Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πού είναι η μάνα σου μωρή

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

-Πού είναι η μάνα σου μωρή;

Αυτή είναι η πρώ­τη φρά­ση στο ομώ­νυ­μο βιβλίο της Δήμη­τρας Πέτρου­λα, που βλέ­πει τους παλι­κα­ρά­δες του Εθνι­κού Στρα­τού (με μπό­λι­κα εισα­γω­γι­κά στην παρα­πά­νω φρά­ση, για να χωρέ­σουν τις λέξεις στη σωστή τους διά­στα­ση) να ετοι­μά­ζο­νται να ξεκλη­ρί­σουν την οικο­γέ­νειά της και να αφή­σουν μόνο ένα τρί­χρο­νο παι­δί, ορφα­νό δίπλα στα πτώ­μα­τα των δικών του.

Πόσο ήρε­μα κι ανέ­με­λα μπο­ρεί να ήταν τα παι­δι­κά χρό­νια αυτού του κορι­τσιού, όταν η πρώ­τη ανά­μνη­ση της ζωής του ήταν η εκτέ­λε­ση της μάνας του, των αδερ­φιών, ακό­μα και του σκυ­λιού που είχε η οικο­γέ­νεια; Και πόσο εύκο­λη μπο­ρεί να ήταν η συνέ­χεια για ένα γόνο στα­μπα­ρι­σμέ­νης οικο­γέ­νειας κομ­μου­νι­στών, από ένα σόι που δε στα­μά­τη­σε στιγ­μή να δίνει το αίμα του στους λαϊ­κούς αγώ­νες και το κίνη­μα (με πιο γνω­στή περί­πτω­ση ασφα­λώς τον Σωτή­ρη Πέτρου­λα, είκο­σι χρό­νια αργό­τε­ρα, που συνέ­δε­σε τη θυσία του με τα Ιουλιανά);

Κι αν οι ματο­βαμ­μέ­νες λέξεις μπή­καν με κόπο στο χαρ­τί, για να κρα­τή­σουν ζωντα­νή τη μνή­μη, πόσο εύκο­λο είναι να απο­δο­θεί επί σκη­νής αυτή η ιστο­ρία και να ενσαρ­κώ­σει ένας ρόλος τα συναι­σθή­μα­τα της ηρω­ί­δας; Αν η ίδια η Πέτρου­λα χρειά­στη­κε κοντά σαρά­ντα χρό­νια, για να βρει το κου­ρά­γιο να ξανα­πα­τή­σει το πόδι της σε αυτά τα μέρη, τα χωριά της Μάνης, (όπου δεν υπάρ­χουν πολ­λοί κομ­μου­νι­στές, για­τί τους σκό­τω­σαν όλους ή τους ανά­γκα­σαν να φύγουν για να γλι­τώ­σουν), πόσο εύκο­λα μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί ο θεα­τής τις πλη­ρο­φο­ρί­ες, που έρχο­νται κατά ριπάς, πριν καν στε­γνώ­σουν τα δάκρυα από το πρώ­το κύμα, για αυτό το δρά­μα, το προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό συνάμα;

Από αυτό το τελευ­ταίο, την επι­στρο­φή του θύμα­τος στον τόπο του εγκλή­μα­τος, ξεκι­νά­ει και το κεί­με­νο της Σοφί­ας Αδα­μί­δου, που έχει κάνει πολύ εύστο­χες επι­λο­γές απο­σπα­σμά­των και πετυ­χαί­νει να κρα­τή­σει αμεί­ω­το το ενδια­φέ­ρον του θεα­τή, στην ωριαία διάρ­κεια του έργου, για να τελειώ­σει με μια αδιό­ρα­τη αισιο­δο­ξία, όταν η ηρω­ί­δα κατα­λή­γει στην πρω­τεύ­ου­σα, μακριά (ακό­μα) από τη λύτρω­ση, αλλά και από τον εφιάλ­τη που βίω­σε στα μικρά­τα της. Μια λύτρω­ση που δεν μπο­ρεί παρά να έρθει συλ­λο­γι­κά, τόσο για την Πέτρου­λα, όσο και για το θεα­τή που ανα­στα­τώ­νε­ται εσω­τε­ρι­κά με όσα βλέπει.

Το έργο απο­τε­λεί μια πολύ­τι­μη ιστο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία, ιδί­ως για τις νέες γενιές, που μπο­ρεί να θεω­ρούν μακρι­νά αυτά τα γεγο­νό­τα ή να μην έχουν μάθει την ιστο­ρι­κή αλή­θεια για αυτά τα χρό­νια. Είναι προ­σι­τό στο ‘ανυ­πο­ψί­α­στο’ κοι­νό, αλλά είναι καλό να πάει κανείς υπο­ψια­σμέ­νος για την υπό­θε­ση και το τι πρό­κει­ται να δει (σίγου­ρα όχι κάτι ανά­λα­φρο και πρόσχαρο).

Τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο ενσαρ­κώ­νει η Βέρα Κρού­σκα, που πλαι­σιώ­νε­ται στη σκη­νή από τις Ορνέ­λα Λού­τη και Αγά­πη Παπα­θα­να­σιά­δου. Η σκη­νο­θε­σία κι η μου­σι­κή επι­μέ­λεια είναι του Ένκε Φεζολ­λά­ρι και η θεα­τρι­κή δια­σκευή της δημο­σιο­γρά­φου Σοφί­ας Αδαμίδου.

Το έργο ανε­βαί­νει στη σκη­νή LAB του θεά­τρου Σημείο, Χαρι­λά­ου Τρι­κού­πη 10, στην Καλ­λι­θέα, πίσω από το Πάντειο, κάθε Παρα­σκευή και Σάβ­βα­το στις 9μμ και κάθε Κυρια­κή, στις 7μμ, μέχρι την Κυρια­κή των Βαΐ­ων, με γενι­κή είσο­δο 12 ευρώ, μειω­μέ­νο εισι­τή­ριο για φοι­τη­τές και συντα­ξιού­χους κι ελεύ­θε­ρη είσο­δο για τους ανέργους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο