Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Καρναβάλια» μετά τη Βάρκιζα

Η περιφορά της «γκαμήλας», κατά τον 19ο αι. (Πηγή φωτογραφίας: mikros-romios.gr)

Η περι­φο­ρά της «γκα­μή­λας», κατά τον 19ο αι.
(Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: mikros-romios.gr)

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 6. ΑΠΟΚΡΙΕΣ, τα «καρ­να­βά­λια»

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η πένα του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα ήταν προ­έ­κτα­ση της «ανή­συ­χης» ματιάς του. Ας πέρ­να­γε ο αγώ­νας μπου­νά­τσες ή μπο­φό­ρια, ο ποι­η­τής, όπου κι αν βρι­σκό­ταν κατέ­γρα­φε τις ποι­κί­λες εκφάν­σεις της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, ξετρυ­πώ­νο­ντας την ελπί­δα που ζωντα­νεύ­ει εκεί που η ζωή αγω­νιά ν’ ανθί­σει. Οι ανα­γνώ­στες του Κοτζιού­λα ήταν άλλω­στε, κατά κανό­να, μαχη­τές της ζωής και του ονεί­ρου· γι’ αυτούς έγρα­φε και μ’ αυτούς συμπο­ρεύ­τη­κε ο ίδιος.

Το 1945 ο Γ. Κοτζιού­λας φτά­νει στη Θεσ­σα­λία και συγκε­κρι­μέ­να στην Τσα­ρι­τσά­νη. Εκεί θα γρά­ψει το κεί­με­νο που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, το 6ο της σει­ράς με τον τίτλο: «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα». Πρό­κει­ται για κεί­με­νο ανέκ­δο­το που το παρου­σιά­ζου­με για πρώ­τη φορά από το περιο­δι­κό μας. Αν και ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ανα­φέ­ρει ποια χρο­νιά και σε ποιον τόπο δια­δρα­μα­τί­στη­καν τα όσα μας περι­γρά­φει, δίνει στον ανα­γνώ­στη στοι­χεία για να βγά­λει μόνος του συμπέρασμα.

Το έθι­μο της «γκα­μή­λας» που η εμφά­νι­σή του χάνε­ται στα βάθη του χρό­νου (με κατα­γε­γραμ­μέ­νες ανα­φο­ρές σε διά­φο­ρες περιο­χές της Ελλά­δας από τον 19ο αιώ­να), λάμ­βα­νε χώρα τις δύο Κυρια­κές της απο­κριάς, της Κρε­α­τι­νής και της Τυρο­φά­γου, πριν το άνοιγ­μα της μεγά­λης σαρα­κο­στής. Δεν χρειά­ζε­ται να προ­σθέ­σου­με κάτι στην περι­γρα­φή της απο­κριά­τι­κης μεταμ­φί­ε­σης μιας και δίνε­ται με εύγλωτ­το τρό­πο στο κεί­με­νο. Θα ξεχω­ρί­σου­με όμως δυο σημεία που κατά τη γνώ­μη μας δίνουν το περί­γραμ­μα της χρο­νι­κής στιγ­μής που εκτυ­λίσ­σο­νται τα περι­γρα­φό­με­να. Η ανα­φο­ρά του συγ­γρα­φέα στους «Ινδούς», καθώς και στο «έρχε­ται έρχε­ται –σύν­θη­μα των βασι­λο­φρό­νων», οδη­γούν στο συμπέ­ρα­σμα ότι πρό­κει­ται για τις Από­κριες του 1945, λίγες βδο­μά­δες μετά τη συμ­φω­νία της Βάρκιζας.

Οι Άγγλοι χρη­σι­μο­ποί­η­σαν στις μάχες της Αθή­νας με τον ΕΛΑΣ (τον Δεκέμ­βρη του 1944, που κρά­τη­σαν 33 μέρες) την 5η Ινδι­κή Ταξιαρ­χία. Συνή­θι­ζαν άλλω­στε να χρη­σι­μο­ποιούν στις πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις τους ινδι­κά αποι­κια­κά στρα­τεύ­μα­τα, επει­δή απαρ­τί­ζο­νταν από σκλη­ρο­τρά­χη­λους και εξαι­ρε­τι­κά αφο­σιω­μέ­νους στην απο­στο­λή τους πολε­μι­στές (περισ­σό­τε­ρα μπο­ρεί­τε να δεί­τε εδώ). Το δε σκού­ρο χρώ­μα του δέρ­μα­τός τους έκα­νε τον λαό της Αθή­νας (που δεν γνώ­ρι­ζε την προ­έ­λευ­σή τους) να τους απο­κα­λεί «αρα­πά­δες» («αρά­πη­δες» τους απο­κα­λεί εδώ  ο Κοτζιού­λας ‑όπως και σε άλλο κεί­με­νό του- και «μαύ­ρους»).

Η συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας υπο­γρά­φτη­κε στις 12 Φλε­βά­ρη του 1945 και όρι­ζε τη διά­λυ­ση του ΕΛΑΣ και την παρά­δο­ση του οπλι­σμού του, ενώ δέσμευε την κυβέρ­νη­ση Πλα­στή­ρα, μετα­ξύ άλλων, να προ­χω­ρή­σει στη διε­νέρ­γεια εκλο­γών και στη συνέ­χεια δημο­ψη­φί­σμα­τος για το πολι­τεια­κό ζήτη­μα. Το «έρχε­ται-έρχε­ται» που ανα­φέ­ρει ο Γ. Κοτζιού­λας ήταν η επω­δός στα χεί­λη των οπα­δών του Γεωρ­γί­ου Β΄ και αν κρί­νου­με από τη συμπε­ρι­φο­ρά του κόσμου μπρο­στά στον ταλαί­πω­ρο… βασι­λό­φρο­να γαϊ­δα­ρά­κο, ο “βασι­λεύς των Ελλή­νων” …δεν ήταν ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τός στο λαό «του»… Τι επα­κο­λού­θη­σε της συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας είναι βέβαια γνωστό…

Αετόπουλα. Από εικονογράφηση του περιοδικού “Πυρσός” («Δίμηνο εικονογραφημένο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό»), τ. 5/1961. (Πηγή εικόνας: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας)

Αετό­που­λα. Από εικο­νο­γρά­φη­ση του περιο­δι­κού “Πυρ­σός” («Δίμη­νο εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο εκπο­λι­τι­στι­κό μορ­φω­τι­κό περιο­δι­κό»), τ. 5/1961.
(Πηγή εικό­νας: Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστορίας)

ΑΠΟΚΡΙΕΣ
τα «καρ­να­βά­λια»

Απ’ το πρωί της Κυρια­κής τα μικρά άρχι­σαν να φκιά­νουν προ­σω­πί­δες. Έβρι­σκαν χαρ­τό­νια, τους άνοι­γαν μάτια, στό­μα κι έβα­ναν τους μεγά­λους να ζωρα­φί­σουν με κάρ­βου­νο ή μολύ­βι φρύ­δια, μου­στά­κια. Έπει­τα έδε­ναν από­να σκοι­νί και τη φορού­σαν. Αμέ­σως άρχι­ζαν «ντα, ντα» να φοβε­ρί­ζουν τους μεγά­λους. Έπει­τα έβγαι­ναν στο δρό­μο, στο στε­νό του σπι­τιού, να τους ιδούν κι άλλοι. Μερι­κά παι­διά φορού­σαν μακρου­λά χωνιά στο κεφά­λι από χαρ­τιά παρ­δα­λά, φιο­ρι­τού­ρες. Τα κορί­τσια φορού­σαν άσπρα μετα­ξω­τά, με φλου­ριά στο μέτω­πο, σα χανου­μά­κια. Μερι­κά τέλος είχαν γανω­θεί, είχαν γίνει μαύ­ρα σαν αρά­πη­δες, άλλα­ξαν και τα ρού­χα, και γυρ­νού­σαν στους δρό­μους, με ξύλα στα χέρια. Ένα φορού­σε μου­τσού­να με μάτια μεγά­λα γιά­λι­να (αερο­πό­ρου) και σαν προ­βο­σκί­δα μπρο­στά. Μια μάνα κοντή, μαυ­ρο­φό­ρα, φτω­χιά, γνώ­ρι­σε το παι­δί της. Του τρά­βη­ξε το τού­λι κι απο­δεί­χτη­κε κατα­μαυ­ρι­σμέ­νο. «Τι χάλια είν’ αυτά, πωπώ!» άρχι­σε να ξεφω­νί­ζει. Του έβα­νε σάλια για να το ξεπλύ­νει. Εκεί­νο έκα­με πέρα γελώ­ντας. Πλη­σί­α­σαν και τους μαύ­ρους στ’ αυτο­κί­νη­τα. Εκεί­νοι γελού­σαν με τους ψευ­το-μαύ­ρους. Ίσως στην πατρί­δα τους να μασκα­ρεύ­ο­νται… άσπροι. Τ’ από­γευ­μα βγή­κε κι η γκα­μή­λα. Είταν δυο τερά­στια σαγό­νια αλο­γι­νά, με τα δόντια τους ακέ­ρια, βαμέ­να κόκι­να, μ’ ένα λαγο­τό­μα­ρο απ’ το πάνω μέρος, σκε­πα­σμέ­να απ’ το λαι­μό και πίσω μ’ αντί­σκη­νο, κάτω απ’ το οποίο υπήρ­χαν δυο μαντρά­χα­λοι, ο ένας πίσω κι ο άλλος μπρο­στά. Φαί­νο­νταν τα πόδια τους, τα παπού­τσια. Κάπως έκα­ναν κι ανοι­γό­κλει­ναν τις μασέ­λες, είταν κωμι­κό. Κυνη­γού­σαν όποιον θέλαν, χιμώ­ντας να τον φαν. Κυνή­γη­σαν πολ­λές παρέ­ες κορι­τσιών. Ξεφώ­νι­ζαν, φεύ­γαν. Έκα­νε η γκα­μή­λα πολ­λή φασα­ρία μες στην πλα­τεία, όπου είχαν βγει όλα τα κορί­τσια (πριν απ’ τον πόλε­μο δε βγαί­ναν). Η επα­νά­λη­ψη είταν ενο­χλη­τι­κή. Οι ηλι­κιω­μέ­νοι σκύ­βα­νε, φεύ­γαν να γλυ­τώ­σουν. Στο τέλος επή­γαν και κοντά στους Ινδούς. Η γκα­μή­λα ορμού­σε πάνω τους, αδιά­κρι­τα. Εκεί­νοι φεύ­γαν. Ακό­μη κι ο σκο­πός με το όπλο του οπι­σθο­χώ­ρη­σε. Άμα παρά­γι­νε όμως, άπλω­σαν τα χέρια τους κι απο­κά­λυ­ψαν τον άνθρω­πο. Ύστε­ρα πέρα­σαν και δυο μασκα­ρά­δες μ’ ένα γάι­δα­ρο που είχε γραμ­μέ­νο στη ράχη του έρχε­ται έρχε­ται –σύν­θη­μα των βασι­λο­φρό­νων. Όλοι γελού­σαν. Τον έδερ­ναν το γάι­δα­ρο. Τον ξανα­πέ­ρα­σαν καβά­λα, κάλ­πα­ζε ο δύστυ­χος, τι να κάμει. Και τού­βα­ναν πρό­γκα ο κόσμος…

Γ. Κοτζιού­λας

Για τον ΓΙΩΡΓΟ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ και τη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα»

kotzioulas31Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό είναι, ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποι­η­τής. Στο μεγά­λο σε όγκο και αξία έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και κεί­με­νά του (χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α.) που δημο­σιεύ­τη­καν σε έναν μεγά­λο –επί­σης- αριθ­μό εντύ­πων που κυκλο­φο­ρού­σαν σε διά­φο­ρες περιο­χές της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, άλλο­τε με την υπο­γρα­φή του και άλλο­τε με ψευ­δώ­νυ­μο που, συχνά και αυτό, από έντυ­πο σε έντυ­πο, ήταν διαφορετικό.

Τα κεί­με­νά του που παρου­σιά­ζου­με από το ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα» γρά­φτη­καν την περί­ο­δο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φέ­ρει στο χαρ­τί εικό­νες μιας σκλη­ρής επο­χής, περι­γρά­φει στιγ­μές ηρω­ι­σμού, αλλά και σκη­νές τρα­γι­κές, από αυτές που ακο­λού­θη­σαν την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμ­με­τεί­χε στην Αντί­στα­ση ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, ενώ ήταν ο δημιουρ­γός και η «ψυχή» της Λαϊ­κής Σκη­νής (θέα­τρο στα βου­νά) της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ.

Τα ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να, από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα, μας παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχείου.

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι, αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε και έγρα­ψε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Για την εργο­βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα πατή­στε ΕΔΩ.

Τα κεί­με­να που προη­γή­θη­καν, με τη σει­ρά που δημο­σιεύ­τη­καν (δεί­τε τα «πατώ­ντας» στους τίτλους):

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 1. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 2. ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΡΟ

Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα ― 3. ΕΓΓΛΕΖΟΙ

4. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας στο Β΄ Παν­θεσ­σα­λι­κό Συνέ­δριο του ΕΑΜ

5. Η Τιτί­κα ζει

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο