Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Θα ήταν σα να εγκαταλείπεις τον καλύτερό σου εαυτό»

Επι­μέ­λεια: Κων­στα­ντί­νος Δέδες //

Σε αυτή τη συνέ­ντευ­ξη, ο ποι­η­τής εξη­γεί πως και για­τί έγι­νε κομ­μου­νι­στής. Πως δημιούρ­γη­σε όντας κομ­μου­νι­στής και για­τί παρέ­μει­νε πιστός σε όσα πίστευε μέχρι την τελευ­ταία του ανάσα.

Για­τί έγι­να κομμουνιστής; 

Για ό,τι γίνα­με όλοι μας. Για­τί δια­πι­στώ­σα­με ότι υπάρ­χει αδι­κία, εκμε­τάλ­λευ­ση, για­τί υπάρ­χει κατα­πί­ε­ση και σαν άνθρω­ποι αντι­στε­κό­μα­στε σ’ αυτό. Και ύστε­ρα οργα­νω­θή­κα­με όλοι εμείς οι αδι­κη­μέ­νοι, οι κατα­πιε­σμέ­νοι, οι εξευ­τε­λι­σμέ­νοι, ενω­θή­κα­με με το ανθρώ­πι­νο όνει­ρο, να φτιά­ξου­με μια καλύ­τε­ρη ζωή για όλους τους ανθρώ­πους. Οχι μονά­χα για μας. Για­τί εμείς αυτά που φτιά­χνου­με μπο­ρεί να μην τα χαρού­με κιό­λας. Αλλά έχου­με τη χαρά ότι κάπο­τε θα τα χαρούν κάποιοι. Γι’ αυτό έγι­να. Οπως γινή­κα­τε όλοι σας. Οπως γίνα­με όλοι μας.

Για­τί έμεινα;

Θα μπο­ρού­σε κανέ­νας, απ’ τη στιγ­μή που ονει­ρεύ­τη­κε έναν κόσμο καλύ­τε­ρο κι απ’ τη στιγ­μή που δού­λε­ψε γι’ αυτό τον κόσμο με όσες δυνά­μεις είχε, μικρές, μεγά­λες ή μέτριες, θα μπο­ρού­σε ποτέ να εγκα­τα­λεί­ψει; Θα ήταν σα να εγκα­τέ­λει­πε τον καλύ­τε­ρό του εαυτό.

(…) Για­τί, αν εσείς λέτε ότι εσείς μου χρω­στά­τε κάτι, ότι σας έδω­σα κάτι, ότι είμαι κι εγώ ένας από τους οργα­νω­τές του κοι­νω­νι­κού συναι­σθή­μα­τος (εάν και όπως τελο­σπά­ντων), εγώ σας χρω­στώ πολύ περισ­σό­τε­ρα. Τα δικά σας βιώ­μα­τα, οι δικές σας εμπει­ρί­ες, η δική σας συντρο­φι­κό­τη­τα σε δύσκο­λες στιγ­μές, στη Μακρό­νη­σο, στη Γυά­ρο, στη Λέρο, με στή­ρι­ξαν. (…) Είναι, λοι­πόν, όχι σα να εγκα­τα­λεί­πω εσάς πια. Είναι σαν να εγκα­τα­λεί­πω τον εαυ­τό μου. Δε θα μπο­ρού­σε να γίνει. Δεν μπο­ρώ να σκε­φτώ τον εαυ­τό μου μακριά από σας. Για­τί σας χρω­στάω πάρα πολ­λά, σύντροφοι.

(…) Δε χρεια­ζό­μουν κανέ­να εγκώ­μιο, ούτε να μου φέρ­νουν χρυ­σές πλά­κες για να με τιμή­σουν. Οχι. Λέγα­τε: Ο Ρίτσος είναι δικός μας. Για μένα η μεγα­λύ­τε­ρη συντρο­φιά κι η μεγα­λύ­τε­ρη αξία, το μεγα­λύ­τε­ρο βρα­βείο που δέχτη­κα στη ζωή μου, ήταν η αγά­πη σας, η αγά­πη του κόσμου».

Συνέ­ντευ­ξη του Γ. Ρίτσου στον «Ριζο­σπά­στη», 27/3/1987

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο