Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«To τελευταίο σημείωμα» στη Γερμανία

Η ται­νία του Π. Βούλ­γα­ρη για την εκτέ­λε­ση 200 φυλα­κι­σμέ­νων στο σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής από τους ναζί παρου­σιά­στη­κε στο Μου­σείο Κινη­μα­το­γρά­φου του Ντί­σελ­ντορφ. Μια ιδιαί­τε­ρη προ­βο­λή μπρο­στά σε ελλη­νο­γερ­μα­νι­κό κοινό.

Δεύ­τε­ρος Παγκό­σμιος Πόλε­μος, ναζι­στι­κά εγκλή­μα­τα, κατο­χή, αντί­στα­ση. Η ιστο­ρία ως εφαλ­τή­ριο για την κινη­μα­το­γρα­φι­κή μυθο­πλα­σία δεν είναι κάτι νέο για τον Παντε­λή Βούλ­γα­ρη. «Το τελευ­ταίο σημεί­ω­μα» προ­στέ­θη­κε πέρυ­σι σε μια σει­ρά ιστο­ρι­κών ται­νιών του σημα­ντι­κού Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη, ο οποί­ος βρέ­θη­κε την περα­σμέ­νη Πέμ­πτη στο Ντί­σελ­ντορφ για να το παρου­σιά­σει στο ελλη­νο­γερ­μα­νι­κό κοι­νό στο πλαί­σιο της ελλη­νι­κής ται­νιο­θή­κης, που εγκαι­νί­α­σε το Μου­σείο Κινη­μα­το­γρά­φου της πόλης. Μια ιδιαί­τε­ρη προ­βο­λή και για τον ίδιο τον Π. Βούλ­γα­ρη, όπως είπε σε συνέ­ντευ­ξή του προς τη DW, δεδο­μέ­νου ότι η ται­νία εστιά­ζει στα γεγο­νό­τα της ναζι­στι­κής κατο­χής στην Ελλά­δα. Ένα κεφά­λαιο της κοι­νής ευρω­παϊ­κής ιστο­ρί­ας που όσο κι αν έχει τύχει επε­ξερ­γα­σί­ας, συνε­χί­ζει να προ­κα­λεί έντο­να συναι­σθή­μα­τα, όπως φάνη­κε από τις αντι­δρά­σεις του κοι­νού στο Ντίσελντορφ.

Η ανθρώπινη φύση και το βάρος των επιλογών

Η ται­νία αφη­γεί­ται την ιστο­ρία του Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη (Ανδρέ­ας Κων­στα­ντί­νου), ενός φυλα­κι­σμέ­νου κομ­μου­νι­στή στο στρα­τό­πε­δο Χαϊ­δα­ρί­ου, ο οποί­ος εξα­να­γκά­ζε­ται να εκτε­λεί χρέη διερ­μη­νέα για λογα­ρια­σμό του διοι­κη­τή των SS Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χένι­κε). Ο Φίσερ κατά έναν παρά­δο­ξο τρό­πο τρέ­φει ιδιαί­τε­ρη συμπά­θεια προς τον Έλλη­να κρα­τού­με­νο. Όταν κορυ­φώ­νε­ται η πλο­κή, με την ανα­κοί­νω­ση της εκτέ­λε­σης των 200 φυλα­κι­σμέ­νων την Πρω­το­μα­γιά του 44 ως αντί­ποι­να για τη δολο­φο­νία ενός ναζί αξιω­μα­τι­κού στη Λακω­νία, ο Φίσερ προ­τεί­νει στον Ναπο­λέ­ο­ντα να του χαρί­σει τη ζωή και να στεί­λει αντ´ αυτού για εκτέ­λε­ση στο σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής έναν συγκρα­τού­με­νό του. Ο Ναπο­λέ­ο­ντας αρνεί­ται και πέφτει ηρω­ι­κά στο από­σπα­σμα στο πλευ­ρό των συντρό­φων του.

«Τα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα που ανα­φέ­ρο­νται κυρί­ως από τη στιγ­μή της από­φα­σης να εκτε­λε­στούν οι 200 της Και­σα­ρια­νής, βασί­ζο­νται σε ένα μονα­δι­κό βιβλίο του Αντώ­νη Φλού­τζη, ενός για­τρού της φυλα­κής του Χαϊ­δα­ρί­ου, που ήταν επί­σης από το 1936 εκεί κρα­τού­με­νος. Ήταν ένας μονα­δι­κός οδη­γός για­τί κάλυ­πτε όλες τις ανα­φο­ρές, τις πλη­ρο­φο­ρί­ες και την ατμό­σφαι­ρα στις φυλα­κές. Για τον Γερ­μα­νό οι πλη­ρο­φο­ρί­ες ήταν ελά­χι­στες. Από εκεί και πέρα λοι­πόν είναι επι­λο­γή της μυθο­πλα­σί­ας να στη­ρί­ξει αυτόν τον συν­δυα­σμό του ιστο­ρι­κού γεγο­νό­τος και της φαντα­σί­ας», ανα­φέ­ρει στη DW o Παντε­λής Βούλγαρης.

Ένα δύσκο­λο εγχεί­ρη­μα, μιας και όπως μας λέει ο σκη­νο­θέ­της, χρειά­στη­κε πολύ χρό­νο και φαντα­σία για να ανα­συν­θέ­σει την ιστο­ρία και το ήθος των πρω­τα­γω­νι­στών, του Σου­κα­τζί­δη που επι­λέ­γει τελι­κά τον θάνα­το για να ζήσει ως την τελευ­ταία στιγ­μή με αξιο­πρέ­πεια, και του Φίσερ, που επι­λέ­γει την τυφλή υπο­τα­γή στο παρά­λο­γο καθή­κον που επι­τάσ­σει ο Φύρερ, παρά τις εκλάμ­ψεις ανθρω­πιάς που μπο­ρεί να νιώ­θει. Όπως λέει ο σκη­νο­θέ­της: «Σε αυτού του είδους τις ται­νί­ες περ­νά­ει αρκε­τός χρό­νος μέχρι να εξα­ντλή­σεις ό,τι στοι­χείο έχει περά­σει σε βιβλία, στον τύπο. Μπαί­νεις μέσα στην επο­χή με αφορ­μή το πρό­σω­πο. Με αφορ­μή ένα γεγο­νός πρέ­πει να καλύ­ψεις το ήθος μια επο­χής». Μιας επο­χής που απέ­χει αρκε­τά από το σήμε­ρα, η οποία όμως συνε­χί­ζει να ρίχνει ακό­μη την σκιά της και να προ­κα­λεί ανα­στο­χα­σμό κάθε τόσο με αφορ­μή την άνο­δο της ακρο­δε­ξιάς και πάλι στην Ευρώ­πη, από την Χρυ­σή Αυγή στην Ελλά­δα μέχρι τους υπο­στη­ρι­κτές του AfD και της Pegida στη Γερμανία.

Το παρελθόν που φωτίζει το μέλλον

Αλλά πώς εισπράτ­τει το γερ­μα­νι­κό κοι­νό μια τέτοια ται­νία; Και για­τί το Μου­σείο Κινη­μα­το­γρά­φου του Ντί­σελ­ντορφ επέ­λε­ξε τη συγκε­κρι­μέ­νη ται­νία; O διευ­θυ­ντής του Μου­σεί­ου Μπερντ Ντέ­σι­γκερ απα­ντά: «Είναι για μας μια θαρ­ρα­λέα επι­λο­γή να ξεκι­νή­σου­με αυτή τη σει­ρά προ­βο­λών με μια τέτοια ται­νία. Μπο­ρεί βέβαια κάποιος να περί­με­νε ότι θα δεί­χνα­με ένα πιο ανά­λα­φρο έργο, για παρά­δειγ­μα με εικό­νες από ελλη­νι­κά νησιά. Εμείς γνω­ρί­ζου­με ότι είναι κάπως τολ­μη­ρή η επι­λο­γή μας, αλλά για εμάς απο­τε­λεί μια πρώ­τη ειλι­κρι­νή προ­σπά­θεια να απο­τυ­πώ­σου­με το συνο­λι­κό κινη­μα­το­γρα­φι­κό τοπίο και την ιστο­ρία της χώρας». Μάλι­στα, όπως λέει ο ίδιος, η ται­νία του Βούλ­γα­ρη είναι ιδιαί­τε­ρη για­τί εστιά­ζει στον βαθύ­τε­ρο ψυχι­σμό των ηρώ­ων και στα υπαρ­ξια­κά εν τέλει ζητή­μα­τα που τους θέτουν ενώ­πιον της συνεί­δη­σής τους και της ιστο­ρί­ας. «Αυτό που βρή­κα ενδια­φέ­ρον είναι το ότι παρά την απε­χθή κατά­στα­ση στην οποία βρί­σκο­νταν οι πρω­τα­γω­νι­στές δεν παρου­σιά­ζο­νται τα πράγ­μα­τα απλώς με άσπρο ή μαύ­ρο. Στην ται­νία βλέ­που­με ανθρώ­πους και από τις δύο πλευ­ρές να εξω­θού­νται να κάνουν πράγ­μα­τα, που προ­φα­νώς κάποιοι δυστυ­χώς θέλουν και τα κάνουν και κάποιοι όχι. Και είναι επί­σης ενδια­φέ­ρον ότι η ται­νία δεί­χνει ότι ακό­μη και υπό αυτές τις συν­θή­κες, μπο­ρεί να υπάρ­ξει ανθρω­πιά», λέει ο Μπερντ Ντέσιγκερ.

Η ται­νία αφή­νει μεγά­λο περι­θώ­ριο για προ­σεγ­γί­σεις και ερμη­νεί­ες της στά­σης των βασι­κών πρω­τα­γω­νι­στών. Και σίγου­ρα είναι μια ται­νία που αξί­ζει να δει κανείς σήμε­ρα, μιας και ανα­πό­φευ­κτα γίνο­νται συνειρ­μοί με την σημε­ρι­νή κατά­στα­ση στη γηραιά ήπει­ρο και όχι μόνο. «Σίγου­ρα η ται­νία απο­κα­λύ­πτει αυτό που τώρα εμφα­νί­ζε­ται στην τηλε­ό­ρα­ση», λέει ο Π. Βούλ­γα­ρης. «Να αλλά­ξει τη ροή των πραγ­μά­των μια κινη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία το θεω­ρώ ουτο­πι­κό. Αλλά σίγου­ρα για τους νέους ανθρώ­πους μπο­ρεί να είναι μια αφορ­μή να σκε­φτούν πιο σοβα­ρά αυτές τις επι­λο­γές». Ο ίδιος θέλη­σε ακό­μη στο τέλος της συνέ­ντευ­ξης να μιλή­σει και για τη Deutsche Welle και τον ιστο­ρι­κό ρόλο που δια­δρα­μά­τι­σε σε μια άλλη χαλε­πή περί­ο­δο της μετα­πο­λε­μι­κής ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας, την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας σημειώ­νο­ντας: «Η φωνή της Deutsche Welle την επο­χή της δικτα­το­ρί­ας ήταν μια συντρο­φιά, μια παρη­γο­ριά, ένα ανοι­χτό παρά­θυ­ρο στον κόσμο. Όσοι μεί­να­με στην Ελλά­δα και ζήσα­με αυτή την περί­ο­δο της χρω­στά­με πολ­λά. Χρω­στά­με πολ­λά στους ανθρώ­πους που μας άνοι­γαν μια ελπίδα».

Deutsche Welle  / Δήμη­τρα Κυρανούδη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο