Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΠΟΝίτες ΗΡΩΕΣ (4): Αθηνά Μαύρου, δέχτηκε με το κεφάλι ψηλά το θάνατο στο Μπλόκο της Κοκκινιάς

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στην Αθη­νά Μαύ­ρου, τη φλο­γε­ρή 17χρονη επο­νί­τισ­σα που έπε­σε ηρω­ι­κά στη μαρ­τυ­ρι­κή Μάντρα  της Οσί­ας Ξένης, στο Μπλό­κο της Κοκ­κι­νιάς, στις 17 Αυγού­στου του 1944, είναι αφιε­ρω­μέ­νη η σημε­ρι­νή ανάρ­τη­ση της σει­ράς «ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ».

Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «Νέα Γενιά», όργα­νο του Κεντρι­κού Συμ­βου­λί­ου της ΕΠΟΝ, αρ. φύλ­λου 50, στις 20 Μάη του 1945.

ΑΘΗΝΑ ΜΑΥΡΟΥ
(1926–1943)

epon-mavrouΜε κρύα ανα­τρι­χί­λα θυμά­ται ακό­μα η Κοκ­κι­νιά το μεγά­λο μπλό­κο της 17 Αυγού­στου του 1944. Δια­κό­σια παλι­κά­ρια ντου­φε­κί­στη­καν τη μαύ­ρη εκεί­νη μέρα στη «Μαρ­τυ­ρι­κή μάντρα» της Οσί­ας Ξένης. Κι ανά­με­σά τους η Αθη­νά Μαύρου.

Δεν είχε κλεί­σει τα 17 της χρό­νια. Απ’ το 1943 ήτα­νε οργα­νω­μέ­νη στην ΕΠΟΝ. Έτρε­χε στη γει­το­νιά να βοη­θή­σει τους κατα­διω­κό­με­νους, να παρη­γο­ρή­σει τις μανά­δες που χάνα­νε τα παι­διά τους, ν’ ανα­κου­φί­σει τους φυλα­κι­σμέ­νους. Ήτα­νε αρρα­βω­νια­σμέ­νη κι έπλα­θε τα πιο όμορ­φα όνει­ρα για τη ζωή. Κι ορα­μα­τι­ζό­τα­νε τις μέρες της λευ­τε­ριάς, τότε που κι η δικιά της αγά­πη θα τρά­νε­βε ακό­μα πιο πολύ. Μα τα όμορ­φα όνει­ρα κυλί­στη­καν στο αίμα εκεί­νη τη μέρα στη μαρ­τυ­ρι­κή μάντρα.

Ήτα­νε 6½ η ώρα το πρωί όταν την πήρα­νε απ’ το σπί­τι της. «Ποια είναι η Αθη­νά;», μού­γκρι­σε ο προ­δό­της με τη μάσκα. «Εγώ είμαι», φώνα­ξε η αδερ­φή της. Μα η Αθη­νά πετά­χτη­κε στη μέση κι ατρό­μη­τη κι αγέ­ρω­χη  φώνα­ξε στους δήμιους: «Όχι, εγώ είμαι, τι θέλε­τε;». Θέλουν να την πάρουν μισό­γυ­μνη, μα αυτή αντι­στέ­κε­ται. Δεν τους αφή­νει να την πλη­σιά­σουν ώσπου να ντυ­θεί. Στη μάντρα της λένε κάποιοι συνα­γω­νι­στές της να φύγει, σε μια στιγ­μή που της δίνε­ται η ευκαι­ρία. Μα αυτή τους απα­ντά­ει: «Θα μεί­νω εδώ με τ’ άλλα τα παι­διά. Κι ό,τι γίνει ας γίνει για όλους».

Η σφα­γή αρχί­ζει. Πολ­λοί λιπο­ψυ­χούν κι η Αθη­νά που φοβά­ται μη μαρ­τυ­ρή­σουν τους φωνά­ζει: «Κλει­στό το στό­μα, μη κάψε­τε κι άλλα σπί­τια». Μαζί με δυο άλλες λεβέ­ντισ­σες, την Κού­λα και τη Δια­μά­ντω, στή­θη­κε στον τοί­χο. Και δέχτη­κε με το κεφά­λι ψηλά το θάνατο…

Για τη σει­ρά του ΑΤΕΧΝΩΣ «ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ»

Έχου­με χρέ­ος να μην ξεχνά­με το παρελ­θόν. Να μελε­τά­με τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, τις νίκες και τις ήττες του λαϊ­κού κινή­μα­τος, να διδα­σκό­μα­στε από τη δρά­ση των ηρώ­ων του. Χιλιά­δες λαϊ­κοί αγω­νι­στές έπε­σαν νεκροί την περί­ο­δο της Κατο­χής και τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Χιλιά­δες αγό­ρια και κορί­τσια πέρα­σαν στις γραμ­μές της ΕΠΟΝ και των Αετό­που­λων έχο­ντας μονα­δι­κό κίνη­τρο τη δίψα για λευ­τε­ριά και μια καλύ­τε­ρη ζωή, χωρίς να λογα­ριά­ζουν ότι μπο­ρεί και να χάσουν τη δική τους ζωή, χωρίς να προσ­δο­κούν σε ανταλ­λάγ­μα­τα ή ανα­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς τους. Απέ­να­ντι στη θυσία του ανθού της ελλη­νι­κής νεο­λαί­ας εκεί­να τα χρό­νια, το δικό μας χρέ­ος στέ­κει αξόφλητο.

Στο ΑΤΕΧΝΩΣ ξεκι­νή­σα­με μια νέα ενό­τη­τα δημο­σιεύ­σε­ων κάτω από τον τίτλο «ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ». Αντλώ­ντας υλι­κό κυρί­ως από το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», αλλά και αλλού, φιλο­δο­ξού­με να φέρου­με στο φως, μέσω του δια­δι­κτύ­ου, μικρά αφιε­ρώ­μα­τα-πορ­τραί­τα μεγά­λων ηρώ­ων. Αρω­γούς σε αυτή την προ­σπά­θεια θα έχου­με την έκδο­ση-λεύ­κω­μα της Σύγ­χρο­νης Επο­χής από το αρχείο της «Νέας Γενιάς», το Επι­μορ­φω­τι­κό Κέντρο Βιβλιο­θή­κη – Αρχείο «Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης», τα Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας, ανα­μνή­σεις αγω­νι­στών και άλλες πηγές.

Τα ήδη αναρ­τη­μέ­να αφιε­ρώ­μα­τα θα ενη­με­ρώ­νο­νται-εμπλου­τί­ζο­νται με νέα στοι­χεία όταν αυτά ανακαλύπτονται.

 

Στην ίδια σειρά:

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ: Νεί­λος Μαστρα­ντώ­νης (Κλέ­αρ­χος), όπως οι ωραί­οι νεκροί της Ιστορίας…

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (2): Κώστας Κορ­δά­τος, νέος ηθο­ποιός που δεν ήξε­ρε τι θα πει συμβιβασμός

ΕΠΟ­Νί­τες ΗΡΩΕΣ (3): Χαρί­λα­ος Κατσού­λης, την ώρα που τον του­φέ­κι­ζαν τραγουδούσε

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο