, μέσα στο σωρό τα κόκα­λα, μην ψάχνεις
να ξεχω­ρί­σεις τα δικά σου: είν’ όλα καθενού!

Όχι συμπό­νια, κλά­μα, οργή. Ντρο­πή σου, μάνα Ελλάδα!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ένα πλή­θος σκη­νές δια­δρα­μα­τί­ζο­νταν με κινη­μα­το­γρα­φι­κή ταχύ­τη­τα. Στιγ­μές γεμά­τες αίμα, συγκί­νη­ση, δέος και θαυ­μα­σμό. Σε μια απ’ αυτές, που μετριού­νται πια με το λεπτο­δεί­κτη, μούπε:

«Άκου­σε φίλε μου, η ζωή είναι μια μεγά­λη, πολυ­κύ­μα­ντη στιγ­μή, ο θάνα­τος μια μικρή στιγ­μή. Αν σ’ αυτές τις στιγ­μές στα­θείς άνθρω­πος, στα­θείς όρθιος, κερ­δί­ζεις την εκτί­μη­ση των συναν­θρώ­πων σου. Κι αυτό είναι μεγά­λη υπόθεση…»

Ύστε­ρα, ευθύς αμέ­σως μούπε:

«Τη βλέ­πεις τού­τη την καμπαρ­ντί­να που φοράω; Είναι και­νούρ­για. Είναι κρί­μα να την πάρω μαζί και να τη φάει το χώμα. Κάνε μου τη χάρη να τη δεχτείς και να τη φοράς για να με θυμά­σαι. Νομί­ζω ότι θα σου πηγαίνει».

Τη δέχτη­κα την καμπαρ­ντί­να του Τάκη. Και τη φόρε­σα. Ήταν η τελευ­ταία επι­θυ­μία και τα τελευ­ταία λόγια του υπέ­ρο­χου αυτού ανθρώ­που, συνα­δέλ­φου και αγω­νι­στή. Ύστε­ρα από λίγο μια ομο­βρο­ντία σφρά­γι­σε μια για πάντα τη ζωή του Τάκη Φίτσου και των συντρό­φων του.

***

Είπαν για τον Τάκη Φίτσο

«Βαθιές και μακρι­νές οι αγω­νι­στι­κές ρίζες του Τάκη Φίτσου μέσα στο λαϊ­κό, το αντι­φα­σι­στι­κό κίνη­μα. Είναι από τους πρώ­τους που δού­λε­ψε συστη­μα­τι­κά το εργα­τι­κό ρεπορ­τάζ κι ένας από τους λίγους, που με προ­σπά­θειες άοκνες παρου­σί­α­ζε τότε στην εφη­με­ρί­δα τους αγώ­νες των εργα­ζο­μέ­νων» (Νίκος Καρα­ντη­νός)

«Μικρό­σω­μος, ασκη­τι­κός, κάτι­σχνος, σεμνός, αθό­ρυ­βος, αλλά πάντα αει­κί­νη­τος, αγα­πού­σε και βοη­θού­σε τους νέους δημο­σιο­γρά­φους» (Συνά­δελ­φός του στο Ριζοσπάστη)

«Ο Τάκης είναι ένα σύμ­βο­λο και μια πορεία… Όταν μπή­κε στη φυλα­κή της Αίγι­νας μαθαί­νουν πως σε λίγο μπαί­νει στην αχτί­να ο Τάκης Φίτσος. Δια­κό­σιοι άνθρω­ποι στρι­μώ­χνο­νται στην κιγκλί­δα. Κι όσοι τον ξέρα­νε κι όσοι δεν τον ξέρα­νε… Όλοι σε μια φωνή, με σεβα­σμό, προ­φέ­ρα­νε το όνο­μά του: Ο Τάκης, ο Τάκης Φίτσος…» (Βάσος Γεωρ­γί­ου)

«Έγρα­φε, όσο ψηλά κι αν έφτα­σε, τα φαρ­μα­κεία, όπως θα έγρα­φε το κύριο άρθρο… Σα νάταν μαθη­τευό­με­νος συντά­κτης, πιστεύ­ο­ντας πως υπη­ρε­τεί το ίδιο τη δημο­σιο­γρα­φία, για­τί ποτέ δεν υπήρ­ξε βεντέ­τα» (Πανα­γιώ­της Πατρίκιος)

«Ο Φίτσος στά­θη­κε ως το τέλος της ζωής του πιστός στην τάξη του, υπό­δειγ­μα κομ­μου­νι­στή και δημο­σιο­γρά­φου. (…) μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ο θεμε­λιω­τής και μάστο­ρας του επα­να­στα­τι­κού, του κομ­μα­τι­κού ρεπορ­τάζ στο Ριζο­σπά­στη» (Σταύ­ρος Ζορμπαλάς)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο